της Δήμητρας Ρουμπούλα
«Ακόμα και βγαίνοντας από χαμό κι αιματοχυσία, στο τέλος πρέπει να μάθεις ξανά να ζεις».
Τα «Χίλια φεγγάρια» αποτελούν τη συνέχεια του αριστουργήματος του Σεμπάστιαν Μπάρι, «Μέρες δίχως τέλος», που τιμήθηκε με το βραβείο Costa το 2016. Εκεί πρωταγωνιστές ήταν ο Τόμας ΜακΝάλτι, ένας φτωχός Ιρλανδός μετανάστης στην Αμερική, ο οποίος μαζί με τον σύντροφό του Τζον Κόουλ παίρνουν μέρος στους πολέμους με τους Ινδιάνους και στον αιματηρό αμερικανικό εμφύλιο από την πλευρά της Ένωσης. Εδώ την αφήγηση αναλαμβάνει μια μικρή φιγούρα, η Γουινόνα, το κορίτσι ιθαγενών που ο Τόμας και ο Τζον είχαν διασώσει από τη σφαγή της φυλής της και υιοθετήσει, διαμορφώνοντας μια ιδιόρρυθμη οικογένεια. Οι δύο άνδρες είναι πλέον μεσήλικες, που δουλεύουν σκληρά σε ένα φτωχό αγρόκτημα έξω από την πόλη Πάρις, στο δυτικό Τενεσί. Η μικρή Ινδιάνα έχει μεγαλώσει, υπολογίζει ότι είναι γύρω στα δεκαοκτώ. Μετρά τον χρόνο σε φεγγάρια, όπως και η μητέρα της για την οποία τα «χίλια φεγγάρια ήταν ο πιο παλιός καιρός, το βαθύτερο μέτρο του χρόνου». Έχοντας διδαχθεί από τον Τζον ανάγνωση και γραφή, εργάζεται, «πράγμα ασυνήθιστο για κοπέλα και μάλιστα Ινδιάνα», για τον δικηγόρο Μπρίσκο, έναν άνθρωπο ταγμένο να υπηρετήσει με κάθε κόστος τη δικαιοσύνη προς όλους, σε μια εποχή που οι μεταπολεμικές ελπίδες καταρρέουν και οι ηττημένοι ευθύνονται για ανελέητη φυλετική βία.
Βρισκόμαστε γύρω στα 1870, ο πόλεμος έχει τελειώσει, αλλά ο διχασμός ανάμεσα σε νικητές και ηττημένους είναι αδυσώπητος και εκφράζεται με απύθμενο μίσος, εκδίκηση και ταπείνωση με κάθε τρόπο και μέσο. Μέσα σε αυτό το ζοφερό τοπίο, η μικρή Ινδιάνα που μεταμφιέζεται συχνά σε αγόρι και κουβαλά πάνω της όπλο και μαχαίρι, πρέπει να επιζήσει, να βρει την ταυτότητά της και το δίκιο της. «Στα μάτια της πόλης ήμουν ένα κάρβουνο απ΄ τη σβησμένη ινδιάνικη φωτιά, ένα κάρβουνο που ακόμα έκαιγε». Ο νόμος δεν προστατεύει τους Ινδιάνους. «Δεν το απαγορεύει ο νόμος να δέρνεις Ινδιάνους», γιατί «οι Ινδιάνοι δεν είναι πολίτες».
Στο πρόσωπο της Γουινόνα, ο 65χρονος σήμερα Σεμπάστιαν Μπάρι βρίσκει μια εξαιρετική αφηγήτρια: λυρική και θαρραλέα, έξυπνη και αθώα, που όμως την στοιχειώνουν οι αναμνήσεις από την εξόντωση των δικών της – «Ο δικός μου λαός είναι ο λαός της λύπης, περισσότερο απ΄ όσους άλλους έχουν ζήσει στη γη». Το πραγματικό της όνομα είναι Οτζιντζίντκα, τριαντάφυλλο στη γλώσσα των Λακότα. Ο σπουδαίος Ιρλανδός συγγραφέας έχει μελετήσει σε βάθος την αμερικανική ιστορία, το δράμα των ιθαγενών και το κεφάλαιο της δουλείας. Ο ίδιος έχει αποδώσει το ενδιαφέρον του για αυτή την εποχή στην αναζήτηση της δικής του οικογενειακής ιστορίας, συγκεκριμένα ενός μακρινού προγόνου του, Ιρλανδού μετανάστη στην Αμερική, ο οποίος είχε πάρει μέρος στους πολέμους με τους Ινδιάνους. Έτσι, με γνώση μπαίνει στο πετσί της πρωταγωνίστριάς του και των υπολοίπων ηρώων, όπως της Ρόζαλι και του αδελφού της Τένισον Μπουγκρό, πρώην μαύρων σκλάβων που δουλεύουν στο αγρόκτημα και είναι μέλη της ευρύτερης οικογένειας του Τόμας και του Τζον. Όλοι μαζί, συμπεριλαμβανομένου του ιδιοκτήτη της φάρμας, Λάιζι Μάγκαν, συνθέτουν μια παράξενη οικογένεια, στην οποία η φυλή, το φύλο και ο ρόλος αναμειγνύονται αποκτώντας μια ρευστότητα, κάτι που κεντρίζει το ενδιαφέρον του συγγραφέα.
Το αγρόκτημα όπου ζει αυτή η οικογένεια μοιάζει με ουτοπικό καταφύγιο στη μέση ενός σκοτεινού κόσμου με βαθιές πληγές. Ο κίνδυνος παραμονεύει, από τους νυχτερινούς επιδρομείς με επικεφαλής τον κακόβουλο Ζακ Πέτρι, μέχρι τις εγκληματικές αντιδικίες που συνταράσσουν την περιοχή. Οι πολιτοφύλακες είναι παντού. Ωστόσο, η μεγαλύτερη απειλή για τη ζωή του αγροκτήματος είναι ο ίδιος ο ρατσισμός, που σημαίνει ότι η Γουινόνα, ο Κόουλ (στις φλέβες του ρέει ινδιάνικο αίμα από τη γιαγιά του) και οι Μπουγκρό δεν είναι ποτέ ασφαλείς. Γιατί «δεν ήταν έγκλημα να σκοτώσει κανείς Ινδιάνο, αφού ένας Ινδιάνος δεν ήταν τίποτα» και οι πρώην σκλάβοι, καίτοι ελεύθεροι πολίτες πλέον, εξακολουθούν να θεωρούνται «τιποτένιοι». Μια νύχτα η Γουινόνα βιώνει τη χειρότερη εμπειρία της ζωής της, έναν άγριο βιασμό. Η ίδια δεν έχει ξεκάθαρη εικόνα για το ποιος την βίασε, καθώς την είχαν ποτίσει με ουίσκι, αν και γνωρίζει ότι μπορεί να ήταν ο Τζας Τζόνσκι, ένα αγόρι από Πολωνούς γονείς, που αρχικά ήλπιζε να παντρευτεί. Ο Τένισον σακατεύεται από μια σφοδρή επίθεση. Έτσι η εύθραυστη ειρήνη του αγροκτήματος καταστρέφεται, ενώ οι περίπλοκες συνέπειες αυτών των περιστατικών θα απασχολήσουν το μυθιστόρημα μέχρι τέλους.
Τα Χίλια φεγγάρια είναι ένα μυθιστόρημα εγκλήματος. Από τη μια, ιδιωτικού εγκλήματος – βιασμός, ξυλοδαρμός, δολοφονία. Από την άλλη, δημόσιου / πολιτικού εγκλήματος, επακόλουθο του εμφυλίου στο διχασμένο Τενεσί, με τους ηττημένους να επιδιώκουν εκδίκηση που παίρνει τη μορφή ληστειών, εκφοβισμών, εμπρησμών και δολοφονιών.
Πώς επιβιώνει η Γουινόνα, ένα παιδί της «λύπης» και του «τίποτα», μέσα σε ένα τόσο άρρωστο περιβάλλον; Με τη γενναιότητα που έχει κληρονομήσει από τη μητέρα της, τη μόρφωση που έχει λάβει από ό,σα της έμαθαν οι θετοί γονείς της και από τα βιβλία που διάβασε από τη βιβλιοθήκη του δικηγόρου εργοδότη της. Οι περιπέτειές της την οδηγούν σε ένα ταξίδι τρομακτικό, συναρπαστικό και μαγευτικό, ίδιο με αυτό που βιώνει ο αναγνώστης χάρη στη μοναδική λυρική γραφή του Μπάρι, αβίαστη και πυκνή σε νοήματα. Οι αναμνήσεις της ηρωϊδας από την ερειπωμένη παιδική ηλικία της και από έναν τρόπο ζωής των Ινδιάνων σε αρμονία με τη φύση είναι αμυδρές, αλλά ικανές να κρατούν σε εγρήγορση την απάντησή της στον φυσικό κόσμο, στην ομορφιά του τοπίου, στα πουλιά και άγρια ζώα. Κυρίως, η επιβίωσή της ενισχύεται από την αγάπη που την περιβάλλει: Την αγάπη του ΜακΝάλτι και του Κόουλ, την στοργική υποστήριξη του ιδιοκτήτη της φάρμας, τη φροντίδα των δυο χειραφετημένων σκλάβων, την καλοσύνη του Μπρίσκο και τελικά τη λατρεία της Πεγκ, ενός κοριτσιού με άγρια ομορφιά, Ινδιάνα κι αυτή, που συναντά στον καταυλισμό των αντιπάλων, με την οποία αρχικά ανταλλάσσει πυροβολισμούς, αλλά τελικά δένονται μεταξύ τους.
Στην πεζογραφία του Σεμπάσιαν Μπάρι συνυπάρχει το καλό με το κακό μέσα σε μια περιπλοκότητα ατομικών επιλογών. «Αυτοί μου την άνοιξαν την πληγή κι αυτοί μου τη γιάτρεψαν», λέει η Γουινόνα, γνωρίζοντας ότι οι άνθρωποι που την έσωσαν συμμετείχαν στη γενοκτονία της φυλής της. Κάποιες στιγμές περνά από το μυαλό της η εκδίκηση, αλλά η αγάπη υπερισχύει. Όταν σε μια παράτολμη κίνηση πηγαίνει στον εχθρικό καταυλισμό, «άντρο του κακού», και συναντά τον αδίστακτο Αυρήλιο Λίτλφερ, το «ολοζώντανο Κακό» που «κρεμάει τους ελεύθερους μαύρους στα σταυροδρόμια», εκείνος την αντιμετωπίζει με ευγένεια, μιλώντας της για τα παιδιά που πρέπει όλα να πηγαίνουν στο σχολείο – «χωρίς τη μόρφωση, ούτε πολίτες ούτε χώρα θα΄ χουμε». Ο φανατικός και φαύλος σερίφης Φρανκ Πάρκμαν, που επιδιώκει την καταδίκη της, φορτώνοντάς της μια δολοφονία, σε ένα επεισόδιο φέρεται ανθρώπινα στην κοπέλα. Ο Μπάρι ενδιαφέρεται για την ανθρώπινη υπόσταση στο σύνολό της, για το πώς η αθωότητα μπορεί να παραμείνει μέσα σε ένα βάναυσο άτομο, πώς το καλό μπορεί να συνυπάρχει με τη βία.
Έτσι στο τέλος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ενώ «η ζωή είναι ένας βάλτος αδιάβατος» και «δεν υπάρχει μέρος που να μην κινδυνεύεις», το αντίδοτο της αγάπης είναι η «σίγουρη αλήθεια». Και τότε «μπορούμε να πούμε ότι η ζωή άξιζε τον κόπο. Και η αγάπη άξιζε το ρίσκο». Με αυτή τη συνειδητοποίηση, τα Χίλια φεγγάρια δίνουν θετικό μήνυμα.
Αριστοτεχνικός συγγραφέας, ο Σεμπάστιαν Μπάρι δίνει ρυθμό στην αφήγηση, εναλλάσσοντας ζωντανές σκηνές δράσης με ήρεμες στιγμές στις οποίες ο χρόνος φαίνεται να παραμένει στάσιμος. Με μεστό ύφος, υποβλητική ατμόσφαιρα, κραυγές και σιωπές, τα Χίλια φεγγάρια είναι ένα συγκινητικό, τρυφερό, ευαίσθητο, ψαγμένο πολιτικά και ιστορικά βιβλίο. Αν και συνέχεια του Μέρες δίχως τέλος (κυκλοφορεί επίσης από τον Ίκαρο, σε υπέροχη πάντα μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου) και παρά το αιώνιο πρόβλημα με τις συνέχειες στη λογοτεχνία, στέκεται ως αυτόνομο μυθιστόρημα, το οποίο διαθέτει τα σπάνια δώρα ενός γνήσιου συγγραφέα, πολυβραβευμένου, τρεις φορές υποψήφιου για το Μπούκερ, τιμημένου με την ανώτατη διάκριση των ιρλανδικών γραμμάτων το 2018 και με μια θέση στη λίστα των καλύτερων συγγραφέων παγκοσμίως. Ενός παραμυθά που μπορεί να μας μεταφέρει στα πιο σκοτεινά μέρη της ανθρώπινης βαρβαρότητας και του συλλογικού παρελθόντος, δίνοντας όμως ένα φως ελπίδας και καλοσύνης.
«Χίλια φεγγάρια» Sebastian Barry, εκδ. «Ικαρος», μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, σελ. 275