της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη
Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση της Patricia Highsmith (γεννήθηκε 19 Ιανουαρίου 1921), η διαμάχη για το αν είναι συγγραφέας αστυνομικών ή όχι ποτέ δεν ήταν πιο επίκαιρη ως άλλη μια έκφανση της φευγαλέας ρευστότητας που χαρακτήριζε τόσο το έργο όσο και τη ζωή της.
Τα πλέον γνωστά έργα της «Ξένοι στο Τρένο» και « Ο Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεΰ» θα μπορούσαν ίσως βιαστικά να χαρακτηριστούν «νουάρ» λόγω της θεματολογίας τους: στο πρώτο αποδομεί την ιδέα του «τέλειου εγκλήματος», με δυο συνεργούς που θα διαπράξουν φόνο ο ένας εκ μέρους του άλλου. Και οι δυο φόνοι θα πρέπει να μείνουν άλυτοι αφού οι δυο συνεργοί μπορούν θεωρητικά να αρνηθούν πως γνωρίζονται ή έχουν συναντηθεί- αν και τα πράγματα τελικά δεν είναι τόσο απλά. Όσο για τον «Ταλαντούχο κ. Ρίπλεΰ», τον πιο διάσημο ήρωα της, προσλαμβάνεται από τον πατέρα του νεαρού Dickie Greenleaf για να τον εντοπίσει στην Ιταλία όπου διάγει μποέμικο βίο και να τον επιστρέψει στα πάτρια εδάφη και επιχειρήσεις. Ο Ρίπλεΰ παθιάζεται με τον Dickie, επιθυμεί μια εύκολη ζωή μαζί του (σε αντίθεση με την ανοιχτή ομοφυλοφιλία της Highsmith, η αμφιφυλοφιλία του Ρίπλεϋ είναι υπαινισσόμενη) και όταν αυτό καθίσταται ανέφικτο, ο Ρίπλεΰ σκοτώνει τον Dickie και παίρνει τη θέση και την περιουσία του.
Η ειδοποιός διαφορά και των δυο μυθιστορημάτων από τα κλασσικά αστυνομικά είναι πως πρόκειται για αναζητήσεις όχι του «ποιος» (whodunnit) διέπραξε το έγκλημα αλλά του «γιατί» (whydunnit).
Αναζητώντας το «γιατί» δε μπορεί κανείς να μη σταθεί στη βαθιά αίσθηση απογοήτευσης των ξένων στο τρένο και κυρίως του Ρίπλεΰ από τη ζωή του, που απηχεί την απογοήτευση της Highsmith από τη δική της ζωή. Η συγκεχυμένη ταυτότητα της Highsmith που χρησιμοποιούσε πολλά ψευδώνυμα και συχνά υπέγραφε τα 5 βιβλία του Ρίπλεϋ ως «Τομ» δηλαδή με το μικρό του ήρωά της, τη συνόδευε μέχρι το τέλος της ζωής της. Είναι ενδεικτικό πως κατά τη διάρκεια συζητήσεων για την ανέγερση τιμητικής πλακέτας δε μπορούσε η ίδια να κατασταλάξει ποιο όνομα προτιμούσε να χρησιμοποιηθεί.
Στη βιογραφία της «Ζωή στο Σκοτάδι» (εκδ Νεφέλη), ο Andew Wilson αναφέρει: «Το κεντρικό θέμα …. του Ρίπλεΰ-η ρευστή φύση της ταυτότητας, απασχολούσε από νεαρή ηλικία τη Highsmith. Όπως και ο Ρίπλεΰ, έτσι και η Highsmith βίωνε την αγωνία της επιθυμίας του ανέφικτου.»
Είχε μια παθολογική ανάγκη να δει τον Ρίπλεΰ να πετυχαίνει: αν και τα 5 βιβλία της σειράς είναι καλογραμμένα, θα μπορούσε κανείς να της προσάψει πως η πλοκή χάνει σε ορισμένα σημεία εξαιτίας της προφανούς της ανάγκης να δει τον αντιήρωα της να ξεφεύγει των συνεπειών των πράξεων του.
Διαρκώς κόπιαζε να δικαιολογεί τον Ρίπλεΰ στις συνεντεύξεις της- παροιμιώδες έχει μείνει το «Ο Ρίπλεϋ σκοτώνει μόνο όταν αναγκάζεται», ενώ όσο διέμενε στη Γαλλία είχε εκμυστηρευτεί σε μια γειτόνισσα πως ο Ρίπλεΰ «μένει λίγο πιο κάτω».
Παρόμοιο μειονέκτημα θεωρείται από θεωρητικούς Χαισμιθσολόγους, η επιμονή της να καταστήσει το Ρίπλεΰ αρεστό στον αναγνώστη: και τα 5 μυθιστορήματα διανθίζονται με σκηνές όπου ο Ρίπλεΰ προσπαθεί να «λογικέψει» κάποιον που τον αντιπαθεί-συνήθως επειδή το άτομο αυτό έχει καταλάβει τον πραγματικό του χαρακτήρα. Η Highsmith ξελογιάζει τον αναγνώστη να συμπαθήσει το «καλό κακό χαρακτήρα», ακριβώς όπως αυτός καταγοητεύει όσους τον περιτριγυρίζουν.
Στο «Παιχνίδι του Ρίπλεΰ», που βρίθει παραλληλισμών με το βιβλικό Βιβλίο του Ιωβ, ο Ρίπλεΰ παρασύρει έναν Βρετανό, τον Jonathan Trevanny, να διαπράξει φόνο έναντι χρηματικής αμοιβής. Η Highsmith ανατρέπει και πάλι την πυξίδα της ηθικής: ο Ρίπλεΰ καταλήγει να είναι ο «καλός» που θα σώσει τον Trevanny από τη Μαφία και να προστατέψει τη γυναίκα και το γιό του.
Η συχνά ανορθολογική Highsmith σαγηνευόταν από τις αποκλίνουσες συμπεριφορές. Ίσως η δημιουργία του παραλόγου και η απουσία οποιασδήποτε ηθικολογικής λύσης να τελούσε χρέη κάθαρσης για την ταραγμένη προσωπικότητα της. Μπορούσε νομίμως να εκφράσει τη βία μέσω των χαρακτήρων της χωρίς να χρειάζεται να υποστεί τις συνέπειες- και συχνά και οι ίδιοι οι χαρακτήρες της επίσης τις γλίτωναν. Η Highsmith δεν εφεύρε τον αντιήρωα- τον πέρασε όμως στο επόμενο επίπεδο. Σύμφωνα με τον Edward A. Shannon, στο άρθρο του “Where was the Sex? Fetishism and Dirty Minds in Patricia Highsmith”: «Ο Τομ Ρίπλεΰ είναι μοναδικός: συνδυάζει τον ψυχωτικό ενός έργου του Edgar Allan Poe, με τη μονομανία ενός ήρωα του Raymond Chandler…. πρόκειται περί ψυχρού και υπολογιστικού κοινωνικού αναρριχητή που σκοτώνει το φίλο του μόλις παύει να τον χρειάζεται….η απουσία ενοχών φανερώνει το βαθμό στον οποίο είναι ανίκανος να αναπτύξει σχέσεις οικειότητας». Στον κόσμο της θρυμματισμένης ταυτότητας του Ρίπλεϋ και της Highsmith η απουσία συνείδησης και προσωπικότητας διαχωρίζουν τον δολοφόνο από τα εγκλήματά του. Όσο κοντά του και να ένιωθε, συχνά ένιωθε απέχθεια για τα ειδεχθή του εγκλήματα- ιδίως στο πιο βίαιο από τα 5 βιβλία, «Το Παιχνίδι του Ρίπλεΰ», δυσκολευόταν να συνεχίσει τις σκηνές των σκοτωμών, όπως και ο Ρίπλεϋ δεν ευχαριστιόταν τους φόνους και τους διέπραττε μόνο όποτε αναγκαζόταν με το μακιαβελικό «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Σε συνέντευξη της (στη Diana Cooper-Clark) η ίδια η Highsmith είχε παραδεχτεί: «βρίσκω τον αμοραλισμό ενδιαφέρουσα αντίθεση στη στερεοτυπική ηθική που συχνά είναι υποκριτική και ψεύτικη.». Η ασυνήθιστη ζωή της- η άκρως δυσλειτουργική σχέση με τη μητέρα της που δήλωνε πως το 1920, έγκυος στην Patricia, είχε πιει νέφτι προκειμένου να αποβάλει, οι θεραπείες ηλεκτροσόκ στις οποίες υποβλήθηκε για να «γιατρευτεί» από την ομοφυλοφιλία, η ιδιότυπη δημόσια εικόνα της , οι εκλάμψεις αντισημιτισμού και ρατσισμού και οι ψυχώσεις της, όλα θα μπορούσαν να έχουν διαμορφώσει το αντισυμβατικό ηθικό σύστημα στο οποίο κατέφευγε ενώ έγραφε. Με μαεστρία, η αστάθεια της και η κρίση ταυτότητας, μεταφέρθηκαν από την ίδια στον Τομ Ρίπλεΰ- η υπαρξιακή της απόρριψη των παραδοσιακών αξιών, η αστάθεια του κόσμου της μετακυλίστηκαν στις βίαιες πράξεις αυτοσυντήρησης. Στη βιογραφία της «Η Ταλαντούχα Δεσποινίς Χάισμιθ», η συγγραφέας Joan Shenkar σημειώνει: « Η Πατ αντιμετώπιζε την αγάπη όπως και το φόνο: ως μια συναισθηματική επείγουσα ανάγκη ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, ο ένας εκ των οποίων πρέπει να πεθάνει στο τέλος».
Η 27χρονη Χάισμιθ ολοκλήρωσε το πρώτο της μυθιστόρημα «Ξένοι στο Τρένο» και περιμένοντας πάνω από ένα χρόνο για την έκδοσή του, δεν έγραψε άλλο αστυνομικό, αλλά μια αυτοβιογραφική ιστορία αγάπης που κυκλοφόρησε με το ψευδώνυμο Claire Morgan. «Η Τιμή του Αλατιού». Εκδόθηκε το 1952 και πραγματεύεται την παθιασμένη σχέση μεταξύ της 19χρονης Therese Belivet που ζει στη Νέα Υόρκη και μιας ευκατάστατης συζύγου των προαστίων, της Carol Aird. Το Δεκέμβριο του 1948 η Χάισμιθ δούλευε προσωρινά στο εμπορικό πολυκατάστημα Bloomingdale’s στο τμήμα παιχνιδιών για να μπορεί να πληρώνει την ψυχοθεραπεία της προκειμένου να ξεπεράσει τις αναστολές της για το επικείμενο γάμο της με τον συγγραφέα Marc Brandel ( ο γάμος δεν έγινε ποτέ), όταν μπήκε μέσα μια εντυπωσιακή ξανθιά με γούνα βιζόν. Το ίδιο βράδυ η Highsmith έγραψε το 8σελιδο προσχέδιο για το βιβλίο και αφού το ολοκλήρωσε, και έχοντας απομνημονεύσει τη διεύθυνση από την απόδειξη λιανικής, επισκέφθηκε το σπίτι της ξανθιάς και ίσως την είδε από μακριά να πλησιάζει με το αυτοκίνητό της.
Πρόκειται για το μόνο μη-βιαιο, ρομαντικό βιβλίο της Χάισμιθ, αν και δεν το αναγνώρισε ως δικό της μέχρι την επανέκδοση του, περίπου 20 χρόνια μετά. Παρά τις ασταθείς σχέσεις της και το γεγονός ότι δεν έκρυβε τη σεξουαλικότητα της, δεν επιθυμούσε να καθιερωθεί ως σαπφική συγγραφέας. Η ειρωνεία είναι πως το βιβλίο αποτέλεσε best-seller στους καταπιεσμένους λεσβιακούς κύκλους της συντηρητικής εποχής- καθώς όλα τα μυθιστορήματα του είδους έπρεπε να έχουν «κακό τέλος» για να τιμωρηθούν οι ανήθικες ηρωίδες τους. Εκτός από την πολύ ανώτερη πρόζα του, η πλοκή της «Τιμής του Αλατιού» συνέβαλε στη μοναδικότητα του δεδομένου ότι χλευάζει και αγνοεί ala Χάισμιθ τον καθιερωμένο ηθικό κώδικα: ήταν το μόνο λεσβιακό μυθιστόρημα των 50’s με χαρούμενο τέλος.
Αναζητήστε τα βιβλία της Πατρίτσια Χάισμιθ εδώ