της Νάντιας Φραγκούλη [1] (*) (**)
Αν το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο της Αλεξάνδρας Κ* επέτρεπε την ψευδαίσθηση, ή καλύτερα τη δικαιολογία, της μη ταύτισης με τους νεαρούς ήρωές της –που όσο να το κάνεις ήταν και λίγο παραπάνω ευαίσθητοι, λίγο παραπάνω διαφορετικοί– στο τελευταίο της βιβλίο δεν υπάρχουν τέτοιες πολυτέλειες. Τα 20 διηγήματα της συλλογής Πράγματα που σκέφτεται η παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο (Πατάκης 2023), θέτουν ενώπιόν μας έναν αμείλικτο καθρέφτη, αναδεικνύοντας όλα αυτά που ζούμε κάθε μέρα, ως ενήλικες στην Αθήνα του σήμερα, αλλά –προς θεού!– επ’ ουδενί δεν μιλάμε γι’ αυτά.
Ο κόσμος της Αλεξάνδρας Κ* είναι ανάλγητος και χαοτικός, είναι ένας κόσμος στον οποίο βάζεις τα γέλια, επειδή δεν υπάρχει το περιθώριο να βάλεις τα κλάματα. Πού χώρος για δάκρυα μέσα σε ένα ακατάπαυστο, ίσως και εμμονικό τρέξιμο μεταξύ υποχρεώσεων, κοινωνικών προτύπων και ρόλων; Ρόλων επαγγελματικών, οικογενειακών, διαπροσωπικών που οφείλουν πάντοτε να εξυπηρετηθούν στην εντέλεια, με επαγγελματική αποτελεσματικότητα, χωρίς καθυστερήσεις, παύσεις ή λάθη. Η αφήγηση του βιβλίου με γερές δόσεις χιούμορ και (αυτο)σαρκασμού μας παρασύρει σε ένα επώδυνο, αλλά απολαυστικό, τανγκό με τον καθρέφτη μας.
Ο εντελώς δικός μας, εντελώς οικεία παράλογος κόσμος μεταφράζεται στο βιβλίο της Αλεξάνδρας Κ* σε πρόσωπα, σύμβολα και καταστάσεις υπερβολικές οι οποίες μας αφηγούνται την ιστορία της ζωής μας στα σημεία της που δεν τολμήσαμε ποτέ να βάλουμε σε λέξεις. H παρουσίαση των χαρακτήρων της καταδύεται στα σκοτεινά κομμάτια της ανθρώπινης ύπαρξης και επιλέγει να μιλήσει γι’ αυτά χωρίς φόβο, αλλά με πάθος.
Η αίσθησή μου, ήδη από το πρώτο της πεζογράφημα, και πολύ περισσότερο στα πιο πρόσφατα, πιο πυκνά και πιο ώριμα Πράγματα που σκέφτεται η παρθένος Μαρία καθώς καπνίζει κρυφά στο μπάνιο, είναι πως η Κ* αιχμαλωτίζει με τη γραφή της, περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλο Έλληνα πεζογράφο, το ασθματικό, χαοτικό, παράλογο του σύγχρονου κόσμου. Η θητεία της στον χώρο της διαφήμισης, και πολύ περισσότερο η οξύτατη ματιά της στη σύγχρονη δημοφιλή κουλτούρα την ευνοεί σε αυτό. Ξέρει πολύ καλά τη σύγχρονη τρέλα μας, γνωρίζει τους γλωσσικούς χειρισμούς που απηχούν –και ταυτοχρόνως διαμορφώνουν– τη σημερινή προβληματική ανθρώπινη συνθήκη. Ως εκ τούτου η Κ* είναι σε άριστη θέση όχι μόνο να παρατηρήσει τις στρεβλώσεις μας, αλλά και να τις αποτυπώσει σε μια απολύτως επίκαιρη, δραστική και σπαρταριστή λογοτεχνική γλώσσα.
Ήδη από το πρώτο της πεζογραφικό βιβλίο η Αλεξάνδρα Κ* πλάθει ιστορίες στις οποίες πραγματοποιείται κειμενικά με τους όρους μιας παραδοξολογικής «κυριολεξίας» αυτό που στο βάθος όλοι γνωρίζουμε ή αισθανόμαστε ότι συμβαίνει. Έτσι, η παραβίαση του προσωπικού χώρου του κοριτσιού ματώνει· ο άντρας-παρατηρητής συλλέγει ηδονοβλεπτικά εικόνες «γυναικών» σαν να πρόκειται για εξωτικά πουλιά· το παράπονο της γυναίκας που καταχωρίστηκε από τους άντρες στην κατηγορία της έξυπνης –και επομένως ασεξουαλικής–παίρνει τη μορφή μιας χειμαρρώδους, σπαραξικάρδιας, και την ίδια στιγμή πολύ αστείας ηλεκτρονικής επιστολής· το θέατρο του παραλόγου των οικογενειακών τραπεζιών γίνεται όντως θέατρο και πραγματικά παράλογο γιατί επικυρώνει εκ νέου τις στρεβλές δυναμικές της ελληνικής οικογένειας. Το ιδιότυπο, λοιπόν, αυτό αφηγηματικό παιχνίδι, που συγγενεύει με το θέατρο του παραλόγου, τον κινηματογράφο του Greek Weird Wave, αλλά και με εξπρεσιονιστικές αποχρώσεις της ελληνικής πεζογραφίας[2] –Γονατάς, Καραπάνου, αλλά και ο αγαπημένος της Α.Κ. Χρ. Βακαλόπουλος, για να αναφέρω μερικούς– , κατασταλάζει στις ίδιες τις λέξεις. Άγρα σπάνιων ή ασυνήθιστων λέξεων λοιπόν[3], λεξιπλασία, γραμματικοσυντακτικές ακροβασίες και ηχητικά παιχνίδια επιστρατεύονται για να αποδώσουν έναν ακραία σκληρό κόσμο με δεξιοτεχνική αρτιότητα –σημείο στο οποίο τα Πράγματα διασταυρώνονται νομίζω έντονα με το αισθητικά άψογο αλλά αμείλικτο κινηματογραφικό σύμπαν του Γιώργου Λάνθιμου.
Γλωσσοπλάστης και καλή γνώστης των αφηγηματικών τεχνασμάτων η Κ* παραδίδει κείμενα που διαρκώς παίζουν με τη γραφή ανανεώνοντας τη σύγχρονη πεζογραφική αφήγηση, αλλά και τη δική μας ματιά για τα πράγματα. Ξεχωριστά, νομίζω, αξίζει να σχολιαστεί η συμπερίληψη γλωσσικών περιοχών που τείνουν ακόμα σήμερα να θεωρούνται λογοτεχνικά ταμπού. Ύβρεις και ανοιχτή καταγραφή της σεξουαλικής εμπειρίας βρίσκουν τη θέση τους στον πεζογραφικό της λόγο πλάι σε φράσεις όπως «αστραχένια παπάχα» («Το σφάγιο»), «δεν τον έσκιαζε ελπίδα καμιά» («Ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος»), «αγέλες άγριων νηπίων» («Eau d’ orange») κ.ά. Σε ό,τι αφορά τον λόγο των προσώπων η επιλογή τέτοιων λέξεων συνάδει με τον αυτοσυνείδητο ρεαλισμό που κυριάρχησε πρόσφατα σε βραβευμένα έργα του ελληνικού κινηματογραφικού και θεατρικού χώρου –ιδίως σε εκείνα που αφορούν τη θεματική «της ελληνικής οικογένειας σε παροξυσμό, […] σε βραχυκύκλωμα», όπως γράφει ο Δημήτρης Παπανικολάου[4]. Από την άλλη, θα έλεγα ότι η γλωσσική ελευθερία της πεζογράφου εντάσσεται σε ένα συνολικότερο συγγραφικό της αίτημα να «ειπωθούν τα πράγματα με το όνομά τους», το οποίο φαίνεται να διατρέχει το έργο της. Παράλληλα η συγγραφέας μοιάζει διαρκώς να επιλέγει μια αφηγηματική πρακτική που ερωτοτροπεί με τη γλώσσα σε τέτοιο βαθμό ώστε αρνείται κατηγορηματικά να αποκλείσει οποιαδήποτε πλευρά της[5].
Οι ιστορίες του βιβλίου, στην πλειονότητά τους, αναδεικνύουν τις ανθρώπινες σχέσεις ως πάσχουσες στο πλαίσιο της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας. Τα διηγήματα αντηχούν μια εκκωφαντική, αμείλικτη μοναξιά, καθώς τα πρόσωπα, άντρες ή γυναίκες αδιάφορο, μοιράζονται τον χώρο και τον χρόνο τους, σε πολλές περιπτώσεις και το κρεβάτι τους, χωρίς ποτέ να καταφέρουν να συναντηθούν. Την ίδια στιγμή τους παρακολουθούμε να καταρρακώνονται σε μια καθημερινή μάχη με τον εαυτό τους στις συμπληγάδες μεταξύ εμπορεύσιμων προτύπων τελειότητας και πάσης φύσεως κοινωνικών στερεοτύπων.
Παρότι, λοιπόν, τα Πράγματα που σκέφτεται η παρθένος Μαρία έχουν χαρακτηριστεί φεμινιστικό βιβλίο, και όχι άδικα, δεν είναι ένα βιβλίο που αφορά θεματικά μόνο τις γυναίκες. Πάνω απ’ όλα είναι ένα βιβλίο για τις ανθρώπινες σχέσεις στη σημερινή τους αποσάθρωση. Ταυτόχρονα είναι ένα βιβλίο που φέρει περήφανα το στίγμα της γυναικείας οπτικής και συνακόλουθα προβάλλει τη, μέχρι πρόσφατα παραγνωρισμένη, γυναικεία εμπειρία. Χωρίς επομένως καθόλου να αποκλείει τον αντρικό ψυχισμό, η συλλογή διηγημάτων είναι πρωτίστως μια πινακοθήκη γυναικείων προσώπων, σημείο στο οποίο συναντιέται γόνιμα με το βραβευμένο με Booker (2019) μυθιστόρημα της Bernardine Evaristo Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο. Εξετάζοντας με οξύνοια και ευαισθησία την ελληνική επικράτεια η Αλεξάνδρα Κ* μάς παραδίδει ιστορίες για γυναίκες μικρές, μεγάλες, με παιδιά, χωρίς παιδιά, γυναίκες που επιθυμούν άντρες, γυναίκες που επιθυμούν γυναίκες, γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Στο πλάι τους οι άντρες υποφέρουν επίσης από την οικονομική και κοινωνική πίεση της σύγχρονης καπιταλιστικής πατριαρχικά δομημένης κοινωνίας. Ο «αχάριστος ευεργετηθείς» στο αντίστοιχο διήγημα είναι από τα πιο συμπαθή πρόσωπα του βιβλίου, ομοίως και η φιγούρα του πατέρα στο «Γαλοπούλα δίχως γέμιση» ή στο «Άνδρες καταπίνουν δέντρα». Ο Γιάννης του «Φλοτέρ», αντιθέτως, συγκεντρώνει τα απεχθή χαρακτηριστικά της άνευ όρων παράδοσης στο σημερινό αξιακό σύστημα, που εκείνος ομνύει πως εχθρεύεται. Όσο όμως κι αν οι πράξεις του ενδύονται το σχήμα του κοινωνικού του φύλου, εν τέλει δεν αφορούν μόνο τους άντρες. Στη συνολική του επισκόπηση συνειδητοποιεί κανείς πως σε όλες τις ιστορίες του βιβλίου κυριαρχεί μια παράλογη, ασφυκτική κοινωνική συνθήκη που ορίζει, λιγότερο ή περισσότερο, τα πρόσωπα ώστε εκείνα δεν έχουν πού να σταθούν.
Το διήγημα «Πενηντάρηδες μαυρίζουν στην παραλία» εκθέτει χωρίς ντροπή όλα εκείνα τα δεινά, μικρά και μεγάλα, των καθημερινών (γυναικείων) ιστοριών δυστυχίας, τα οποία αν είχαν γυναικείο λογοτεχνικό πρόσωπο θα ήταν κλισέ. Τώρα όμως γίνονται ένα αυτοαναφορικό λογοτεχνικό παιχνίδι που μας θυμίζει ότι κάποια προβλήματα έχουν βιολογικό και κοινωνικό φύλο, με αποτέλεσμα για κάθε έναν άντρα που τα έχει υποστεί να υπάρχουν πολλαπλάσιες γυναίκες. Κυρίως όμως το συγκεκριμένο διήγημα μας τοποθετεί στην προνομιακή θέση της μυθοπλαστικής κατάργησης του αυτονόητου, ώστε ως αναγνώστριες/ες να είμαστε σε θέση να επανεξετάσουμε με αποδομητική ματιά τα φυλετικά στερεότυπα που μας ταλανίζουν.
Συνολικά, στις πλούσιες και ετερόκλιτες αφηγήσεις του βιβλίου το αφηγηματικό βλέμμα στους άντρες φέρει τη γυναικεία οπτική. Φορτίζεται από τις ιστορίες των μανάδων, των γιαγιάδων μας, των κοριτσοσυζητήσεων κάθε κοπής και κάθε ηλικίας, γι’ αυτό και είναι, κατά τη γνώμη μου, ιδιαιτέρως δραστικές. Οι ιστορίες αυτές δεν αφορούν τυχαίους, άγνωστους, αδιάφορους άντρες. Αφορούν τους άντρες της ζωής μας.
Στο διήγημα που χαρίζει στον τόμο τον τίτλο του παρακολουθούμε τη σύγχρονη κουλτούρα περί εγκυμοσύνης, η οποία κορυφώνεται σε μια άκρως καταπιεστική συνθήκη για κάθε εγκυμονούσα. Εγκυμονούσες τοτέμ που ανήκουν στον «άντρα τους», στον γιατρό, στη μαία, στο βρέφος, και ταυτοχρόνως σε όλους εμάς ως κοινωνία και πολιτισμό που λατρεύει την εγκυμοσύνη, όχι όμως και τη μέλλουσα μητέρα. Στο «Σφάγιο» διαβάζουμε ένα συντριπτικό όνειρο για το ερωτικό βίωμα από την πλευρά της ανεξάρτητης, φιλόδοξης, και σαφώς ευγενούς κορασίδος, που προσφέρεται ως σφάγιο για θυσία. Γιατί έτσι πρέπει. Κι εκείνη το ξέρει. Μια δεσποινίς αυτεξούσια προς τα έξω και απολύτως υποταγμένη μέσα της. Παραδίδει τον εαυτό της στη σφαγή κι ύστερα σηκώνεται, ξεσκονίζεται και προχωρεί «να αριστεύσ[ει] ξανα, παρότι σφαγμένη από τα χέρια [τ]ου ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό».
Στο «Μαμά μαλάκω» τρυπώνουμε στην ψυχολογία της νέας μητέρας Η αμηχανία ανάμεσα στα όσα θέλεις να προσφέρεις και να μάθεις στο παιδί σου, και σ’ εκείνα που σε καταδιώκουν από τον περίγυρο οικογενειακό και μη, από την καθημερινότητα με τα αδήριτα αδιέξοδά της, από το δικό σου μεγάλωμα ως «καλό κορίτσι». Στο «Eau d’ orange» η ταξική ανισότητα αποτυπώνεται στον τρόπο με τον οποίο δύο γυναίκες βιώνουν τη σεξουαλικότητά τους, αποδομώντας εν ριπή οφθαλμού τα περί ισότητας στον έρωτα. Στo «Να σε μυρίσει θέλει» το πέρασμα από την παιδική στην εφηβική ηλικία συνοδεύεται ευφυώς και καθόλου τυχαία από την αίσθηση της παραβίασης του σώματος της νεαρής ηρωίδας.
Το διήγημα «Η Ρόζα τα παράτησε» –το εκτενέστερο από τα είκοσι– είναι ένα συγκλονιστικό κείμενο για τη σύγχρονη κοινωνικοοικονομική συνθήκη. Μια συνθήκη τόσο σχιζοφρενική, τόσο σκληρή, τόσο απάνθρωπη, ώστε, αν την ασπαστείς, ή αν δεν αντέξεις, η τρέλα είναι μονόδρομος· εξαιρούνται «[ό]σοι τα έβγα[λ]αν πέρα [ως] παιδιά που δεν κινδύνευαν να μην τα βγάλουν». Με λεπτές αλλά σατανικές πινελιές η συγγραφέας σχεδιάζει το πλήρες πορτρέτο της καθημερινής μας ψυχασθένειας. Οι απλήρωτες υπερωρίες, το πανταχού παρόν αθηναϊκό μποτιλιάρισμα, τα όνειρα που αναβάλλονται επ’ αόριστον γιατί το να τα θυμηθούμε –λογικά, οικονομικά και άλλα τέτοια– είναι καθαρή τρέλα. Οι κατακρεουργημένες, ωφελιμιστικές και σαρωτικές ανθρώπινες σχέσεις που περιλαμβάνουν τη δουλειά, το κρεβάτι, τη γειτονιά –οι φίλοι κι η οικογένεια δυστυχώς αυτή τη στιγμή απουσιάζουν. Ας σημειωθεί πως η κατάρρευση στο διήγημα είναι κοινωνική, και δεν αφορά αποκλειστικά τη Ρόζα και τον τρομακτικό της καθρέφτη στο απέναντι μπαλκόνι. Ομοίως γκρεμισμένοι είναι και οι άλλοι χαρακτήρες του διηγήματος· η Μάγια που «[δ]εν ήταν ερωτευμένη με τη Ρόζα. […] Να κάνει πειράματα ήθελε να αποδείξει στον εαυτό της ότι δεν είχε γίνει μια βαρεμένη στα βόρεια προάστια, […] με κάποιαν που να κόβεται για πάρτη της αλλά να βρίσκεται και δέκα χιλιόμετρα νότια του κοινωνικού της κύκλου», οι συνάδελφοι που μπορούν να δουν μόνο μέχρι τη δουλειά που φορτώνονται από την απουσία της Ρόζας, η μάνα της που «πηγαίνει έναν καφέ κάθε πρωί στη [δική της] μάνα […] για να ’χουν κάτι να πίνουν ενώ τσακώνονται», και οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι άγριοι οδηγοί της Κηφισίας οι οποίοι αντί να βοηθήσουν ή έστω να δείξουν κατανόηση σε ένα αυτοκίνητο που ακινητοποιείται λόγω βλάβης, βρίσκουν απολύτως φυσικό να κορνάρουν ασταμάτητα καθώς «[ό]λοι τους έχουν αργήσει, είναι οι τελευταίοι άνθρωποι που θα ’πρεπε να αργήσουν, είναι οι πιο σημαντικοί». Το διήγημα δίνει φωνή στον πολυφωνικό εαυτό και μας περιγράφει μια γυναίκα που καταρρέει. Η διάσπαση της Ρόζας σε πρώτο και τρίτο ενικό πρόσωπο αποτυπώνει εύστοχα την εσωτερική σχάση όλων μας –και όχι μόνο όσων προσκομίζουν χαρτί ψυχιατρικής διάγνωσης– ανάμεσα στις προσωπικές επιθυμίες και τις κοινωνικές επιταγές. Ανάμεσα στο εγώ που περιφέρουμε στις κοινωνικές μας συναναστροφές κι εκείνο που κρύβουμε επιμελώς ακόμα και από τον/την ερωτικό μας σύντροφο, αφού και οι ίδιοι το σιχαινόμαστε και το φοβόμαστε φρικτά.
Τα Πράγματα που σκέφτεται η παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο είναι ένα ευφυέστατο βιβλίο, όχι πάντα ευχάριστο ομολογώ, γιατί, όχι και τόσο ευγενικά παρότι με χιούμορ, μας ξεβολεύει από τις βεβαιότητές μας. Είναι ένα βιβλίο στο οποίο οι γυναίκες συχνά θα αισθανθούν πως τα μέσα τους αποκτούν λογοτεχνικό αποτύπωμα, αλλά και το οποίο οι άντρες πρέπει να διαβάσουν όχι μόνο επειδή τους αφορά, αλλά κι επειδή έχουν αρκετά να καταλάβουν.
(**) Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Κ* τιμήθηκε με το Λογοτεχνικό Βραβείο Αναγνώστη 2024. _________________________________________________________
(*) Η Νάντια Φραγκούλη είναι δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας (ΕΚΠΑ). Εκπονεί μεταδιδακτορική έρευνα στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2023 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γκόνη το βιβλίο της Ο διάλογος της ελληνικής πεζογραφίας με τον κινηματογράφο. 1949-2009. Μέθοδος – Παραδείγματα – Εκτιμήσεις.
[1] Το κείμενο είναι μέρος μιας ευρύτερης μελέτης για τη σύγχρονη παραγωγή Ελληνίδων πεζογράφων.
[2] Για τη λειτουργία του εξπρεσιονισμού ως «υπόγειου ρεύματος» στην ελληνική πεζογραφία βλ. Αναστασία Νάτσινα, «Ο εξπρεσιονισμός και οι μεταμορφώσεις του: Η λειτουργία ενός υπόγειου ρεύματος στη μεταπολεμική πεζογραφία», Λογοτεχνικές διαδρομές: ιστορία, θεωρία, κριτική (επιμέλεια: Θανάσης Αγάθος – Χριστίνα Ντουνιά – Άννα Τζούμα), Αθήνα, Καστανιώτης, 2016, σσ. 355-366.
[3] Κλείσιμο ματιού αποτελεί η αναφορά στο διήγημα «Ο κύριος Βλάχος δεν με παρενόχλησε ποτέ» στο Αντιλεξικό του Βοσταντζόγλου, λεξικό συνωνύμων και έργο αναφοράς που οφείλει, με τις όποιες στερήσεις, να προσθέσει στη βιβλιοθήκη του κάθε γραφιάς που σέβεται τον εαυτό του.
[4] Δημήτρης Παπανικολάου, Κάτι τρέχει με την ελληνική οικογένεια. Έθνος, πόθος και συγγένεια την εποχή της κρίσης, Πατάκης, 2018, σ. 14.
[5] Η δηλωμένη αγάπη της για τα κείμενα του Εμπειρίκου και της γαλλικής ερωτογραφίας του 19ου αιώνα συνηγορεί νομίζω προς αυτή την κατεύθυνση. Βλ. Εύα Κουκή, «Η Αλεξάνδρα Κ*, το γράψιμο και οι αχινοί» [συνέντευξη], tetragwno.gr, 9 Δεκεμβρίου 2018. <tetragwno.gr/life/themata/prosopa/i-aleksandra-k-to-grapsimo-kai-oi-achinoi-tis-evas-kouki/#google_vignette >. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 11/12/2024.
Αλεξάνδρα Κ*, Πράγματα που σκέφτεται η παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο, Πατάκης 2023.