Η επιστροφή της Ντενεκεδούπολης (συζητούν Μαρία Τοπάλη- Νίκη Κωνσταντίνου Σγουρού)

0
284

 

 

Η Ντενεκεδούπολη επιστρέφει. Είχε κάποτε μεγάλο σουξέ. Διαβαζεται σήμερα; πώς αντιδρούν οι σημερινοί μικροί αναγνώστες; Οι δύο συντάκτριες του Αναγνώστη προσεγγίζουν με αγάπη τρία βιβλία της Ευγενίας Φακίνου ιχνηλατώντας την επανέκδοσή τους. 

Η Μαρία στη Νίκη:

«Ανάμικτα συναισθήματα» είναι μια έκφραση τόσο βαρετή. Ωστόσο, είναι ακριβής για να περιγράψει αυτό που νιώθω διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας αυτά τα τρία βιβλία της γνωστής «Ντενεκεδούπολης». Όταν κατέφθασαν και τα τρία μαζί, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, τα έβαλα στην άκρη, για να καθυστερήσω για λίγο τη συνάντησή μου με έναν πολύ παλιό εαυτό. Γιατί εγώ είχα δει την παράσταση της Ντενεκεδούπολης τότε, παλιά, τη δεκαετία του 70, στο «Θεατρικό Εργαστήρι» της Θεσσαλονίκης. Ήταν εκείνη η εποχή που όλα ήταν καινούρια και επαναστατικά, και όλοι εμείς είχαμε πει «ναι» σε όλα αυτά, εκ προοιμίου. Θυμάμαι αμυδρά την παράσταση και τον ενθουσιασμό που τη συνόδευε. Θυμάμαι ότι, όπως συνέβαινε με πάρα πολλά θεάματα εκείνη την εποχή, πήγαινες στο θέατρο ή σε μια συναυλία και ένιωθες ότι είχες συμμετάσχει σε μια πράξη γκρεμίσματος του καθεστώτος. Στο παιδικό μου μυαλό είχε ήδη λειτουργήσει η λογική σκέψη: αφού κάθε τέτοια έξοδος για διασκέδαση είναι και μια μίνι-επανάσταση, κάποια στιγμή, βγαίνοντας και διασκεδάζοντας εμείς, ξανά και ξανά, με πολλά θέατρα και κουκλοθέατρα και σινεμά και συναυλίες, το καθεστώς αναμφίβολα θα γκρεμιστεί.

Πέρασαν τα χρόνια και έμειναν στο μυαλό μου ονόματα όπως «Μελένιος» και «Μηλίτσα» και εκείνος ο «Οκέυ-Μπαμ-Μπαμ» και, κάμποσες δεκαετίες αργότερα, κάποιος μου έδωσε ένα cdμε τα τραγούδια, να το ακούσω με τα παιδιά μου. Εκεί γινόταν πολύς λόγος για τη Βασίλισσα μα και για τον Ζουληχτή, και το τραγούδι που έλεγε απειλητικά «Είμ’ ο Ζου-ληχτήηηηηηης» εξακολουθώ να το βρίσκω ευφυές. Αν και δεν ταιριάζει, εδώ που τα λέμε, στις σύγχρονες επιγνώσεις περί ανακύκλωσης μεταλλικών συσκευασιών.

Υπάρχει, τώρα που το ξαναβλέπω, στα βιβλία αυτά, κάμποση από εκείνη την ουτοπική αφέλεια που αντιστρατευόταν τον σύγχρονο βιομηχανικό πολιτισμό, ως πηγή κάθε κακού. Ρομαντικοποιούσε το παρελθόν με τον βασιλικό στη γλάστρα, και δαιμονοποιούσε την πρόοδο της τεχνολογίας. Από την άλλη, μου αρέσει που πρωταγωνιστούν «ντενεκεδάκια», χρησιμοποιημένες συσκευασίες κάθε είδους. Σίγουρα είναι κάτι που και τη φαντασία τροφοδοτεί, και, υποβάλλοντας την ιδέα ότι μπορείς να προβάλεις ρόλους, χαρακτήρες, δράσεις, στον κόσμο των άψυχων, και μάλιστα των εντελώς άχρηστων αντικειμένων που σε περιτριγυρίζουν, δίνει αφορμή για πολλά δημιουργικά παιχνίδια. Η εικονογράφηση θα πρέπει να ήταν πρωτοποριακή για την Ελλάδα εκείνης της εποχής, αλλά και με τα σημερινά κριτήρια νομίζω πως είναι όμορφη. Πιο πολύ αγαπώ τα κολάζ στον Κύριο Ουλτραμέρ.

Από κει κι ύστερα, έχουμε τέσσερεις κατηγορίες χαρακτήρων: οι καλοί, οι κακοί, οι γενναίοι και οι φοβιτσιάρηδες. Όχι και πολύ μακριά από την πραγματικότητα, άσε που, καμιά φορά, επιτρέπει και τις αποχρώσεις. Σπάνια βέβαια. Συνήθως στην Ντενεκεδούπολη τα πράγματα είναι άσπρο-μαύρο. Δυο από τα τρία βιβλία εντάσσονται μεν στην μυθολογία της Ντενεκεδούπολης αλλά πηγή έμπνευσής τους έχουν αποτελέσει λαϊκά παραμύθια άλλων πολιτισμών και γλωσσών. Κι αυτό είναι επιτυχημένη προσέγγιση. Η Φακίνου κατόρθωσε να φτιάξει ένα σύμπαν, το χωριό όπου ζουν τα ντενεκεδάκια, καθώς και μερικούς χαρακτηριστικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους (όπως σε κάθε αρχετυπικό χωριό). Από κει κι ύστερα, το σύμπαν αυτό εμπλουτίζεται, προσαρμόζοντας σε αυτό λαϊκούς μύθους ποικίλης προέλευσης. Και είναι ωραίες αυτές οι φάτσες. Άλλες κουτοπόνηρες κι άλλες πέρα για πέρα αξιαγάπητες, ενώ και οι φάτσες των κακών, συνήθως σε μαύρες ή πολύ σκούρες αποχρώσεις, εμφανώς θυμωμένες και βλακώδεις- είναι κι αυτές όλα τα λεφτά.

Δεν είμαι βέβαιη ότι με ενθουσιάζουν οι στίχοι που παρεμβάλλονται, σπάνια είναι η αλήθεια, στα συγκεκριμένα παραμύθια, και αναρωτιέμαι μήπως τους στίχους των τραγουδιών, που μελοποίησε επιτυχημένα νομίζω ο Μαρκόπουλος, τους «πείραξε» κάποιος για τις ανάγκες των τραγουδιών. Δεν θα έβαζα πάντως στο μουσείο την Ντενεκεδούπολη, αν και αμυδρά θυμάμαι ότι άλλα επεισόδια της σειράς (ίσως το «Κουρδιστάν»; ) με είχαν λιγάκι αγχώσει γιατί μου είχαν φανεί υπερβολικά  σκληροπυρηνικά κατά της τεχνολογικής προόδου. Αυτά τα τρία που διάβασα τώρα, όμως, αρκούνται στους καλούς φτωχούς, και τους κακούς πλούσιους. Επιτρεπτό, και απολύτως αρχετυπικό και αειθαλές. Κυρίως μου αρέσει που είναι κεφάτα και σπιρτόζικα τα ντενεκεδάκια. Θα πω ναι. Εσύ;

 

Η Νίκη στη Μαρία:

Νιώθω πως η Ντενεκεδούπολη είναι κάτι σαν μάθημα αγωγής του πολίτη για το νηπιαγωγείο και τις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Είναι μια πρώτη εισαγωγή στην έννοια της κοινότητας και τη λειτουργία των θεσμών (κοινωνικές παροχές, δικαιοσύνη, συνέλευση, εκπαίδευση). Προβάλλει την ευθύνη των πολιτών και το κεντρικό νόημα που έχουν η συμμετοχή στα κοινά, η αλληλεγγύη και η συνεργασία για τη διασφάλιση της κοινοτικής ζωής. Μας διδάσκει την αξία της δημοκρατίας, της ελεύθερης βούλησης, το ιδανικό μιας ζωής χωρίς κάποιον ισχυρό να σου λέει τι να κάνεις. Μας εξασκεί στη φαντασίωση αυτής της ουτοπίας. Όλα τα σύμβολα είναι εκεί. Ακόμα, δείχνει το ηθικό βάρος που έχει το κάψιμο των βιβλίων, την ουσία του σχολείου και της μόρφωσης και κυρίως το δικαίωμα να εκδικηθείς την εξουσία που γίνεται παράλογη, βίαιη και επικίνδυνη για τις αξίες της κοινότητας. Ο Μελένιος βάζει κόλλα στα χέρια του Ζουληχτή και τον αφήνει να υποφέρει λέγοντάς του «Όταν μας ζούλαγες εσύ ήταν καλά, ε;». Οι Καμινάδες που προσπάθησαν να καταστρέψουν, για χάρη του δειλού τους αρχηγού, την Ντενεκεδούπολη λιώνουν στο καμίνι, έξω, μακριά από την ονειρεμένη πολιτεία, που θα ανασυνταχτεί μετά την αποκατάσταση του δικαίου.

Αυτή είναι και η τελευταία σκηνή του Ξύπνα, Ντενεκεδούπολη. Το σημείωμα της τελευταίας σελίδας του βιβλίου αφηγείταιότι όσο παιζόταν αυτή παράσταση (στο Κύτταρο και άλλα μυθικά μέρη) το τέλος έμενε ανοιχτό και συναποφασιζόταν από τα παιδιά-θεατές του έργου. Για το βιβλίο –για να καταγραφεί και να μείνει δηλαδή μέχρι και σήμερα, πάνω από σαράντα χρόνια μετά– επιλέχθηκε η καλύτερη εκδοχή από όσες είχαν προταθεί: εξορία και λιώσιμο στο καμίνι. Δεν ξέρω γιατί επιμένω τόσο πολύ σε αυτό. Ίσως επειδή σήμερα, το 2025, φοβάμαι πως οι κακές πράξεις των Καμινάδων δεν είναι τόσο σαφώς κατακριτέες από το σύνολο της κοινωνίας. Μπορώ να φανταστώ μια ουδέτερη αντίδραση. Αυτά που κατέστρεψαν οι Καμινάδες (πηγάδι, εργαλεία, κήπος, βιβλία) δεν είναι φορτισμένα ίσως με το ίδιο συμβολικό βάρος. Δεν έχουν την ίδια αξία που είχαν όταν πρωτοπαιζόταν η Ντενεκεδούπολη, όταν κάθε κουκλοθέατρο και παράσταση ήταν, όπως λες, μια μικρή επαναστατική δοκιμή. Δεν ξέρω αν φαίνεται πως αυτό το σχόλιο το κάνω με λύπη και μια σχετική πίκρα. Σκέφτομαι πως ο διδακτισμός των ιστοριών μπορεί να είναι ισχυρό εργαλείο και πως οι απλές ιστορίες με τους κακούς πλούσιους, τις εμπρηστικές καμινάδες και το ταξίδι του Μελένιου προς την ελευθερία μπορούν να γίνουν ρομαντικά όπλα για την κοινότητα, για μικρά συμβούλια τάξης και το όραμα μιας δίκαιης κοινωνίας. Μπορούν όμως να μείνουν απλώς σε ένα πολύ πρώτο συμβολικό επίπεδο μάχης ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς, το οποίο παραμένοντας τόσο απλό, μπορεί εύκολα να αντιστραφεί και στην εξορία να σταλεί αυτός που φτιάχνει το σχολείο και όχι αυτός που το καίει. Κάτι για ανάμεικτα συναισθήματα δεν έγραψες στην αρχή; Μάλλον τα συμμερίζομαι.

Δεν είμαι (πολύ) απαισιόδοξη πάντως. Και μέσα μου ένα κομμάτι ανυπομονεί να πάρει την Ντενεκεδούπολη στην τάξη και να τη διαβάσει και να την παίξει με τα παιδιά. Να επιστρέψουμε εκεί. Να φτιάξουμε ντενεκεδάκια με χαρακτήρα και μικρή δική μας βιβλιοθήκη και κήπο και να μοιραστούμε τα μήλα και τα μπισκότα μας. Έτσι, χαίρομαι πολύ που εκδόθηκαν πάλι και έχοντας κάνει όλες τις απαισιόδοξες σκέψεις, έχοντας νιώσει άβολα από το πόσο καταφανώς στρατευμένη είναι η προσέγγιση, νιώθω πανέτοιμη να τη διαβάσω στα παιδιά.Άλλωστε βρίσκω την εικονογράφηση τέλεια και όντως εξελίσσεται από βιβλίο σε βιβλίο, ώστε το κολάζ του Κυρίου Ούλτραμερ να είναι εξαιρετικό. Μας δείχνει πώς με λιτά σχέδια και απλά υλικά μπορούμε να κατασκευάσουμε έναν κόσμο με συνεκτική αισθητική που να χωράει τις ζωγραφιές και τις απόπειρες των παιδιών, για να λειτουργεί σαν σταθερό σκηνικό για όλες τις ιστορίες τους. Μου αρέσει τόσο αυτός ο ήλιος με τον οποίο ξεκινάει κάθε ιστορία πλάι στη φράση «Καλημέρα πέρα για πέρα». Τον φαντάζομαι κατασκευασμένο από χαρτόκουτο στο ταβάνι μιας τάξης ή πάνω από τον πίνακα, στο σημείο που κοιτάμε για να γράψουμε την ημερομηνία, να μας ψιθυρίζει «καλημέρα πέρα για πέρα» κάθε πρωί. Πιστεύω πως η Ντενεκεδούπολη στο μουσείο υπήρχε ήδη. Εγώ την γνώρισα κάπως έτσι: παλιά ιστορία που έφερναν στα σχολεία οι προοδευτικές δασκάλες. Μοίραζαν τους ρόλους του Μελένιου και του Βουτυρένιου για τη σχολική γιορτή. Ας την επιστρέψουμε στους μικρούς θεατές να δούμε τι θα κάνουν αν αφήσουμε το τέλος ανοιχτό. Και ας είμαστε έτοιμες να αντιμετωπίσουμε το τέλος που ίσως να μην μας αρέσει και πάρα πολύ…

 

Ευγενία Φακίνου. Ξύπνα, Ντενεκεδούπολη, Το μεγάλο ταξίδι του Μελένιου, Ο κύριος Ουλτραμέρ, Εκδόσεις Καστανιώτη, πρώτη έκδοση 1980, δεύτερη έκδοση Νοέμβριος 2024

Προηγούμενο άρθροΦάκελος Λογοκρισία [4]- Ισμήνη Μιχαήλ, Ζωή Κοσκινίδου ,”Λογοκρισία από εκεί που δεν το περιμένεις”
Επόμενο άρθροΠράγματα που σκέφτεσαι καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο (της Νάντιας Φραγκούλη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ