της Μαρίας Παπαδήμα(*)
Αν ο ελληνικός πολιτισμός είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους του δυτικού πολιτισμού και εξακολουθεί να προκαλεί το ενδιαφέρον, το θαυμασμό και την αγάπη ολόκληρου του πλανήτη, η σημερινή λογοτεχνική Ελλάδα, η ελληνική λογοτεχνία του 20ού και του 21ου αιώνα, παραμένει μια χώρα προς (επ) ανακάλυψη, ένα προς διερεύνηση έδαφος με πλούσια κοιτάσματα κάθε είδους: μυθιστόρημα, ποίηση, μικρή φόρμα και δοκίμιο, όπου οι πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι περιμένουν το φιλοπερίεργο μάτι να τους ξεχωρίσει από τη σκωρία και να τους αναδείξει, προσφέροντάς τους στους σημερινούς αναγνώστες του παγκοσμιοποιημένου χωριού μας.
Ο Όμηρος, ο θρυλικός βάρδος της Οδύσσειας και της Ιλιάδας, οι πάντα επίκαιροι αρχαίοι έλληνες τραγικοί, η ποιήτρια του έρωτα Σαπφώ, ο κοσμοπολίτης και ταυτόχρονα «ελληνικός» Κωνσταντίνος Καβάφης, ο μοντερνιστής Γιώργος Σεφέρης (βραβείο Νόμπελ 1963), ο ποιητής του φωτός και του Αιγαίου Οδυσσέας Ελύτης (βραβείο Νόμπελ 1979), ο ποιητής της ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος (βραβείο Λένιν 1979), ο Καζαντζάκης με τον ήρωά του, τον μυθικό Ζορμπά, που ενσάρκωσε ανεπανάληπτα ο Άντονυ Κουίν, ο κοσμοκαλόγερος Παπαδιαμάντης, ο Σαμαράκης του Λάθους, ο Βασιλικός του Ζ συνιστούν τα ιερά τοτέμ της ελληνικής λογοτεχνίας που το έργο τους απαντά μεταφρασμένο στις περισσότερες γλώσσες.
Ακολουθούν, με αντιπροσωπευτικά δείγματα του έργου τους, εκπρόσωποι της γενιάς του ’30 και, στη συνέχεια, ο Τσίρκας, ο Ταχτσής, ο Κουμανταρέας, ο Μάτεσις, η Διδώ Σωτηρίου, ο Βαλτινός, η Λυμπεράκη, η Γαλανάκη, η Ζατέλη, η Δημουλά, η Άλκη Ζέη, ο Δοξιάδης, ο Μάρκαρης, η Καρυστιάνη, ο Χωμενίδης, ο Οικονόμου, ο Παπαμάρκου, ο Παλαβός, ο Δημητρίου κ.ά. Θα πρέπει να σημειωθεί η πρόσφατη βράβευση στη Γαλλία της μετάφρασης από τη Marie-Cécile Fauvin του Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου του Δημητρίου (Prix de la traduction Inalco/Vo-Vf), η μεγάλη εκδοτική επιτυχία του Δοξιάδη τα τελευταία χρόνια στην Ισπανία για το έργο του Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ, με επανεκδόσεις τόσο στα ισπανικά όσο και στα καταλανικά, καθώς και η επιτυχής ισπανική πολιτογράφηση, μέσω της μετάφρασης, του αστυνόμου Χαρίτου του Μάρκαρη με επανειλημμένες επανεκδόσεις των τίτλων του. Αν εξετάσουμε τη γενεαλογία των μεταφράσεων της νεοελληνικής λογοτεχνίας, πρώτος απαντά ο Nikolaj Ivanovič Gnedič (1784-1833), περίφημος μεταφραστής της Ιλιάδας αλλά και των δημοτικών ελληνικών τραγουδιών (1825) στα ρωσικά· ακολουθούν ο Émile Legrand (1841-1903) με τη Συλλογή των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών (Recueil de chansons populaires grecques) που εκδίδεται στο Παρίσι το 1875· ο μαθητής του, o σπουδαίος γλωσσολόγος και ελληνιστής Hubert Pernot 9(1870-1946), διευθυντής του νεοσύστατου Institut d’Études Néo-helléniques de Paris· και ο Ολλανδός Dirk Christiaan Hesseling (1859-1941), συγγραφέας μιας από τις πρώτες ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Geschiedenis der nieuwgriekse letterkunde, 1921, μεταφρασμένης στα γαλλικά από τη Nicolette Pernot το 1924). Συνιστούν έναν πρώτο πυρήνα μεταφραστών της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με έμφαση στη δημώδη ελληνική ποίηση, στους οποίους θα πρέπει να προστεθούν για τις αντίστοιχες εκδόσεις τους και οι Ούγγροι Béla Erődi (1846-1936), Dezső Vértesy (1881-1917) και Ignác Kúnos (1860-1945).
Ένας δεύτερος κύκλος μεταφραστών ελληνικής λογοτεχνίας συγκροτείται γύρω από την ποίηση του Καβάφη: οι πρώτες μεταφράσεις φέρουν την υπογραφή του G.H. Blanken στα ολλανδικά (1934), του Filippo Maria Pontani στα ιταλικά (1937), του Helmut von den Steinen (1939) στα γερμανικά, της Marguerite Yourcenar στα γαλλικά (1940), του John Mavrogordato στα αγγλικά (1951) —έχει προηγηθεί το 1897 η μετάφραση στα αγγλικά από τον ίδιο τον αδελφό του ποιητή—, του Miguel Castillo Didier (1963), του Jorge de Sena (1969). Οι ίδιοι θα συνεχίσουν να εμπλουτίζουν το μεταφραστικό τους έργο, ενώ νέοι μεταφραστές του Καβάφη θα προστεθούν τα επόμενα χρόνια σε όλες τις γλώσσες πολλαπλασιάζοντας έτσι τους καβαφικούς καρπούς μέχρι και σήμερα, δημιουργώντας τον μακρύτερο κατάλογο μεταφράσεων in progress έλληνα συγγραφέα όλων των εποχών, με τις ισπανικές μεταφράσεις να διεκδικούν σε απόλυτους αριθμούς (άνω των 100 τίτλων) την πρώτη θέση.
Μετά τον Καβάφη, ο Καζαντζάκης κρατεί επίσης τα σκήπτρα όχι μόνο των μεταφράσεων αλλά και των αναμεταφράσεων των έργων του, για αντίθετους όμως λόγους. Αν ο πρώτος οφείλει την επιτυχία του στην αδιάψευστη οικουμενικότητά του, ο δεύτερος την οφείλει στην υπερβάλλουσα εντοπιότητά του, όπως αποκρυσταλλώθηκε μέσα από την κινηματογραφική μεταφορά του Ζορμπά, και έκτοτε συνοδεύει —προς όφελος άραγε ή ζημία;— την εικόνα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ακολουθεί σε απόσταση, από άποψη εμβέλειας και αριθμών, σε ικανή ωστόσο εκπροσώπηση, η γενιά του 1930: ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο Γκάτσος, ο Καββαδίας, ο Βενέζης, ο Μυριβήλης, ο Τερζάκης, ο Πολίτης, ο Πρεβελάκης κ.ά., ενώ από τους παλαιότερους πρωταγωνιστούν ο Ροΐδης και ο Βικέλας.
Ξεχωριστή μνεία θα πρέπει να γίνει, αφενός, στον πανεπιστημιακό Κίμωνα Φράιερ (1911-1993), ο οποίος με το μεταφραστικό του έργο, όπου ανήκουν η Οδύσσεια του Καζαντζάκη, σημαντικές ανθολογίες ελληνικής ποίησης και αντιπροσωπευτικά έργα σπουδαίων ελλήνων ποιητών, συνέβαλε ιδιαίτερα στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στο εξωτερικό και, αφετέρου, στον Robert Levesque (1909-1975), εισηγητή της γενιάς του ’30, ανθολόγο και μεταφραστή του Σολωμού, του Σικελιανού, του Σεφέρη και του Ελύτη, πολύ πριν από την απονομή του βραβείου Νόμπελ στους δυο τελευταίους. Στην κατηγορία των παθιασμένων μεταφραστών που συνετέλεσαν τα μέγιστα στην προώθηση της ελληνικής λογοτεχνίας συμπεριλαμβάνονται αδιαμφισβήτητα ο Jacques Lacarrière (1925-2005), ο Dominique Grandmont, ο Michel Grodent, ο Marcel Durand, ο Gilles Ortlieb, o Carles Riba (1893-1959), o Joan Sales (1912-1983), o Joan Ferraté (1924-2003), η Selma Ancira.
Σημαντικό ρόλο στη γνωριμία με την ελληνική λογοτεχνία έχουν διαδραματίσει τα τμήματα ή οι έδρες νεοελληνικών σπουδών — είδος προς εξαφάνιση δυστυχώς, καθώς ακολουθώντας τα σημεία των καιρών κλείνουν η μία μετά την άλλη, ακόμη και σε χώρες όπου οι νεοελληνικές σπουδές είχαν παράδοση, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό. Πολλοί νεοελληνιστές υπήρξαν και μεταφραστές, συνδυάζοντας το επιστημονικό τους έργο με εμπνευσμένες μεταφράσεις και μεταλαμπαδεύοντας, έτσι, διπλά την ελληνική λογοτεχνία στη γλώσσα τους. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους André Mirabel, Samuel Baud-Bovy, Edmund Keeley, Peter Mackridge, Éva Kopp, Kálmán Szabó, Mario Vitti, Bernard Bouvier, Henri Tonnet, Guy (Michel) Saunier, Jacques Bouchard, Σόνια Ιλίντσκαγια, Anna Kovaleva, Stefan Gechev, Ηρακλή Μήλλα, και τους πάντα δραστήριους David Conolly, Karen Van Dyck, Lucile Arnoux-Farnoux, José Antonio Moreno Jurado, Eusebi Ayensa Prat, Zdravka Mihailova, Ksenia Klimova, Aslı Çete, Damla Demirözü, Cristiano Luciani, Caterina Carpinato, Maurizio De Rosa. Ξεχωριστή μνεία θα πρέπει να γίνει στους νεοελληνιστές του πανεπιστημίου της Μάλαγας, τους Vicente Fernández González, María López Villalba και Ιωάννα Νικολαΐδου, οι οποίοι, μαζί με τον Leandro García Ramírez, μας έδωσαν τις εξαιρετικά σχολιασμένες και μεταφρασμένες Ακυβέρνητες πολιτείες (Ciudades a la deriva, Cátedra, Letras Universales, 2011) του Στρατή Τσίρκα, πρότυπο συλλογικής μετάφρασης, που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο απόδοσης έργου ελληνικής λογοτεχνίας σε ξένη γλώσσα. Ιδιαίτερα σημαντικές για την εμφάνεια της ελληνικής λογοτεχνίας είναι οι πανεπιστημιακές εκδόσεις όπως η σειρά Birmingham Modern Greek Translations του πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, η σειρά Ελληνική Βιβλιοθήκη των εκδόσεων O.G.I. με νεοελληνιστές του Κρατικού Πανεπιστημίου Λομονόσωφ της Μόσχας, η σειρά Βιβλιοθήκη Νεοελληνικής Λογοτεχνίας με νεοελληνιστές του Κρατικού Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης, οι εκδόσεις Universitalia του Πανεπιστημίου της Ρώμης «Τορ Βεργκάτα», οι εκδόσεις Romiosini, που από το 2014 εντάχθηκαν στο Κέντρο Νέου Ελληνισμού (CeMoG) του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου.
Η νεοελληνική λογοτεχνία οφείλει τα μέγιστα στους διαμεσολαβητές της, τους ακάματους μεταφραστές της και τους τολμηρούς εκδότες που από τη μακρινή Φιλανδία, τη Σουηδία και τη Δανία έως τη σταθερά φιλόξενη Γαλλία —με το ευρύτερο και αντιπροσωπευτικότερο μέχρι σήμερα corpus μεταφράσεων—, αλλά και την Ισπανία, την Ιταλία, την Τουρκία και τη Ρουμανία, εξακολουθούν να συστήνουν παλαιότερους και σύγχρονους έλληνες συγγραφείς. Σημαντικό ρόλο στη διαμεσολάβηση της ελληνικής λογοτεχνίας διαδραματίζουν αυτοί οι ένθερμοι απόστολοι της νεοελληνικής λογοτεχνίας, οι οποίοι επωμίστηκαν και επωμίζονται το ρόλο όχι μόνο του μεταφραστή αλλά και του εκδότη: ο Nicola Crocetti στην Ιταλία με τις ομώνυμες εκδόσεις, ο Hero Hokwerda στην Ολλανδία με Ta Grammata, στη Γαλλία ο Michel Volkovitch με τις εκδόσεις Le miel des anges, και πιο πρόσφατα η Simone Taillefer με τις εκδόσεις Monemvassia και η Anne-Laure Brisac με τις εκδόσεις Signes et balises, o Hans και η Niki Eideneier με τις εκδόσεις Romiosini στη Γερμανία, η Elena Lazar στη Ρουμανία με τις εκδόσεις Omonia, με δεκάδες τίτλους στο ενεργητικό τους.
Για λόγους ιστορικούς αναφέρουμε τις εκδόσεις της Librairie Desmos, η οποία έκλεισε 40 χρόνια ζωής, καθώς και δυο βραχύχρονες εκδοτικές απόπειρες μεταφρασμένης ελληνικής λογοτεχνίας: τη σειρά Confluences των Εκδόσεων HatierLibrairie Kauffmann, και τις Εκδόσεις Institut Français d’ Athènes/Actes Sud. Στην εκδοτική προσπάθεια διάδοσης της ελληνικής λογοτεχνίας σε ξένες γλώσσες διακρίνονται επίσης ελληνικοί οίκοι όπως ο Κέδρος, παλαιότερα, ο Καστανιώτης, και με την πλέον συστηματική παρουσία σήμερα η Αιώρα, για την οποία η μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας σε ξένες γλώσσες αποτελεί σημαντικό τομέα του εκδοτικού της προγράμματος.
Από μια πρώτη περιδιάβαση των μεταφρασμένων ελληνικών τίτλων στη διάρκεια του 20ού και των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε τα ακόλουθα:
- Οι μεταφράσεις της ελληνικής λογοτεχνίας παρουσιάζουν έντονη γεωγραφική διασπορά με μάλλον σταθεροποιητικές τάσεις όσον αφορά τις γλώσσες υποδοχής της, ωστόσο η αντιπροσώπευση τόσο των παλαιότερων όσο και των σύγχρονων συγγραφέων είναι περισσότερο δειγματοληπτική παρά συστηματική.
- • Οι επαφές και ανταλλαγές μεταξύ της ελληνικής και άλλων περιφερειακών γλωσσών και λογοτεχνιών θα μπορούσαν να ενισχυθούν περαιτέρω, ακυρώνοντας έτσι το γνωστό μοτίβο ισχύος που θέλει την περιφέρεια προσανατολισμένη διαρκώς προς το κέντρο, και κάνει τις γλώσσες αυτές να αγνοούν τις ομόλογές τους λογοτεχνίες.
- • Οι, κατά κύριο λόγο, μικρής εμπορικής εμβέλειας εκδοτικοί οίκοι οι οποίοι εκδίδουν την ελληνική λογοτεχνία —συχνά με όρους οικοτεχνίας ή ερασιτεχνίας— στερούνται των απαραίτητων μέσων προβολής και συστηματικής παρουσίας στη σύγχρονη αγορά του βιβλίου.
- • H ιδιοσυστασία της ελληνικής λογοτεχνίας: Εγκλωβισμένη στις συμπληγάδες της αρχαίας αίγλης, αφενός, και της εξωτικής τουριστικής της εικόνας, αφετέρου, μην έχοντας καταφέρει να επικοινωνήσει τα σύγχρονα λογοτεχνικά της χαρακτηριστικά, αντιμετωπίζεται με τις επιφυλάξεις και/ή τις προκαταλήψεις που γεννά κάθε άγνωστη λογοτεχνία.
Ώστόσο, για τους σημερινούς εκδότες, η πληροφόρηση έχει πλέον διευκολυνθεί τα μέγιστα, οι δίαυλοι επικοινωνίας έχουν πολλαπλασιαστεί, ο μεγάλος αριθμός των ελληνικών λογοτεχνικών περιοδικών, εντύπων ή ηλεκτρονικών, επιτρέπει την άμεση παρακολούθηση της λογοτεχνικής παραγωγής, η αποτύπωση της εγχώριας υποδοχής του έργου —κριτικές, βραβεία, πωλήσεις κ.λπ.— είναι ευανάγνωστη και εύκολα προσβάσιμη.
Και το σημαντικότερο, νέες γενιές ταλαντούχων μεταφραστών έχουν αρχίσει να παίρνουν τη σκυτάλη, οι οποίοι, εφοδιασμένοι με περισσότερες γνώσεις και εργαλεία, μπορούν να επιτελέσουν όχι μόνο το έργο της γλωσσικής μεταφοράς αλλά και της εισήγησης έργων και συγγραφέων, αναλαμβάνοντας πλήρως το ρόλο τους ως πολιτισμικοί διαμεσολαβητές.
(*) H Μαρία Παπαδήμα είναι καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ και μεταφράστρια. To κείμενό της δημοσιεύεται στο βιβλίο με τίτλο Greeklit, έκδοση του ΕΛΙΒΙΠ



























Διαβάζοντας το περιεκτικότατο κείμενο για μεταφράσεις Ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, από το πόστο μου εδώ στη Νέα Υόρκη, παρατήρησα κάποια μεγάλα κενά που δεν θα περίμενα σε άρθρο που πηγάζει από ακαδημαϊκή ενδελέχεια. Παραλείπονται, η συγγραφέας Έρση Σωτηροπούλου, και οι μεταφράστριες Karen Emmerich και Τζέϊν Ασημακοπούλου. Δεδομένου του μεγέθους του έργου τους, ακόμα και η χρησιμοποίηση της λέξης «ενδεικτικά», στον κατάλογο συγγραφέων και μεταφραστών, δεν δικαιολογεί την απουσία τους.
Ως προς τους συγγραφείς, η Έρση Σωτηροπούλου, είμαι σε θέση να γνωρίζω, τυχαίνει μεγάλης αναγνώρισης στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα, τρία από τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, πέντε στα Γαλλικά, τέσσερα στα Ισπανικά, τρία στα Ιταλικά, δύο στα Γερμανικά, και επίσης στα Σουηδικά, στα Αραβικά, στα Τούρκικα, και σε άλλες γλώσσες. Επί πλέον, έχω διαβάσει πολύ καλές κριτικές για βιβλία της στις μεγαλύτερες εφημερίδες των ΗΠΑ και της Γαλλίας (στις γλώσσες, δηλαδή, που διαβάζω). Τέλος, το μυθιστόρημα της «Τι μένει από τη νύχτα» έχει βραβευτεί στη Γαλλία, το 2017, με το Prix Mediterranee Etranger, και στις ΗΠΑ, το 2019 με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης («National Translation Award»)
Η μεταφράστρια Karen Emmerich (καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Πρίνστον) έχει μεταφράσει πάνω από 12 βιβλία ελληνικής λογοτεχνίας. Από δυο βιβλία των συγγραφέων Μαργαρίτας Καραπάνου, Αμάντας Μιχαλοπούλου Χρήστου Οικονόμου, και Ερσης Σωτηροπούλου. Αλλά και τον «Γλαύκο Θρασάκη» του Βασίλη Βασιλικού, και βιβλία με ποίηση της Ελένης Βακαλό, του Γιάννη Ρίτσου, και του Μίλτου Σαχτούρη. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο μετάφρασης των ΗΠΑ για το «Τι μένει από τη νύχτα», της Σωτηροπούλου, με το βραβείο των ΗΠΑ «Best Translated Book Award for Poetry» για το βιβλίο της Βακαλό, και με το βραβείο «PEN Poetry in Translation Award» για τις μεταφράσεις ποιημάτων του Ρίτσου (μαζί με τον Ε. Κήλυ).
Τέλος, η μεταφράστρια Τζέϊν Ασημακοπούλου έχει μεταφράσει, σχεδόν αποκλειστικά, και είναι ο μεγάλος συντελεστής για τη διάδοση των έργων του Θανάση Βαλτινού στο αγγλόφωνο κοινό.
Σίγουρα, όλα τα παραπάνω θα άξιζαν μνείας.
Χρήστος Τσιάμης, Νέα Υόρκη