του Λεωνίδα Μοίρα (*)
Τα καχεκτικά σύνορα του αρτιγέννητου ελληνικού κράτους, όπως αυτά χαράχτηκαν βάσει των αποφάσεων της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης το 1832, γίνονταν αντιληπτά από την πλειονότητα των κατοίκων του Βασιλείου ως η κύρια αιτία των παθογενειών και της κακοδαιμονίας του. Η επίλυση των άμεσων αναγκών του ελληνικού κράτους συνδέθηκε με την επαναδιαπραγμάτευση των συνόρων του, την επέκταση των εδαφών του και την ενσωμάτωση των ελληνορθόδοξων πληθυσμών που εξακολουθούσαν να ζουν εντός της επικράτειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μοιράζονταν διασυνοριακούς εθνοτικούς δεσμούς με τους υπηκόους του «σπιθαμιαίου Βασιλείου». Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο ελληνικός αλυτρωτισμός, ο οποίος συμπυκνώνεται στον όρο «Μεγάλη Ιδέα», καθιερώθηκε ως η επίσημη ιδεολογία του ελληνικού κράτους.
Ένας ικανός αριθμός μελετών πραγματεύεται το περιεχόμενο και τις ιδεολογικές μεταμορφώσεις της Μεγάλης Ιδέας, τις προσπάθειες και τους μηχανισμούς διάδοσης του ελληνικού αλυτρωτισμού στους ορθόδοξους πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας, τους ενδοχριστιανικούς εθνοτικούς ανταγωνισμούς και τις προσλήψεις των Ρωμιών απέναντι στην επεκτατική πολιτική της Αθήνας. Αντίστοιχα, η αποτυχία υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας, έπειτα από τον ενταφιασμό της στη Μικρά Ασία, το τραύμα της εξόδου και το ακανθώδες έργο της εγκατάστασης και αποκατάστασης των μικρασιατών προσφύγων αποτελούν ζητήματα που έχουν καλυφθεί ικανοποιητικά από την ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση ιστοριογραφία, ιδιαίτερα ύστερα από τον εμπλουτισμό της με αφορμή την εκατονταετηρίδα της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Ωστόσο, η ιχνηλάτηση της ιστορικής εμπειρίας των ελληνορθόδοξων της Κωνσταντινούπολης κατά την κρίσιμη περίοδο των ετών 1918-1930, η οποία χαρακτηρίστηκε από την κατάρρευση του πολυεθνικού οικοδομήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη συνακόλουθη ανάδυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, δεν είχε διερευνηθεί επαρκώς από τους μελετητές της περιόδου. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει η εκτενής μονογραφία του ιστορικού και ερευνητή του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Δημήτρη Καμούζη, Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη. Εθνικισμός των ελίτ και μειονοτικές πολιτικές (1918-1930).
Το έργο του Καμούζη αποτελεί μια αναθεωρημένη, διευρυμένη και εμπλουτισμένη με νέες πηγές εκδοχή της διδακτορικής διατριβής του, που εκπόνησε στο Department of Byzantine and Modern Greek Studies του King’s College London. Η μελέτη είναι καλογραμμένη, με ρέουσα γλώσσα και ευτάκτως δομημένη. Στην εισαγωγή του ο συγγραφέας παρουσιάζει το θεωρητικό πλαίσιο πάνω στο οποίο δομεί την αφήγησή του, επισημαίνοντας τον καθοριστικό ρόλο των ελίτ –θρησκευτικών, λαϊκών, πολιτικών και πνευματικών ηγετικών ομάδων με σημαντική επιρροή– στη διαδικασία μετασχηματισμού των εθνοτικών κοινοτήτων και κινητοποίησης των μαζών «με απώτερο σκοπό την εθνική πρόσδεση και την ταύτιση μεγαλύτερων τμημάτων (των μη ελίτ) του συγκεκριμένου πληθυσμού με ένα ιδεατό ή ολοκληρωμένο εθνικό κράτος», σύμφωνα με τα λόγια του συγγραφέα. Στο υπόλοιπο μέρος της εισαγωγής ο Καμούζης περιγράφει με συνεκτικό και εμπεριστατωμένο τρόπο τις απόπειρες του ελληνικού κράτους για τον εξελληνισμό του ελληνορθόδοξου μιλλετίου, σε συνάρτηση με τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια του μακρού 19ου αιώνα. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην περίοδο από την Επανάσταση των Νεότουρκων (1908) έως τη λήξη του Α′ Παγκοσμίου Πολέμου (1918), η οποία πυροδότησε την απαρχή του πολιτικού ριζοσπαστισμού των μουσουλμάνων και των μη μουσουλμάνων της Αυτοκρατορίας και χαρακτηρίστηκε, κατά το διάστημα 1913-1918, από τις προσπάθειες των Νεότουρκων να διαιωνίσουν την ύπαρξη του κράτους τους, νομιμοποιώντας την αποοθωμανοποίηση του χώρου και της κοινωνίας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο συγγραφέας παρουσιάζει την αναδιαπραγμάτευση των ταυτοτήτων και την αναδιαμόρφωση των πολιτικών επιλογών της ελληνορθόδοξης ελίτ της Κωνσταντινούπολης.
Το κυρίως μέρος του βιβλίου χωρίζεται, με χρονολογικά και θεματικά κριτήρια, σε δύο μέρη. Στο Α′ Μέρος, που τιτλοφορείται «Κωνσταντινούπολη και Μεγάλη Ελλάδα (1918-1922)», ο συγγραφέας, με την αξιοποίηση, την κριτική επεξεργασία και την επανερμηνεία πλήθους αφηγηματικών πηγών, φωτίζει τους λόγους που οδήγησαν στη σταδιακή πολιτική και εθνική ταύτιση της ηγεσίας των Ρωμιών της Πόλης με τον ελληνικό αλυτρωτισμό και τις στρατηγικές που χάραξαν για την προώθηση του αιτήματος της ένωσης με την Ελλάδα. H ανάλυση του Καμούζη πλαισιώνεται από την παρουσίαση των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα και τον αντίκτυπό τους στην ελληνορθόδοξη ελίτ. Η εκλογική ήττα του Βενιζέλου, τον Νοέμβριο του 1920, προκάλεσε την άμεση κινητοποίηση της ηγεσίας των Ρωμιών και οδήγησε στη σύσταση της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης και στην ανάδειξη της Κωνσταντινούπολης ως κέντρου της βενιζελικής αντιπολίτευσης. Η πρόταση ηγετικών στελεχών της ελληνορθόδοξης ελίτ αναφορικά με τη δημιουργία αυτόνομης κρατικής οντότητας στη Μικρά Ασία είναι χαρακτηριστική της ρήξης που είχε επέλθει στις σχέσεις με την Αθήνα.
Το Β′ Μέρος του βιβλίου φέρει τον τίτλο «Κωνσταντινούπολη και Δημοκρατία της Τουρκίας (1922-1930)» και είναι αφιερωμένο στην εξιστόρηση της γεωγραφικής και πολιτικής διαίρεσης των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, μετά από την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου. Κατά την περίοδο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 1922, περίπου 40.000 Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, κυρίως από τα μεσαία και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα που είχαν υιοθετήσει τα οράματα του ελληνικού αλυτρωτισμού, εγκατέλειψαν την πρώην οθωμανική πρωτεύουσα και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Ο Καμούζης προχωρά στη σκιαγράφηση της ενδοκοινοτικής διαίρεσης και τον επακόλουθο πολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ των διαφορετικών φατριών αναφορικά με την πολιτική εκπροσώπηση και διοίκηση της κοινότητας, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η ηγεσία των «απόντων» Κωνσταντινουπολιτών της Αθήνας αυτοπροβαλλόταν ως προστάτιδα των συμφερόντων ολόκληρης της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης. Η εξέταση του πολιτικού ανταγωνισμού πραγματοποιείται υπό το πρίσμα των νέων πραγματικοτήτων που είχαν διαμορφωθεί στην κεμαλική Τουρκία και των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων της περιόδου 1925-1930. Η μελέτη ολοκληρώνεται με τον επίλογο, στον οποίο ο συγγραφέας συνοψίζει τα εμπεριστατωμένα επιχειρήματά του. Τέλος, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο ενδιαφέρον φωτογραφικό ένθετο που συνοδεύει τον τόμο, το οποίο καθιστά «ορατές» τις πολυσχιδείς δραστηριότητες των ελληνορθόδοξων της Κωνσταντινούπολης.
Το έργο του Καμούζη αποτελεί υπόδειγμα αντικειμενικής έρευνας και νηφάλιας γραφής για ένα ευαίσθητο θέμα. Ταυτόχρονα, επιτυγχάνει ένα σύνθετο εγχείρημα: φωτίζει τη διαδικασία αναδιαμόρφωσης των ταυτοτήτων των Ρωμιών της Πόλης, εξετάζει τους λόγους ταύτισής τους με τον ελληνικό εθνικισμό, καταγράφει τις ενδοκοινοτικές διαιρέσεις και περιγράφει τη δράση τους στην κρίσιμη περίοδο που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και την ελληνοτουρκική Ανταλλαγή των Πληθυσμών (1923). Η εμβριθής ανάλυση είναι πολυεπίπεδη, καθώς πραγματοποιείται σε συνάρτηση με την εξέταση των εξελίξεων στο εσωτερικό της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της κεμαλικής Τουρκίας και της Ελλάδας με αναφορές στο διεθνές πλαίσιο. Για όλους αυτούς τους λόγους η μελέτη του Καμούζη είναι μια πολύτιμη συμβολή που αξίζει να διαβαστεί από τους ιστορικούς και τους φιλίστορες.
* Ο Λεωνίδας Μοίρας είναι δρ Οθωμανικής Ιστορίας, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
info