Ο Βιζυηνός στο ντιβάνι του Λακάν (γράφει ο Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος)

0
912

 

Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος (*) [1]

 

«Εις τα διηγήματα του Βιζυηνού εναρμόνιον αποτελούσι κράμα τα αναπτυσσόμενα πράγματα και το υποκείμενον του αναπτύσσοντος αυτά συγγραφέως, αχωρίστου εξ αυτών και εξηγούντος και νόημα παρέχοντας εις εκείνα.»

Αυτά, ο Κωστής Παλαμάς, ο οποίος, σε λίγες γραμμές κατάφερε να συνοψίσει ένα από τα ζητήματα εκείνα που για χάρη τους το μελάνι χύθηκε σαν αίμα. Ο Βιζυηνός, βέβαια, δεν αποτέλεσε για πολύ σημείο αντιλεγόμενον, καθώς από νωρίς η λογοτεχνική του αξία έγινε αποδεκτή από τους φιλολογικούς κύκλους της πρωτευούσης. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή, από την πολύ μάλλον αρχή, αυτή της θεωρίας, για να πιάσουμε τον μίτο του βιβλίου που κρατάμε στα χέρια μας. Κι ας ξεκινήσουμε από τα πολύ εύγλωττα, στην περίπτωσή μας, κατώφλια του βιβλίου, τα στοιχεία εκείνα, δηλαδή, που συνοδεύουν το κυρίως κείμενο. Εν προκειμένω, τον υπότιτλο. Ο γνωστός συγγραφέας Γεώργιος Βιζυηνός, ο συγγραφέας του Κανόνα, των σχολικών αναγνωσμάτων, των ταινιών, της τηλεοπτικής σειράς, των θεατρικών μεταφορών κλπ κλπ, στο φως της λακανικής ψυχανάλυσης, με την εύκολη μεταφορά του ντιβανιού να μην μπορεί να εξοβελιστεί εύκολα από τον τίτλο μιας τέτοιας παρουσίας. Οπότε, το ερώτημα περί αλεπούς στο παζάρι μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: τι γυρεύει ο Λακάν στη Βιζύη;

Για την ιστορία των σχέσεων της Λογοτεχνίας με την Ψυχολογία, αναφέρω τους αρχαίους μύθους και τον Freud, τα παραμύθια και τον Jung, τη μη διάκριση, στους δύο προαναφερθέντες, μεταξύ των ιστοριών που αφηγούνται οι ασθενείς και των παραδεδομένων από τη λογοτεχνία, την εβληματική ανάγνωση του Poe από τον Λακάν κλπ. Στον τελευταίο και τη σχέση του με τη λογοτεχνία, επιτρέψτε μου να εστιάσω λίγο παραπάνω, περιοριζόμενος αποκλειστικά, λόγω ιδιότητας, στη δεύτερη. Το Πραγματικό, λοιπόν, είναι εκείνο που  ο γάλλος ψυχαναλυτής αντέταξε στις τάξεις του Φαντασιακού και του Συμβολικού. Το Πραγματικό, όμως, νοούμενο όχι ως το αντικειμενικό, το σχετιζόμενο με την εμπειρική πραγματικότητα, αλλά αυτό που καταφέρνει να δημιουργήσει ρωγμές στην αναπαράσταση, παραμένοντας το ίδιο μη αναπαραστήσιμο. Είναι γνωστή, τόσο στις γραμματολογικές όσο και στις ψυχαναλυτικές σπουδές, η σύνδεση της λακανικής θεωρίας με τη διαμάχη που αφορά μια σειρά στρατηγικών ελέγχουν της της εξωκειμενικής πραγματικότητας, οι οποίες αποτυγχάνουν. Ο Λακάν ονομάζει αυτή τη σύγκρουση πηγή τραυμάτων, η οποία, ακριβώς επειδή αποτυγχάνει, θεωρείται η δημιουργική αρχή της θεωρίας της λογοτεχνίας.

Οι λακανικοί, βέβαια, λαβύρινθοι στο κείμενο του Γραμματόπουλου (Γιάννης Γραμματόπουλος, «Εις τας Αθήνας εφάνη παράξενος τύπος». Η περίπτωση του Γ. Μ. Βιζυηνού στο φως της λακανικής ψυχανάλυσης, Αθήνα, Εκκρεμές)  δεν υφίστανται ως τέτοιοι. Ούτε θα βρει κανείς ερωτήσεις περί κειμένου και ψυχής, όπως τις έθετε ο Derrida. Ο συγγραφέας, και αυτό είναι η πρώτη αρετή του έργου του, καταφέρνει να αποδώσει τις σύνθετες έννοιες με τέτοια ενάργεια, ώστε αυτές να καταστούν προσιτές στους αναγνώστες του εύκολα. Πρέπει, λοιπόν, να είναι κανείς υποψιασμένος αναγνώστης για να ανοίξει το βιβλίο; Και ναι και όχι. Η σιβυλλική αυτή απάντηση σχετίζεται με την ανάγκη να έχει κάποιος μια πρωτοβάθμια σχέση με τα κείμενα του Βιζυηνού, των οποίων το περιεχόμενο ναι μεν αναφέρεται περιληπτικά και αποσπάσματά τους παρατίθενται για να διευκολυνθεί η διατύπωση των επιχειρημάτων του συγγραφέα, ωστόσο, απαιτείται μια σχετικά καλή εικόνα του μύθου τους. Άλλωστε, το διακύβευμα του βιβλίου δεν είναι να θεωρητικολογήσει. Ο συγγραφέας του φροντίζει από νωρίς να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με το κοινό του:

«Μια […] μελέτη μιας περίπτωσης επιχειρείται στις σελίδες που ακολουθούν, με σκοπό μια βιογραφία φωτισμένη από την ψυχανάλυση: μια εξιστόρηση, δηλαδή, που θα μελετήσει και θα αναδείξει τη σχέση του υποκειμένου με το πραγματικό και την ενική επινόηση στην οποία προέβη ως μια άμυνα απέναντι σ’ αυτό.» (σελ. 11)

Γιατί, όμως, μία -ακόμα- βιογραφία του Βιζυηνού; Όσο κι αν ακούγεται παράξενο σε κάποιον το ερώτημα αυτό, καθώς υποδηλώνει έναν ήδη υπάρχοντα πλουραλισμό βιογραφικών προσεγγίσεων, οφείλουμε να σταθούμε και να το συζητήσουμε. Ο Βιζυηνός δεν κέρδισε μόνο τις εντυπώσεις ως συγγραφέας, αλλά τις κέρδισε και ως μυθοπλαστικός ήρωας. Γιατί αυτό; Ο Παλαμάς, στο εναρκτήριο παράθεμα, μας δίνει κάπως μια απάντηση. Θα καταφύγουμε, ωστόσο, και στην πένα του Βαλέτα, για να διαβάσουμε πως: «Απομνημονεύματα της παιδικής του ζωής θε να χαρακτηρίζαμε μ’ όλο το δίκιο μας τα διηγήματα του Βιζυηνού. […] Σε πολλά ποιήματά του πάλι μας τραγουδά διάφορα γεγονότα της ζωής του. Σ’ όποιον ξέρει λίγο πολύ τα καθέκαστα της ζωής του κάνει μεγάλη εντύπωση η αλήθεια κι η ακρίβεια που μιλά ο Βιζυηνός για το σπίτι του, για τον εαυτό του, για την παιδική ζωή του. Δεν κρύφτει τίποτα. Τίποτα δεν παραλλάζει». Το δέλεαρ, λοιπόν, να βιογραφήσεις έναν αυτοβιογραφούμενο συγγραφέα είναι μεγάλο. Το επισημαίνει, ίσως πιο εύγλωττα, και η βιβλιογράφος του Βιζυηνού, Κυριακή Μαμώνη: «Εκείνο που κάνει εντύπωση, σ’ αυτόν που θα σκύψη προσεκτικά επάνω στη ζωή και στο έργο, στον άνθρωπο και τον δημιουργό Βιζυηνό, είναι η στενή σχέση που δένει αυτά τα δύο σε σημείο που τα κάνει ένα αξεχώριστο σύνολο. Ολόκληρος ο Βιζυηνός, ανεπιτήδευτος, ειλικρινής, γνήσιος βρίσκεται μέσα στο πολύπλευρο έργο του, και ολόκληρο πάλι το έργο του αντιφεγγίζει την τόσο παράξενη, τόσο αντιφατική προσωπικότητά του […]».

Η όλη ιστορία με τις βιογραφίες του Βιζυηνού θυμίζει εν μέρει την αρχή του κατά Λουκά («Επειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων …»). Αποδεικνύει, όμως, παράλληλα, πως το ενδιαφέρον για τον θρακιώτη συγγραφέα παρέμεινε αμείωτο στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατό του. Κι ο συγγραφέας του ανά χείρας βιβλίου το γνωρίζει καλά αυτό. Οι βιογραφίες του Βιζυηνού που προηγήθηκαν, περιορισμένες κατά βάση σε μια γεγονοτολογική καταγραφή και σε επιχειρούμενες ταυτίσεις έργου και βίου, «είναι» αοράτως συνούσες σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης. Ο Γραμματόπουλος διαλέγεται μαζί τους, ανασυστήνει ή/και απορρίπτει επιχειρήματα, χρησιμοποιεί δεδομένες παραδοχές ως βάση της δικής του σύνθεσης. Ο «ωραίος τρελός», λοιπόν, για να θυμηθούμε και τον τίτλο μιας ανάλογης απόπειρας βιογράφησης από τον Γιάννη Καιροφύλα, ή ο «τρυφερόκαρδος κύριος Γ. Β.» για τον Δημήτρη Παπαχρήστου, επανέρχεται σε μια βιογραφία που διαφέρει εν πολλοίς από όσες προηγήθηκαν. Για να γίνει, όμως, αυτό κατανοητό, θα προηγηθεί μια περιδιάβαση ανά τας οδούς και τας ρίμας του βιβλίου.

Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, «Ο παιδικός θάνατος και η πατρική φτώχεια», ο συγγραφέας επιτρέπει στους αναγνώστες του να πλησιάσουν την οικογένεια του συγγραφέα, μέσα από τα πρίσματα της πατρικής απουσίας και του παιδικού θανάτου. Για όσους θητεύσαμε στη λογοτεχνία τρίτης λυκείου, η «ασθένεια της Αννιώς» που «ολονέν εδεινούτο» είναι παροιμιώδης. Σε αυτό, λοιπόν, το πρώτο κεφάλαιο, ο Γραμματόπουλος, αξιοποιώντας τόσο τα πορίσματα της φιλολογικής κριτικής, όσο και πρωτογενείς πηγές, είτε αυτές σχετίζονται με κείμενα που υπογράφει ο ίδιος ο Βιζυηνός είτε με κείμενα τρίτων, προσεγγίζει τον θάνατο, όπως τον βίωσε η οικογένεια του συγγραφέα. «Η παρουσία του θανάτου από νωρίς στον οικογενειακό αστερισμό», γράφει, «θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στον ψυχισμό και τη ζωή του συγγραφέα, στη διάρκεια της οποίας θα δημιουργήσει το έργο του προσπαθώντας να αντισταθμίσει αυτό το πεπρωμένο, στο οποίο ακολούθησε, εντέλει, με τραγικό τρόπο τ’ αδέλφια και τον πατέρα του: τον πραγματικό αλλά και τον υποκειμενικό θάνατο» (σελ. 18). Παρακολουθώντας τον βίο του Βιζυηνού, ο Γραμματόπουλος επισημαίνει – ελλείψει του πατέρα του –  την «πατρική» μορφή των προστατών που βοήθησαν τον συγγραφέα κατά τα πρώτα του -αβέβαια ή μη – βήματα στο λογοτεχνικό στερέωμα.

Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η συνέχεια, και πιο συγκεκριμένα η στιγμή της επινόησης του νέου ονόματος, μια και το Βιζυηνός, ο καταγόμενος, δηλαδή, από τη Βιζύη, θα εμφανιστεί αργότερα. Παραθέτω: «[…] ο Βιζυηνός θα καταστεί, πλέον, ο ίδιος πατέρας ενός έργου που θα μιλά κατεξοχήν για το παιδί […]» (σελ. 28). Ένα παιδί, όμως, που κάποτε πεθαίνει και ο θάνατός του προκαλεί μια «σειρά από ατυχή γεγονότα». Η αδελφή του συγγραφέα πεθαίνει μικρή και το επόμενο κορίτσι που θα γεννηθεί, άρρωστο, θα πάρει το όνομά της. Αντίστοιχα, ο αδελφός του Βιζυηνού, κοιλιάρφανος, θα ονομαστεί Μιχαήλος, όπως ο εκλιπών πατέρας. Οι νεκροί της οικογένειας, κατά έναν τρόπο, είναι διαρκώς παρόντες εντός των διηγημάτων του. Ο Μουλλάς είχε εύστοχα ονομάσει τη διηγηματογραφία του Βιζυηνού «προσκλητήριο νεκρών», εξαιτίας ακριβώς αυτής της διάστασης της θεματικής του.

Ο συγγραφέας, ωστόσο, όπως είπαμε, ανέλαβε κι ο ίδιος έναν πατρικό ρόλο. Έγινε πατέρας των έργων του, αναλαμβάνοντας, μάλιστα, ένα νέο όνομα. Σ’ αυτήν ακριβώς την πράξη εστιάζει το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, «Ένα όνομα “από τα περιγραμμάτου”». Αφήνοντας πίσω τις φιλολογικές υποθέσεις περί των αιτιών εφεύρεσης του «Βιζυηνού», ο συγγραφέας προσεγγίζει το «σημαίνον “Βιζυηνός”» με πολύ διαφορετικό τρόπο. «[…] [Γ]ια εμάς,», γράφει ο Γραμματόπουλος, «η σημασία αυτής της επινόησης πηγαίνει πολύ πιο πέρα από την ανάγκη της διάκρισης του υποκειμένου από έναν άλλο ποιητή με τον οποίο μοιράζονταν το ίδιο επίθετο, και αφορά το προϋπάρχον πλαίσιο  της μοίρας του θανάτου του παιδιού και του υποκειμενικού θανάτου» (σελ. 52). Πώς, λοιπόν, λειτουργεί η ονοματοθεσία; Διαβάζουμε λίγο παρακάτω: «Έχοντας τη σημασία “άνδρας από τη Βιζύη”, αυτό το όνομα δεν παραπέμπει στον φορέα του ως απόγονο μιας “πτωχής” πατρικής μορφής (του Μιχαήλου) αλλά, αντίθετα, τον συνδέει άμεσα με τη γη όπου γεννήθηκε, παραπέμποντας στη θρακική ιστορία, την αρχαιότητα, αλλά και τη λαϊκή της παράδοση. Το όνομα “Βιζυηνός” δεν είναι, λοιπόν, ένα όνομα που παραπέμπει στον θάνατο του παιδιού και το πατρικό κενό που έστιξε την παιδική ζωή αλλά και τη γενεαλογία του ποιητή. […] Θα έλεγε κανείς πως, ονομάζοντας τον εαυτό του “Βιζυηνό”, ο ποιητής επικαλείται επίσημα τη σχέση του μ’ αυτή τη γη, στην οποία οι γονείς του ήταν μέτοικοι» (σελ. 53-54).

Κι από την κατασκευή του ονόματος, στο τρίτο κεφάλαιο, «Η κατασκευή ενός βάθρου για τον καλλιτέχνη», περνάμε στην κατασκευή του Βιζυηνού ως δημιουργού. Δεν χρειάζεται, βέβαια, να θυμίσω ξανά ότι, στην περίπτωση του Βιζυηνού, αφηγητής και πρωταγωνιστής ταυτίζονται, κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα «νόμιμο» για τους φιλολόγους και τον περίφημο μπαρτιανό «θάνατο του συγγραφέα». Πώς ακούγεται η φράση «οι ιστορίες που αφηγείται ο Βιζυηνός είναι αληθινές»; Μια και ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος είναι οι κατάλληλοι για να ανακαλέσουμε τον Ricoeur και τις βασικές αρχές της δικής του προσέγγισης, μπορούμε να σταθούμε σε ορισμένες επισημάνσεις γύρω από το πραγματολογικό φορτίο των σελίδων του Βιζυηνού. Πολύ εύστοχα αποφθεγματίζει ο Γραμματόπουλος: «[…] ο Βιζυηνός δεν κάνει τίποτα για να μας δείξει πως δεν είναι ο ίδιος ο αφηγητής. […] Είναι σαν τα διηγήματα να συμπληρώνουν το πορτρέτο του καλλιτέχνη, ως παιδιού και ως ενήλικα […]» (σελ. 89). Καθώς και για το εν λόγω θέμα η βιβλιογραφία είναι μεγάλη και εκτείνεται σε πεδία πέραν των γραμματολογικών σπουδών, θα περιοριστώ σε μια σύνοψη που κάνει ο Γραμματόπουλος, την οποία θεωρώ ευκρινέστατη:

«[…] ο δημιουργός δεν παύει να μας δίνει την εντύπωση πως συγγραφέας, αφηγητής και ενίοτε πρωταγωνιστής είναι το ίδιο πρόσωπο: το παιδί που παίζοντας έκτισε έναν φούρνο, το μικρό ραφτόπουλο, ο φιλομαθής πτωχός, ο νεαρός τροβαδούρος στην Αθήνα, ο αδελφός των νεκρών κοριτσιών και του δολοφονημένου αδελφού, ο εγγονός του θηλυπρεπή παππού, ο συνομιλητής του ψυχικά διαταραγμένου Τούρκου που τον περνά για Ρώσο εξαιτίας της περιβολής του […] κ.ο.κ. Καλλιτέχνης και έργο είναι ένα […]» (σελ. 97)

Η καταληκτική αυτή παρατήρηση αποτελεί όντως μια εξαιρετική σύνοψη των βιβλιογραφικών πορισμάτων γύρω από τη σχέση μύθου και πραγματικότητας όσον αφορά τον Βιζυηνό.

Τη σκυτάλη, στο επόμενο κεφάλαιο «Η γλώσσα του Βιζυηνού», παίρνει μια εκ του σύνεγγυς ανάγνωση των έργων του θρακιώτη συγγραφέα. Θρακιώτης, ας σημειωθεί ξανά, που εκτός των ιδιωματικών λέξεων χρησιμοποιεί και τουρκικές. Κι εδώ, ξεκινάει μια ακόμη ενδιαφέρουσα συζήτηση γύρω από τη γλώσσα. Εντός του ιστορικού πλαισίου, των Βαλκανίων που ανακαλύπτονται και ανακαλύπτουν τον εαυτό τους, της ανόδου των εθνικισμών, η λογοτεχνία πράττει σε μια πολύ διαφορετική κατεύθυνση. Συνοψίζει ο συγγραφέας:

«Ο Βιζυηνός χρησιμοποιεί τη γλώσσα της ιδιαίτερης πατρίδας του με τα ιδιότυπα επιφωνήματα, άγνωστης προέλευσης, και τις τουρκικές λέξεις, μπολιάζοντας τα ελληνικά με κάτι που μοιάζει με φορείς του πραγματικού, δηλαδή, εκείνου που εξ-ίσταται για τον Έλληνα αναγνώστη του τέλους του 19ου αιώνα, ιδίως δε για τον Αθηναίο αναγνώστη έγκριτων λογοτεχνικών περιοδικών όπως η Εστία, στην οποία εμφανίζονται […].» (σελ. 116-117)

Στα δύο τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, «Η ψυχωτική κατάρρευση» και «Η παραληρηματική πατρότητα και η πλήρης εγκατάλειψη του ναρκισσισμού», ο Γραμματόπουλος περνά στην ψύχωση του Βιζυηνού, τον εγκλεισμό και τον θάνατό του στο φρενοκομείο. Πράγματι, οι σελίδες αυτές της ζωής του είναι εκείνες που κέρδισαν τις εντυπώσεις και κέντρισαν το μεγαλύτερο μέρος των δημιουργών που έγραψαν για τον Βιζυηνό. Αναφέρω, εδώ, τον Θωμά Κοροβίνη ως χαρακτηριστικό της κίνησης στην άλλη κατεύθυνση και την εστίαση στον Βιζυηνό ως παιδί, ως μικρό ραφτόπουλο που γνωρίζει από κοντά, από πολύ μάλιστα κοντά, τα σουλτανικά χαρέμια του Αμπντουλαζίζ. Ο έγκλειστος Βιζυηνός, λοιπόν, είναι αυτός που μας αφορά στα δύο τελευταία κεφάλαια του βιβλίου που κρατάμε στα χέρια μας.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 ο συγγραφέας εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα μιας ασθένειας που θα στιγματίσει το σημαίνον «Βιζυηνός» εν πολλοίς. Την ίδια εποχή, ένα ακόμα όνομα θα κάνει την εμφάνισή του, αυτό της Μπετίνας Φραβασίλη, μιας ανήλικης κόρης ενός εξελληνισμένου Ιταλού. Η δια της έννοιας του «πάτρωνα» προσέγγιση αυτής της σχέσης αποτελεί ένα ακόμα δείγμα του ενδιαφέροντος της ανάγνωσης του Γραμματόπουλου. Ο Βιζυηνός, ως γνωστόν, θα διεκδικήσει τη Μπετίνα όχι μόνο ως πάτρωνας αλλά και ως σύζυγος, ζητώντας το χέρι της. Για να το πετύχει, θα μετέλθει μια σειρά επιχειρημάτων και ψευδών, μεταξύ των οποίων θα περιλάβει και την υποτιθέμενη πατρωνία που ήδη ασκεί σε μια νεαρή κοπέλα στην Κωνσταντινούπολη. Η πατρωνία αυτή, βέβαια, δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.

Μακριά από έναν άκρατο βιολογισμό, δεν μπορούμε να μην εκμεταλλευτούμε την έννοια της πτώσης που επέρχεται αργά, ακολουθώντας μια -κατά το μάλλον ή ήττον- άνοδο. Είναι, λοιπόν, ο Βιζυηνός στο ναδίρ του; Ας κρατήσουμε την απάντηση. Τον Απρίλιο του 1892, ο συγγραφέας θα προσπαθήσει, ανεπιτυχώς, να δώσει τέλος στη ζωή του. Λίγο αργότερα, θα ακολουθήσει ο εγκλεισμός του σε ίδρυμα. «Αυτές οι απόπειρες περάσματος στην πράξη», καταλήγει ο Γραμματόπουλος, «μας οδηγούν, αν μη τι άλλο, στο να σημειώσουμε πόσο ανυπόφορο πρέπει να ήταν το άγχος του ποιητή εκείνη την περίοδο της ζωής του και την αδυναμία κάποιας συμβολικής λειτουργίας να κρατήσει στη θέση της τις φαντασιακές ταυτίσεις με τον πατέρα χωρίς αυτές να είναι πηγή παραληρήματος (επιχειρηματίας, ευεργέτης, κηδεμόνας)» (σελ. 141).

Πλέον, όμως, βρισκόμαστε εντός των τειχών του σπιτιού «του αιεμνήστου Έλληνος Ζωρζή Δρομοκαΐτη», όπως έγραφε ο Σουρής, όπου «η ασθένεια του Βιζυηνού ολοέν εδεινούτο». Ο Γραμματόπουλος αναλαμβάνει να μας περιηγήσει στον χώρο εγκλεισμού του συγγραφέα και να συζητήσει τις συμπεριφορές που αυτός εκδήλωσε, όπως λ.χ. η παρηγορία ενός φύλακα του φρενοκομείου και η υπόσχεση να τον προσλάβει στις επιχειρήσεις του, όταν ο φύλακας γιατρευθεί. Η κατάσταση της υγείας του θα χειροτερεύει και σύντομα ο Βιζυηνός δεν θα μπορεί να κινηθεί. «Οποιοδήποτε υποκειμενικό σημάδι επιβίωνε στοιχειωδώς ως τότε», γράφει ο Γραμματόπουλος, «είχε εξαφανιστεί και ο ίδιος ο Βιζυηνός πολύ σύντομα θα εγκατέλειπε τη σκηνή του κόσμου» (σελ. 148). Η σκηνή του κόσμου, ο χώρος ο άμεσα συνδεδεμένος με την επιτελεστικότητα, δεν θα μπορούσε να μην ταιριάζει πλήρως σε αυτή την περίπτωση.

Γυρνάμε στη συζήτηση για τις βιογραφίες του Βιζυηνού που εδώ και έναν και πλέον αιώνα έχουμε στα χέρια μας. Αντιγράφω ένα σχόλιο του επιμελητή της έκδοσης των διηγημάτων του Βιζυηνού, Πάνου Μουλλά: «Δυστυχώς, ο μύθος του επιμένει ως σήμερα πεισματικά στο απλοϊκό χωριατόπουλο της Βιζώς (στον τόπο μας ο γνήσιος δημιουργός πρέπει προπάντων να είναι αμόλυντος από τη σκέψη και τη γνώση), αλλά και στον παραγνωρισμένο επιστήμονα που έζησε αγνοημένος στην Αθήνα μετά το 1884, ώσπου έχασε τα λογικά του. Αδιάφορο αν, όπως λέει ο Ροΐδης “το να μείνη τις άγνωστος εν Ελλάδι είναι σχεδόν κατόρθωμα”, και η επιστροφή του Βιζυηνού στην Αθήνα αναγγέλλεται από τις εφημερίδες. Αδιάφορο επίσης αν ο Ξενόπουλος τον μνημονεύει στο πρωτόλειό του ως γνωστή προσωπικότητα και, τον ίδιο πάνω-κάτω καιρό, το Υπουργείο Εξωτερικών αναθέτει “εις τον καθηγητήν κύριον Βιζυηνόν εν συνεργασία μετ’ άλλων ειδικών εκ των παρ’ ημίν λογίων ανδρών […] την σύνταξην δημοτικών ασμάτων και κεχωρισμένως αυτών διηγημάτων, ειλημμένων εκ της ειδικής ιστορίας των υπό τον τουρκικόν ζυγόν ελληνικών επαρχιών…”».

Οι σελίδες τους, σχεδόν συνολικά, αποδίδουν περισσότερο μια αγιογραφία του Βιζυηνού, όμοια με εκείνη του «κοσμοκαλόγερου» Παπαδιαμάντη, του «αγίου» των ελληνικών Γραμμάτων κλπ. Οι συγγραφείς των εν λόγω βιογραφιών αποδίδουν έναν συγγραφέα αδικημένο, εξοβελισμένο από την κοινωνία της εποχής του, ταπεινό και εύθραυστο. Αυτές οι προσεγγίσεις, από τις οποίες απουσιάζουν ορισμένες χαρακτηριστικές πτυχές της προσωπικότητας του Βιζυηνού, όπως λ.χ. ο εγωισμός του, ο διακαής του πόθος για πλουτισμό και καταξίωση, οι υπέρμετρες φιλοδοξίες του και οι μεγαλεπήβολοι στόχοι, δεν αποδίδουν στην πραγματικότητα, όρος εν πολλοίς προβληματικός, τον Βιζυηνό. Περισσότερο αποδίδουν μια διάθεση «κάθαρσης», η οποία, βέβαια, απηχεί θέσεις της κριτικής του πρόσληψης.

Κλείνοντας τους λογαριασμούς μας με το βιβλίο που παρουσιάζουμε, θέλω να επιστρέψω στην προκαταρκτική παλαμική φράση «εναρμόνιον κράμα», για να επισημάνω μια ακόμη αρετή του κειμένου και του ποιήσαντός του. Ο «παράξενος τύπος» του Γραμματόπουλου είναι, με τη σειρά του, κι αυτός ένα «εναρμόνιο κράμα», καθώς ο συγγραφέας του, γράφοντας, δεν γοητεύεται από έναν άκρατο επιστημονισμό – τροχοπέδη για την ανάγνωση του βιβλίου του. Αφήνεται, κάποτε, να παρασυρθεί, με την πολύ καλή έννοια, από μια λογοτεχνικότητα που όχι μόνο συναρπάζει αλλά και διευκολύνει κατά πολύ την κατανόηση. Κλείνοντας, ανοίγω το βιβλίο στην πρώτη σελίδα του προλόγου του και διαβάζω:

«Στις 15 Απριλίου 1896, ημέρα Τετάρτη, και αφού η κακοκαιρία της προηγούμενης ημέρας είχε κοπάσει, έλαβε χώρα η λήξη των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Τη νύχτα η Ακρόπολη φωταγωγήθηκε και τα πλοία στο λιμάνι του Πειραιά φώτισαν με τους προβολείς τους τον ουρανό. Όμως, στον τύπο της επόμενης μέρας, μπορούσε κανείς να βρει και μια δυσάρεστη είδηση: ο Θρακιώτης ποιητής και υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Βιζυηνός, ο οποίος είχε εισαχθεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα στο νεότευκτο Δρομοκαΐτειο φρενοκομείο, είχε αποβιώσει, επίσης την προηγούμενη νύχτα.» (σελ. 7)

[1] Κείμενο που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Γραμματόπουλου, «Εις τας Αθήνας εφάνη παράξενος τύπος». Η περίπτωση του Γ. Μ. Βιζυηνού στο φως της λακανικής ψυχανάλυσης, Αθήνα, Εκκρεμές, 2024, στη Θεσσαλονίκη, στις 9 Μαρτίου 2024.

 

(*) Ο Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος είναι Δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας Α.Π.Θ.

 

Γιάννης Γραμματόπουλος, «Εις τας Αθήνας εφάνη παράξενος τύπος». Η περίπτωση του Γ. Μ. Βιζυηνού στο φως της λακανικής ψυχανάλυσης, Αθήνα, Εκκρεμές

Προηγούμενο άρθροΠρεμιέρα με «ΔΙΑΚΡΙΣΗ», η πρώτη κυκλοφορία graphic novel από τις εκδόσεις Αντίποδες (του Πάνου Παπαγεωργίου)
Επόμενο άρθροΗ διδασκαλία “ολόκληρου λογοτεχνικού έργου”, απορίες, ενστάσεις, προβληματισμοί (Της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ