Ο μυστικιστής Γιώργος Χρονάς, η Ομόνοια, το Μοναστηράκι και η σκιά του Παπαδιαμάντη (του Φώτη Θαλασσινού)

0
1098

 

του Φώτη Θαλασσινού

 

 

  1. Εν αρχή ην το χάος, συμφώνως με την θεολογία του Ησιόδου. Ο Γιώργος Χρονάς είναι παιδί του χάους. Γιατί βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση επιτόκου. Απ’ το χάος προήλθε και γεννήθηκε οποιαδήποτε μορφή στο σύμπαν και γι’ αυτό είναι αδιανόητο για τον άνθρωπο να εξιχνιάσει το μυστήριό της άφωτης αβύσσου.  Πριν σε κατακλύσει ένα απ’ τα γεννήματα του Χρονά ήδη μέσα του εκκολάπτονται άλλα. Και απ’ το χάος του Χρονά δεν γεννιούνται μόνο καλούδια και σοφίες και  ούτε ακούγονται απ’ το στόμα του μόνο ρήσεις που θα περίμενε κανείς από έναν άνθρωπο που υποστηρίζει πως είναι επικούρειος μαθητής εκ Περάματος. Οι μύστες ουδέποτε υπήρξαν φωταυγείς γιατί η μύηση πάντα περνάει απ’ την δυσφορία μέχρι να καταλήξει στην απελευθέρωση.

 

Τον θυμάμαι βλοσυρό ν’ ανακατεύει ξόρκια, ευχές και απευχές με μαγγανείες ερχόμενες από κάποιον άγνωστο μου μάγο  συνομιλητή του στο τηλέφωνο. Έκανε πολλές γητειές που  για μένα έμοιαζαν  μ’ έναν κόσμο μαγεμένο, σκοτεινό, σαγηνευτικό και δηλητηριώδη. Θυμάμαι να πίνει το νερό μου γιατί όπως μου έλεγε, «έτσι θα μάθω τα μυστικά σου». Ή κάποια μέρα μου είπε ότι ο Τσαρούχης φορούσε τρύπια σακάκια και παντελόνια για να φεύγουν απ’ τις τρύπες τα μάγια  που εναντιώνονταν προς  αυτόν. Ο Χρονάς είναι και μαγεμένος αλαφροΐσκιωτος αλλά και μάγος και κάποτε θυμάμαι πως παλέψαμε σαν ηγεμονικοί εκπρόσωποι αντιθετικών δυνάμεων.  Δίπλα του ήταν σαν παραμύθι. Ή σαν ταινία φαντασίας του Hollywood.

Είχε σημειωματάρια και έγραφε συνέχεια για δουλειές , ποιήματα, ημερολόγια. Λάτρης της αστρολογίας μου έλεγε για τους Παρθένους διάφορα. Εννοώ για το δικό μου ζώδιο. Αρκετοί φίλοι του υπήρξαν θιασώτες του αποκρυφισμού και εσωτερισμού. Υπήρξα  φιλόδοξος λαθραναγνώστης μερικών σελίδων από ένα μικρό τετράδιό του. Με την φιλοδοξία έμεινα καθώς τα γράμματα τού Γιώργου ήταν  σαν από κάποια  κρυπτογραφημένη -δικής του επινόησης- γραφή. Υπήρχαν πολλά πράγματα που ανεπαίσθητα έως καθόλου αντιλαμβανόμουν πάνω του. Ζούσε ιεροκρυφίως και έναν άλλο βίο. Απολύτως εσωτερικό ή με αισθητούς μονάχα σιγηλούς σαν τον φλοίσβο αποήχους. Έμοιαζε λιγομίλητος αλλά και η Πυθία δεν ήταν αινιγματική; Έβλεπες κάτι που έμοιαζε με λάμψη αλλά ήταν αντίστροφα δέλεαρ για να ξεγελάσει και έβλεπες κάτι που έμοιαζε με αδιαφορία αλλά δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια ασκητική στην φωτεινή πλευρά της ταπεινότητας. Αυτοί οι απόηχοι την στιγμή που εκδηλώνονταν  δεν με οδηγούσαν πάντα στους ήχους απ’ τους οποίους γεννήθηκαν. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να καταλάβω πως ο ποιητής και άνθρωπος Γιώργος Χρονάς υπήρξε για τους κοντινούς του εγερσίνεκρος θόρυβος.

Η βιβλιοθήκη του Γιώργου ήταν απ’ τις πιο ενημερωμένες που έχω συναντήσει ποτέ. Πραγματικά σ’ αυτήν έβρισκα  βιβλία για όλα τα γούστα  Μάλιστα ο Γιώργος μου δώρισε μια ποιητική συλλογή του Ασλάνογλου με προσωπική αφιέρωση του συγγραφέα προς τον προσφιλή του αναγνώστη. Είχε μια σαγήνη αυτή η βιβλιοθήκη γιατί τα περισσότερα βιβλία της ήταν υπογεγραμμένα με αφιερώσεις των συγγραφέων τους προς τον Γιώργο. Το σπίτι του Γιώργου με τον χαμηλό του φωτισμό όταν βράδιαζε ήταν σαν κενοτάφιο που εντός του έβρισκες το έργο των πεθαμένων δημιουργών. Ή και μισοπεθαμένων. Αφού τα έργα στέκουν αγέρωχα παρά την φθορά των ζωντανών τους συγγραφέων. Μέσα στα ράφια της βιβλιοθήκης του Γιώργου καταλάβαινα ακριβώς το απόφθεγμα ότι ο συγγραφέας είναι νεκρός. Κάθε φορά που  κυκλοφορεί το βιβλίο κάποιου συγγραφέα αυτός είναι ήδη νεκρός μπροστά στο έργο του κι ας ζει. Γιατί το έργο επιβιώνει για πάντα όσο ελάσσον και να είναι ο ιερουργός του.

Θυμάμαι τον Γιώργο να ενθουσιάζεται κάθε φορά που είχε έμπνευση ένα καινούργιο ποίημα. Εγώ δηλώνω κουρασμένος απ’ την συγγραφή, ίσως να έφυγε η μαγεία της διαδικασίας  που βίωνα ως πρωτάρης. Νομίζω πως η τέχνη που κάνω, για τα δικά μου δεδομένα, είναι πιο πολιτικά στρατευμένη. Αγαπώ τους συγγραφείς που στο έργο τους επιλέγουν να απαλύνουν τους πόνους των πιο ιδιαίτερων και περιθωριοποιημένων υπάρξεων. Ίσως γι’ αυτό να αγάπησα την γεύση του Γιώργο αλλά και της Ζυράννας.

Κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια, τον Γιώργο τον ξέρω απ’ την καλή και απ’ την ανάποδη. Αλλά και η ανάποδη του έχει ένα βάθος μυσταγωγικό. Να το εξερευνάς για χρόνια.  Την ανάποδη, για να είμαι και πιο ειλικρινής, δεν την βλέπω πια ως τέτοια. Μεγαλώνοντας δίπλα στον Γιώργο έμαθα πως οι άνθρωποι είμαστε ικανοί για όλα. Και είναι  ακριβώς η ανθρωπινότητα της φύσης μας που πάντα θα συγχωρεί τον άνθρωπο. Εννοώ ότι  η  θνητότητα, το πεπερασμένο της αντίληψης μας και η άγνοια μας δίνουν πάντοτε ένα άλλοθι για τις παραφορές μας.

  1. Ο Γιώργος που βιογραφώ σ’ αυτές τις γραμμές υπήρξε συνεχώς επισκέπτης της πλατείας Ομόνοιας. Μέχρι να πάψει αυτή να έχει ερωτικούς σφυγμούς. Η άγρα του Γιώργου για αγόρια εκσυγχρονίστηκε προς το λαβυρινθώδες διαδίκτυο. Καμιά περιοχή της Αθήνας και ανοιχτωσιά της και πλατεία της δεν επιβιώνουν ως τοπία και άνθρωποι για να γράψεις τέχνη γι’ αυτά.  Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι είναι ανεξάντλητες  πηγές ιστοριών για παλιότερες  εκδοχές της Αθήνας.  Στο κέντρο της Αθήνας δεν έχει μείνει καμιά πλατεία την οποία να μπορώ να αισθητοποιήσω, να μπάσω τον αναγνώστη ή ακροατή αυτού του κειμένου στην αύρα της . Οι πλατείες μοιάζουν με κύκλους δίχως κέντρο και περιφέρεια. Ξεχαρβαλωμένα πολύβουα σύνολα ανθρώπων στα οποία οποιαδήποτε ικανότητα αφομοίωσης ενός θαμώνα σ’ αυτά εκμηδενίζεται. Ξέρω πολύ καλά πως η αποπροσωποποίηση μιας πόλης είναι και μόνο για τις κατασταλτικές θεσμικές δυνάμεις να ελέγχουν όλους τους δημόσιους χώρους. Να  επικοινωνούμε μεταξύ μας είναι επικίνδυνο για τα αστασίαστα μοντέρνα καθεστώτα. Να είμαστε ξένοι ο ένας για τον άλλο είναι το ευκταίο. Έτσι μου μίλαγε πάντα ο Γιώργος για τον Πειραιά, το Παγκράτι, την Πλάκα και το Μοναστηράκι.  Για όλες τις γειτονιές που εξαρθρώθηκαν λες και ήταν εγκλήματα και παθογένειες. Διαβάζω τα κείμενα του Γιώργου  δεκαετίες τώρα και αναρωτιέμαι που χάθηκε όλη αυτή η συνοχή και η συνδεσιμότητα  μεταξύ των ανθρώπων του πλήθους μιας αλλοτινής Αθήνας που είχε αυτεπίγνωση της ολότητάς της.

 

Κάπως έτσι λοιπόν μου περιέγραψε και πώς ήταν το Μοναστηράκι την εποχή που έμενε στην Οδό Πανός 17.  Τα έτη 1973,1974 και 1975. Η Πλάκα και το Μοναστηράκι φτωχικές γειτονιές με λαϊκούς ανθρώπους.  Ο Γιώργος Χρονάς μου είπε πως και στις δυο γειτονιές τα μαγαζιά, τα μανάβικα , τα γαλακτοπωλεία και κάποια υποτυπώδη εστιατόρια πουλούσαν πολύ φτηνά είδη πρώτης  ανάγκης. Οι άνθρωποι ήταν φτωχοί και αναζητούσαν οδοιπόροι στην πλατεία να ξεκουραστούν τρώγοντας ένα φτηνό σουβλάκι και πίνοντας ένα ποτήρι γάλα. Ο Γιώργος μου είπε ότι το ίδιο συνέβαινε και σε  πλατείες γνωστών ευρωπαϊκών πόλεων όπως π.χ. στο Παρίσι και την Ρώμη. Η αστικοποίηση των δημόσιων χώρων ξεκίνησε παντού μερικά χρόνια αργότερα. Και έτσι φτάνουμε και στην σημερινή μορφή της πλατείας Μοναστηρακίου που έχει πια αποψιλωθεί απ’ το λαϊκό παρελθόν της και ό,τι αντηχεί ακόμη γοητευτικό σ’ αυτήν είναι αυτά τα επιβιώματα της αλλοτινής λαϊκότητας και πολυκοσμίας της. Μια πολυκοσμία από φτωχούς Έλληνες και τσιγγάνους.  Τότε δεν υπήρχε η σημερινή πολυπολιτισμικότητα και ούτε φυσικά οι υπεράριθμοι τουρίστες που για αρκετούς μήνες τον χρόνων γκρεμίζουν το τοπίο της διάσημης πλατείας.

Στην πλατεία υπήρχαν ναύτες , στρατιώτες της αεροπορίας και της ξηράς. Τότε λίγο μετά την χούντα ήταν υποχρεωμένοι να κυκλοφορούν με τις στολές υπηρεσίας τους. Είδα τον Γιώργο πριν λίγες μέρες στο καφενείο  “Τα Κανάρια” στον Κεραμεικό και μου  μίλησε για ανυπέρβλητης ομορφιάς νέους που διατηρούσαν μια δυναμική καύλα και μια λαχτάρα για διαρκή εκτόνωσή της. Τα πράγματα τότε ήταν σαν αταβισμός, αρχέγονα ένστικτα που δεν περιορίζονταν απ’ τους σύγχρονους ταυτοτικούς προσδιορισμούς.  Αυτή η καύλα μπορούσε να κατασιγαστεί σε δημόσια ουρητήρια πιο πολύ μεταξύ αντρών. Ήταν αντρική υπόθεση.  Θα ήταν ανακριβές να ονομάσουμε τέτοιους ναρκισσιστικούς αγώνες αρρενωπότητας ομοφυλοφιλικούς.

Ο Γιώργος μου είπε ότι το Μοναστηράκι ήταν η θρησκευτική πλατεία και  η Ομόνοια η πλατεία της αμαρτίας. Ωστόσο στην οδό Αθήνας όταν ο επιτάφιος περνούσε Μεγάλη Παρασκευή μπροστά απ’ τους οίκους ανοχής οι εκδιδόμενοι έκλαιγαν γιατί ταυτίζονταν με τον Χριστό. Κι αυτοί χλευάζονταν απ’ όλη την κοινωνία και λιθοβολούνταν. Για τις πόρνες ο Χριστός ήταν ο πιο ωραίος άντρας. Το πιο καλό παιδί που πλήρωσε με την θυσία του την στάση του να υπάρχει σαν πανάγαθος μες στην ανθρώπινη και αμείλικτη συνθήκη.

Στο τέλος θυμηθήκαμε και οι δυο , και εγώ και ο Γιώργος, τον Παπαδιαμάντη, φιγούρα πανταχού παρούσα στον χώρο της πλατείας. Είναι όπως τότε που είχε πάει η Ζυράννα Ζατέλη στην Ρωσία και παντού έβλεπε τον Ντοστογιέφσκι. Και ο Γιώργος τότε που έμενε στην Οδό Πανός 17 έβλεπε σε ψευδαίσθηση τούτο τον περιώνυμο άγιο των ελληνικών γραμμάτων. Και μύριζε μέχρι και την ανάσα του που είχε άρωμα ρετσίνας και κρασιού.

 

*Στις 4 Δεκεμβρίου παρουσιάζεται στον Ιανό, Σταδίου 24, και ώρα 7.30 μ.μ.,  η αυτοβιογραφία του Γιώργου Χρονάς με τίτλο Το Όνομα Μου Είναι Γιώργος Χρονάς.

 

Κείμενο, φωτογραφίες: Φώτης Θαλασσινός – www.fotisthalassinos.gr

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο1967 -1974 Κουλτούρες σε αντιπαράθεση, Ζωή, Τέχνη, Προπαγάνδα (Μπενάκη από 28/11)
Επόμενο άρθροΗ Κύπρος, η πολιτική, ο κορονοϊός και η νοσταλγία (του Φίλιππου Φιλίππου)  

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ