Ο κόσμος και η τέχνη του Άρι Γεωργίου (γράφει η Δήμητρα Μήττα)

0
172

γράφει η Δήμητρα Μήττα

 

Τι ακριβώς είναι το βιβλίο με τον τίτλο ρησπέκτ του Άρι Γεωργίου; Με ήτα, το μακρό ήτα, «καθώς, προσωπικά, σφοδρός πολέμιος του “ιωτακισμού”», όπως λέει ο ίδιος, ακόμη και στον χαιρετισμό «ση γιου λέιτερ» που απηύθυνε προς τις κυρίες του Ζήτα Μι, τη Μάρω και την Κατερίνα.

Ρησπέκτ σε φωτογράφους, ζωγράφους, συγγραφείς, μουσικούς, σκηνοθέτες, αρχιτέκτονες, χώρους, όπως η γκαλερί Ζήτα Μι ή το Μουσείο Ντιζάιν, με τους ανθρώπους που τους δημιούργησαν, τους στήριξαν και στη συνέχεια αποφάσισαν να κλείσουν τον κύκλο τους. Ρησπέκτ σε ανθρώπους που συνάντησε εδώ, στην πόλη, ή αλλού, έξω, και με τα γραπτά του τους φέρνει εδώ, εντός των τειχών. Ρησπέκτ προς έμμεσους δασκάλους και προς συνομιλητές, και αυτό αναδεικνύει το ήθος του συγγραφέα, καθώς αποδίδει φόρο τιμής σε ανθρώπους με τους οποίους συναντήθηκε, από τους οποίους επηρεάστηκε, με τους οποίους συνομίλησε κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Το βιβλίο αυτό με ταξίδεψε, με ανάγκασε να ανοίξω χάρτες (πού στην ευχή ήταν αυτή η Roca Redonda; Τι ήταν η mort subite;), να ψάξω για πρόσωπα, να ακούσω μουσικές –νυχτιάτικα, ή μάλλον πάρα πολύ νωρίς το πρωί, έψαχνα το κομμάτι Alabama Blues―, ν’ ακολουθήσω τα βήματα ενός ανθρώπου που έψαχνε εναγωνίως έναν δίσκο, που τον δανειζόταν, τον επέστρεφε, τον έφερνε εδώ, τον γυρνούσε στη Γαλλία· να κατανοήσω, να νιώσω τη φράση «Στις πρώτες νότες με πέρασε ρίγος» (σ. 183). Θα μπορούσα να τον ακολουθήσω στην αλήθεια που με τόση ειλικρίνεια κατέθετε; Για διάφορα θέματα, όπως, για παράδειγμα, για τη διπλή ενοχή για εκείνη τη σκοτεινή πλευρά της ιστορίας της πόλης, τον εβραϊκό διωγμό, τη μη συμπερίληψη, την οποία ο πρόσφατα φευγάτος για άλλες πολιτείες Γιάννης Μπουτάρης  ανέδειξε και για τον οποίο ο Άρις μιλά σε ένα του κείμενο (σ. 176-177).

Ξενύχτησα ψάχνοντας την ταινία της αμερικανίδας σκηνοθέτριας Ondi Timoner για τον αμφιλεγόμενο, εκρηκτικό queer φωτογράφο Ρόμπερτ Μάπλθορπ που έμεινε στην ιστορία της τέχνης για τις προκλητικές του συνθέσεις με τα γυμνά, εκτεθειμένα σώματα και τις εξωτικές, όλο θεατρικότητα σαδομαζοχιστικές σκηνές. Με το σημείωμά του ο Γεωργίου περισσότερο μιλά για το κινηματογραφικό του πορτρέτο στην ταινία της Τίμονερ που προβλήθηκε στο 59ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2018 αλλά εγώ δεν την είδα. Και πού να τη βρω αυτή την ταινία, για την οποία τόσο μου κέντρισε το ενδιαφέρον το σημείωμα του Άρι. Αυτό είναι που θεωρώ σημαντικό σε αυτό το βιβλίο, ότι σε ωθεί να ψάξεις περαιτέρω.

Μας συστήνει πρόσωπα και μέσα από αυτά ξεδιπλώνει προσωπικούς του προβληματισμούς για διάφορα θέματα, όπως για τη μετανάστευση, τη διπλή ταυτότητα, την «ασταθή ισορροπία της διττότητας» που, στο μυθιστόρημα της δικής μας και ταυτόχρονα ξένης Julietta Harvey, γίνεται ευσταθής· για τη διαρκή αίσθηση μιας έλλειψης και τον μετεωρισμό ανάμεσα στην καταγωγή και τη συναίσθηση του αλλού στις φωτογραφίες 100 Ελλήνων στο Βέλγιο του Σπύρου Παλούκη –εκατό ιστορίες εκατό ανθρώπων που κλείνουν τα μάτια και φέρνουν στο μυαλό την Ελλάδα. Αλήθεια ποια Ελλάδα θα έφερνε στο μυαλό του ο κοσμοπολίτης Θεσσαλονικιός Θασίτης Άρις Γεωργίου αν ο Σπύρος Παλούκης, ή κάποιος άλλος, τον καλούσε να κλείσει τα μάτια του και να ονειρευτεί; Ποιον προσωπικό του χώρο, ιδιωτικό ή δημόσιο, θα διάλεγε για να φωτογραφηθεί; Συνειδητά ή ασυνείδητα, με πρόθεση ή χωρίς, ο Ά.Γ. μας προκαλεί να σκεφτούμε ζητήματα ταυτότητας, προσωπικής, ατομικής αλλά και συλλογικής. Το πώς μας βλέπουν ξένοι μέσα από τον φωτογραφικό φακό τους, όπως ο Ελβετός Christian Lutz την Κάρπαθο, μπορεί να είναι βοηθητικό στη διαδικασία, όπως και οι «δικοί» μας παγκόσμιοι Έλληνες, αυτοί που είναι «βαρύνουσας σημασίας [και] αφήνουν βαθύ αποτύπωμα στον παγκόσμιο πολιτισμό, δίνοντας νέα, σύγχρονη πνοή στην ακτινοβολία της ιδέας «Ελλάδα» (σ. 113) – ο Γεωργίου μιλά για τους 50 που απέδωσε με τον υπολογιστή του ο Γιώργος Φυσικόπουλος.

Ο Ά. μιλά για λέξεις, κείμενα, έντυπα, βιβλία, αρχεία, σχέδια, πίνακες, φωτογραφίες, ντοκουμέντα μέσα από τα οποία μοιάζει να τακτοποιεί τον δικό του βηματισμό, όσο αυτό είναι δυνατό, να τακτοποιεί ένα σύμπαν που ωστόσο όσο περνά ο καιρός μοιάζει να γίνεται όλο και πιο χαώδες, ανεξέλεγκτο μέσα στην πληθωριστική παραγωγή όλων των παραπάνω. Το χιούμορ του δεν καλύπτει την απαισιοδοξία του, όταν διαπιστώνει πως «οι κοινωνίες μας δεν δείχνουν να έχουν διδαχθεί τίποτε από […] φωτογραφίες [από τόπους μαρτυρίου] [που] πιστοποιούν για το ποιόν του ανθρώπινου γένους» (σ. 139), γενικά και από όλες τις πλευρές. Ομολογεί την άγνοιά του σε διάφορα ζητήματα και την αμφιβολία του για όσα υποτίθεται ότι γνωρίζει καλά. Κρατά την καρτεσιανή αμφιβολία ως την «μόνη πλέον ασφαλή βεβαιότητα», εμπιστεύεται αυτούς που μελετούν με αφοσίωση και σοβαρότητα το δικό του πεδίο ο καθένας (σ. 162), ωστόσο με βεβαιότητα απορεί για «την ελλειμματική […] παρουσία […] κορυφαίων δυνάμεων της Θεσσαλονίκης στη διεθνή ιστορία και σκηνή της τέχνης, αλλά και την ίδια τη συνείδηση των Θεσσαλονικέων και κατ’ επέκταση των Ελλήνων φιλοτέχνων γενικότερα», όπως είναι ο εικαστικός Χρήστος Λεφάκης (σ. 89), και ο ίδιος συμβάλλει με τη δουλειά που κάνει στον εμπλουτισμό της γνώσης μέσω της μνήμης.

Φωτογράφος ο Γεωργίου και δεν μπορεί να μην ανακύπτει μέσα από τα σημειώματα του βιβλίου τι κατά τη γνώμη του είναι η φωτογραφία. Ένα κλασματικό σταμάτημα του χρόνου, λέει (σ. 163), αισθητική, τέχνη, αναντίρρητο ντοκουμέντο (σ. 157, 158), της ιστορίας και της μικροϊστορίας (σ. 21-31), μνήμη, ανάμνηση εποχών που οριστικά έχουν λήξει, πολιτική, ιδεολογία, ανατομία και θέση κριτική απέναντι στον κόσμο. Και εξαίρει την ικανότητα του φωτογράφου να συλλαμβάνει το προφανές αλλά και το μη προφανές, όπως στην περίπτωση του Η. Παπαϊωάννου που σχολιάζει φωτογραφίες από τη χώρα του Μάλμπορο. Το προφανές είναι η βλαπτικότητα του καπνίσματος, το μη προφανές είναι η «καταστροφικότατα των μηχανισμών που οικοδομούνται στην υπηρεσία κεντρικών δυνάμεων του κεφαλαιοκρατικού συστήματος» (σ. 149). Το προφανές στην απεικόνιση της φύσης είναι η… φύση, η βουκολικότητα, ο κομψός αστός στην εκδρομή του, σταδιακά ο περιηγητής και ο άνθρωπος που «πατά» κυριαρχικά και φωτογραφίζεται εις ανάμνησιν του γεγονότος, τελικά ο τουρίστας, Έλληνας ή ξένος, που ψάχνει τον μύθο του στην Ελλάδα και πώς να τον ζήσει, όπως έλεγε παλιό διαφημιστικό.

Το προφανές του Κόσμου και του κόσμου που τον συγκρότησε καταγράφει ο Άρις αναδεικνύοντας πτυχές του, ορατές και αόρατες, προπάντων για τον ίδιο τον αναγνώστη που καλείται να μπει σε αυτόν τον κόσμο με τον συγγραφέα οικοδεσπότη γενναιόδωρο να μοιράζεται εμπειρίες, βιώματα, ερωτήματα, γνωριμία με πρόσωπα που εισέβαλλαν στο δικό του «προσωπικό πρίσμα» (σ. 172), που είχε το προνόμιο να τους γνωρίσει με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, δημιουργούς που διαθέτουν την ικανότητα παρατήρησης, που αποφλοιώνουν το εξωτερικό περίβλημα «των φαινομενικά “φαινομένων”», που απελευθερώνουν το δικό τους απόθεμα πληροφορίας και τον σχολιασμό της (σ. 204). Και αν αναγνωρίζει πως ο Σερέφας «διεγείρεται σχεδόν αντανακλαστικά από ερεθίσματα ποικίλων τύπων» στην ουσία μιλά για τον εαυτό του.

Όσο για το τι είναι τέχνη κατά τη γνώμη του; Είναι, λέει, η ψυχή που δεν μπορείς να αγνοήσεις (σ. 197), είναι «το δισυπόστατο του ορθολογισμού και της παρόρμησης […], συνδυασμένα σχεδόν με όρους μαγείας…» (σ. 186), στοιχεία που βρήκε στον αρχιτέκτονα Κυριάκο Κρόκο, το ίχνος του οποίου επάνω του υπήρξε «δραματικά ευεργετικό», είναι η κατάδυση στα άδυτα του εαυτού «που περιείχε τον κόσμο όλο», το ενθουσιαστικό άφεμα του εαυτού «σε συλλογή ερεθισμάτων και σχολιασμών», όπως σημειώνει για τον Ίσαρη (σ. 95, 97). Γράφοντας για τον Τλούπα σημειώνει: «Είναι τέχνη η πράξη εκείνη της επιλογής, της συλλογής, της παράταξης, της ανασύνταξης, της υπόδειξης, είναι η πράξη με την οποία συνειδητοποιούμε τη συγκίνηση, τη συγκρατούμε, την κοινοποιούμε, επιζητούμε και κατορθώνουμε να τη μοιραστούμε» (σ. 37). Και πάντως, αφήνεται στο ένστικτο και την καλλιέργειά του για να αναγνωρίσει κάτι ως έργο τέχνης, αναζητά μέσα του τη συν-κίνηση, το σημείο όπου τέμνεται το έργο τέχνης με τον δικό του κόσμο (σ. 105), τιμά τα ιδιώματα του κάθε καλλιτέχνη, την «τελετουργική» «χειρονομία» που κατασκευάζει τέχνη ανεξάρτητα από κάθε θέμα και περιεχόμενο. Τζαζ τύπος ο Γεωργίου, καθώς το νήμα που τον διατρέχει, το αναγνωρίζει ο ίδιος, είναι της τζαζ, «η συνύπαρξη του αυτοσχεδιασμού με τον σχεδιασμό» (σ. 173). Έπειτα τι φίλος του Σάκη Παπαδημητρίου θα ήταν αν δεν ήταν και ο ίδιος τζαζ;

Με κέντρισε στο βιβλίο του Άρι και η γλώσσα που χρησιμοποιεί, ρέων λόγος στη δημοτική, με στοιχεία καθαρεύουσας και ενίοτε Γεωργίου-ιδιωματικά, με χιούμορ, καθαρεύουσα όταν περισσότερο ειρωνεύεται ή αυτοσαρκάζεται ή θέλει να ελαφρύνει την αξία και τη σημασία αυτού που ο ίδιος προσφέρει, ξένες λέξεις που τις περισσότερες τις γράφει με ελληνικά στοιχεία –δεν εννοώ τα ονόματα καλλιτεχνών. Ο Άρις παίζει με τη γλώσσα, παιγνιώδης και εδώ (σ. 178-179), με ικανότητα χειρισμού μεγάλων προτάσεων, όπου συμπλέκονται νοήματα (σ. 94-95), με συγκέντρωση επιθέτων που περιγράφουν ένα ουσιαστικό, π.χ. τις γραμμές (σ. 100), ενίοτε προτάσεις χωρίς ρήμα (σ. 81-83). Και μήπως τελικά ο Γεωργίου είναι ποιητής; Μία περίοδος μία σελίδα στη σ. 43, όταν γράφει για τον Πάνο Πατίλη, ένα εξαιρετικό κείμενο, ποιητικό, καθώς διαβάζεται ανεξάρτητα από την πραγματικότητα που το προκάλεσε. Μήπως διηγηματογράφος; Σε κάθε περίπτωση επινοητής και αφηγητής ιστοριών, όπως  για το παιδί πάνω στο σαμάρι, μια φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα, στην οποία ο Γεωργίου βλέπει το πριν και το μετά της εικόνας, ακούει ήχους, νιώθει το χώμα, την περπατησιά του ζώου πάνω του (σ. 55-57).

Αναμφισβήτητη η εντιμότητα προθέσεων του Γεωργίου, αυτή που αναγνώριζε στον Γιώργο Δεπόλλα, φωτογραφία του οποίου κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου, αν και ο ίδιος έχει φωτογραφίες που αμφιβάλλω αν γνωρίζει τον αριθμό τους. Ειλικρινής είναι και στην έκφραση των συναισθημάτων του, όταν δηλώνει αγανακτισμένος με τον, έστω και, αναμενόμενο χαμό του Κρόκου. «Ήταν από εκείνες τις περιπτώσεις που ήθελα να κάνω μήνυση κατ’ αγνώστου.» (σ. 188). Και ξεκάθαρα μέσα από το βιβλίο αυτό φαίνεται καθαρά πως ο  Γεωργίου δεν έχει προκαταλήψεις απέναντι στην τέχνη, δεν υψώνει ιδεολογικά τείχη. Έτσι, μπορεί να θαυμάζει και να εκτιμά τον ρεαλισμό, τη λυρική αφαίρεση, την αποτύπωση του υπερβατικού, αρκεί να του προσφέρεται ένα «μετέωρο βήμα […] εκείνο που εγκυμονεί την έκπληξη, εκείνο για το οποίο το προ-αίσθημά σου προαναγγέλλει λυτρωτικό συν-αίσθημα» (σ. 119). Αλλά βέβαια ως ον αισθητικό ενοχλείται από το άσχημο, από τα «κτηνουργήματα» που μπορεί να στέκονται πλάι σε αριστουργήματα, ωστόσο σέβεται και εκτιμά όσους αποδέχονται την αστική πραγματικότητα και προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο μέσα σε αυτή για να την καταστήσουν υποφερτή –αυτή είναι η περίπτωση  του αρχιτέκτονα Νίκου Σουλάκη.

Πνευματική βιογραφία του συγγραφέα το ρησπέκτ αλλά και της πόλης, και της ιστορίας της φωτογραφίας στην πόλη, με την Φωτογραφική Συγκυρία και το Μουσείο Φωτογραφίας, καθώς ο συγγραφέας ανακαλεί στη μνήμη πρόσωπα και γεγονότα που διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν το δικό της πρόσωπο, πέρα από αυτό το επιφανειακό της αταξίας και της αδιαφορίας. Στέκεται στις πιο γόνιμες γωνιές αυτής της πόλης, εκεί που η πόλη, οι πολίτες, ο ίδιος αναπνέει πιο ελεύθερα, πιο δημιουργικά, εκεί που ξεφεύγει από τον επιφανειακό συντηρητισμό της –και ίσως όχι μόνο επιφανειακό.

Αυτοβιογραφικό βιβλίο το ρησπέκτ μέσα από το οποίο αναδεικνύονται τα πολλά πρόσωπα του Άρι Γεωργίου. Σε κάθε περίπτωση, και ό,τι και να είναι αυτό το βιβλίο για τον ίδιο, εμένα με έβαλε να ψάξω. Γι’ αυτό και το θεωρώ σημαντικό.

 

Άρις Γεωργίου, Λήθης αντίδοτο, ρησπέκτ [λέξεις για τρίτους],Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2023

 

 

Προηγούμενο άρθρο«Πολιτισμικές μορφές της σεξουαλικότητας»
Επόμενο άρθροΣτο Χριστό στο Κάστρο. Ένα μήνυμα αγάπης και αυτοθυσίας (γράφει η Χριστίνα Γκορίτσα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ