Γιάννης Ν. Μπασκόζος.
H έκδοση με τίτλοMIRRORS: Πολυφωνικές αφηγήσεις για έναν κοινωνικό κόσμο σε κρίση,του τρίτομου έργου των
Νίκου Παναγιωτόπουλου, Franz
Μπορείτε να μας πείτε πώς ξεκίνησε η ιδέα γι αυτό το πείραμα- έρευνα; (και πόσο χρόνο χρειάστηκε;)
Η ιδέα αυτή αποκρυσταλλώθηκε με το που άρχισε η θεσμική διαχείριση της οικονομικής κρίσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η διαχείριση αυτή μας έδινε το υλικό να καταδείξουμε πρακτικά , σε μια στιγμή μάλιστα σχεδόν κοινωνικά πειραματική, κάτι για το οποίο είχαμε και οι δυο πολύ δουλέψει μέχρι τότε επιστημονικά και κοινωνικά, δηλαδή πως η σημερινή Ευρώπη απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη ρεαλιστική ουτοπία που τη χαρακτήριζε αρχικά, μετασχηματίζοντας τα πολιτικά όνειρα πολλών πολιτών της σε εφιάλτη. Η ίδια μάλιστα η εμπειρία της ελληνικής κρίσης και οι καταστρεπτικές επιπτώσεις της διαχείρισης της καθώς επικαιροποιούσε το κοινωνικό ζήτημα, μας έδινε την ευκαιρία να διερευνήσουμε τους όρους και τις δυνατότητας ανατροπής των συνεχώς αυξανομένων σε ένταση και διασπορά δράσης τρόπων κυριαρχίας που ενεργοποιούνται για να διασφαλίσουν την «πολιτική της απολιτικοποίησης»,όπως την ονόμαζε ο Πιερ Μπουρντιέ, τη πολιτική δηλαδή η οποία προϋποθέτει και συνεπάγεται το σημερινό καθεστώς του διεθνούς οικονομικού πεδίου. Αυτόν τον στόχο σκεφτήκαμε πως θα μπορούσαμε να τον υπηρετήσουμε αποτελεσματικότερα αν παρουσιάζαμε αντικριστά τα αποτελέσματα μιας συγκριτικής ακτινογραφία της ελληνικής και γερμανικής κοινωνίας , δυο κοινωνιών οι οποίες, ενώ φαίνεται πράγματι να είναι εκ διαμέτρου αντίθετες σε μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων και δυνάμεων, διέπονται εξίσου από σφοδρές κοινωνικο-ιστορικές μεταβολές που υπαγορεύει η ριζοσπαστικοποιημένη εμπορευματική λογική του παγκόσμιου καπιταλισμού. Έτσι λοιπόν αποφασίσαμε να μπούμε στη περιπέτεια να υλοποιήσουμε αυτό τον στόχο και για να γίνει μας πήρε 5 χρόνια δουλειάς.
Μιλήσατε για έναν άλλο τρόπο να κάνουμε πολιτική; Τι εννοείτε; πώς;
Κοιτάξτε δεν είναι δύσκολο να συμφωνήσουμε πως είμαστε μάρτυρες εδώ και καιρό μιας πολιτικής αποπολιτικοποίησης, όπως έλεγε ο Μπουρντιέ, μιας πολιτικής που έχει ενεργοποιήσει και εγκαθιδρύσει μια πολιτικοοικονομική κυριαρχία νεοφιλελεύθερης προοπτικής η οποία έχει στόχο να προσδώσει την επίφαση και την επικυριαρχία του μοιραίου στις οικονομικές δυνάμεις, απελευθερώνοντας τες από οποιονδήποτε έλεγχο, και παράλληλα να υποτάξει τις κυβερνήσεις και τους πολίτες τους στις “απελευθερωμένες” κατ’ αυτόν τον τρόπο δυνάμεις. Τη γνωρίζουμε αυτή την πολιτική καθημερινά είναι αυτή που ενώ η ταξική δομή σκληραίνει, και αποκτά μια πιο διαδική μορφή, ενώ η υπερκινητικότητα του κεφαλαίου δίνει στη διεθνή αστική τάξη μια χωρίς προηγούμενο δυνατότητα κυριαρχίας, ενώ οι κυρίαρχες ομάδες απορυθμίζουν τα προστατευτικά δίκτυα της κοινωνικής ασφάλισης που έθεσαν σε εφαρμογή οι εργαζόμενοι μετά από αγώνες ενός αιώνα, τη στιγμή που οι μορφές φτώχειας που γνωρίσαμε τον XIXαιώνα επανεμφανίζονται εμεις εχουμε μια κυρίαρχη πολιτική μας μιλά για “κοινωνίες με διαρρυγμένο ιστό”. Η πολιτική, σήμερα, δεν είναι τίποτα περισσότερο, όπως έλεγε ο P. Champagne, παρά ένας χώρος μέσα στον οποίο οι πολίτες υπάρχουν ως στοιχεία σφυγμομετρήσεων, αυτών των νέων «εργαλείων ορθολογικής χειραγώγησης», και ως τηλεθεατές που κοιτούν την τηλεόραση τους συναινετικούς αγώνες που εκτυλίσσονται στο όνομα τους μεταξύ των διαφόρων φυλών ενός πολιτικού κόσμου που υπακούει μόνο στις ενδογενείς του συγκρούσεις, και των οποίων θεμελιώδες διακύβευμα αποτελεί ο τρόπος αναπαραγωγής του. Κλεισμένος στον εαυτό του, ο πολιτικός κόσμος διακατέχεται από την έμμονη ιδέα της αναπαραγωγής του. Ασχολείται μόνο με τις επόμενες εκλογές. Μπροστά σε αυτό το πολιτικό έλλειμμα ένα από τα ερωτήματα που τίθεται είναι αν μπορούμε να οικοδομήσουμε μια νέα πολιτική, να δημιουργήσουμε μια ρήξη με την υπάρχουσα κυρίαρχη μορφή και ορισμός της χωρίς όμως να οδηγηθούμε στην αποπολιτικοποίηση, το αντίθετο. Πώς να πούμε στους πολιτικούς να κάνουν πολιτική και να πάψουν να σκέφτονται στην αναπαραγωγή τους. Χρειαζόμαστε λοιπόν να οικοδομήσουμε ένα νέο τρόπο άσκησης της πολιτικής και στην αναζήτηση αυτή ο ενεργός ρόλος των διανοούμενων, επιστημόνων, συγγραφέων, καλλιτεχνών, μέσα από νέους οργανωτικούς τρόπους αποτελεσματικής παρέμβασης τους, μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία του. Μια τέτοια προοπτική σκιαγραφούμε στο τρίτο βιβλίο της έκδοσης στο Διάλογοι το οποίο το υπογράφουμε εμείς οι δύο κοινωνιολόγοι και η γλύπτρια Βένια Δημητρακοπούλου. Προτιμώ όμως να διαβάσετε το ίδιο το βιβλίο από το να υπεισέλθω εδώ σε λεπτομέρειες
Συνδέετε το εγχείρημα, την επιστημονική έρευνα σας με την τέχνη. Ποια είναι ακριβώς η σχέση του με την τέχνη;
Το συγκεκριμένο εγχείρημα το αποφασίσαμε από κοινού με την Βένια Δημητρακοπούλου και αποτέλεσε το προϊόν της πεποίθησης ότι η πολυπλοκότητα του κοινωνικού κόσμου, που είναι και ο ίδιος κατ’ ουσίαν «πολυφωνικός», χρήζει μιας αντίστοιχης προσέγγισης, αντίστοιχης σε βαθμό πολυπλοκότητας, και ότι χρειάζεται να συγκεντρώσουμε κάθε ύφος και τρόπο ομιλίας γι’ αυτόν προκειμένου να φτάσουμε σε ένα επίπεδο συμβολικής αναπαράστασης και κριτικού αναστοχασμού, ικανού να μας επιτρέψει να γίνουμε αποτελεσματικοί όταν μιλάμε για αυτόν. Μέσα από την ανταλλαγή που προϋπέθετε αυτή η συνεργασία, αναπτύχθηκε συλλογικά, βήμα-βήμα, ένα γενικό και φιλόδοξο σχέδιο που αποσκοπούσε να συνδέσει όσο το δυνατόν περισσότερους τρόπους και τύπους λόγου για το κοινωνικό» εν είδει γιγαντιαίου πανοράματος του κοινωνικού κόσμου που θα προσφέρει στο βλέμμα και στην ακοή χρώματα και τονικότητες που θα αδυνατούσε να παράσχει κάθε τρόπος και τύπος ομιλίας χωριστά. Με άλλα λόγια συμφωνήσαμε πως υπάρχει ανάγκη να δημιουργηθεί μια μετά»-γλώσσα διατομεακή, συγχρόνως συμβολική και εμπειρική, καλλιτεχνική και επιστημονική, συγχρόνως φαντασιακή και αντικειμενική, όπως αυτή που προσπαθήσαμε να εφαρμόσουμε προσωρινά και ενδεικτικά στο Mirrors, αλλά που ωστόσο συνιστά μια πρώτη αποκρυστάλλωση, ικανή να χρησιμεύσει ως σημείο αφετηρίας για να διατυπώσουμε το αίτημα της δημιουργίας μιας νέας μορφής συνεργασίας μεταξύ της Τέχνης και της Επιστήμης, ικανής να βοηθήσει αποτελεσματικά στη κατανόηση του κοινωνικού κόσμου. Η ιδεα αυτή με κινητοποιεί πολύ εδώ και καιρό. Χάρηκα πάρα πολύ που μετά από την προηγούμενη εμπειρία του θεατρικού έργου που ανέβηκε στο φεστιβάλ Αθηνών από τον Θοδωρή Γκόνη με βάση το βιβλίο μου Η Βία της ανεργίας ακολουθεί αυτή η συνεργασία με τη Βένια Δημητρακοπούλου. Ελπίζω να συνεχιστεί η ίδια αυτή η συνεργασία αλλά και να επεκταθεί η ιδέα μας αυτή και σε άλλους τομείς τέχνης.
Σε μια εποχή τόσο απομαγευμένη όπως είχατε ονομάσει ένα προηγούμενο βιβλίο σας, τι σας εμπνέει και συνεχίζεται να παράγεται συστηματικά και τόσο πολύ?
Καταρχάς οφείλω να το κάνω καθώς πληρώνομαι για αυτό από το Κράτος, έχω μια δημοσιά λειτουργία που πρέπει να εκπληρώσω και η οποία σχετίζεται στενά με την επιστημονική μου παραγωγή. Θα έπρεπε ωστόσο να αναπτύξω πολύ τη σκέψη μου για να σας δώσω μια ολοκληρωμένη και καλά θεμελιωμένη απάντηση. Περιορίζομαι πάντως να σημειώσω και αν μου επιτρέπετε χωρίς να το αναπτύξω εδώ και με τη συνείδηση του ρίσκου που παίρνω να το πω χωρίς τίποτα άλλο ότι έμπνευση αυτής της στρατευμένης στάσης μου στο χώρο της επιστήμης αποτελεί εδώ και καιρό η ίδια η κόρη μου η Ιόλη.