Βαγγέλης Χατζηβασιλείου.
Πόσο συχνά έχει την ευκαιρία η ελληνική λογοτεχνία να ακουστεί και να προβληθεί στο εξωτερικό; Οι μεταφράσεις, το ξέρουμε καλά, δεν έλειψαν ποτέ, ούτε κατά τα πρόσφατα ούτε κατά τα παλαιότερα χρόνια – πλην με άδοξο αποτέλεσμα στην αναγνωστική αγορά. Μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας γραμμένη από ξένο δεν μπορεί κατά πάσα πιθανότητα να κάνει περισσότερα ως προς την αναγνωστική αγορά, αποτελεί, όμως, όπως και οι μεταφράσεις, μια πολύτιμη κεφαλαιοποίηση. Η ιστορία για την οποία μιλώ έχει τον τίτλο Bella come I greci (εκδόσεις UniversItalia) και παρουσιάζεται στις 29 Μαρτίου, στις 7 το απόγευμα, στο Ιταλικό Ινστιτούτο της Πατησίων. Δράστης, ο ιταλός κλασικός φιλόλογος Maurizio de Rosa – και τον Maurizio δύσκολα τον λέει κανείς ξένο: ζει και εργάζεται εδώ και καιρό στην Αθήνα, έχει μεταφράσει πολλούς και σημαντικούς ελληνικούς λογοτεχνικούς κύκλους και παρακολουθεί τα ελληνικά πράγματα όσο και τα ιταλικά. Επιπλέον προέρχεται από μια χώρα που μολονότι απέχει παρασάγγας από τη δική μας, μπορεί να καταλάβει καλύτερα από,τι άλλοι Δυτικοευρωπαίοι την ιδιότυπη γεωπολιτική και πολιτισμική θέση της Ελλάδας στη νεώτερη ευρωπαϊκή ιστορία. Και η θέση αυτή, η θέση επί τη βάσει της οποίας εξετάζεται η ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας στο Bella come I greci, είναι η θέση του ελληνισμού μεταξύ Δύσης και Ανατολής, η θέση του, πιο συγκεκριμένα, ανάμεσα στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια.
Βαθύς γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας, αλλά απαλλαγμένος ως εξ ορισμού από τα επιτόπια ιστορικά σύνδρομα, σύνδρομα από τα οποία υποφέρουν βαριά οι υπερασπιστές της παντοειδούς παράδοσης, χωρίς, ωστόσο, να μένουν γι’ αυτόν τον λόγο στο απυρόβλητο και οι κληρονόμοι του Διαφωτισμού, ο Maurizio de Rosa έχει την άνεση να διακρίνει στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας την περιπέτεια μιας κοινωνίας που αγωνίζεται επί δύο αιώνες να χτίσει την ταυτότητά της. Μια ταυτότητα που παραμένει μεταβατική και μεθοριακή, υπό συνεχή διάπλαση και σε αδιάκοπη μεταβολή. Κι αυτό μακριά τόσο από τις αυταρέσκειες των Ελλήνων περί της εθνικής και της φυλετικής τους υπεροχής όσο και από την αυταπάτη τους πως γεννήθηκαν (ή εν πάση περιπτώσει πως κάποια στιγμή έγιναν) Ευρωπαίοι και πως θα συνεχίσουν έτσι ακάθεκτοι την προέλασή τους εις το διηνεκές.
Ο Maurizio δείχνει στο βιβλίο του πώς ήδη από τις απαρχές της η ελληνική λογοτεχνία μοχθεί να συγκεράσει το δυτικοευρωπαϊκό με το εγχώριο στοιχείο (ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό του Σολωμού και τον τρόπο με τον οποίο αγκαλιάζει το δημοτικό τραγούδι). Την ίδια, ωστόσο, ώρα ο ιταλός μελετητής σπεύδει να υποδείξει και έναν άλλο μόχθο: τον μόχθο των ελλήνων συγγραφέων να φτιάξουν έναν δικό τους (ιδρυτικό ει δυνατόν) μύθο, σε ένα διεθνές περιβάλλον το οποίο δεν είναι βέβαιο πως τους παρακολουθεί με την ίδια προσοχή κάθε φορά. Από τη λογοτεχνική περιπλάνηση την οποία ξεδιπλώνει το Bella come I greci ξεχωρίζω σελίδες που ενδιαφέρουν περισσότερο την εποχή μας: τις σελίδες για το μεταπολεμικό μυθιστόρημα, αλλά και για την πρωτοφανή ποιητική ποικιλία των ημερών μας, γραμμένες με όλη τη δέουσα πυκνότητα, ακρίβεια και ευαισθησία. Μακάρι να είχαμε συχνότερα (μακάρι να έχουμε σύντομα και άλλα) δείγματα μιας τέτοιας ευαισθησίας.