Η Μαρία στη Νίκη:
Ο Όρφριντ Πρόισλερ (1923-2013) είναι ένας παλιός παραμυθάς, που έρχεται κατευθείαν από τα μαύρα δάση της Κεντρικής Ευρώπης, κατάφερε δε τα γερμανόφωνα παραμύθια του να μεταφραστούν σε δεκάδες γλώσσες σε όλο τον κόσμο (πχ. από τις εκδόσεις Penguin στα αγγλικά). Έρχεται από έναν κόσμο όπου οι μάγισσες και τα σκουπόξυλα, τα ξωτικά και οι χύτρες ήταν κάθε βράδυ στην ημερήσια διάταξη, γύρω από τη φωτιά. Έτσι μεγάλωσε ο Πρόισλερ, ώσπου ήρθε στη ζωή του το Τρίτο Ράιχ. Αυτή την εμπειρία της μύησης του νέου στο Κακό και την απελευθέρωσή του από αυτό, την πραγματεύεται με τρόπο μοναδικό στο «Κράμπατ», ένα από τα ωραιότερα βιβλία για παιδιά, για εφήβους, για όλον τον κόσμο- εξαντλημένο δυστυχώς στα ελληνικά.
Ο Πρόισλερ «πατά» πάνω στην παράδοση όσο κανείς από τους μεταπολεμικούς ευρωπαίους παραμυθάδες. Νομίζω μονάχα στους Βρετανούς αυτά τα πράγματα εξακολουθούν να βγαίνουν με φυσικότητα. Εμείς εδώ στην ηπειρωτική Ευρώπη το έχουμε χάσει, με εξαιρέσεις φυσικά. Στα καθ’ ημάς φέρνω στο νου μου για παράδειγμα την Λιλή Λαμπρέλη, που δεν τα καταφέρνει καθόλου άσχημα. Η Μικρή Μάγισσα που συζητάμε εδώ έχει αυθεντικά προφορική προέλευση. Προέρχεται, λέει, από ιστορίες που έλεγε στις τρεις του κόρες ο Πρόισλερ τα βράδια, για να τις κάνει να μην φοβούνται τις μάγισσες. Αυτή η προφορικότητα, ο πραγματικά παραμυθένια ρυθμικός λόγος του Πρόισλερ δεν αποδίδεται, δυστυχώς, στην ελληνική μετάφραση που έτσι κι αλλιώς, ακόμη κι αν παραβλέψουμε τον ρυθμό, χρειάζεται εδώ κι εκεί ένα ξανακοίταγμα για να μην σκοντάφτει. Αν αυτό δεν το λάβουμε υπόψιν, ιδίως αν εστιάσουμε την προσοχή μας στις εικόνες που τις βρίσκω εξαιρετικές – η εικονογράφος Winnie Gebhardt έγινε διάσημο ντουέτο με τον Πρόισλερ, ξεκινώντας από την Μάγισσα, που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1957 – θα μας επιτραπεί να μπούμε για τα καλά σε ένα καλό παραμύθι παλαιού τύπου.
Θα αποφύγω να διηγηθώ το «στόρυ»· προσφέρει, πάντως, πολλές περιπέτειες που διαβάζονται και αυτοτελώς, απηχώντας την προέλευσή τους ως βραδινών ιστοριών για να κοιμηθούν τα παιδιά, όπως λέγαμε πριν. Αυτό που μου αρέσει είναι ο απλός αλλά πολύ αποτελεσματικός και πολύ σύγχρονος, νομίζω, τρόπος που ο Πρόισλερ πραγματεύεται μέσω της Μάγισσας τη σύγκρουση καλού-κακού. Εν έτει 1957 έχουμε μπούλιγκ και κακοποίηση ζώων! Έχουμε, ακόμη, αυτόν τον εξαιρετικό τύπο, το κοράκι Αμπραξάς, που δεν γουστάρει παντρειές και παιδιά. Έχουμε τον χαρακτήρα της Μικρής Μάγισσας που ρέπει διαρκώς σε μια αγαθών προθέσεων ανυπακοή αλλά και σε μια παραμέληση του εαυτού: θυμίζω την ιστορία με τον καστανά και τις εφτά φούστες για το κρύο. Χρειάζεται να της θυμίσει ο Αμπραξάς ότι μπορεί να βοηθήσει με τα μαγικά και τον ίδιο της τον εαυτό.
Η ανυπακοή της Παρασκευής, που γίνεται ορατή από την καμινάδα, μου φέρνει αμέσως στο νου την αντίστοιχη σκηνή στην Ωραία Κοιμωμένη του Ντίσνεϋ – χμμμ, βλέπω ότι είναι μια ταινία του 1959, δυο χρόνια μετά την κυκλοφορία της μικρής μάγισσας – λες οι Ντίσνεϋ να πήραν από τον Πρόισλερ την ιδέα; Και γενικά, πολλές σκηνές, πχ. το καρναβάλι των ζώων, θυμίζει έντονα ταινίες με κινούμενα σχέδια.
Να σου πω τι αγαπώ πολύ (εκτός από τις εικόνες που «διαβάζουν» με έναν πολύ συγκεκριμένο και πολύ πειστικό τρόπο την ιστορία); Λοιπόν, μου αρέσει αυτή η φυσικότητα ως προς τη μαγεία, που είναι ίδιον των παραμυθάδων και ίσως και των ανθρώπων του παλιού καιρού. Είναι όπως με τους αρχαίους μύθους ή με τα έπη: σου λένε η θεά μεταμορφώθηκε σε αυτό και πέταξε προς τα εκεί και αυτό μοιάζει να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Αβίαστο. Δες, πχ, τη σκηνή που πάει να ψωνίσει καινούρια σκούπα στο κοντινό χωριό, όταν οι κακές παλιομάγισσες καταστρέφουν την δική της. «Στο μαγαζί του παντοπώλη Μπάλντουιν Πφέφερκορν». Επισημαίνω ότι πριν πάρει σκούπα αγοράζει 125 γραμμάρια καραμέλες και βάζει τη σακούλα κάτω από το ράμφος του κόρακα, και του λέει να ξεκινήσει να τρώει. Δηλαδή αυτό το βόρειο ήρεμο χιούμορ εγώ το λατρεύω. Και μετά ζητά μια σκούπα με μακρύ κοντάρι. Και πληρώνει κανονικά. Και απογειώνεται με τη σκούπα και το κοράκι. Και ο κύριος Πφέφερκορν μένει άναυδος – αλλά δεν υπάρχει φόβος, μονάχα έκπληξη. Κι ύστερα αλλάζει το κεφάλαιο.
Νομίζω ότι η αρχή και το τέλος, με τις κακές μάγισσες και την Βαλπουργία Νύχτα, είναι στην πραγματικότητα η αφορμή, το πλαίσιο για να υπάρξουν οι ενδιάμεσες ιστορίες. Δεν νομίζω ότι είναι ο πυρήνας της αφήγησης. Μπορώ να φανταστώ ένα παιδί να παραγγέλλει για να κοιμηθεί: Διάβασέ μου για το βόδι Κορμπινιάν! Διάβασέ μου για την αλεπού με το ράμφος! Διάβασέ μου για τον Κρεξ! Με ξεκουράζει λίγο που υπάρχει αυτή η παλιά απλότητα και αγαθότητα, χωρίς να κρύβει όμως καθόλου το κακό και το άγριο. Απλά η ιστορία εμπιστεύεται τον εαυτό της και η γλώσσα τον δικό της. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί κάτι πολύ έξυπνο και ψαγμένο. Μόνο ένα καλό παραμύθι. Αρκεί. Έχω άγχος τώρα για το τι θα πεις. Οι εικόνες πάντως αποκλείεται να μην σου αρέσουν. Και αποκλείεται να μην εκτιμάς την αμφισημία του «καλή» στην έκφραση «καλή μάγισσα». Οκ, σταματώ. Πες.
Η Νίκη στη Μαρία:
Διάβασα τη Μικρή Μάγισσα ίσως την πρώτη φθινοπωρινή νύχτα – ένα βράδυ με ξαφνικό κρυάκι μετά από ένα μακρύ και εξαντλητικά ζεστό καλοκαίρι. Ήταν ταξίδι στο δάσος, στη δροσιά. Παραμύθι καληνύχτας που θέλει κουβέρτα και ζεστό τσάι. Σχεδόν ονειρεύτηκα μια φωνή να μου διαβάζει αυτές τις ιστορίες στα γερμανικά και να με παίρνει ο ύπνος έτσι που μάλλον δεν θα τα καταλαβαίνω και όλα.
Τώρα που σου γράφω αυτή την απάντηση, το φθινόπωρο μοιάζει να έχει έρθει για τα καλά και σκέφτομαι πως ναι, αυτό είναι ένα βιβλίο για τον χειμώνα. Για τις μέρες του χρόνου που νυχτώνει νωρίς, που το σκοτάδι απλώνεται κάθε μέρα και λιγάκι περισσότερο, μέχρι να γεμίσει χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι αυτό που κι εσύ επισημαίνεις: πως το βιβλίο είναι μια ιστορία που δεν είναι ενιαία, αλλά τα πολλά της επεισόδια είναι εξαιρετικές ευκαιρίες μικροαφήγησης. Σαν ακορντεόν, παραμύθι σε συνέχειες που μπορεί να διαβαστεί μπερδεμένα αλλά και να μην διαβαστεί καθόλου, απλά να υπάρχει εκεί ως αναφορά και να προκαλέσει τη δημιουργία καινούργιων ιστοριών. Αυτό που το δένει είναι πράγματι το πολύ απολαυστικά ειρωνικό του τέλος, το οποίο εκτός από το ότι ενώνει τις επιμέρους ιστορίες και τους δίνει έναν κοινό στόχο, είναι τρομερά έξυπνο, κάπως ενήλικα παιδικό, αστείο και αναπάντεχο. Είναι κάπως σαν να λέει «αρκετά!» και να ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Απόλαυσα τρομερά τη συνύπαρξη της μάγισσας με τους κανονικούς ανθρώπους. Η σκηνή στο μπακάλικο και οι καραμέλες κάτω από το ράμφος είναι σίγουρα κομματάκια που δεν θα ξεχάσω. Μου άρεσε πολύ που οι σκούπες που πετάνε δεν είναι ειδικές σκούπες φτιαγμένες για να πετάνε (όπως αυτές της Ερμιόνης και του Χάρυ Πότερ που αγοράζονται σε ειδικό κατάστημα), αλλά οι κανονικές οι σκούπες που έχουμε για να μαζεύουμε την σκόνη και τα ξερά φύλλα. Αν κάποια αισθάνεται μάγισσα, δεν έχει παρά να πάει στο κοντινότερο κατάστημα και να προμηθευτεί μια σκούπα με μακρύ κοντάρι. Είναι η μάγισσα που κάνει τα πράγματα να λειτουργούν μαγικά, δεν χρειάζονται περίπλοκα γκάτζετ. Αυτή η απλότητα και η ανέμελη συμβίωση όμως δεν εμποδίζει τη μάγισσα να φοβάται τα μπλεξίματα με την αστυνομία, οπότε σε μέρη με πολύ κόσμο προτιμά να μη δώσει στόχο, να μην προσγειωθεί από τον ουρανό. Να εμφανιστεί με πολιτικά.
Το παραμύθι είναι πράγματι πολύ καλό. Κυρίως επειδή είναι άχρονο και ταυτόχρονα τόσο εντυπωσιακά μοντέρνο για την εποχή του. Νομίζω πως και οι εικόνες κάνουν ακριβώς το ίδιο: εικονογραφούν έναν μετέωρο παραμυθένιο χωροχρόνο και ταυτόχρονα κλείνουν το μάτι με μικρές λεπτομέρειες που προσδιορίζουν αυτό το κάτι που δένει την ιστορία στο παρόν και τις εμπειρίες του δημιουργού του. Τη συμπάθησα πολύ τη μάγισσα και τη θέλω για φίλη μου. Θέλω τα ξόρκια της. Και ιδανικά τα θέλω μια Παρασκευή – τη μέρα που απαγορεύονται, δηλαδή. Πιστεύω της ταιριάζει η παρασπονδία.
Όρφριντ Πρόισλερ, Η μικρή μάγισσα, μτφρ.Γιώργος Κώνστας, Κέδρος