Μετά τα όρια της λογικής (της Έφης Κατσουρού)

0
194

 

 

της Έφης Κατσουρού

 

Υπάρχει πάντοτε ο μύθος γύρω από τους ποιητές, και εν γένει τους καλλιτέχνες, ότι πρόκειται για προσωπικότητες αποκλίνουσες, ανθρώπους βουτηγμένους σε κολάσεις τεχνητών παραδείσων τους οποίους κατοικούν για να αποδώσουν το στίγμα τους μέσα στην τέχνη. Πάντα πίστευα ότι αυτή η προσέγγιση είναι ιδιαίτερα απλουστευτική, ενδεχομένως και προβοκατόρικη στην προσέγγιση του έργου καλλιτεχνών που, σε κάποια φάση της ζωής τους, βρέθηκαν δέσμιοι μίας ψυχικής νόσου ή ενός εθισμού, γεγονότα τα οποία μπορεί να εξελίχθηκαν και να έδρασαν άλλοτε παράλληλα και άλλοτε ανεξάρτητα από την τέχνη τους. Για χρόνια, ωστόσο, στο συλλογικό ασυνείδητο των σύγχρονων κοινωνιών, το πορτραίτο του ποιητή ταυτίστηκε με αυτή την εικόνα σε μία προσπάθεια υποβιβασμού της ποιητικής τέχνης και ταυτόχρονα αδυναμίας αντιμετώπισης με σεβασμό των ψυχικών νόσων και των διαφόρων μορφών εθισμού.  Τα πεζά ποιήματα του Φρέδυ Γεσσέδ ή αλλιώς Άριελ Μύλλερ, που περιλαμβάνονται στο πρώτο βιβλίο του Το αλάτι της τρέλας, αποτελούν μία καταγραφή φωνών του ιδίου, τους λευκούς μονολόγους, κατά το τελευταίο διάστημα της νοσηλείας του στο Νευροψυχιατρικό Νοσοκομείο Χ.Τ. Μπόρδα στο Μπουένος Άιρες, όπως αυτά καταγράφηκαν κατά την διαδικασία συνεδριών με την νεαρή ασκούμενη ψυχίατρο Νταλσόττο, η οποία αποτέλεσε το πρόσωπο που βοήθησε στην ανάδυση του Γεσσέδ από το βυθό της τρέλας και πάλι στην επιφάνεια των πραγμάτων.

Διαβάζοντας το μικρό αυτό βιβλίο, ξανά και ξανά, προσπάθησα πολύ να κατανοήσω μέσα μου περί τίνος πρόκειται. Ως τι «πρέπει» να διαβαστεί. Αν όφειλα (και αν ήθελα) να γνωρίζω ότι τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν από έναν άνθρωπο που νοσηλευόταν σε ψυχιατρικό ίδρυμα ή αν θα έπρεπε να το λησμονήσω, αν η γνώση αυτή επηρεάζει ή όχι την πρόσληψη του κειμένου, αν καταγράφει αλλιώς την ποίηση των εικόνων μέσα μου. Στην πραγματικότητα, ακόμη, δεν κατάφερα να καταλήξω, παρά να δοκιμάζω διαφορετικές και αλληλοδιαπλεκόμενες αναγνώσεις του κειμένου, οι οποίες επιστρέφουν μετατοπισμένες ερμηνείες με έναν και μόνο κοινό παρονομαστή: είτε οι φωνές αυτές διαβαστούν ως ένα πείραμα, είτε ως καθαρό λογοτεχνικό προϊόν, συνθέτουν τόσο θραυσματικά, σε επίπεδο ποιητικής μονάδας, όσο και σε επίπεδο συνόλου έναν κόσμο λεπτών ποιητικών ποιοτήτων. Τα τριανταέξι πεζά ποιήματα του βιβλίου συγκροτούν έναν κόσμο του οποίου αν θέλαμε να δώσουμε το υλικό αποτύπωμα θα μπορούσαμε να τον κατανοήσουμε σαν ένα τοπίο κατοπτρικό, τόσο εύθραυστο και τόσο αιχμηρό στην κόψη του καθώς σπάει. Το ποιητικό υποκείμενο μοιάζει να κατοικεί σε ένα χώρο που περιστοιχίζεται από καθρέφτες, ακέραιους και σπασμένους, πάνω στους οποίους προβάλλεται επαναληπτικά το είδωλό του, ολόκληρο ή κατακερματισμένο, πραγματικό ή παραμορφωμένο, παροντικό ή μνημονικό, επιθυμητικό ή κατακρεουργημένο από την ίδια την ύπαρξή του. Θραύσματα του εαυτού του τον περιστοιχίζουν σε μία βασανιστική απουσία του ετέρου υποκειμένου:

Είναι φανερό πως ο Θεός δραπέτευσε απ’ το κρανίο μου. Έφυγε αφήνοντας απόνερα αίματος. […] Ίσως ήθελα να πω πως άκουγα φωνές. Ένα απρόσμενο μουρμουρητό ενώ διέσχιζα τον δρόμο. Γυρίζω και κοιτάζω γύρω μου, δεν υπάρχει κανείς, αλλά κάποιος  που δεν υπάρχει με κοιτάζει απ’  τη γωνία. Μόνος. Ανησυχητικός. // Ήταν ο αέρας λέω μέσα μου. / Ήταν απλώς ο αέρας επαναλαμβάνω. σελ. 13

Η νύχτα είναι μέσα μου. Η νύχτα γεννιέται από μένα. Χωράνε εντός μου όλες οι νύχτες των ανθρώπων. Μέσα μου μια νύχτα με δυο φεγγάρια. Και η νύχτα όλων αυτών που θα γεννηθούν. Αυτή η νύχτα μέσα στη μέρα μου. Αυτή η λευκή νύχτα των αναμνήσεών μου. […] Είμαι η νύχτα. Κολυμπάω στη στρογγυλή της πέτρα. Προχωράω περπατώντας στη λιακάδα. σελ.23

Ποτέ δεν έφυγα  απ’  τον Νότο. Από τα αόρατα συμβάντα του. Πάντα ήμουν η μετανάστευση στο δικό μου βάθος. […] σελ.32

[…] Κοιμήσου, Αριέλ, κοιμήσου, αλλιώς θα έρθει ο Κανένας και θα σου κάνει κακό. σελ. 34

[…] Η ξακουστή τρέλα. Αυτό το εργοστάσιο σαλεμένων είμαι εγώ. σελ.38

Η ένταση του αισθήματος της ποιητικής φωνής είναι αδιάπτωτη, μοιάζει να πασχίζει να σπάσει τη σιωπή, να γδάρει την αφή των πραγμάτων, με τέτοιο τρόπο ώστε να ξαναγαντζώσει το έκπτωτο σκιώδες πρόσωπο, που του λέει ότι είναι, στον κοινό και μεταχειρισμένο κόσμο των ανθρώπων-τον κόσμο έξω από αυτόν, έξω από το κατοπτρικό έκδοχο στο οποίο βρίσκεται εγκλωβισμένος. Μόνη οδός για την επιστροφή είναι η γλώσσα, την οποία καλείται να ιχνηλατήσει από την αρχή, αυτή η σύμβαση των ονομάτων και των εννοιών που τον κρατά δέσμιο σε ένα δαιδαλώδες τοπίο χωρίς ερείσματα αλήθειας. Από αυτή πρέπει να απελευθερωθεί, να καταδυθεί στο βάθος των λέξεων για να αναδυθεί στον αφρό τους. Ακριβώς αυτό το παιχνίδι, που τελικά με έναν τρόπο είναι και ολόκληρη η ποίηση, είναι το παιχνίδι που κάλεσε η Νταλσσότο τον Γεσσέδ να παίξει μέσα από την καταγραφή των λευκών του μονολόγων ένα παιχνίδι ανάκτησης και επανίδρυσης των εννοιών, των πιο απλών και μεταχειρισμένων, των πιο σύνθετων συναντήσεων. Μόνο από τη βύθιση στο σκοτάδι της λέξης μπορεί να επιτευχθεί η ανάδυση στην καινούργια κυριαρχία των νοημάτων και των αισθήσεων και ο ίδιος ο Γεσσέδ το γνωρίζει καλά. Γράφει χαρακτηριστικά: Υπάρχει μία τρομερή άβυσσος από λέξη σε λέξη, που ο πυθμένας της είν’  αυτό που δεν μπορώ να ονοματίσω. Οι λέξεις λένε ψέματα σαν τις υπηρέτριες που κρύβουν το σπασμένο ποτήρι της ημέρας. Κρύβονται από φόβο μην ξεγυμνωθούν, μη φανούν δημόσια με το πρόσωπο που έχουν. Οι λέξεις διακινούν την απομάγευση, με απομακρύνουν από τον ακριβή κήπο, από αυτό που δεν έχει ακόμα ναυαγήσει. Οι λέξεις μού δένουν τα μάτια, με κεντρίζουν να περπατήσω στο σκοτάδι, με σπρώχνουν από τις σκάλες. […]Η ευτυχία βρίσκεται σ’ αυτό που ποτέ δε θα πουν. […]Θα ήθελα να ξέρω όλο το αίμα που κυλάει στη λέξη ψυχή. Θα ήθελα, για μια στιγμή, να ξεμυτίσω στον κήπο της λέξης νύχτα. Θα ήθελα ένα θαύμα και, τότε, να πω γι’ αυτόν τον πόνο την αλήθεια. Οι λέξεις για τον ποιητή είναι οι πλίνθοι του κόσμου, τον οποίο πρέπει να κτίσει από την αρχή και πάνω του να κυριαρχήσει και να επιτρέψει να κυριαρχηθεί από αυτόν για να έρθει σε επαφή με τον άλλο. Πάνω σε αυτό στηρίχθηκε η ψυχίατρος Νταλσόττο, όταν απομαγνητοφωνώντας τις συνεδρίες της με τον Γεσσέδ θέλησε να τον φέρει αντιμέτωπο με το αλάτι της τρέλας του.

Ο ίδιος στην εισαγωγή του βιβλίου μαρτυρεί ότι αυτό που τον ανέσυρε από το θολό τοπίο της νόσου του και τον έφερε ξανά σε σύνδεση με τον ίδιο τον εαυτό του δεν ήταν η ποίηση αλλά η απελπισμένη πράξη διάσωσής του, από τη νεαρή ψυχίατρο. Και η ειλικρίνεια της ομολογίας αυτής κατοχυρώνεται μέσα από την δόνηση της γραφής του όταν μιλά για αυτή της την πράξη: Ο αέρας δεσποινίς Νταλσόττο, είναι το χέρι που μου σηκώνει το πιγούνι, είναι αυτός ο ηλεκτρισμός μόλις σας βλέπω, είναι αυτή η ντροπή όταν με αγγίζω για να σας νιώσω κοντά. /  Εσείς μου θυμίζετε πως είμαι άντρας. / Εσείς μου θυμίζετε πως είμαι κοντά ζωντανός. Με έναν τρόπο απόλυτα ιδιωτικό και αφιερωμένο στον ίδιο κατάφερε να κινητοποιήσει το αδρανοποιημένο του αίσθημα και να τον φέρει απέναντι του. Ακολουθώντας την διδασκαλία του νταντά και του σουρρεαλισμού, με αναφορές στη φροϋδική σχολή ψυχανάλυσης, η νεαρή ψυχίατρος (που όπως πληροφορούμαστε στην εισαγωγή παρακολουθούσε μαθήματα δημιουργικής γραφής εκείνο το διάστημα) μέσα από την εφαρμογή της αυτόματης γραφής ενεργοποιεί σταδιακά το θυμικό του του ασθενούς της. Η μέθοδος του αυτοματισμού της γραφής, όπως την νοηματοδότησαν οι υπερρεαλιστές, στην περίπτωση του Γεσσέδ βρίσκει μία πρωτογενή εφαρμογή και τελικά, δρα με τον τρόπο που οραματίστηκε ο υπερρεαλισμός, ως ένας μοχλός επανίδρυσης του κόσμου και ολοκληρωτικής απελευθέρωσης του ανθρώπου. Όσο επανέρχομαι στις σελίδες του αλατιού της τρέλας νοιώθω ότι εντός ή εκτός του συγκειμενικού φορτίου της ασθένειάς του, ο Γεσσέδ έχει τη δυναμική μίας ιδιωτικής γραφής, με τις λέξεις του κατασκευάζει τα ραγισμένα τοπία που συγκροτούν τη δική του προσωπική γλώσσα.[1] Κάθε ρωγμή του είναι και μία μυστική είσοδος στον κόσμο ή μία φανερή έξοδος από αυτόν και σίγουρα αυτή η θερμότητα που εκλύεται από την γραφή του δεν είναι προϊόν της διαταραχής από την οποία διήλθε αλλά της ακατέργαστης, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ευαισθησίας του.

[1] Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι ο Γεσσέδ ή Αριέλ, όπως επέλεξε να ονομάζεται, συνέχισε, μετά την αποθεραπεία του και την πρώτη αυτή ποιητική έκφραση, να υπάρχει ως ποιητής, να εκδίδει ποιητικές συλλογές και να επιμελείται ποιητικές ανθολογίες.

 

Φρέδυ Γεσσέδ, Το αλάτι της τρέλας, μτφρ.: Αγάθη Δημητρούκα, Πατάκης, 2024

Προηγούμενο άρθροΕταιρεία Σπουδών: «Κυπριακό 1974-2024. Προσπάθειες, εξελίξεις, εκκρεμότητες» (10-11/12/24)
Επόμενο άρθροΟ ορίζοντας της πολιτικής νεωτερικότητας (του Στέφανου Δημητρίου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ