Μ.Γκανάς (εκδήλωση 20/3),Η λογιότητα του ποιητή Μιχάλη Γκανά (του Ευριπίδη Γαραντούδη)

0
530

 

του Ευριπίδη Γαραντούδη

Σε παλαιότερο κείμενό μου συνόψισα το στίγμα της ποίησης του Μιχάλη Γκανά με τις παρακάτω παρατηρήσεις, προσπαθώντας να συνθέσω τη δική μου αναγνωστική θεώρηση ενός από τα σημαντικότερα ελληνικά ποιητικά έργα της μεταπολίτευσης, ιδίως της ώριμης φάσης του, από τα Γυάλινα Γιάννενα και εξής, και να την συνδέσω με τις απόψεις της λογοτεχνικής και της φιλολογικής κριτικής για το ίδιο έργο: «Η ποίηση του Μιχάλη Γκανά θεμελιώνεται στην ελεγειακή διάθεση, επειδή στο βάθος της εκφράζει σταθερά την ανέφικτη επιθυμία του μεγάλου νόστου, τον ατελέσφορο πόθο για την επανασύνδεση με τις ανθρώπινες και φυσικές ρίζες, για την ηδονική επιστροφή σε κάτι τόσο όμορφο, απαραχάρακτα αυθεντικό και οριστικά χαμένο: τον χωροχρόνο του παιδιού και των ανθρώπινων δεσμών του. Αυτή η ελεγειακή διάθεση απαλύνεται χάρη στη λειτουργία της μνήμης και των καλών αισθημάτων και επίσης μέσα από το ηθικό αίτημα: ‟Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη”. Έτσι το ενήλικο παιδί, ο ποιητής, μας μιλάει όχι μόνο για την απώλεια αλλά και για την αγάπη. Άλλοτε θερμότερη κι άλλοτε ψυχρότερη στην επιφάνειά της, άλλοτε αφημένη στην εξομολόγηση των πιο μύχιων αισθημάτων και άλλοτε συστρεφόμενη στον εαυτό της, σαν το φοβισμένο αγρίμι που κρύβεται στη μονιά του, η ποίηση του Γκανά αναμετρήθηκε με την εκφραστική οικονομία και την απλότητα και κατόρθωσε να τις κατακτήσει, αξιοποιώντας όσο κανένα άλλο σύγχρονο ποιητικό έργο και εκσυγχρονίζοντας την εκφραστική παρακαταθήκη και το ήθος του δημοτικού τραγουδιού».[1]

Oι παραπάνω παρατηρήσεις, καταλήγοντας σε έναν κοινό τόπο της κριτικής, τη δημιουργική σχέση του Γκανά με το δημοτικό τραγούδι, αποτελούν και το αφετηριακό σημείο αυτής της μελέτης, μέσα από τη σκέψη ότι αυτός ο κοινός τόπος, που πρόσφατα τον συνάντησα να επαναλαμβάνεται στο μεταθανάτιο αφιέρωμα του Χάρτη στον Γκανά με τη φράση του Αχιλλέα Κυριακίδη ότι ο Γκανάς είναι ο «πλέον επώνυμος δημιουργός του δημοτικού τραγουδιού»,[2] δεν αποκλείεται να καταλήξει σε μία στερεότυπη ή συμβατική αντίληψη της ποίησής του. Αυτή η αντίληψη, επικεντρωμένη στον Γκανά ως δημιουργικό, τρόπον τινά άμεσο ή φυσικό, συνεχιστή του δημοτικού τραγουδιού, μπορεί να αμβλύνει προοπτικά την αίσθηση και τη διακριτότητα της λειτουργίας άλλων, συμπληρωματικών και επίσης σημαντικών, όψεων της ποίησης και της ποιητικής του. Μία από αυτές τις όψεις είναι ό,τι ονομάζω «λογιότητα», σύμφωνα με το σκεπτικό της εμβληματικής φράσης του Wallace Stevens, «Poetry is the scholar’s art» (η ποίηση είναι η τέχνη του λογίου). Στόχος μου, λοιπόν, σε αυτή τη μελέτη είναι να διατρέξω το έργο του Γκανά, αναζητώντας, εντοπίζοντας και σχολιάζοντας ιδίως τα πιο ορατά ίχνη της λογιότητάς του. Εννοείται ότι λαμβάνω ως δεδομένα τον σταθερό διάλογο ή και στενό δεσμό του με το δημοτικό τραγούδι, όπως και τα δύο ειδοποιά γνωρίσματα του έργου του, τα οποία σε μεγάλο βαθμό απέρρευσαν από τη σχέση με τη δημοτική ποιητική παράδοση και την εμπειρία του κόσμου της, σε συνάρτηση βεβαίως με τις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις της μεταπολεμικής εποχής και της μεταπολίτευσης – εννοώ το βίωμα της ιθαγένειας ή εντοπιότητας ως σταθερό ποιητικό τόπο, νοούμενο τόσο ως θεματικό κύκλο όσο και ως αξιακό σύστημα,[3] και, συναφώς, το βίωμα του εκπατρισμένου στη χώρα του, του εσωτερικού μετανάστη, του εξόριστου στο κοινό αστικό χωνευτήρι της Αθήνας.

Η συγκεντρωτική έκδοση της ποίησης του Γκανά, περιλαμβάνοντας τα συνολικώς επτά βιβλία του, όσα πρωτοεκδόθηκαν από το 1978 μέχρι το 2012, εκτεινόμενη σε 270 περίπου σελίδες, λειτουργεί ως ασφαλής δείκτης όχι μόνο της ολιγογραφίας του αλλά και της σαφούς τήρησης της απόστασής του από επιλογές που λιγότερο ή περισσότερο συναρτώνται με εκδηλώσεις ποιητικής λογιότητας: η μορφή όλων των ποιημάτων, και των επτά βιβλίων του, παραμένει εκείνη των πρώτων εκδόσεων, καθώς οι όποιες επεμβάσεις ή αλλαγές στη συγκεντρωτική έκδοση αφορούν σε αμελητέα ζητήματα, όπως η προσθήκη σημείων στίξης (κατά βάση κομμάτων) και ο εκσυγχρονισμός της ορθογραφίας, ενώ δεν υπάρχουν προσθήκες ή αφαιρέσεις ποιημάτων ως προς τις πρώτες εκδόσεις˙ τόσο στις πρώτες εκδόσεις των βιβλίων όσο και στη συγκεντρωτική έκδοση δεν υπάρχουν υποσελίδιες ή επιτασσόμενες στο σώμα των ποιημάτων σημειώσεις ή σχόλια, όπου να παρατίθενται πηγές ή να υποδεικνύονται περιοχές διακειμενικού διαλόγου, με εξαίρεση το τελευταίο βιβλίο, τον Άψινθο˙ το περικειμενικό ως προς τα ποιήματα υλικό, όπως οι επιγραφές, και τα ποιήματα που αναφέρονται σε άλλους ποιητές απαντούν σε πολύ μικρό βαθμό, με την πορεία του χρόνου και την ανάπτυξη του έργου κάπως αυξάνονται, σταθερά πάντως λειτουργούν με τη στόχευση να οριοθετηθεί με ακρίβεια η μικρή περιοχή της τέχνης του Γκανά, ο τόπος όπου η ποίησή του αναπνέει με το οξυγόνο του αέρα αγαπημένων του ποιητικών φωνών˙ οι αφιερώσεις, πάλι, πυκνώνουν με την πάροδο του χρόνου, αλλά, είτε γίνονται σε πρόσωπα της οικογένειας είτε σε ποιητές ή και λογοτέχνες ή και πρόσωπα του χώρου των γραμμάτων, άνδρες και γυναίκες, συνδέονται φανερά με τους ανθρώπινους και φιλικούς δεσμούς, λειτουργούν δηλαδή ως εγκάρδιες χειρονομίες συναισθηματικής ανταπόδοσης. Διευκρινίζω ότι εξαιρώ από την εξέτασή μου τα ποιήματα του συλλογικού βιβλίου Ανθοδέσμη (1993), στο οποίο ο Γκανάς συνέπραξε με 16 αυστηρά έμμετρα ή έμμετρα ποιήματά του,[4] καθώς αυτά ο ποιητής τα ξεχώρισε από τα υπόλοιπα ποιήματά του, δεδομένου ότι δεν τα περιέλαβε στη συγκεντρωτική έκδοση. Αυτονόητα εξαιρώ και τους στίχους για τραγούδια (2002),[5] παρά την ορατή θεματική συνάφειά τους με τα ποιήματα˙ εξάλλου, οι στίχοι για τραγούδια συγγενεύουν με τα ποιήματα της Ανθοδέσμης και από την άποψη ότι κείμενα αυτής της άτυπης συλλογής έχουν περιληφθεί στο βιβλίο των Στίχων. Τέλος, σημειώνω ότι η συνολική συγγραφική εικόνα του ολιγογράφου ποιητή Γκανά συμπληρώνεται από τα εξίσου λίγα και αξιόλογα πεζογραφικά έργα του και από τις μεταφράσεις-διασκευές,[6] χωρίς να υπάρχουν άλλες λογιότερες συγγραφικές όψεις, όπως του κριτικού, του δοκιμιογράφου ή του επιφυλλιδογράφου. Κάποια λιγοστά κείμενά του αυτών των ειδών κρίνω ότι είναι περιστασιακά. Εξαιρώ μόνο τον «Πρόλογο» και τα συνοδευτικά σχόλια στα λογοτεχνικά κείμενα, όσα ο Γκανάς περιέλαβε στην προσωπική ανθολογία του Τ’ αγαπημένα (2014),[7] καθώς η ανθολογία αυτή λειτούργησε, ιδίως στον χρόνο της εκπόνησής της, ύστερα από την ολοκλήρωση του ποιητικού έργου του, ως μία αυτοβιογραφική αποτίμηση της σχέσης του πρωτίστως με την ελληνική και δευτερευόντως και με την ξένη ποιητική παράδοση. Σημεία, λοιπόν, αυτού του βιβλίου θα αξιοποιηθούν παρακάτω.

Στη συνέχεια, θα εξετάσω τα ποιητικά βιβλία κατά τη σειρά τους, με άξονα της εξέτασης στοιχεία της λογιότητάς τους που εμπλουτίζουν ή υπερβαίνουν τη σχέση με το δημοτικό τραγούδι. Διευκρινίζω προηγουμένως ότι κάθε σύγχρονος ποιητής άξιος του ονόματος λογιότητα έχει. Χωρίς κάποιου είδους και κάποιου βαθμού λογιότητα είναι αδύνατο να γραφεί καλή ποίηση. Ο κάθε καλός ποιητής είναι και αναγνώστης της ποίησης. Αλλά οι αναγνωστικές επιλογές διαφέρουν και κατά το ποσό και κατά το ποιόν τους. Στον «Πρόλογό» του στο βιβλίο Τ’ αγαπημένα, ο Γκανάς έγραψε σχετικά: «Η γραφή και η ανάγνωση είναι δύο αλληλένδετες λειτουργίες. Ο συγγραφέας είναι πάντα και αναγνώστης, λιγότερο ή περισσότερο επαρκής, βιβλιοφάγος ή ολιγαρκής και εκλεκτικός, δεν έχει σημασία».[8] Καθώς ο ίδιος, λοιπόν, τοποθετούσε τον εαυτό του προφανώς στους ολιγαρκείς και εκλεκτικούς αναγνώστες, δήλωσε παρακάτω ρητά: «Γράφω αργά και διαβάζω λίγο. Όλο και λιγότερο. Δεν είμαι ο τύπος του βιβλιοφάγου. Παρακολουθώ την ποίηση ικανοποιητικά και ανακαλύπτω πολύ καλούς ποιητές και ποιήτριες».[9] Ουσιαστικά η δήλωση αυτή σημαίνει μία αυστηρά επιλεκτική, μέσα στον χρόνο, σχέση-επαφή με συγκεκριμένα έργα, τα αγαπημένα. Μία τέτοια τακτική γραφής και ανάγνωσης, ή ανάγνωσης και γραφής, δεν μπορεί παρά να αφήνει το αποτύπωμά της σε ό,τι ονομάζουμε πεδίο του διακειμενικού διαλόγου. Η έτερη επιλογή, εκείνη του βιβλιοφάγου ποιητή, καταλήγει και σε ένα άλλο κειμενικό αποτύπωμα. Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστική και στη διατύπωσή της ακόμα η διαφοροποίηση του Γκανά από την τακτική ενός νεότερού του ποιητή, μάλιστα ποιητή που αγαπούσε, του Ηλία Λάγιου: «Είχε διαβάσει τόση λογοτεχνία και ειδικότερα ποίηση, ελληνική και ξένη, που όταν διάβασα τις Ασκήσεις του είχα την εντύπωση ότι “ξερνούσε” αυτή τη διαβασμένη ποίηση, σαν να ήθελε να μηδενίσει το κοντέρ και να αρχίσει από την αρχή. Και αυτό έκανε».[10]

Στον Ακάθιστο δείπνο (1978), ανεξάρτητα από την εξωστρέφεια των ποιημάτων, την πικρή ή και οργισμένη αντίδρασή τους στο παρόν της μητριάς πατρίδας, τον κοινωνικό ρεαλισμό, το αρνητικό ψυχοσυναισθηματικό κλίμα – ένα αίσθημα αθεράπευτου τραύματος, γνωρίσματα που εν συνόλω ανάγονται στην αμφισβητησιακή τάση της τότε νεανικής ποίησης, η μοναδική διακειμενική αναφορά είναι ο στίχος από το δημοτικό τραγούδι «Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει» που πλαισιώνει ως επιγραφή το αρθρωμένο σε πέντε πεζόμορφα μέρη ποίημα «Περιπολία».[11] Έτσι, διαγράφεται, ευθύς εξαρχής και θα έλεγα προγραμματικά, η επικράτεια του ποιητικού χώρου όπου ο Γκανάς θέλει να εγγράψει το καταγωγικό στίγμα της ποίησής του, παρά την αισθητή εκλεκτική συγγένεια των ποιημάτων του βιβλίου με το έργο αριστερών μεταπολεμικών ποιητών, όπως ο Μάρκος Μέσκος. Εστιάζοντας στον συγκεκριμένο στίχο, τον πρώτο από ένα εξάστιχο μοιρολόγι, αναρωτιέται κανείς αν ο Γκανάς ανακάλεσε το ποίημα από την παράθεσή του στη δοκιμή του Σεφέρη «Μονόλογος πάνω στην ποίηση».[12] Πράγματι. Αυτό επαληθεύτηκε από την ανθολογία Τ’ αγαπημένα, όπου στην ενότητα των επτά δημοτικών τραγουδιών που επέλεξε ο Γκανάς περιέλαβε και το «Εγώ για το χατίρι σου», συνοδεύοντάς το με το εξής πληροφοριακό σχόλιο: «Το πρωτοδιάβασα στις Δοκιμές του Σεφέρη και έκτοτε με ακολουθεί και με παρηγορεί σε κάθε απώλεια αγαπημένου προσώπου».[13] Το εξάστιχο μοιρολόγι αξίζει να παρατεθεί:

 

Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει.

Είχα τον ήλιο στα βουνά και τον αητό στους κάμπους,

και το βοριά το δροσερό τον είχα στα καράβια.

Μα ο ήλιος εβασίλεψε κι ο αητός αποκοιμήθη,

και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.

Κι έτσι του δόθηκε ο καιρός του Χάρου και σε πήρε.[14]

 

Η επιλογή του νεότερου ποιητή, του Γκανά, να συνδεθεί δια βίου με το συγκεκριμένο τραγούδι, όσο και αν δηλώνεται ως κατά βάση συναισθηματική, θεωρώ ότι είναι και ποιητολογική, με την αναγωγή στις σεφερικές Δοκιμές. Πιστεύω, δηλαδή, ότι κατά βάθος η ανάγνωση του μοιρολογιού από τον Γκανά συνδέεται και με όσα έγραψε ο Σεφέρης για το συγκεκριμένο μοιρολόγι, στον γνωστό διάλογό του με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο: «Κείμενα σαν το ακόλουθο […] με βοήθησαν να καταλάβω καλύτερα την ‟ερμητική”, ‟άλογη” και ‟ασυνάρτητη” σύγχρονη τέχνη».[15] Με άλλα λόγια, η παραδοσιακή ποιητική εικονοπλασία και η εικονοποιία που αρδεύεται από τη μεγάλη δεξαμενή του μοντερνισμού δεν είναι ασύμβατες, αλλά μπορούν να λειτουργήσουν ως συγκοινωνούντα δοχεία.[16] Από τον Σεφέρη, συμπληρώνω, μέχρι τον Γκανά.

Στη δεύτερη συλλογή, Μαύρα λιθάρια (1980), η μοναδική, ρητά εκφρασμένη οφειλή βρίσκεται στην αφιέρωση της ενότητας «Τα άγρια και τα ήμερα»: «Στον Κώστα Κρυστάλλη, μικρότερο αδερφό».[17] Αλλά τα δέκα πεζά ποιήματα που αρθρώνουν την ενότητα, ξετυλίγοντας πυκνές όψεις ενός φυσικού «αγεωγράφητου βιότοπου» (η φράση στο πρώτο ποίημα της ενότητας), γεωγραφούν τον υπαίθριο τόπο, με τη χλωρίδα και την πανίδα του, και τον αγκιστρώνουν στα βάθη του χρόνου της ανθρωπογεωγραφίας του, με αφαιρετικούς εκφραστικούς τρόπους και με συνειρμικότητα που υψώνονται κατακόρυφα επάνω από τους γλωσσικά παλαιοδημοτικούς δεκαπεντασύλλαβους και την ηθογραφική πιστότητα της ποίησης του «αδερφού» Κρυστάλλη, του πλέον επώνυμου, για την εποχή του, (ανα)δημιουργού δημοτικοφανών ποιημάτων, όπως και επάνω από τα γραφικά λαογραφικά αφηγήματα του Στέφανου Γρανίτσα, στο έργο του οποίου Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου (1921) παραπέμπει προφανώς ο τίτλος της ενότητας. Ως δείκτη λογιότητας στα δύο πρώτα βιβλία θεωρώ και τις διακυμάνσεις της φόρμας και του ύφους των ποιημάτων για να αρθρωθεί ένα στέρεο συνθετικό αποτέλεσμα: από το ολιγόστιχο ποίημα, όπως εκείνα της ενότητας «Ακαριαία» και στα δύο βιβλία και τα «Μονόξυλα» των Μαύρων λιθαριών, μέχρι ορισμένα αφηγηματικά ποιήματα που υπερβαίνουν τη σελίδα˙ από τα αρκετά πεζά ποιήματα στον ρυθμικά ενορχηστρωμένο ελεύθερο στίχο˙ από τους ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους του ποιήματος «Πολλά βήματα πίσω», που φανερά συντονίζονται με τα θέματα και τη φόρμα δημοτικών τραγουδιών,[18] στους ενδεκασύλλαβους τριών σονέτων στα Μαύρα λιθάρια˙[19] από τις μεταπτώσεις του λυρικού στο δραματικό είδος.

Ο οδοδείκτης που δείχνει ασφαλώς την πορεία του Γκανά προς την ποιητική ωριμότητά του είναι το τρίτο ποιητικό βιβλίο, τα Γυάλινα Γιάννενα (1989). Ό,τι σηματοδοτεί την ωριμότητα πιστεύω πως συνδέεται αφενός με την εσωτερίκευση του ποιητικού λόγου, την εστίασή του πλέον στην ιδιωτική σφαίρα (του γενέθλιου τόπου και των αγαπημένων ανθρώπων) και την επικέντρωση στην υπαρξιακή περιοχή, και αφετέρου με τη διεύρυνση και την εμβάθυνση του διαλόγου με την ποιητική παράδοση. Ο διακειμενικός διάλογος είναι κατά βάση υπόγειος, όπως δείχνει το ποίημα «Μνήμη Κ.Γ. Καρυωτάκη»,[20] το πρώτο ποίημα του Γκανά κι ένα από τα ελάχιστα με ευθέως αφιερωματικό-διακειμενικό τίτλο, ποίημα στο οποίο, όμως, η λύπη για την περιορισμένη ζωή στο άστυ των μικροαστικών αθηναϊκών συνοικιών δεν ανακαλεί ευθέως θέματα και τρόπους της καρυωτακικής ποίησης˙ συντονίζεται βαθύτερα μαζί της, μέσα από την ώσμωση της υπαρξιακής αγωνίας και της κοινωνικής ασφυξίας, όπως και στο δημοσιευμένο το 1996 ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «Ελεγείο ή Σάτιρα;»[21] που ο Γκανάς δεν περιέλαβε σε ποιητικό βιβλίο του. Η διάδοση και η καθιέρωση πολύ όμορφων και βαθιά ανθρώπινων ποιημάτων της συλλογής Γυάλινα Γιάννενα, ιδίως των ποιημάτων «Χριστουγεννιάτικη ιστορία», τόσο δημοφιλούς ώστε εκδόθηκε και αυτοτελώς το 2014,[22] και «Προσωπικό»,[23] συνέβαλαν στο να μείνουν σκιασμένες οι λογιότερες όψεις του βιβλίου, όπως εκείνη στο σπονδυλωτό, σε πέντε μέρη, ποίημα «Μέσα στην άφθονη ανωνυμία»,[24] το οποίο, στη δική μου αίσθηση, υπογειώνει τον διάλογο του Γκανά με σεφερικά ποιήματα, όπως τα Τρία κρυφά ποιήματα.[25]

Τα δύο ποιητικά βιβλία του Γκανά, Παραλογή (1993) και Ο ύπνος του καπνιστή (2003), χαλαρά, λόγω της πολυμορφίας και της μη γραμμικής διάταξης των στιχουργημένων και πεζόμορφων μερών τους συνθέματα, σημείωσαν ένα επόμενο στάδιο στην ανάπτυξη της ποίησής του ως λόγιας, ακριβώς επειδή προσέλαβαν συνθετικό χαρακτήρα – παρακάμπτω το βιβλίο Τα μικρά (2000), που μεσολάβησε ανάμεσά τους, καθώς, αποτελούμενο από ολιγόστιχα ή και ολιγόλεξα ποιήματα, λειτούργησε ως συναγωγή ασκήσεων ύφους επάνω στα προηγούμενα βιβλία και με το δικό τους επιλεγμένο υλικό. Κρατώ, πάντως, από τα Μικρά το ποίημα «Υστερόγραφο σε μια ανάγνωση», αφιερωμένο «στον Γιόζεφ Μπρόντσκι», επειδή είναι μία ευθέως εγκωμιαστική αναφορά στον Μπρόντσκι για την επιδραστικότητα της ποίησής του.[26] Ο τίτλος του πρώτου βιβλίου, παραλογή, δηλώνει ευθέως την πρόθεση του ποιητή να αναμετρηθεί πλέον εκφραστικά και συνθετικά με τα πιο μεγάλα αφηγηματικά δημοτικά τραγούδια. Κυρίως το εκφραστικό αποτέλεσμα αυτών των δύο ποιητικών συνθεμάτων οφείλεται, όπως και στο καταγωγικό αμιγές αφήγημα της Μητριάς πατρίδας (1981), στο ότι δένονται οργανικά η καταγραφική αναφορικότητα της πεζογραφίας στα πεζόμορφα μέρη με τη συναισθηματική θερμοκρασία της ποίησης στα ένστιχα τμήματα. Ιδίως η ποιητικότητα των πολλών πεζόμορφων και αφηγηματικών μερών του Ύπνου του καπνιστή, όπου η αφήγηση ανατίθεται σε διάφορους χαρακτήρες, έγκειται, όπως και στη Μητριά πατρίδα, σε μια βουβή, χωνεμένη συγκίνηση που συνέχει και δονεί την αποδραματοποιημένη, ουδέτερη ή και ψυχρή αφηγηματική επιφάνειά τους.

Εστιάζω σε ένα ποίημα, το τελευταίο, της Παραλογής, το «[Χλωρίδα μου πατρίδα μου]»,[27] στο βάθος του κείμενο σεφερογενές, όπως και πολλά άλλα ποιήματα του Γκανά, επειδή εξελίσσει ένα θέμα που τον απασχολεί από το πρώτο βιβλίο του, τον προσδιορισμό της έννοιας και του βιώματος της πατρίδας, από την ιστορικοκοινωνική σκοπιά της εποχής που διένυσε ο ποιητής. Πώς εξελίχθηκε αυτό το βίωμα και πώς κατέληξε; Στα δύο πρώτα βιβλία, για να το πω σχηματικά, η πατρίδα από «μητέρα μεγαλόψυχη» (Σολωμός) έγινε, εξαιτίας των ιστορικών περιπετειών και τραυμάτων, μητριά. Συνάμα το εύρος της περιορίστηκε δραστικά: η πλατιά και κατά κανόνα φωτεινή ελληνικότητα, θεωρημένη μέσα από τον μεγεθυντικό φακό του μοντερνιστικού κοσμοπολιτισμού, σμικρύνθηκε στον περίκλειστο μικροαστικό ή αγροτικό χώρο της ταπεινής ιθαγένειας. Αλλά στο ποίημα «[Χλωρίδα μου πατρίδα μου]» ο Γκανάς τολμά και κατορθώνει να ξαναβιώσει τη μητριά πατρίδα ως «μητέρα μεγαλόψυχη», να μιλήσει για τον τόπο της, το φως της και τη γλώσσα της με θετική διάθεση, με αντοχή, με συναισθηματική θέρμη, μακριά από κάθε ιδεολογικό στερεότυπο. Μια τέτοια εξέλιξη, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στην αφομοίωση και τον συγκερασμό της δημοτικής και της έντεχνης ποιητικής παράδοσης.[28] Στον Ύπνο του καπνιστή είναι πλέον πλήθος, σε σύγκριση με τα προηγούμενα βιβλία, τα διακείμενα που ενσωματώνονται ως οικειοποιημένα δάνεια σε μέρη του συνθέματος, χωρίς ούτε να σημειώνονται με πλάγια γράμματα ούτε να επισημαίνονται σε σημειώσεις. Κι αυτό γιατί γίνονται σαρξ εκ της σαρκός ενός ποιητή που αναμετριέται στο ίδιο ύψος με κορυφές της ποιητικής παράδοσης. Αναφέρω ως παράδειγμα τον Αλαφροΐσκιωτο του Σικελιανού, που επανέρχεται σε διάφορα σημεία. Η αφομοίωση και ο συγκερασμός της δημοτικής και της έντεχνης ποιητικής παράδοσης από τον Γκανά υποδεικνύονται από τον ίδιο με το παρακάτω αυτοαναφορικό σχόλιο στον «Πρόλογο» της ανθολογίας Τ’ αγαπημένα: «Ο Σεφέρης με εμπνέει ιδιαίτερα μαζί με τον Καρυωτάκη και τη συνεχή παρουσία του Σολωμού. Θεωρώ μεγάλο μου δάσκαλο το Δημοτικό Τραγούδι. Ένα απο τα καλύτερα που διάβαζα για τη δουλειά μου είναι η φράση του Αχιλλέα Κυριακίδη “Ο Γκανάς είναι ο πιο επώνυμος δημοτικός ποιητής μας”. Έτσι νιώθω, σαν να συνεχίζω το Δημοτικό Τραγούδι, γράφοντας για τον κόσμο που το δημιούργησε. Ένας κόσμος που στοιβάχτηκε όπως όπως στις πόλεις, που δεν τραγουδάει πια, μόνο ακούει. Και τι ακούει!».[29] Το σχόλιο προσλαμβάνει μεγαλύτερη σημασία αν σκεφτούμε τον χρόνο της κρυστάλλωσής του, το 2014, όταν πλέον το έργο του Γκανά είχε ολοκληρωθεί, χωρίς ο ίδιος ενδεχομένως να το γνωρίζει ακόμη αυτό. Όσο κι αν εστιάζει στον εαυτό του ως συνεχιστή του δημοτικού τραγουδιού, και μάλιστα από τη σκοπιά των ανθρώπων του καιρού του και του τόπου του, που προσπάθησαν να αντισταθούν στον αλλοτριωτικό μηχανισμό της εσωτερικής μετανάστευσης από την ύπαιθρο του δημοτικού τραγουδιού στο άστυ στης εξισωτικής ανωνυμίας, ξεκινά από εκείνο το σχεδόν υποχρεωτικό σημείο αναφοράς για τη συγκρότηση της αναγνωστικής του μνήμης και της ποιητικής του γενεαλογίας και ταυτότητας, τον Σεφέρη.

Το τελευταίο βιβλίο, Άψινθος (2012), έχει το πιο ευρύ ίσως υποστηρικτικό δίχτυ διακειμενικότητας, όπως δείχνουν οι αρκετές εκτενείς επιγραφές, όπως από την Αποκάλυψη του Ιωάννου και τον Eliot, και οι επιτασσόμενες στο βιβλίο σημειώσεις, με την αναφορά πηγών κατά σειρά από την Αποκάλυψη, τον Γιώργη Παυλόπουλο, τον Σολωμό, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Μπράβο, τον Καρούζο και τον Matthew Arnold,[30] ενώ το τελευταίο ποίημα του βιβλίου, «Υστερόγραφο σε μια ανάγνωση 2», δηλώνεται ότι είναι γραμμένο «Με τον τρόπο της Κ.Δ.» που προφανώς είναι η Κική Δημουλά. Συμπληρωματικά ο Θανάσης Μαρκόπουλος εντόπισε απηχήσεις του Λόρκα, του Σκαρίμπα, του Χατζή και του σταθερά αγαπημένου φίλου, του πεζογράφου Νάσου Θεοφίλου.[31] Με τον Άψινθο, ο όψιμος Γκανάς γίνεται ένας κατά βάση δραματικός ποιητής που έχει, συνάμα, ένα πυκνό, θερμό και δραστικό λυρικό υπόστρωμα. Μάλιστα η σχέση αυτή ανάμεσα σε –σχηματικά μιλώντας– δραματικό έδαφος και λυρικό υπέδαφος αντανακλά μιαν άλλη ριζική σχέση: η ποίηση είναι, τώρα πια, ό,τι περισώζεται, αναδύεται ή φυτρώνει από την άγονη σιωπή· με τα λόγια από το ποίημα «Υστερόγραφο σε μια ανάγνωση 2»: «τίποτε τόσο αμίλητο / όσο το μιλημένο».[32]

Γιατί πυκνώνουν τόσο και κυρίως γιατί τώρα γίνονται τόσο ορατά τα νήματα του διαλόγου με την υπόλοιπη ποίηση; Ίσως επειδή με αυτό το τελευταίο και μελλοντολογικό βιβλίο του ο Γκανάς εκκινεί πάλι από τον πολλαπλά κατακτημένο χωροχρόνο της ιθαγένειάς του, εκεί όπου πάντοτε εγκαταβιούσε, εν φαντασία και λόγω, αλλά για να ανοιχτεί στα ανοικτά μήκη και πλάτη της ανθρώπινης οικουμενικότητας, απειλούμενης από την κλιματική κρίση – στο μεταξύ, η κρίση εξελίσσεται σε καταστροφή. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι στην οψιμότερη φάση της η ποίησή του λειτουργεί ως μελέτη θανάτου που δίνει τη δική της πικρή, αλλά και παραμυθητική, απάντηση στο ερώτημα τι και πώς μπορεί να κάνει η ποίηση απέναντι στον θάνατο. Δύο χρόνια ύστερα από τον Άψινθο, στον «Πρόλογό» του στην ανθολογία Τ’ αγαπημένα, ο Γκανάς σχολίασε την κριτική πρόσληψη του έργου του από τη σκοπιά της κατακτημένης ποιητικής ωριμότητάς του, ωριμότητας που έγκειται ακριβώς στην προϊούσα αναγωγή της εντοπιότητας και της ιθαγένειας στην οικουμενικότητα του ανθρώπινου καημού: «Μερικοί κριτικοί με έχουν χαρακτηρίσει ποιητή της εντοπιότητας, του γενέθλιου τόπου. Θέλω να πιστεύω πως δεν είμαι μόνο αυτό. Ό,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής. Πού; Στην παιδική ηλικία ίσως, την πραγματική πατρίδα όλων μας».[33] Χαίρομαι που τα δικά του λόγια ανακαλούν τις διαπιστώσεις μου τις οποίες παρέθεσα στην αρχή αυτής της μελέτης.

Πιστεύω, τέλος, ότι ευθέως συγγενικές με τον Άψινθο είναι οι δύο «Διασκευές για νέους αναγνώστες» που έκανε ο Γκανάς το 2016 και το 2019 αντίστοιχα, πρώτα της Ομήρου Οδύσσειας και στη συνέχεια της Ιλιάδας. Ιδίως η Οδύσσεια, διασκευασμένη από τον Γκανά, είναι ουσιαστικά ένα δικό του λογοτεχνικό έργο, καθώς πρόκειται για κείμενο πλασμένο με τα εκφραστικά γνωρίσματα, την οικονομία και το ανθρώπινο ήθος που γνωρίζουμε από το αμιγώς ποιητικό έργο του. Όπως έδειξε και σχετική εργασία του Σπύρου Κιοσσέ,[34] η καθαυτό δημιουργική εργασία του Γκανά εντοπίζεται στη δραστική μείωση της έκτασης των δύο επών, σε σύγκριση με εκείνη των μεταφράσεων, και στις επεμβάσεις του, που έγιναν με γνώμονα τη σεφερική ρήση «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας», προς δύο κατευθύνσεις: αφενός την ένταξη στα διασκευασμένα κείμενα δικών του προσθηκών, αφετέρου την ενσωμάτωση αυτούσιων ή ελαφρά παραλλαγμένων λέξεων ή φράσεων προερχόμενων από προηγούμενες επιλεγμένες μεταφράσεις και επίσης από άλλα νεότερα λογοτεχνικά κυρίως έργα. Συγκεκριμένα και ειδικότερα, οι στίχοι του Σεφέρη που ο Γκανάς ενσωμάτωσε στην Οδύσσειά του είναι περισσότεροι από εκείνους οποιουδήποτε άλλου ποιητή, κι αυτό μάλλον επαληθεύει πόσο σημαντική είναι η σεφερική παρακαταθήκη για την άρθρωση ενός σύγχρονου ποιητικού λόγου με δραματική υφή.[35]

Έτσι, το χρονολογικά τελευταίο και άτυπο ποίημα του Γκανά, ο «Επίλογος» της Οδύσσειάς του, είναι ένα καθαρά λόγιο ποίημα, καθώς ενώνει και συνθέτει όλες τις εκλεκτικές ποιητικές συγγένειές του:

 

Έτσι σοφός που έγινες θα το ’χεις καταλάβει

ποια είναι η θέση των θεών και ποια ’ναι των ανθρώπων.

Ίσως εμείς τους πλάσαμε με δάκρυα και χώμα

γι’ αυτό και μας ποτίζουνε τόση χολή και όξος

μα δεν θα ήταν φρόνιμο να ζήσουμε χωρίς τους.

 

Όταν πεθαίνουν οι θεοί, πεθαίνουνε εντός μας

και δηλητηριάζεται το ίδιο μας το αίμα.

Όταν αδειάζει ο ουρανός, αδειάζει ο κόσμος όλος,

οι θάλασσες και οι πηγές και του ματιού το δάκρυ

κι αυτό το φως το εφτάψυχο όλο και λιγοστεύει…

 

Όσο σοφός κι αν έγινες, δύσκολο να εννοήσεις:

Τ’ είναι θεός; Τι μη θεός; Και τι τ’ ανάμεσό τους;[36]

[1] Ευριπίδης Γαραντούδης, «Βαγενάς, Γκανάς, Πρατικάκης: Από τις νεανικές συγκλίσεις στις ώριμες αποκλίσεις», Πόρφυρας, τχ. 169-170, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2019, σ. 389-396: 393-394. Πρόκειται για το κείμενο της ανακοίνωσης στο συνέδριο «Νάσος Βαγενάς – Μιχάλης Γκανάς – Μανόλης Πρατικάκης, “αλλά και φρενών πτέρωμα” (Α. Κάλβος)» που διοργανώθηκε από την Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών και πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα, στο διάστημα 11-13 Νοεμβρίου 2016. Ο εμβληματικός στίχος «Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη» λειτουργεί ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο σύνθεμα Παραλογή (1993). Βλ. Μιχάλης Γκανάς, Ποιήματα 1978-2012, Αθήνα, Εκδόσεις Μελάνι 2013, σ. 138 και 151. Επίσης επαναλαμβάνεται στη συλλογή Άψινθος (2012), Ποιήματα 1978-2012, ό.π., σ. 259.

[2] Βλ. https://www.hartismag.gr/hartis-72/afierwmata/mikhalis-ghkanas

[3] Για το βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας στην ελληνική μεταπολεμική και μεταπολιτευτική ποίηση, βλ. τη μελέτη μου «Το βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας στην ελληνική μεταπολεμική και μεταπολιτευτική ποίηση», Νησίδες [Ρόδος], τχ. 16, Καλοκαίρι 2017, σ. 36-56.

[4] Βλ. Μιχάλης Γκανάς, Διονύσης Καψάλης, Γιώργος Κοροπούλης, Ηλίας Λάγιος, Ανθοδέσμη. Ποιήματα και τραγούδια για μια νύχτα, Αθήνα, Εκδόσεις Άγρα 1993.

[5] Βλ. Μιχάλης Γκανάς, Στίχοι, Αθήνα, Εκδόσεις Μελάνι 2002.

[6] Σε ό,τι αφορά τα πεζογραφικά, αναφέρομαι στο αφήγημα, Μητριά πατρίδα, Αθήνα, Κείμενα 1981, Εκδόσεις Καστανιώτη 1989, Μελάνι 2007 (γι’ αυτή την έκδοση, βλ. τη βιβλιοκρισία μου: «Αγαπημένη, απωθημένη και μισητή πατρίδα. Μιχάλης Γκανάς, Μητριά πατρίδα, Ζωγραφική: Γιάννης Αδαμάκης, Αθήνα, Εκδ. Μελάνι 2007», Τα Νέα, 2 Φεβρουαρίου 2008, Βιβλιοδρόμιο, σ. 10, που αναδημοσιεύτηκε στο βιβλίο μου: Ίχνη στην άμμο. Βιβλιοκρισίες (1991-2012). Πεζογραφία – ποίηση – Φιλολογία-Λογοτεχνική κριτική, Αθήνα, Gutenberg 2014, σ. 98-101) και στη συλλογή αφηγημάτων Γυναικών. Μικρές και πολύ μικρές ιστορίες, Αθήνα, Μελάνι 2010. Οι μεταφράσεις-διασκευές είναι: Άσμα ασμάτων, Ελεύθερη απόδοση: Μιχάλης Γκανάς, Αθήνα, Εκδόσεις Μελάνι 2005, Ομήρου Οδύσσεια του Μιχάλη Γκανά, Διασκευή για νέους αναγνώστες Εικονογράφηση: Βασίλης Γρίβας, Αθήνα, Μεταίχμιο 2016 και Ομήρου Ιλιάδα του Μιχάλη Γκανά, Διασκευή για νέους αναγνώστες, Εικονογράφηση: Σοφία Παρασκευοπούλου, Αθήνα, Μεταίχμιο 2019.

[7] Βλ. Μιχάλης Γκανάς, Τ’ αγαπημένα. Ποιήματα και αφηγήματα άλλων, Αθήνα, Μεταίχμιο 2014.

[8] Ό.π., σ. 11-22: 13.

[9] Ό.π., σ. 15.

[10] Ό.π., σ. 85.

[11] Βλ. Μιχάλης Γκανάς, Ποιήματα 1978-2012, ό.π., σ. 35.

[12] Βλ. Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές. Πρώτος τόμος (1936-1947), Αθήνα, Ίκαρος 19845, σ. 105-159: 158.

[13] Μιχάλης Γκανάς, Τ’ αγαπημένα, ό.π., σ. 29.

[14] Ό.π., σ. 29.

[15] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, ό.π.

[16] Βλ. σχετικά τη μελέτη της Μαρίας Ιατρού, «Και τον βοριά τον δροσερό τον πήραν τα καράβια… Το ‟λογικό”, το ‟άλογο” και το δημοτικό τραγούδι στον Διάλογο Σεφέρη-Τσάτσου», Poeticanet, https://www.poeticanet.gr/logiko-alogo-dimotiko-tragoydi-ston-dialogo-a-1395.html (ημερομηνία δημοσίευσης: 16 Απριλίου 2014).

[17] Βλ. Μιχάλης Γκανάς, Ποιήματα 1978-2012, ό.π., σ. 61.

[18] Βλ. ό.π., σ. 78.

[19] Βλ. τα ποιήματα «Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία», ό.π., σ. 79, «Άνισα δικαιώματα» (όπου και ένας δεκατρισύλλαβος), ό.π., σ. 80 και «Πνιγμένος τόσα χρόνια», ό.π., σ. 81.

[20] Ό.π., σ. 109.

[21] Βλ. Αντί, περ. Β΄, τχ. 623, 13 Δεκεμβρίου 1996, [Αφιέρωμα:] Κώστας Καρυωτάκης, σ. 5.

[22] Βλ. Μιχάλης Γκανάς, Χριστουγεννιάτικη ιστορία, Αθήνα, Εκδόσεις Μελάνι 2014. Στο κείμενο «Όλα άρχισαν από μια ‟παραγγελιά”», στις σ. 17-19, πληροφορίες και σχόλια του ποιητή για τις αφορμές και τη γραφή του ποιήματος.

[23] Βλ. Μιχάλης Γκανάς, Ποιήματα 1978-2012, ό.π., σ. 102-104 και 112-113.

[24] Βλ. ό.π., σ. 120-124.

[25] Στο βιβλίο Τ’ αγαπημένα, ό.π., σ. 130, ο Γκανάς έγραψε για τον Σεφέρη: «Θεωρώ ότι είναι ένας από τους μεγαλύτερους δασκάλους μου». Για τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα, βλ. τη βιβλιοκρισία μου «H ποιητική επίρρωση της ιθαγένειας. Mιχάλης Γκανάς, Γυάλινα Γιάννενα», Eντευκτήριο [Θεσσαλονίκης], τχ. 13, Δεκέμβριος 1990, σ. 104-106.

[26] Βλ. Μιχάλης Γκανάς, Ποιήματα 1978-2012, ό.π., σ. 172. Για τη στενή αναγνωστική σχέση του Γκανά με τη ρωσική λογοτεχνία, τους ποιητές και τους πεζογράφους της, τους παλαιότερους και τους νεότερους, βλ. όσα γράφει στον «Πρόλογο» στο βιβλίο Τ’ αγαπημένα, ό.π., σ. 18-19.

[27] Βλ. Μιχάλης Γκανάς, Ποιήματα 1978-2012, ό.π., σ. 156-157.

[28] Για τη συλλογή Παραλογή, βλ. τη βιβλιοκρισία μου «Oι φωνές των παράνομων και των λυπημένων. Mιχάλης Γκανάς, Παραλογή», Ποίηση, τχ. 2, Φθινόπωρο 1993, σ. 155-158.

[29] Μιχάλης Γκανάς, Τ’ αγαπημένα, ό.π., σ. 14-15.

[30] Βλ. Μιχάλης Γκανάς, Ποιήματα 1978-2012, ό.π., σ. 269-270.

[31] Βλ. Θανάσης Μαρκόπουλος, Η εύφορη λύπη του Μιχάλη Γκανά. Δοκιμιακές ανιχνεύσεις, Αθήνα, Εκδόσεις Μελάνι 2020, σ. 91.

[32] Βλ. Μιχάλης Γκανάς, Ποιήματα 1978-2012, ό.π., σ. 267.

[33] Μιχάλης Γκανάς, Τ’ αγαπημένα, ό.π., σ. 15.

[34] Βλ. Σπύρος Κιοσσές, «Η (αναγνωστική) Οδύσσεια του Μιχάλη Γκανά», Νέα Εστία, τχ. 1895, Ιούνιος 2023, Αφιέρωμα: Μιχάλης Γκανάς, σ. 343-348. Για τον Γκανά ως ποιητή αναγνώστη, βλ. επίσης τη μελέτη του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου, «Κι εγώ που δεν διαβάζω. Μιχάλης Γκανάς, ο ποιητής ως αναγνώστης», Νέα Εστία, τχ. 1895, Ιούνιος 2023, Αφιέρωμα: Μιχάλης Γκανάς, σ. 292-295.

[35] Σχετικά με τη διασκευή της Οδύσσειας, βλ. τη βιβλιοκρισία μου «Μια σύγχρονή μας ποιητική “Οδύσσεια”», The Athens Review of Books / Αθηναϊκή Επιθεώρηση του Βιβλίου, τχ. 82, Μάρτιος 2017, σ. 59-60.

[36] Ομήρου Οδύσσεια του Μιχάλη Γκανά, ό.π., σ. 263.

Προηγούμενο άρθροΜ.Γκανάς (εκδήλωση 20/3). Μια ποιητική γραμματική της απουσίας (του Μιχάλη Μακρόπουλου)
Επόμενο άρθροΤα βραβεία του Χάρτη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ