Το χωριό μας γιορτάζει σήμερα. Είναι της Αγίας Κυριακής. Ο Σάκης ο καφετζής τρέχει από το πρωί στην πλατεία πέρα δώθε να βάλει τις καρέκλες στη σωστή θέση, μπροστά απ’ την εξέδρα της ορχήστρας. Εμείς δεν θα πάμε στο πανηγύρι. Το σπίτι μας έχει πένθος. Πριν από σαράντα ακριβώς μέρες σκοτώθηκε η γιαγιά. Η μαμά θα τη θυμηθεί πάλι σήμερα και τα μάτια της θα κοκκινίσουν και θα πρηστούν, το ξέρω. Νομίζει ότι εκείνη σκότωσε τη γιαγιά, αλλά όλοι ξέρουν ότι ήταν ατύχημα. Η μόνη που δεν θέλει να το παραδεχτεί είναι η θεία Διονυσία που κοιτάει τη μαμά μου με μισό μάτι. Η μαμά δεν το βλέπει, αλλά κατά βάθος πιστεύω ότι το ξέρει, γιατί κάθε φορά που έρχεται η θεία Διονυσία στο σπίτι, καρφώνει τα μάτια της στο πάτωμα και κάθεται για ώρα με σκυμμένο κεφάλι.
Περιμένω στο κατώφλι να γυρίσουν από την εκκλησία. Ελπίζω να άρεσε στη γιαγιά ο δίσκος που της ετοιμάσαμε. Αποβραδίς είχα βοηθήσει τη μαμά, βράσαμε το σιτάρι, στουμπίσαμε τη φρυγανιά, την κοσκινίσαμε και τα φυλάξαμε όλα στην άκρη μέχρι να έρθουν οι φίλες της γιαγιάς. Μπήκαν μέσα όλες μαζί, ντυμένες απ΄ την κορφή ως τα νύχια με τη μαύρη τους τη φορεσιά, μόνο τα ρυτιδιασμένα τους πρόσωπα ξεχώριζαν κάτω από τα μαντήλια. Την αγαπούσαν τη γιαγιά, είμαι σίγουρη, αλλιώς δεν θα τραγουδούσαν αυτό το μαύρο μοιρολόι που με κάνει πάντα να κλαίω.
Κατά τις δέκα φαίνεται στη γωνία του δρόμου η μαμά. Μοιάζει με τις γριές φίλες της γιαγιάς, την πλησιάζω διστακτικά και χώνω το κεφάλι μου στον κόρφο της. Το παγωμένο σώμα της μου θυμίζει τη μυρωδιά των κεριών που φτιάχναμε με τη γιαγιά τα ψυχοσάββατα. Από το προηγούμενο βράδυ η γιαγιά ζύμωνε τις στεγνές κερήθρες απ’ το μελίσσι του παππού και έπειτα έκοβε μεγάλα κομμάτια σπάγκου. Εγώ κρατούσα το σκοινί και αυτή τα έπλαθε με προσοχή. «Τούτα που φτιάχνουμε δεν είναι σαν τα έτοιμα» έλεγε, «μοσχοβολάνε όταν καίγονται και ευφραίνεται η ψυχούλα των πεθαμένων μας παιδί μου. Πάρε τώρα και ένα χαρτί να γράψεις το ονόματα, εσύ που είσαι γραμματιζούμενη». Κανέναν δεν ξέχναγε η γιαγιά, ούτε τον Δημητράκη τον αδερφό του παππού που είχε πεθάνει μωρό από πνευμονία στην κατοχή. Με τον μακρύ κατάλογο των ονομάτων των νεκρών, δίπλωνε και ένα κατοστάρικο, να τα διαβάσει ο παπά-Σταύρος να μην βαρυγγωμήσει. Η γιαγιά δεν ερχόταν ποτέ μαζί μας στο πανηγύρι της Αγίας Κυριακής. Ο μπαμπάς λέει ότι απ’ όταν έχασε το πρώτο της παιδί, απέφευγε πάντα τις γιορτές και τα γλέντια.
Το μεσημέρι περιμένουμε τους συγγενείς και τους φίλους μας για να θυμηθούμε τη γιαγιά και να κλάψουμε όλοι μαζί. Βοηθάω τη μαμά να στρώσει το μεγάλο τραπέζι στην αυλή με το λευκό κεντημένο τραπεζομάντηλο και τοποθετούμε προσεκτικά τις κανάτες με το κρασί που θα πιούν όλοι από λίγο για τη συγχώρεση της γιαγιάς, αν και από ό,τι ξέρω δεν είχε κάνει καμία αμαρτία, ήταν καλή γυναίκα, όλοι το λένε στο χωριό. Σε λίγο καταφθάνει η θεία Αργυρώ με τον θείο Στέφανο χαμογελαστοί. Πίσω τους έρχεται ο κύριος Γιώτης, συνάδελφος του μπαμπά στο πρώτο δημοτικό με τη γυναίκα του και πιο πίσω η κυρία Πηνελόπη που από ό,τι λέει ο μπαμπάς είναι τόσο ιδιότροπη που θα μείνει σίγουρα γεροντοκόρη. Ο κύριος Γιώτης φοράει ριγέ πουκάμισο και τα κουμπιά του είναι έτοιμα να πεταχτούν από τη θέση τους καθώς τα σπρώχνει με δύναμη η τεράστια κοιλιά του. Πρέπει να φροντίσουμε να χορτάσει σήμερα, αλλιώς είμαι σίγουρη ότι δεν θα προσευχηθεί μαζί μας για την ψυχή της γιαγιάς. Να μην ξεχάσω μετά το μνημόσυνο να ξεκινήσω επανάληψη την προπαίδεια, γιατί αν τον έχω του χρόνου δάσκαλο ούτε η φιλία του με τον μπαμπά δεν θα με γλιτώσει. Κάθονται όλοι στο τραπέζι, η μαμά με τη θεία Αργυρώ φέρνει τις πιατέλες με το ψάρι και τις πατάτες και γεμίζουν τα ποτήρια με κόκκινο κρασί. Ο κύριος Γιώτης σηκώνει το ποτήρι του να τσουγκρίσει με τον μπαμπά, αλλά η γυναίκα του τον κοιτάζει άγρια και την ακούω να του λέει ψιθυριστά: «Δεν είμαστε στον γάμο της Κανάς άνθρωπέ μου! Σε μνημόσυνο ήρθαμε…». Κατεβάζει το ποτήρι του δυσαρεστημένος και πέφτει με τα μούτρα στην πιατέλα με το ψάρι. Μιλάει δυνατά και μερικές φορές γελάει τρανταχτά παρασύροντας και τον θείο Στέφανο. Τα μουστάκια του έχουν ασπρίσει από τη μαγιονέζα και μικρά φυλλαράκια μαρουλιού κρέμονται από τα γένια του. Ο μπαμπάς με στέλνει να του φέρω κρύα μπύρα από το ψυγείο γιατί κάνει πολλή ζέστη και ο κύριος Γιώτης δεν την αντέχει. Παίρνει από το χέρι μου την μπύρα χωρίς να μου ρίξει ούτε μια ματιά και εγώ βρίσκω την ευκαιρία να χωθώ κρυφά κάτω από το τραπέζι. Το μακρύ τραπεζομάντηλο με κρύβει καλά, δεν πρόκειται να με πάρουν μυρωδιά. Πλησιάζω έρποντας κοντά στα πόδια του κυρίου Γιώτη. Τα μαύρα γυαλιστερά παπούτσια του είναι σε κάποια σημεία ξεφλουδισμένα. Αρχίζω να τραβάω προσεκτικά τις πέτσες τους μέχρι που τα γδέρνω ολόκληρα. Χάνουν τελείως τη γυαλάδα τους, αλλά τώρα μου αρέσουν περισσότερο. Αριστερά του κάθεται με τα πόδια λοξά τοποθετημένα η κυρία Πηνελόπη, οι γάμπες της είναι κατάλευκες και γεμάτες μικρά κλαδάκια κισσού. Τα χοντρά της γόνατα έχουν παντού λακκουβίτσες και απέχουν λιγάκι το ένα από το άλλο, γιατί το παχουλό χέρι του κυρίου Γιώτη δεν χωράει ανάμεσά τους καθώς ανασηκώνει το μαύρο φόρεμα. Η κυρία Πηνελόπη αρχίζει σε λίγο να κουνιέται ρυθμικά, την ακούω να χαχανίζει σαν μικρό παιδί και ο κύριος Γιώτης φωνάζει βροντερά, γεμάτος κέφι: «Θεός σχωρέστηνε την κυρά Μαρία!». Πετάγομαι τότε κάτω από το τραπέζι και ουρλιάζω δυνατά: «Σταματήστε αμέσως τώρα, στη γιαγιά μου δεν άρεσαν ποτέ τα πανηγύρια!»