ταξιδεύει και γράφει η Κατερίνα Ηλιοπούλου (*)
Α. Ο ωκεανός και το τζίνι
Κάθε μέρα ξυπνάω με την ίδια γεύση του απίθανου, με την ίδια σκέψη που με αναστατώνει: Είμαι στην Ινδία! Ποια Ινδία; Αυτήν την υποήπειρο με το ενάμισι δισεκατομμύριο κατοίκους, με τις 22 αναγνωρισμένες γλώσσες, την ομοσπονδιακή δημοκρατία 29 κρατιδίων, με διαφορετικές κουλτούρες και θρησκείες….Είμαι σε έναν τόπο που αποτελεί την εκδήλωση του “άλλου”, κι εγώ, όσο μπορώ, με αυτόν τον τρόπο θέλω να τον πλησιάσω: με την επίγνωση μιας ετερότητας που δεν θα με αφήσει να πορεύομαι με συγκρίσεις και αυθαίρετες ερμηνείες. Θέλω να κρατήσω τον δισταγμό μπροστά στο άγνωστο, τη φρέσκια αίσθηση του ανοίκειου, το άνοιγμα στο απρόσμενο, τη διαθεσιμότητα στο παρά-ξενο. Δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα αφελές μάγεμα μπροστά στο εξωτικό, αλλά ευτυχώς δεν βρίσκομαι εδώ ως τουρίστας αλλά ως συγγραφέας- ταξιδιώτισσα, καλεσμένη σε δύο μεγάλα λογοτεχνικά φεστιβάλ στην νοτιοδυτική Ινδία, στο τροπικό δασοσκέπαστο κρατίδιο της Κεράλα, μια μακρόστενη γη που βρέχεται δυτικά από τον αραβικό ωκεανό ενώ ανατολικά εκτείνονται οι οροσειρές των Γκατ. Ανάμεσά τους τρέχουν παντού νερά, ολόκληρη η περιοχή αποτελεί έναν τεράστιο υδροβιότοπο, με λιμνοθάλασσες, λίμνες και ένα δίκτυο ποταμών και παραποτάμων, που την καθιστούν έναν από τους “τελευταίους γήινους παραδείσους”. Αυτά διαβάζω και φοβάμαι με τη λέξη τελευταίους, μιας και στην εποχή μας κάθε παρθένος τόπος φυσικής ομορφιάς απειλείται με καταστροφή.
Στην Ινδία, σε αυτό το ιλιγγιώδες χωνευτήρι φυλών, γλωσσών, θρησκειών, παραδόσεων, γίνονται κάθε χρόνο πάμπολλα λογοτεχνικά φεστιβάλ με καλεσμένους από όλο τον κόσμο. Έχω την τύχη να ταξιδέψω εδώ μαζί με την Αμάντα Μιχαλοπούλου· είμαστε οι δύο Ελληνίδες συγγραφείς της ομάδας του οργανισμού Literature Across Frontiers (LAF), η διευθύντρια του οποίου, η πολυπράγμων και ακούραστη Alexandra Büchler, διατηρεί εδώ και πάνω από μια δεκαετία στενές σχέσεις με τον λογοτεχνικό κόσμο της Κεράλα (και όχι μόνο) διοργανώνοντας μεταφραστικά εργαστήρια και ανταλλαγές συγγραφέων.
Το πρώτο φεστιβάλ, το KLF (Kerala Literature Festival), με εκατοντάδες καλεσμένους από όλο τον κόσμο και πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες κοινό (κι όμως μιλάμε για τέτοια νούμερα στο ακροατήριο) λαμβάνει χώρα στην πλατιά και αχανή σε μήκος αμμουδιά της πόλης, Calicut ή Kozhikode. Το φεστιβάλ αποτελεί ιδιωτική πρωτοβουλία του οργανισμού DC books, του μεγαλύτερου εκδοτικού οίκου της τοπικής γλώσσας malayalam. Τον εκδοτικό κολοσσό διευθύνουν οι απόγονοι του ιδρυτή, Shri. DC Kizhakemuri (γεννηθείς το 1914), ο οποίος υπήρξε εξέχουσα προσωπικότητα της Κεράλα, αγωνιστής του κινήματος ανεξαρτησίας και κοινωνικός ακτιβιστής και ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατάργηση της φορολόγησης των βιβλίων στην Ινδία ενώ πρωταγωνίστησε και στην επικράτηση των χαρτόδετων βιβλίων τη δεκαετία του 1950. Οι απόγονοί του, Κροίσοι με αγάπη για τον πολιτισμό, διαθέτουν μια μικρή (ή μεγάλη) αυτοκρατορία, που εκτός από τον εκδοτικό οίκο, περιλαμβάνει ιδιωτικά Πανεπιστήμια και φυτείες τσαγιού.
Έπειτα από το πρωινό μας στο ξενοδοχείο και το αιρκοντίσιον, χωνόμαστε στην τροπική ζέστη και την εφιαλτική κίνηση των δρόμων μέχρι να φτάσουμε στις εγκαταστάσεις του φεστιβάλ. Διψάω να αντικρίσω τον ωκεανό, ο οποίος αποδεικνύεται μια ακαθόριστου χρώματος σούπα όπου απαγορεύεται το κολύμπι λόγω μόλυνσης και επικίνδυνων ρευμάτων. Τεράστια υπαίθρια περίπτερα με τέντες κατά μήκος της αμμουδιάς στεγάζουν τις εκδηλώσεις του φεστιβάλ, και διαθέτουν σκηνή, ηχητικές εγκαταστάσεις και πάνω από τριακόσια καθίσματα (που ναι, σχεδόν γεμίζουν σε κάθε εκδήλωση), ενώ τις εγκαταστάσεις του φεστιβάλ συμπληρώνει ένα αχανές ημιυπαίθριο βιβλιοπωλείο με βιβλία σε όλες τις γλώσσες, εστιατόριο και writers lounge. Τις υποδομές πλαισιώνει ένας στρατός εθελοντών (είναι φοιτητές και φοιτήτριες των πανεπιστημίων του εκδότη) που είναι δίπλα μας σε κάθε ανάγκη ή απορία και μας πηγαινοφέρνει στο ξενοδοχείο με ιδιωτικά αυτοκίνητα, ταξί και πουλμανάκια. Δραπετεύω γρήγορα από εκεί και παρόλη τη ζέστη περιπλανιέμαι σχεδόν επί μία ώρα κατά μήκος της παραλίας, όπου ζευγάρια, οικογένειες, παρέες νέων, παρίες και μοναχικοί τύποι όλων των ηλικιών αφήνονται στην έλξη αυτού του μαγνήτη που παρηγορεί και πλανεύει, σε κάνει να ξεφεύγεις από τα βάρη του εαυτού σου για λίγο, σε προσκαλεί να παίξεις. Και όντως κάποιες ομάδες γυναικών και κοριτσιών με παραδοσιακό σάρι παίζουν με τα κύματα στο βάθος, μέσα στον ήλιο που τις μετατρέπει σε οπτασίες. Δεκάδες αυτοκινούμενα κιόσκια που πουλούν χυμούς, νερό και πολύχρωμα τουρσιά σε γυάλινα βάζα, βρίσκονται διασκορπισμένα παντού.
Πίσω στο φεστιβάλ για την πρώτη μας εκδήλωση με θέμα “Η μυθολογία στη σύγχρονη λογοτεχνία” και συντονίστρια την Karthika Naïr, γαλλο-ινδή συγγραφέα, της οποίας το διαπρεπές βιβλίο Until the Lions: Echoes from the Mahabharata, αποτελεί μια επαναφήγηση του θεμελιώδους έπους Μαχαμπαράτα μέσα από την ανάδειξη των γυναικείων χαρακτήρων του. Η συζήτηση είναι ουσιαστική και ζωντανή μπροστά σε κοινό περίπου εκατόν πενήντα ατόμων. Ανάμεσά τους βρίσκεται ο Ranjit Hoskote γνωστός ποιητής, θεωρητικός του πολιτισμού, μεταφραστής και επιμελητής. Εδώ παρουσιάζει τον τόμο Ten Indian Classics του Harvard University Press. Με έδρα τη Βομβάη, τόπο καταγωγής του, γράφει στα αγγλικά, έχει διεθνή παρουσία και είναι μεταξύ άλλων μεταφραστής ενός πολύ ερεθιστικού στα αυτιά μου βιβλίου του 14ου αιώνα, της μυστικίστριας ποιήτριας από το Κασμίρ Lal Ded, έργο για το ποίο έχει διακριθεί και αποτελεί για αυτόν σταθμό στην πνευματική του πορεία. Όπως εξηγεί πολύ όμορφα σε μια συνέντευξή του και συνοψίζει την συνομιλία μας. “…μια οικουμενική, συμπεριλητπική, πλουραλιστική πνευματικότητα που μου επιτρέπει να απευθύνομαι -με ενσυναίσθηση και αλληλεγγύη- σε όσους έχουν άλλες πεποιθήσεις ή οπτικές, ιδιαίτερα σε όσους έχουν καταστεί ευάλωτοι ή περιθωριοποιημένοι για κοινωνικοπολιτικούς λόγους. Μου δίνει μια βαθιά αίσθηση του ιερού, που εκτείνεται πέρα από τα ονόματα και τις μορφές, και βρίσκεται σε όλες τις παραδόσεις σοφίας. Μου επιτρέπει να εκτιμήσω τη σημασία της αναζήτησης του υπερβατικού, που πρέπει να συμβαδίζει με τη συμπόνια για τα αισθανόμενα όντα, η οποία θεμελιώνει μια τέτοια αναζήτηση στο εδώ και τώρα”. Ομοίως εξαιρετική γνωριμία είναι η Arundhathi Subramaniam, μια εντυπωσιακή σε εμφάνιση Ινδή ποιήτρια και ανθρωπολόγος, με κατακόκκινο σάρι, η οποία παρουσιάζει εδώ την ανθολογία μυστικιστικής ποίησης γυναικών ποιητριών από όλη την Ινδία, διαμέσου των αιώνων και κυκλοφορεί από τον οίκο Penguin με τίτλο Wild Women, Seekers, Protagonists and Goddesses in Sacred Indian Poetry.
Πού οφείλεται αναρωτιέμαι αυτός ο παλμός, αυτή η πρωτοφανής προσέλευση κοινού από το πρωί ως το βράδυ, κοινό που είναι κυρίως κάτοικοι της πόλης, στην πλειοψηφία τους νέοι, γυναίκες και άντρες; Σε μεγάλο βαθμό σίγουρα στη σύλληψη του φεστιβάλ το οποίο δεν περιλαμβάνει αποκλειστικά παρουσιάσεις βιβλίων και αναγνώσεις, ούτε καν από τους πολύ διάσημους συγγραφείς, τους νικητές του βραβείου Booker, όπως η Τζέννυ Έρπενμπεκ, ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ και ο Πωλ Λύντς, οι οποίοι και παρευρίσκονται. Το φεστιβάλ, παρόλο που ονομάζεται λογοτεχνικό, ανοίγει σε ένα ευρύτερο πεδίο του πολιτισμού αλλά και της σκέψης και διαρθρώνεται σε μια σειρά ερεθιστικών και άκρως επίκαιρων θεμάτων, που αφορούν την πολιτική και την ιστορία, τη σύγχρονη ιατρική, τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις συνέπειές τους, την οικονομία και την κλιματική κρίση.
Ανάμεσα στους καλεσμένους αναφέρω, εντελώς επιλεκτικά, εκτός από λογοτέχνες, την Esther Duflo την γαλλοαμερικανίδα οικονομολόγο, βραβευμένη με Νόμπελ Οικονομικών, για το έργο της που αφορά την καταπολέμηση της φτώχειας, τον Abraham Verghese, γιατρό, συγγραφέα και καθηγητή στο Στάνφορντ, το συγγραφικό έργο του οποίου καθώς και η πρακτική του εστιάζουν στη θεραπεία σε μια εποχή όπου η τεχνολογία συχνά υπερκαλύπτει την ανθρώπινη πλευρά της ιατρικής. Ακόμα, την φλογερή ακτιβίστρια συγγραφέα, Sunitha Krishnan, ιδρύτρια της Prajwala, του μεγαλύτερου ιδρύματος στην Ασία για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και του σεξουαλικού εγκλήματος, και τον σπουδαίο Γάλλο ιστορικό Pierre Singaravélou που ειδικεύεται στη σύγχρονη εποχή και έχει γράψει εκτενώς για την παγκόσμια ιστορία και την ιστορία των αποικιακών αυτοκρατοριών.

Στη δεύτερη εκδήλωση που συμμετέχουμε με την Αμάντα, μιλάμε με την Alexandra Büchler και τον Ελβετό δημοσιογράφο και συγγραφέα Christian Kracht, για τον πολιτισμό την εποχή της οικονομικής κρίσης, αναφερόμαστε όχι μόνο στο παρελθόν αλλά και στην συνεχιζόμενη προβληματική θέση του πολιτισμού και της τέχνης στο σύγχρονο νεοφιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης.
Κινούμαι μέσα σε ένα ποτάμι από σώματα που πυκνώνει όταν πέφτει το απόγευμα, ποτέ μου δεν έχω βρεθεί σε τέτοιο πλήθος κι όμως δεν υπάρχει πουθενά ένταση, σπρώξιμο, διαπληκτισμός, απλά ροή, αποδοχή του ρυθμού, ακόμα και μέσα στην εφιαλτική κίνηση και τα εκκωφαντικά κορναρίσματα από αυτοκίνητα και εκατοντάδες τουκ τουκ. Ξεφεύγω για να βρω ένα κρυφό σημείο πίσω από τις σκηνές να καπνίσω, καθώς στην Κεράλα απαγορεύεται να καπνίζει κανείς σε δημόσιους χώρους, όπως με πληροφόρησε μια γυναίκα αστυνομικός με το που άναψα το τσιγάρο μου κάτω από ένα δέντρο στην παραλία! Απαγορεύεται και το αλκοόλ. Ελάχιστες ταβέρνες σερβίρουν αλκοολούχα ποτά καθώς βέβαια και τα ξενοδοχεία που φιλοξενούν τους επισκέπτες.
Είναι νύχτα πια και συνωστίζομαι κι εγώ με το πλήθος μπροστά σε ένα παραθαλάσσιο περίπτερο περιμένοντας να ακούσω τους Σούφι τραγουδιστές από το Ρατζαστάν. Μόλις τελειώνει η προηγούμενη εκδήλωση τρυπώνω στο χώρο και βρίσκω μια θέση στην πρώτη σειρά. Σε λίγο ένα χεράκι αγγίζει το δικό μου και η Μίντα, ένα μικρόσωμο δεκατριάχρονο κορίτσι με γυαλιά, μου συστήνεται με τέλεια αγγλικά και κάθεται δίπλα μου. Γράφει κι εκείνη ποιήματα, με πληροφορεί με φυσικότητα, προέρχεται από οικογένεια μουσουλμάνων αλλά δηλώνει άθεη, ο πατέρας της είναι γνωστός δημοσιογράφος και καθώς έρχεται στο φεστιβάλ από εννέα ετών την αφήνει να τριγυρνάει μόνη της σε όποια εκδήλωση την ενδιαφέρει. Φωλιάζει κοντά μου σαν γατάκι και μου ψιθυρίζει πληροφορίες για τη σούφι ποίηση και τη ζωή του Ρουμί. Ο χώρος είναι ασφυκτικά γεμάτος με καθήμενους και όρθιους ίσως γύρω στα πεντακόσια άτομα, που χειροκροτούν ρυθμικά ώσπου οι μουσικοί κάθονται σε ημικύκλιο στο κέντρο της σκηνής και ο σπουδαίος ερμηνευτής, ο Mukhtiyar Ali, απόγονος πολλών γενεών σούφι τραγουδιστών, ανοίγει το στόμα του. Το εκστατικό τραγούδι ξεχύνεται μεμιάς, το σώμα και η ψυχή δονούνται, το πλήθος αναφωνεί και δακρύζει, ο παλμός μας διαπερνάει σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Δεν υπάρχουν τουρίστες, είναι το δικό τους τραγούδι αυτό εδώ, δεν είναι θέαμα αλλά βίωμα που περιέχει την ευφορία του ρυθμού, την κορυφαία ομορφιά της φωνής του τραγουδιστή αλλά και κάτι πιο βαθιά πνευματικό που μου διαφεύγει. Ανάμεσα στα ακατάληπτα για μένα λόγια, η λέξη “τζιν” ακούγεται ξανά και ξανά. Διαπιστώνω πως είναι αυτό το ίδιο το τζίνι που ελευθερώθηκε από το λυχνάρι του Αλλαντίν, μια φλόγα παιχνιδιάρικη, ίσως η μικρή παντογνώστρια Μίντα που ήρθε κοντά μου σήμερα σαν δώρο. Μήπως είναι το πνεύμα του Ρουμί, το τζίν που ενώνει όλους τους ανθρώπους, όπως μου εξηγεί ένας νεαρός άντρας με λαμπερά μάτια που κάθεται πίσω μου, το τζίνι που κλαίει για τα βάσανα των ανθρώπων και μόνο μια φορά κλαίει από χαρά, όταν γεννιέται ένα παιδί, σύμφωνα με τα λόγια του τραγουδιού;
Β. Kadalundi : “Αυτός ο κόσμος δεν είναι δικός μας”
Το Kozhikode ή Calicut (που είναι η δυτική του ονομασία) είναι μια άχαρη πόλη 600.000 κατοίκων χτισμένη μέσα στο τροπικό δάσος από κοκκοφοίνικες, με πολυώροφα κτίρια ξενοδοχείων και εταιρειών και κακόγουστα malls, όπου δεν μπορείς να περπατήσεις πουθενά εκτός από την παραλία και την παλιά αγορά η οποία είναι όμως τώρα πια γεμάτη με τουριστικά μαγαζιά χωρίς ενδιαφέρον. Έτσι κανονίζουμε με την Αμάντα να πάμε μια κοντινή εκδρομή στο πάρκο Kadalundi, έναν από τους πολλούς υδροβιότοπους της περιοχής. Μας συνοδεύει η Neeta Gupta, μεταφράστρια, εκδότρια και επιμελήτρια από το Δελχί, συνιδρύτρια μιας εξαιρετικής πρωτοβουλίας, του Publishing exchange, ενός δικτύου μεταξύ Ινδών εκδοτών από διάφορες γλώσσες και μέλος του Ashoka Centre for Translation, του Ashoka University. O Ασίκ, ο νεαρός ταξιτζής μας, αναλαμβάνει να μας συνοδέψει όλη την ημέρα και να κάνει τον διερμηνέα όπου τον χρειαστούμε. Καντάλ σημαίνει θάλασσα μας εξηγεί και Λούντι είναι το ποτάμι που ενώνεται μαζί της δημιουργώντας αυτό το μαγευτικό τοπίο από διακλαδούμενα κανάλια και κατάφυτες νησίδες, καταφύγιο για πάνω από 60 είδη μεταναστευτικών πουλιών.
Στην είσοδο του πάρκου ένα παχουλό αγόρι, όχι πάνω από δώδεκα, πουλάει φρέσκο χυμό καρύδας που πίνεται κατευθείαν από το φρούτο. Διαλέγει μια από έναν τεράστιο σωρό δίπλα του, της αφαιρεί το πάνω μέρος με έναν μπαλτά και μας προσφέρει το ξύλινο κύπελο με ένα χάρτινο καλαμάκι. Ο υπόγλυκος αραιός χυμός, είναι η ίδια η ουσία του χλωρού και για μένα, σε μια εντελώς ιδιωτική στιγμή, το φίλτρο που μου ανοίγει την πόρτα της σπηλιάς του άλλου κόσμου, πρώτη μέρα σήμερα που αρχίζω να καταλαβαίνω πού βρίσκομαι. Επιβιβαζόμαστε σε μια μακρόστενη βάρκα μαζί με τον Ασίκ και τον βαρκάρη μας, έναν ξερακιανό άντρα με κόκκινο μούσι, ψημένο στον ήλιο και το αλάτι, και ξεκινάμε πλέοντας αργά μέσα στο εκτυφλωτικό πράσινο και γαλάζιο. Η πλοήγηση γίνεται με ένα μονό κοντάρι που βυθίζεται ρυθμικά στον βυθό, μια κίνηση που φαίνεται να χρειάζεται δύναμη, καθώς ο βαρκάρης μας στηρίζει πάνω του όλο του το σώμα και μετά το αποσύρει για να το ξαναβυθίσει στη λάσπη, το σώμα του κόντρα στον ήλιο εξαϋλώνεται σχεδόν κι ενώνεται με τις χορευτικές κινήσεις άλλων βαρκάρηδων που πλέουν δίπλα μας, οργώνοντας τον ίδιο βυθό με τα δικά τους κοντάρια, εκτελώντας αυτή την συλλογική χορογραφία της πλεύσης, της μεταφοράς, της πανάρχαιας σχέσης αυτού του μη υδρόβιου όντος με τον νερένιο κόσμο. Παρόλη την ομορφιά και τη γαλήνη, τους καταπράσινους θάμνους της υδρόβιας βλάστησης, τα mangroves, τις νησίδες, τους λευκούς κορμοράνους, τους ερωδιούς και τους λιγοστούς αετούς και διάφορους γλάρους, τι ακούσαμε; Ακούσαμε τον βαρκάρη μας, που μοιάζει τόσο πολύ με την πανίδα του τόπου του, με ένα λιγνό σκουμπρί ή έναν θλιμμένο ερωδιό, να λέει στα μαλαγιάλαμ, πως το ποτάμι και η θάλασσα δεν είναι πια καταφύγιο, πως τα πουλιά δεν ήρθαν φέτος, πως κάθε χρόνο έρχονται όλο και λιγότερα. Είναι το κλίμα, μας λέει, που αλλάζει, δεν φεύγουν πια από το βορά εγκαίρως και χάνουν την αλληλουχία της μετανάστευσης, λέει αυτό που ξέρουμε ήδη. Πως πίσω από κάθε ομορφιά του κόσμου, ακούγεται το βουητό της καταστροφής, ο ψίθυρος και το ψυχομαχητό της φθοράς.
Εμείς όμως, οι άνθρωποι, είμαστε τώρα εδώ κι έχουν γεμίσει τα μάτια μας και τα ρουθούνια μας με την οσμή του πράσινου και του ιώδιου και πεινάσαμε και πάμε μαζί με τον βαρκάρη μας να φάμε σε ένα σπιτάκι πλάι στο νερό, σε ένα μπαλκόνι με ένα μοναδικό τραπέζι όπου σερβίρουν το σπιτικό φαγητό της οικογένειας. Εκεί, ανάμεσα στους άγνωστους συνανθρώπους μας ξαναγυρίζει πίσω λίγη από την ψυχή μας και τα χαμόγελα πηγαινοέρχονται ανάμεσα σε εμάς και το έφηβο κορίτσι που μας σερβίρει. Μας λέει πως εκείνη μαθαίνει τώρα αγγλικά στον βαρκάρη μας. Τη συνοδεύει η μαγείρισσα μαμά της με τα λαμπερά μάτια και το μικρότερο αγόρι που μας παρατηρεί περίεργο. Μας στρώνουν πάνω σε φύλλα μπανάνας, καταπράσινα και στιλπνά τα οποία χρησιμοποιούν εδώ παραδοσιακά ως πιάτα, μια σοφή οικολογική χρήση του φύλλου που διατίθεται σε αφθονία και πετιέται κατευθείαν μαζί με τα όποια αποφάγια. Εκεί πάνω, πάστα τσίλι και τριμμένη καρύδα, πίκλες και μέσα σε δύο κατσαρόλες χορτοφαγικό κάρι και ρύζι και μια πιατέλα τηγανητά ψάρια με κρούστα από κάρυ. Κι έτσι σωσμένες αναχωρούμε από εκεί με χαμόγελα, φωτογραφίες και ευχές.
Σήμερα, 26 Ιανουαρίου είναι η Ημέρα της Δημοκρατίας, εθνική γιορτή σε όλη την Ινδία, τα άγρια ζώα του είδους μας, που θέλουν να καταστρέψουν τα πάντα στο διάβα τους, φορούν τώρα κονκάρδες με τα χρώματα της σημαίας και ξεχύνονται στους δρόμους, ένα ασύλληπτο πανδαιμόνιο εορτασμού και έξαρσης κυριαρχεί παντού και ο οδηγός του μικρού πούλμαν που μας μεταφέρει τη νύχτα στο ξενοδοχείο μας, εντελώς παγωμένο από το αιρκοντίσιον, παίζοντας στη διαπασών ινδική ποπ, παίρνει άλλες διαδρομές, περιφερειακές, κάνοντας ελιγμούς μέσα από σκοτεινά στενά που ίσα ίσα μας χωράνε και σκαμπανεβάζει επικίνδυνα σε ρηγματωμένους χωματόδρομους. Βγαίνουμε ξαφνικά σε μια λεωφόρο και εκεί μπροστά μας ή μάλλον δίπλα μας, ακινητοποιημένοι καθώς είμαστε από την κίνηση, περνάει μια μακρυά παρέλαση ινδουιστικής γιορτής με πολύχρωμες λαμπερές φορεσιές, ύμνους, πυρσούς και ελέφαντες, γιρλάντες από λουλούδια και τύμπανα και καθώς κοιτάζω αχόρταγα και μαγεμένα μέσα από το παράθυρο αισθάνομαι παραδομένη, χαμένη σε έναν ξένο τόπο και συμφιλιωμένη με αυτό.
Γ. Όχι Ιβάν, μάνταμ, το όνομά μου είναι Άιβαν: Προς τους λόφους του Βάγκαμον
Αυτό μου λέει, διορθώνοντάς με, ο εικοσιπεντάχρονος φοιτητής που μας συνοδεύει, εμένα και την Αμάντα στο τρίωρο ταξίδι με ιδιωτικό αυτοκίνητο για ένα τριήμερο residency στο ιδιωτικό Πανεπιστήμιο DC College, το οποίο προσφέρει σπουδές σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο στη διοίκηση επιχειρήσεων, στην αρχιτεκτονική και το interior design. Είναι το ένα από τα δύο Πανεπιστήμια που ανήκουν στον μεγιστάνα των εκδόσεων DC και διευθυντή του φεστιβάλ. Έχουμε ήδη ταξιδέψει με τρένο από το Koszicode, ξαπλωμένες σε κουκέτες, παρόλο που είναι πρωί και χωρίς να μπορούμε να διακρίνουμε τίποτα μέσα από τα σκονισμένα τζάμια του βαγονιού μας. Τώρα κοιτάζουμε μια ατελείωτη παράθεση άναρχων χαμηλών κτισμάτων, αμέτρητων πάγκων και περιπτέρων κατά μήκος του δρόμου, που πουλούν χυμούς, καφέδες και τσάι καθώς και καντίνες με αδιευκρίνιστα street food τηγανητά εδέσματα σε μορφή κροκέτας διαφόρων σχημάτων κι ένα δάσος από πολύχρωμες κακόγουστες ταμπέλες. Κάπου κάπου, μεγάλες φυτείες ανανά διακόπτουν τις μπανανιές και τους κοκκοφοίνικες. Το ραδιόφωνο παίζει ινδική ποπ μετά από δική μας παράκληση. Είμαστε φιλοξενούμενες και στο πρόγραμμα προβλέπεται στάση για ένα δροσιστικό ποτό, δηλαδή νερό καρύδας που μας προσφέρει στην άκρη του δρόμου κάτω από μια σε τέντα από κλαδιά φοινικιάς, ένα πανέμορφο σοβαρό αγόρι, το οποίο μοιάζει να έχει μόλις βγει από κάποιο κλαμπ, με το μαύρο γυαλιστερό λύκρα μπλουζάκι που φοράει μέσα στον καύσωνα. Ο Άιβαν μας προτρέπει να δοκιμάσουμε κι ένα άλλο ποτό και είναι η μόνη στιγμή που ρισκάρω σε όλο το ταξίδι (ευτυχώς χωρίς συνέπειες), αφού είμαι πάρα πολύ προσεκτική όπως είναι η οδηγία, με το νερό και την καθαριότητα. Ο μικρός πωλητής βάζει κομμάτια ζαχαροκάλαμο σε μια αρχαία μεταλλική πρέσα και αφού τα περάσει μια και δυο και τρεις φορές χύνεται το γλυκό ζουμί το οποίο ανακατεύει με χυμό λάιμ και τζίντζερ, είναι υπέροχο, μια γλύκα και μια πιπεράδα που διαπερνάει τον εγκέφαλο και σε ξυπνάει εντελώς. Με την Αμάντα δεχόμαστε συνένοχα, ενώ ο πωλητής ξεπλένει τα ποτήρια σε μια λεκάνη με νερό δίπλα του…..Τα χάρτινα καλαμάκια μια χρήσης τα συναντάμε σε όλη την Κεράλα, είναι δωρέα από ΜΚΟ ανακύκλωσης και το όλον είναι κάπως κωμικοτραγικό, υποκριτικό, απελπιστικό και μάταιο αντικρίζοντας τους σωρούς από αμάζευτα σκουπίδια που υπάρχουν παντού.
Ο Άιβαν τελειώνει το μεταπτυχιακό του και έχει ήδη βρει δουλειά σε παράρτημα της Pepsi Cola στην πόλη Hyderabad, στην οποία θα μετακομίσει του χρόνου. Μοιάζει σπασικλάκι αλλά είναι ένα ανήσυχο νεαρό άτομο που ξεδιπλώνει τις σκέψεις του και απλόχερα τις μοιράζεται μαζί μας, όταν καταλαβαίνει το ειλικρινές και σχεδόν αδηφάγο ενδιαφέρον μας. Το όνομά του προέρχεται, όπως σωστά μαντέψαμε από τον Ιβάν τον τρομερό, τον θρυλικό Ρώσο τσάρο. Εκτός από τα οικονομικά που σπούδασε για να βρει καλή δουλειά, του αρέσει η τέχνη και η ιστορία, πηγαίνει σε μουσεία στα ταξίδια που έχει κάνει σε όλη την Ινδία με την οικογένειά του, στο εξωτερικό δεν μπορεί, it is very expensive madam, αλλά το ονειρεύεται, θέλει να πάει στο Παρίσι, γυρίζει ταινίες μικρού μήκους, γράφει σενάρια και μουσική.
Στους πρόποδες του λόφου πίνουμε τσάι σε υπαίθριο σταντ σε ένα διαλεγμένο σημείο “of scenic beauty”, με υπέροχη θέα στους λόφους. Καπνίζω επιτέλους ελεύθερα πίνοντας τον φρικτό αραιό καφέ που σερβίρουν παντού. Αυτός ο “ινδικός” καφές σερβίρεται με γάλα και δύο κουταλιές ζάχαρη όπως και το μαύρο τσάι, και τα δύο προϊόντα της Κεράλα. Βγάζουμε φωτογραφίες και κουβεντιάζουμε, του προσφέρω στριφτό τσιγάρο και αυτός ένα ινδικό με ντόπιο καπνό, “μην το πείτε σε κανέναν, μάνταμ, ότι καπνίζω”. Επιβεβαιώνει πως η Κεράλα είναι η ομορφότερη και καλύτερη περιοχή στην Ινδία, πράγμα που θα ακούμε από εδώ και πέρα από όλους σχεδόν του ανθρώπους που συναντάμε, ντόπιους αλλά και Ινδούς από άλλες περιοχές. Γιατί ρωτάμε τον Άιβαν, γιατί λες πως είναι η καλύτερη; Πρόκειται για μια ιστορικοπολιτική ουτοπία, την οποία μας περιγράφει και την οποία θα προσπαθήσω να παραθέσω εδώ, μαζί με κάποια στοιχεία που συνέλεξα στη συνέχεια.
Δ. Λέγεται σοσιαλισμός ηλίθιε!: Η ουτοπία της Κεράλα
Η Κεράλα σχηματίστηκε την 1η Νοεμβρίου 1956, μετά την ψήφιση του Νόμου περί αναδιοργάνωσης των Πολιτειών, συνενώνοντας τις περιοχές όπου οι κάτοικοι μιλούσαν τη γλώσσα Μαλαγιάλαμ. Με έκταση 38.863 τετραγωνικά χιλιόμετρα (περίπου το ένα τρίτο της Ελλάδας) η Κεράλα είναι το 14ο μικρότερο σε έκταση ινδικό κρατίδιο. Με 33 εκατομμύρια κατοίκους, διαθέτει πολλές εντυπωσιακές πρωτιές: θεωρείται το λιγότερο διεφθαρμένο κράτος της Ινδίας, και έχει το χαμηλότερο ποσοστό ανθρωποκτονιών μεταξύ των ινδικών κρατιδίων. Έχει επίσης το χαμηλότερο ποσοστό αστέγων στην αγροτική Ινδία, και η πολιτεία προσπαθεί να επιτύχει τον στόχο να γίνει η πρώτη «Μηδενική Πολιτεία Αστέγων», εκτός από το περίφημο «Σχέδιο Μηδενικών Ακτημόνων». Η Πολιτεία είναι επίσης μεταξύ των χαμηλότερων στο δείκτη πείνας της Ινδίας. Η Κεράλα έχει το υψηλότερο ποσοστό αλφαβητισμού, το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής στην Ινδίας . Το κρατίδιο κατέχει την πρώτη θέση στη χώρα όσον αφορά την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης, έχει την υψηλότερη έκθεση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην Ινδία με εφημερίδες που εκδίδονται σε εννέα γλώσσες, κυρίως στη Malayalam και μερικές φορές στην αγγλική. Ο Ινδουισμός ασκείται από περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού, ακολουθούμενος από το Μουσουλμανισμό και τον Χριστιανισμό. Η σχολή αστρονομίας και μαθηματικών της Κεράλα άκμασε μεταξύ του 14ου και του 16ου αιώνα. Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ο σύγχρονος εκπαιδευτικός μετασχηματισμός της Κεράλα πυροδοτήθηκε από τις προσπάθειες των ιεραποστόλων της Church Mission Society να προωθήσουν τη μαζική εκπαίδευση. Έτσι από το 1854, τα πριγκιπικά κρατίδια Travancore και Cochin ξεκίνησαν εκστρατείες μαζικής εκπαίδευσης κυρίως με βάση τις κάστες και τις κοινότητες, και εισήγαγαν ένα σύστημα επιχορήγησης για να προσελκύσουν περισσότερες ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Σε αυτή την πολύ σημαντική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση συμμετείχαν ιδρύματα της καθολικής εκκλησίας αλλά και εξέχουσες μορφές Ινδών δασκάλων-γκουρού όπως ο Narayana Guru.
Πώς προέκυψαν όμως όλα αυτά; Ας κάνουμε ένα σύντομο μάθημα ιστορίας: Το κράτος κυβερνάται από ένα κοινοβουλευτικό σύστημα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπου παρέχεται καθολική ψηφοφορία στους κατοίκους. Μετά την ανεξαρτησία, η Πολιτεία διοικήθηκε ως σοσιαλδημοκρατική οικονομία πρόνοιας. Το «φαινόμενο της Κεράλα» ή το «μοντέλο ανάπτυξης της Κεράλα» με την πολύ υψηλή ανθρώπινη ανάπτυξη και τη συγκριτικά χαμηλή οικονομική ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα ενός ισχυρού τομέα υπηρεσιών.
Η Κεράλα έχει ισχυρή παρουσία αριστερού κινήματος που συνέβαλε σε αλλαγές στο παραδοσιακό σύστημα φεουδαρχίας-κάστας στην Ινδία. Ο εκδημοκρατισμός του κράτους συνδυάστηκε με έντονη παρουσία κοινωνικής πρόνοιας και οδήγησε στον μεγάλο κοινωνικό μετασχηματισμό από τις αρχές του 20ού αιώνα. Το 1957 η Κεράλα εξέλεξε μια κομμουνιστική κυβέρνηση με επικεφαλής τον EMS Namboothiripad, που εισήγαγε το επαναστατικό διάταγμα για τη μεταρρύθμιση της γης. Η μεταρρύθμιση της γης εφαρμόστηκε από την επόμενη κυβέρνηση, η οποία είχε καταργήσει τη μίσθωση, ωφελώντας 1,5 εκατομμύριο φτωχά νοικοκυριά. Το επίτευγμα αυτό ήταν αποτέλεσμα δεκαετιών αγώνα των αγροτικών οργανώσεων της Κεράλα. Το 1967, κατά τη δεύτερη θητεία του ως αρχηγός της κυβέρνησης, ο EMS συνέχισε τον αγώνα για την μεταρρύθμιση. Η πρωτοβουλία για τη μεταρρύθμιση της γης κατήργησε την ενοικίαση και την εκμετάλλευση από τους ιδιοκτήτες, ενώ καθιέρωσε την αποτελεσματική δημόσια διανομή τροφίμων σε νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, ευνοϊκούς νόμους και συντάξεις για τους αγρότες και υψηλό ποσοστό κρατικής απασχόλησης για τα μέλη των κοινοτήτων των πρώην κατώτερων καστών. Οι αλλαγές αυτές προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τις προσπάθειες που ξεκίνησαν στα τέλη του 19ου αιώνα από τα βασίλεια του Κοτσίν και του Τραβανκόρ για την ενίσχυση της κοινωνικής πρόνοιας. Αυτή η εστίαση διατηρήθηκε από την δημοκρατική κομμουνιστική τοπική κυβέρνηση, μετά την ανεξαρτησία, και η κουλτούρα αυτή ενισχύθηκε ως σήμερα από όλους τους κυβερνητικούς σχηματισμούς. Οι συγκριτικά υψηλότερες δαπάνες της κυβέρνησης για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη και την εξάλειψη της φτώχειας από τον 19ο αιώνα και μετά βοήθησαν το κράτος να διατηρήσει ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο διαβίωσης.
Το κρατίδιο, στο οποίο ας σημειώσουμε το νυν εθνικιστικό κυβερνόν κόμμα δεν εξέλεξε καμία έδρα, φιλοξενεί δύο μεγάλες πολιτικές συμμαχίες οι οποίες εναλλάσσονται στην διακυβέρνηση της πολιτείας: το Ενιαίο Δημοκρατικό Μέτωπο (UDF), με επικεφαλής το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο, και το Αριστερό Δημοκρατικό Μέτωπο (LDF), με επικεφαλής το Κομμουνιστικό Κόμμα Ινδίας (Μαρξιστικό) (CPI(M).
Όσο αφορά τα δικαιώματα η Κεράλα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των θεμάτων ΛΟΑΤΚΙ στην Ινδία. Παρόλο που οι γυναίκες έχουν τις ευκαιρίες που τους παρέχει η εκπαίδευση, η πολιτική συμμετοχή, η ενημέρωση κ.λπ. τα εργαλεία αυτά δεν έχουν ακόμη μεταφραστεί σε πλήρη, ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες της Κεράλα.
Τι συμβαίνει σήμερα; Όπως εκδηλώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο, έτσι κι εδώ, υπό το σημερινό νεοφιλελεύθερο καθεστώς έχει επιταχυνθεί η εμπορευματοποίηση των τομέων της εκπαίδευσης και της υγείας – γεγονός που έχει μεταβάλει τη βάση της ισότητας του μοντέλου της Κεράλα στο σύνολό της.
Ε. DC College, ένα σύγχρονο Gurukulam;
Η γαλακτώδης ύλη της ομίχλης αγκαλιάζει τους λόφους νωρίς το πρωί, το πυκνό πράσινο διαφαίνεται πίσω από το πέπλο της δροσιάς, ενώ αμέτρητοι ήχοι αθέατων πουλιών συλλαβίζουν το δικό τους αλφάβητο σπάζοντας τη σιωπή της νύχτας. Κατηφορίζουμε με την Αμάντα τα περίπου πεντακόσια μέτρα προς το κολλέγιο, περνώντας από το σπίτι με την κομμουνιστική σημαία με το σφυροδρέπανο να ανεμίζει στο κατώφλι (ένα θέαμα που θα επαναληφθεί πολλές φορές στο ταξίδι σε δρόμους και αυλές) και τις φυτείες τσαγιού όπου γυναίκες εργάτριες με τα καπέλα-ομπρέλες για τον ήλιο, μας χαιρετούν από μακρυά. Περνάμε την πύλη και χαιρετάμε τις καθαρίστριες με τα λαμπερά χαμόγελα που σκουπίζουν με παραδοσιακές σκούπες από κλαδιά, λικνίζοντας το σώμα τους στο ρυθμό του ξερού συριστικού ήχου που παράγουν. Άλλη μια από τις πολλές τελετουργικές εργασίες και ασχολίες αυτού του ταξιδιού που χτυπούν μέσα μας το πλήκτρο της υπόμνησης, της συνέχειας ενός κόσμου που εξακολουθεί να υπάρχει μέσα από την κίνηση, τον ήχο, τα υλικά.
Αυτή η συνέχεια παρηγορεί και συγκρατεί τα υποκείμενα, τα κρατά εναγκαλισμένα και ασφαλή ακόμα και μέσα σε συνθήκες οικονομικής δυσκολίας και λίγων πόρων, τα κρατά με τα νήματα και τους δεσμούς της κοινότητας, τα κρατά ριζωμένα. Αυτή είναι η λέξη, ριζωμένοι είναι οι άνθρωποι εδώ, ακόμα κι εμείς μπορούμε να νιώσουμε και σχεδόν να μοιραστούμε αυτό το ρίζωμα, που όσο εύθραυστο και να είναι εξακολουθεί να αντλεί κάποιους χυμούς μέσα στην άνυδρη και άυλη συνθήκη του μετακαπιταλιστικού κόσμου που έχει μετατρέψει τα υποκείμενα που τον κατοικούν, ιδίως στις λεγόμενες δημοκρατίες της Δύσης, σε ζόμπι. Η αίσθηση της ζωής σε κυκλώνει εδώ σε κάθε έκφανσή της, στο στήσιμο των σωμάτων, στο χαμόγελο και την απεύθυνση, σε μια διάχυτη αλλά πολύ έντονη αίσθηση του “ανήκειν”, του “κατοικείν’. Αίσθηση που έχει να κάνει με το ότι βρίσκομαι απλώς εδώ που πρέπει να είμαι, χωρίς αμφισβήτηση, χωρίς αίτημα, χωρίς αγωνία.
Όπως πληροφορούμαστε η πανεπιστημιούπολη του DCSMAT ιδρύθηκε το 2002 στο Vagamon. Το ίδρυμα ενσωματώνει ένα πλήρως οικιστικό μοντέλο εκπαίδευσης «Gurukulam». Σε αυτό το παραδοσιακό σύστημα θρησκευτικής εκπαίδευσης στην Ινδία, οι śiṣya («μαθητές») μαθαίνουν και εκπαιδεύονται ζώντας κοντά ή στο ίδιο σπίτι με τον γκουρού τους. Η πανεπιστημιούπολη του Vagamon διαθέτει 26 κτίρια και εγκαταστάσεις εστιών για πάνω από 800 φοιτητές, με Wi-Fi υψηλής ταχύτητας, κάλυψη CCTV, εργαστήρια υπολογιστών και ψηφιακές αίθουσες διδασκαλίας καθώς και γυμναστήριο, καφετέρια, μίνι μάρκετ, τράπεζα και ΑΤΜ, αμφιθέατρο και ιατρικές εγκαταστάσεις. Εδώ φοιτητές και καθηγητές ζουν μαζί στην μέση του πουθενά, ενώ η πιο κοντινή πόλη να απέχει πάνω από 10 χιλιόμετρα με την υποτυπώδη συγκοινωνία, ανάμεσα στα βουνά, τη ζούγκλα και τους ήχους του δάσους. Η ατμόσφαιρα του κολεγίου μου δημιουργεί σχεδόν αμέσως το δυσάρεστο αίσθημα καταπίεσης που έχουν όλα τα οικοτροφεία. Η επιτήρηση είναι ασφυκτική και εμφανής σε κάθε βήμα, μέχρι κι εμάς επιτηρούν, αλλά υποθέτω πως δεν μπορεί να είναι διαφορετικά όταν έχεις μαντρωμένους 800 νέους μέσα στο δάσος, χωρίς άλλη διέξοδο! Τα παιδιά που σπουδάζουν εδώ προέρχονται από εύπορες οικογένειες που κάνουν πολλές φορές θυσίες για να τους προσφέρουν καλή εκπαίδευση, μιας και το ίδρυμα φροντίζει και την επαγγελματική αποκατάσταση των φοιτητών του.
Στην βιβλιοθήκη, που επισκεπτόμαστε πρώτη, ο βιβλιοθηκάριος μας δείχνει τα ελληνικά βιβλία, Όμηρος και Καζαντζάκης, μεταφρασμένα στα μαλαγιάλαμ. Η υποχρέωσή μας εδώ είναι να δώσουμε δύο διαλέξεις σε δυο διαφορετικές ομάδες φοιτητών, προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς, σε μια υπέροχη ευρύχωρη αίθουσα διαλέξεων με ξύλινη κατασκευή που επιτρέπει στον αέρα να κυκλοφορεί ελεύθερα. Η Αμάντα κι εγώ, σχεδόν χωρίς να συνεννοηθούμε από πριν, αποφασίζουμε να μιλήσουμε για την αξία και τη χαρά της λογοτεχνίας χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στο δικό μας έργο. Μιλάμε και οι δύο βιωματικά αλλά και θεωρητικά, πράγμα που κάνει τις διαλέξεις μας πολύ δημοφιλείς, όπως καταλαβαίνουμε με χαρά, από την προσοχή, τις ερωτήσεις και τις αντιδράσεις των φοιτητριών που μας περιστοιχίζουν μετά. Δίνουμε ραντεβού με την ομάδα φιλαναγνωσίας έπειτα από δική τους παράκληση, την ίδια μέρα στις 7 το απόγευμα. Απογοητευόμαστε λίγο γιατί και εδώ τους συνοδεύει ο πολυλογάς καθηγητής τους, ο οποίος σαν σπαστικός μπαμπάς κατευθύνει και τη συζήτηση. Ένα πολύ έξυπνο αγόρι που σπουδάζει αρχιτεκτονική μας μιλάει για το σχήμα των γραμμάτων της γλώσσας μαλαγιάλαμ τα οποία είναι στρογγυλά σαν μια ακολουθία παρενθέσεων και διαμορφώθηκαν έτσι επειδή χαράσσονταν σε πάπυρο, ενώ τα ελληνικά, μας λέει, που χαράσσονταν σε πέτρα, είναι γωνιώδη. Και τότε μια από τις πιο δραστήριες κοπέλες που μας έχουν πλησιάσει, και η οποία ήδη γράφει δικά της ποιήματα και διηγήματα χαρακτηρίζει το κολέγιο “ακριβή φυλακή”, μια μάλλον νεανική υπερβολή καθώς εμείς διακρίνουμε άνεση και τρυφερότητα στις σχέσεις καθηγητών και φοιτητών μέσα στα πλαίσια μιας αναγκαστικής συμβίωσης και με τις αυστηρές προδιαγραφές των σπουδών του κολεγίου. Ο πρόεδρος του κολεγίου, Ντόκτορ Ούμες, όπως θέλει να τον αποκαλούμε, είναι μια στιβαρή αλλά πολύ γλυκομίλητη προσωπικότητα, και φέρει κάτι αγορίστικο και παιχνιδιάρικο, στοιχείο που προσδίδει σε όλους τους Ινδούς αυτό το λίκνισμα του κεφαλιού δεξιά αριστερά σαν νεύμα κατάφασης ή συγκατάβασης ή αποδοχής. Εκτός από οικονομολόγος, ιδιοκτήτης νοσοκομείου, καθηγητής, είναι επίσης εδώ και μια εικοσαετία δάσκαλος διαλογισμού της μεθόδου, heartfullness, στην οποία προσφέρθηκε να μας μυήσει.
Έπειτα από τρία βράδια και δύο μέρες παραμονής ανυπομονούμε κι εμείς να δραπετεύσουμε προς την ελευθερία του ταξιδιού που συνεχίζεται. Θα κρατήσω το συγκλονιστικό ηχητικό τοπίο των εντόμων της νύχτας, μια αμετάφραστη ποίηση που διαπερνούσε το σκοτάδι με τους ηλεκτρικούς, μεταλλικούς ήχους των κρουστών τους. Αθέατα, με τις ευαίσθητες αντένες τους, που προσλαμβάνουν και εκπέμπουν τα μυστικά του κόσμου, ειδοποιούν και προειδοποιούν, χτυπούν την ίδια νότα, είναι εκεί εκεί εκεί είναι εδώ, εδώ, εδώ, αλλά ταυτόχρονα ό,τι πιο μακρινό, αυτό που ποτέ δεν μπορείς να αγγίξεις ούτε με το βλέμμα και σου δίνεται σαν δώρο …..
Ζ. Το φιδάκι, το δέντρο που κοιμάται και το θέατρο Kathakali – Fort Kochi
H Νίνα Ναίρ είναι μια κοινωνιολόγος που γνωρίσαμε στο φεστιβάλ KLF, και μας υποδέχεται για δείπνο στον επόμενο σταθμό μας, το γραφικό και γαλήνιο Fort Κochi, ένα νησί- φρούριο στην ευρύτερη περιοχή της πόλης-λιμάνι Κότσιν, με το προσωνύμιο «Βασίλισσα της Αραβικής Θάλασσας», αφού ήταν σημαντικό κέντρο εμπορίας μπαχαρικών στη δυτική ακτή της Ινδίας από την αρχαιότητα. Οι Πορτογάλοι δημιούργησαν εδώ το οχυρό Κότσι (Fort Emmanuel), το 1503, προτού το καταλάβουν οι Ολλανδοί το 1663, ενώ ο Βάσκο Ντε Γκάμα είναι θαμμένος στην καθολική εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου. Το Κότσιν είναι η μεγαλύτερη και πολυπληθέστερη μητροπολιτική περιοχή της Κεράλα και από το 2012 φιλοξενεί την πρώτη Μπιενάλε τέχνης της Ινδίας.
H νύχτα είναι αποπνικτικά ζεστή, αλλά το εστιατόριο διαθέτει ανεμιστήρες και η Νίνα μας ξεδιπλώνει το αντικείμενο της δουλειάς της, που αφορά την οργάνωση και συμμετοχή σε προγράμματα, με την συνεργασία πολλών διεθνών φορέων, για την ενίσχυση μη προνομιούχων ομάδων, κυρίως φτωχών γυναικών στην Ινδία αλλά και σε άλλες χώρες του λεγόμενου αναπτυσσόμενου κόσμου, κυρίως της Αφρικής. Αυτή η κοσμοπολίτισσα με τις εντυπωσιακές σπουδές στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, φοράει παραδοσιακή απλή κούρτα και σαλβάρι, όπως και οι περισσότερες γυναίκες εδώ, είναι ινδουίστρια από καταγωγή και μας μιλάει για τη λατρεία του φιδιού στην κάστα των Ναίρ, στην οποία ανήκει παραδοσιακά η οικογένειά της. Μας μιλάει για τα οικόσιτα φίδια που φρόντιζαν στις αυλές των σπιτιών οι γυναίκες της οικογένειας, προσφέροντάς τους γάλα, και προσευχές. Στην πνευματική παράδοση των Ινδουιστών, το φίδι αντιπροσωπεύει τη ζωή, τον θάνατο και τον χρόνο και συμβολίζει τη δημιουργία, τη διατήρηση και την καταστροφή, όπως και θεϊκή τριάδα του Ινδουισμού, ο Μπράχμα ο δημιουργός, ο Βίσνου, ο προστάτης και ο Σίβα, ο καταστροφέας. Όπως μας λέει η Νίνα, οι Ινδοί με το επώνυμο Ναίρ, προέρχονται από την κάστα των Ναίρ, ανώτερη κάστα πολεμιστών, που λειτουργούσαν μια μητρογραμμική κοινή οικογενειακή δομή, τα tharavad, σύμφωνα με την οποία οι οικογένειες των απογόνων μιας κοινής προγόνου ζούσαν κάτω από μια στέγη. Τα tharavads αποτελούνταν από 50 έως 80 μέλη συνήθως, και μόνο οι γυναίκες ζούσαν στο κεντρικό σπίτι- οι άνδρες ζούσαν σε ξεχωριστά δωμάτια ή οικήματα. Παρόλο που έχει ζήσει πολλά χρόνια στις ΗΠΑ και ταξιδεύει συνεχώς, ονειρεύεται να επιστρέψει οριστικά στην πατρίδα της. Γυρίζουμε στο ξενοδοχείο μέσα στην νύχτα, όπου αδέσποτα σκυλιά κινούνται στις παρυφές των δρόμων αδύνατα και φοβισμένα, περπατώντας κάτω από τους θόλους των τεράστιων δέντρων “rain trees”, που βρίσκονται παντού εδώ, ρουφώντας ό,τι μπορούμε από την δροσιά τους. Υπάρχει μια στιγμή στο ταξίδι που αφήνεσαι, δεν είσαι πια επιφυλακτική ούτε διστακτική, μέσα στο σώμα χτυπάει μια άγουρη τόλμη, δεν είσαι η ξένη που κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα, ανοίγεις την πόρτα και αφήνεις τα πράγματα να έρθουν. Και έρχονται, κυκλοφορούν ελεύθερα χωρίς λογοκρισία και χωρίς κατανομή και διάκριση, υποχωρείς για να αφήσεις να περάσουν. Είσαι ο εαυτός σου, αλλά ξεχασμένος.

Με το κεφάλι μου γεμάτο φίδια και περίεργες θεότητες ξαπλώνω στο κρεβάτι μου και ψάχνω τα rain trees, τα δέντρα της βροχής, (Samanea saman ή Albizia saman) τα οποία εισήχθησανμ όπως διαβάζω, ως φυτά λεωφόρων από τους αποικιοκράτες. Οι ντόπιοι τα λένε “δέντρα που κοιμούνται”, επειδή την νύχτα διπλώνουν τα φύλλα τους και τα ανοίγουν πάλι με το φως του ήλιου. Κοιτάζοντας εικόνες των καρπών και των ανθών τους διαπιστώνω πως υπάρχουν δέντρα αυτής της οικογένειας και στην Αθήνα, πιο μικρόσωμα με τα ρόζ λεπτεπίλεπτα λουλούδια τους που μυρίζουν λίγο σαν ροδάκινο. Λέγονται “ακακίες Κωνσταντινουπόλεως”. Κι άλλη μια ανακάλυψη! Το “φιδάκι” το επιτραπέζιο παιχνίδι που παίζαμε παιδιά έχει τις ρίζες του στην Ινδία του 13ου αιώνα και εισήχθη από τους Βρετανούς στην Ευρώπη! Γνωστό ως Moksha Patam, σημαίνει το μονοπάτι προς τη φώτιση και ήταν ένα ταμπλό με φίδια και σκάλες, ενώ ένα είδος κοχυλιού χρησιμοποιούταν για ζάρι.
Να πάτε οπωσδήποτε σε μια παράσταση Kathakali, μας λέει η Νίνα, είναι λίγο τουριστικό πια, αλλά αξίζει, κι έτσι κλείσαμε εισιτήριο για την επόμενη μέρα. Τώρα βρισκόμαστε μέσα στο παγωμένο από το αιρ κοντίσιον κατάμεστο ξύλινο θέατρο και παρακολουθούμε την τελετουργία του μακιγιάζ, την μεταμόρφωση των κοινών θνητών σε πλάσματα του μύθου. Η σιωπηλή αυτή περφόρμανς που κράτησε περίπου μια ώρα είναι μια μύηση η ίδια. Παρακολουθούμε τον προσεκτικό και ακριβή χορό των χειρονομιών και των αγγιγμάτων, καθώς κατεργάζονται ο ένας το πρόσωπο του άλλου, ο ένας καθιστός και ο άλλος ξαπλωμένος μπροστά στα πόδια του. Τρυφερότητα, προσοχή, σεβασμός και υπακοή στους κανόνες της τέχνης, δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα μάθημα διαλογισμού. Και ακριβώς όπως σε έναν διαλογισμό, στην αρχή σκέφτομαι τι κάναμε σήμερα το πρωί, την επίσκεψη στην υπαίθρια αγορά φρούτων και ψαριών, το μαγαζί των μπαχαρικών του συνεταιρισμού γυναικών, το τατουάζ χέννας που κάναμε και οι δύο σαν φυλαχτό, την βόλτα με το τουκ τουκ στην Εβραϊκή συναγωγή Paradesi, και το Ολλανδικό παλάτι Mattancherry (που είναι ινδικό), τον ινδουιστικό ναό μέσα στην λίμνη με τα άνθη των λωτών, τους βραχμάνους προσκυνητές που ξάπλωναν κάτω από τα υπερμεγέθη αγάλματα των θεών, το πανέμορφο πρόσωπο του οδηγού μας, του Ατζύλ, το εργαστάσιο-πλυντήριο όπου ένας στρατός από πλύστρες και πλύντες πλένουν ρούχα και σεντόνια από ξενοδοχεία στο χέρι, τα στεγνώνουν μαζικά στον καυτό αέρα σε ένα οικόπεδο που μοιάζει με σκηνικό από ταινία ή καλλιτεχνική εγκατάσταση, τα σιδερώνουν με αρχαία μαντεμένια σίδερα όπου καίνε φλούδα καρύδας, και μας αφήνουν να τους επισκεφτούμε χωρίς ενόχληση, χωρίς αδιακρισία, με ένα καθαρό βλέμμα υποδοχής και σε κάθε ευκαιρία ένα χαμόγελο. Αφού έγινε η ανάμειξη των φυσικών χρωστικών, πράσινο (για τους ευγενείς χαρακτήρες), κόκκινο (για τους πολεμιστές ή τους δαίμονες) μαύρο (για τις κακές φιγούρες), ξεκινάει το μεθοδικό χτίσιμο του μακιγιάζ του χαρακτήρα, όπου εκτός από τα χρώματα τοποθετούνται προεκτάσεις και επιθέματα από χαρτί (κάποτε ήταν πάστα ρυζιού) που αλλάζουν την ανθρώπινη μορφή των ηρώων. Το Kathakali που μεταφράζεται ως «παιχνίδι ιστοριών», είναι μια μορφή χορευτικού θεάτρου, όπου η αφήγηση μεταφέρεται μέσω χειρονομιών και εκφράσεων του προσώπου και απεικονίζει επεισόδια από τα μυθικά ινδικά έπη Ramayana, και Mahabharata. Πρόκειται για ένα οπτικό αριστούργημα με τις περίτεχνες στολές και τις πανύψηλες περικεφαλαίες, και συνοδεύεται από τον ρυθμικό ήχο των κρουστών οργάνων, το τραγούδι του αφηγητή, τον εκστατικό κυκλωτικό χορό των ερμηνευτών και την στυλιζαρισμένη παντομίμα των εκφράσεων του προσώπου, τις εννέα Navarasas. Όπως και σε κάθε έκφανση της ζωής στον Ινδουισμό, υπάρχει μια μανία κατανομής, καταλογογράφησης, διαίρεσης και ονοματοδοσίας των πάντων. Αυτή η θεώρηση δημιουργεί έναν ιλλιγγιώδη δεύτερο κόσμο μέσα στον κόσμο και μια δεύτερη γλώσσα ορισμών και ονομάτων, η οποία αντί να τακτοποιεί το χάος το πολλαπλασιάζει ασταμάτητα ως την πλήρη έκρηξη και παράδοση στην πολλαπλότητα, που είναι και η ουσία του. Οι παραστάσεις Kathakali, όπως μας είπε η Νίνα, διαρκούσαν συνήθως όλη την νύχτα με ιερά καντήλια που έκαιγαν λάδι καρύδας, ακολουθώντας πολλά τελετουργικά στάδια μέχρι την λύτρωση, την επικράτιση του καλού πάνω στο κακό, και όταν έφτανε η ανατολή κοινό και ηθοποιοί μοιράζονταν παραδοσιακά εδέσματα και οι ερμηνευτές επέστρεφαν στην θνητή τους μορφή, ως την επόμενη παράσταση.
Η. Ένα ραβδί από τον ουρανό-η συνάντηση με τη φυλή μου
Βρισκόμαστε στον κήπο του Πανεπιστημίου της Κεράλα, στην πρωτεύουσα του κρατιδίου, το δυσκολοπρόφερτο Θιρουβανάνθαπούραμ, ή πιο εύκολα Τριβάντρουμ, η πόλη του θεού Ανάντα ή Ανάνθα. Πρόκειται για μία μορφή του θεού Βίσνου, που αναπαύεται σε στάση «Anantashayana», σε έναν αιώνιο γιόγκικο ύπνο πάνω στο Shesha, τον άρχοντα των φιδιών που διαφεντεύει όλους τους πλανήτες του σύμπαντος. Αυτός είναι και ο θεός του Padmanabhaswamy Temple , ένα αριστούργημα ινδουιστικής αρχιτεκτονικής κι ένας από τους μεγαλύτερους και πλουσιότερους ινδουιστικούς ναούς στην Ινδία, άβατο για μη ινδουιστές, οι οποίοι μπορούν να τον επισκεφθούν μόνο φορώντας παραδοσιακό ένδυμα, σάρι για τις γυναίκες και λευκό ντότι για τους άντρες.
Το δημόσιο πανεπιστήμιο της Κεράλα είναι ένα παραδοσιακό σύνολο κτιρίων που ιδρύθηκε το 1937, κι εμείς είμαστε καλεσμένες από το Τμήμα Αγγλικών Σπουδών να παρουσιάσουμε το project, Coastal echoes, του οργανισμού LAF. Το Coastal echoes, είναι συλλογικό έργο που έχει στόχο να εξερευνήσει τις κοινές περιβαλλοντικές ανησυχίες και τις ευρύτερες σχέσεις με τη φύση και τα μη ανθρώπινα είδη, το οποίο έχει πραγματοποιηθεί μέχρι στιγμής σε διάφορες παράκτιες τοποθεσίες και θα συνεχιστεί αυτό το καλοκαίρι στην Ελλάδα. Εξελίσσεται διαρκώς μέσα από συνεργασίες και νέα έργα που προκύπτουν στην πορεία, και αφορούν τις προκλήσεις και τις αβεβαιότητες της κλιματικής αλλαγής και της απώλειας της βιοποικιλότητας. Μετά την παρουσίασή μας που είχε χαρακτήρα μιας διάλεξης με στοιχεία performance, σε μια κατάμεστη αίθουσα με φοιτητές και καθηγητές, θαυμάζουμε τα τεράστια δέντρα banyan, ένα είδος φίκου που θεωρείται το εθνικό δέντρο της Ινδίας. Είναι δέντρα γίγαντες, με κορμούς διαμέτρου πολλών μέτρων και τα οποία έχουν την ιδιαιτερότητα να ρίχνουν νέες ρίζες από τα κλαδιά τους προς το χώμα, αναπτύσσοντας έτσι βοηθητικούς κορμούς, πράγμα που τους επιτρέπει να εξαπλώνονται ατέρμονα προς τα έξω, λες και θα μπορούσαν να καταλάβουν τα πάντα. Τι πιο ταιριαστό σκέφτομαι για την Ινδία που είναι γεμάτη θεότητες, ένα δέντρο που κινείται κι εκείνη την στιγμή ένα ξύλινο ραβδί από στιλπνό ξύλο, ο καρπός του, πέφτει στο κεφάλι μου κι εγώ το παίρνω σαν φυλαχτό μαζί μου.
Είμαστε τώρα εδώ για το δεύτερο μεγάλο λογοτεχνικό φεστιβάλ, με εκατοντάδες (400) διεθνείς καλεσμένους, το Mathrubhumi International Festival of Letters, (MBIFL) που βρίσκεται στην τέταρτη χρονιά του, με θέμα “Το ρεύμα της αλλαγής” στον σύγχρονο κόσμο, και αφορά τις δημογραφικές αλλαγές, τις περιβαλλοντικές ανησυχίες, τις τεχνολογικές εξελίξεις, τις οικονομικές τάσεις και τα κοινωνικά κινήματα. Έτσι ξεκίνησε και η εφημερίδα Mathrubhumi το 1923, ως η φωνή του αγώνα για την ελευθερία της Ινδίας στην Κεράλα. Το φεστιβάλ διεξάγεται μέσα στο πάρκο του παλατιού Kanakakkunnu, σε υπαίθρια περίπτερα σκεπασμένα με ξύλινες πέργκολες από μπαμπού. Εδώ δεν υπάρχει κοσμοσυρροή, επειδή πληρώνεις αντίτιμο για την παρακολούθηση των εκδηλώσεων, παρ’ όλα αυτά ένα μελίσσι ανθρώπων από όλες τις φυλές του κόσμου, καλεσμένοι και κοινό, περιφέρεται ασταμάτητα μέσα στα μονοπάτια του κήπου.
Έχουμε έρθει στην πόλη μετά από έξι μέρες συλλογικής ζωής και δουλειάς, σε ένα σπίτι πάνω από τον ωκεανό στην ακτογραμμή του Κόβαλαμ. Η Κλαρίσα Πινκόλα Εστές, στο βαθυστόχαστο βιβλίο-φάρμακο “Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους”, σε μια σύγχρονη ανάλυση του γνωστού παραμυθιού “Το ασχημόπαπο” γράφει πως καθεμία μας οφείλει να ανακαλύψει, πέρα από τη φυσική της οικογένεια, τη φυλή της. Έτσι λοιπόν κι εγώ, εκεί, στο σπίτι δίπλα στον ωκεανό ενώθηκα πάλι με τους ανθρώπους της φυλής μου, αυτούς με τους οποίους μιλώ την ίδια γλώσσα της αναγνώρισης και που κοντά τους ο κόσμος αλλάζει ταχύτητα και τρόπο βίωσης. Τον καλλιτεχνικό τρόπο εννοώ. Μαζί με την Zoe Scoulding, αγγλίδα ποιήτρια, μουσικό που ζει και εργάζεται στο Πανεπιστήμιο της Μπάνγκορ στην Ουαλία, την Catrin Menai, εικαστική καλλιτέχνη και ποιήτρια από την Ουαλία και το καλλιτεχνικό δίδυμο, Luna Montenegro (Χιλή) και Adrian Fisher (Αγγλία) που δραστηριοποιούνται σε μια ευρύτατη περιοχή που περιλαμβάνει ποιητική performance, καλλιτεχνικό ακτιβισμό, μουσική και φιλμ.
Η κοινή μας ζωή δίπλα στη θάλασσα σε αυτό το κάπως απομακρυσμένο μέρος μας έδωσε την ευκαιρία να εργαστούμε ταυτόχρονα προς δύο κύριες κατευθύνσεις: την έρευνα και την έμπνευση (παραγωγή νέου έργου). Τα στοιχεία αυτού του έργου σε εξέλιξη ήταν αρκετά μοναδικά, καθώς μπορούσαμε να βιώσουμε τη φύση in situ, αλλά και την τοπική ζωή και τα πολλά σημεία αλληλεπίδρασης και αντίφασης:
Μακριές αμμώδεις παραλίες στην ινδοαραβική θάλασσα, εν μέρει παραδεισένιες, εν μέρει δυστοπικές και απρόσιτες λόγω της ρύπανσης. Τοπικές κοινότητες με βαθιά σχέση με το νερό, το θρησκευτικό στοιχείο γύρω μας ακόμα πολύ ζωντανό, ένα παραθαλάσσιο τζαμί και δεκάδες ινδουιστικοί ναοί παντού στην περιοχή. Οι ζωντανοί δεσμοί των ανθρώπων με την κοινότητα και την τελετουργία, μέσω της θρησκείας και της παράδοσης, των εθίμων, της λαϊκής τέχνης, του φαγητού, της γλώσσας, του τραγουδιού κ.λπ. διατηρούν εδώ μια αίσθηση του ανήκειν, που τόσο πολύ μας λείπει στον κοσμικό δυτικό μας κόσμο. Ρίχνουμε ματιές σε αυτόν τον «άλλο» κόσμο” γοητευμένοι και περίεργοι. Διαπιστώνουμε μαζί πως η τελετουργία και η κοινότητα φαίνεται να κρατούν ακόμα ενωμένο αυτόν τον κόσμο, πέρα από τη φτώχεια και τα τεράστια χάσματα μεταξύ των τάξεων. Οι παράκτιες κοινότητες των ψαράδων μας αποκαλύπτουν μια αρχαία, αδιάλειπτη ζωή συνδεδεμένη με τη θάλασσα, που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας. Το παλιό λιμάνι των ψαράδων, γεμάτο πουλιά που ζητιανεύουν, ψαρόβαρκες, αηδιαστικές αλλά οικείες μυρωδιές από σάπια ψάρια, ομάδες ανδρών που ξεκουράζονται πίνοντας τσάι μετά από μια μέρα δουλειάς, καλύβες και υπόστεγα όπου γυναίκες και παιδιά μισοκρυμένα μας κοιτάζουν χωρίς αδιακρισία. Αυτός ο κόσμος που μοιάζει αδιατάρακτος εδώ και αιώνες συνυπάρχει με το τερατώδες σε μέγεθος νέο λιμάνι στο βάθος, που βρυχάται μηχανικά σαν θηρίο και απειλεί να τα καταπιεί όλα αυτά, ένα ακόμη παράδειγμα μιας στρεβλής αντίληψης για την ανάπτυξη και με ελάχιστα ή καθόλου οφέλη για τους ντόπιους. Ανάμεσα στα δύο, η αμμουδιά όπου ομάδες ανθρώπων όλων των ηλικιακών και ταξικών ομάδων έρχονται κάθε βράδυ κοντά στο ηλιοβασίλεμα, για να παρακολουθήσουν τον μεγάλο μαγνήτη, τη θάλασσα, και να παίξουν με τα κύματα.
Συλλέγουμε όλα αυτά κατά τη διάρκεια των ημερών, έπειτα από μεγάλους περιπάτους και πολύωρες συζητήσεις, συλλέγουμε εικόνες, πρόσωπα, κομμάτια διαλόγου, αρχαία τραγούδια ψαράδων που μας συγκινούν μέχρι δακρύων, συλλέγουμε εκστατικά τύμπανα από ινδουιστικούς ναούς, το χορό και τα χρώματα των ρούχων που στροβιλίζονται γύρω, το άδολο χαμόγελο στα πρόσωπα των ανθρώπων και τη βαθιά αίσθηση απαντοχής στις κακουχίες, συλλέγουμε τη γεύση των φρέσκων γαρίδων και των ψαριών, τους σωρούς σκουπιδιών που ξεχειλίζουν δίπλα στην παραλία, τα μεγαλοξενοδοχεία για τουρίστες στην άλλη άκρη, συλλέγουμε τον ήχο των κυμάτων που βρυχώνται, τα κοράκια και τους αετούς που βγαίνουν από τη ζούγκλα και συλλέγουμε κυριολεκτικά κομμάτια πλαστικού από την παραλία: παραμορφωμένα, μη αναγνωρίσιμα σχήματα ίσως από άλλο πλανήτη, δείγματα αιώνιας ντροπής και ρύπανσης, εισβολής και ασχήμιας. Τα συλλέγουμε ως ένα είδος τελετουργίας και διαμαρτυρίας, δημιουργώντας ένα μικρό αρχείο της εξαθλίωσης και του κινδύνου.
Ξεκινάμε να γράφουμε ένα συλλογικό ποίημα που μοιάζει να ρέει φυσικά από τον καθένα μας, κάθε βράδυ, ως παιχνίδι στην αρχή, ως τελετουργία του ανήκειν και ως προσπάθεια να κατοικήσουμε τον τόπο στην συνέχεια. Και το ποίημα διαμορφώνεται από μόνο του με τις εντυπώσεις, τις σκέψεις, τους ρυθμούς, τις εικόνες της κάθε ημέρας, καθώς προσεγγίζουμε τον τόπο πρώτα ως επισκέπτες και σιγά σιγά ως μάρτυρες, ερευνητές ή και ικέτες αυτού του παράξενου ξένου ναού της φύσης. Παράγουμε πολλές σελίδες αυτού του χειρόγραφου έργου σε εξέλιξη, τις οποίες αργότερα μεταφέρουμε σε ένα αρχείο υπολογιστή, κάνουμε παράξενα κολάζ με τα πλαστικά σκουπίδια προσπαθώντας να διατηρήσουμε ένα είδος μορφής μέσα στα άμορφα ίχνη του βιομηχανικού μας πολιτισμού. Η τεκμηρίωση της δραστηριότητάς μας είναι ένα άλλο μέρος της δουλειάς μας, καθώς και η ατομική εργασία που παράγεται από τον καθένα από εμάς και περιλαμβάνει, σημειώσεις και κείμενα, αλλά και φωτογραφίες, ήχους και βίντεο που θα επεξεργαστούν και θα προστεθούν στη συνεχιζόμενη διαμόρφωση αυτού του πολυμεσικού έργου.
Τα έργα και οι συζητήσεις μας εμπλουτίζονται από στοιχεία της πολιτικής και της ιστορίας του τόπου, τα οποία είναι πάντα, όπως φαίνεται, τα ίδια: διαφθορά, εκμετάλλευση, μονόπλευρη ανάπτυξη, ανισότητα, καταστροφή των φυσικών πόρων. Η κοινότητα των ψαράδων συμβάλλει, μέσω μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης στην ανακύκλωση και τη διαχείριση των σκουπιδιών, αλλά δεν έχουν την πολυτέλεια να φάνε τα ψάρια που πιάνουν, τρέφονται με χυλό από βρώμη.
Και Έτσι μισογοητευμένοι , μισοαπογοητευμένοι φτάνουμε στο μεγάλο φεστιβάλ στο Τριβάντρουμ, την πρωτεύουσα, όπου μένουμε σε ένα ξενοδοχείο 5 αστέρων με πισίνα. Είμαστε ευγνώμονες για την εμπειρία και νιώθουμε ότι η δουλειά μας είναι πολύ δύσκολο να παρουσιαστεί σε μια ώρα, έτσι θέτουμε τα περιγράμματα, το αποτέλεσμα είναι μόνο αυτό που βγαίνει στην επιφάνεια από ένα βουνό του γίγνεσθαι το οποίο ελπίζουμε ότι μπορούμε να συνεχίσουμε. Μαζί μας οι συνεργάτες μας, η Ινδή συγγραφέας Sampurna Chattarji και η ποιήτρια και μεταφράστρια Anitha Thampi, που είχαν εργαστεί για μεταφράσεις του έργου μας στη γλώσσα της Κεράλα. Ευτυχώς η παρουσίαση αυτή συναντά το ενδιαφέρον ενός αρκετά μεγάλου κοινού, και όπως επιθυμούσαμε από την αρχή, έχουμε δημιουργήσει κάποιες συνδέσεις με τοπικές ομάδες και ακτιβιστές ευαισθητοποιημένους στο περιβάλλον και με συναδέλφους καλλιτέχνες.
Τι κάνουμε, αναρωτιόμαστε συνεχώς, αξίζει τον κόπο; Ναι, αν έχουμε κατά νου ότι η τέχνη είναι ένας τρόπος να σκεφτόμαστε για τον κόσμο και να συμμετέχουμε στο παιχνίδι ως παίκτες και όχι απλώς ως θεατές, δεν είναι ένα ντεκόρ αλλά ένας τρόπος να δρούμε ακόμη και στο περιθώριο των κυρίαρχων εξελίξεων. Το ποιητικό έργο δημιουργεί μια εναλλακτική αφήγηση για τον κόσμο, αφού χρειαζόμαστε ακόμα λέξεις για να υμνήσουμε και να αγαπήσουμε αυτόν τον κόσμο, να μιλήσουμε για την ομορφιά και την ασχήμια του, την εύθραυστη φύση του, τη μοναδικότητα κάθε ύπαρξης, τη φρίκη της καταστροφής, χρειαζόμαστε λέξεις για να θρηνήσουμε για την απώλεια και να αγωνιστούμε για ό,τι είναι πολύτιμο, χρειαζόμαστε λέξεις για να διεκδικήσουμε το ανέφικτο προκειμένου να διατηρήσουμε ό,τι είναι πραγματικό.



(*) Η Κατερίνα Ηλιοπούλου είναι συγγραφέας και μεταφράστρια, διευθύντρια του περιοδικού ΦΡΜΚ
https://www.keralaliteraturefestival.com/
*“Αυτός ο κόσμος δεν είναι δικός μας”, από ένα κείμενο του Κυριάκου Χαρίτου



























