Χρήστος Τσιάμης
Εκτελούσα, βιαστικά, το καθημερινό πρωϊνό μου δρομολόγιο για τη δουλειά, κατηφορίζοντας το πεζοδρόμιο της οδού Τόμσον προς το νότιο τέρμα του Μανχάτταν. Είχα διασχίσει την οδό Μπρουμ, κάθετη της Τόμσον, όταν η άκρη του ματιού μου έπιασε κάτι που με ανάγκασε να βάλω φρένο και να οπισθοδρομήσω δυο τρία βήματα. Στον πελώριο τοίχο της πρώην ζυθοποιίας, επάνω σε ένα αφηρημένης τέχνης γκραφίτι, υπήρχε κολλημένο ένα άλλο γκραφίτι, υπό τύπον αφίσας, με τη μορφή μιας γάτας με γυαλιά που ‘αντανακλούσαν’ εις διπλούν το πρόσωπο μιας γυναίκας και, με κεφαλαία γράμματα από την μια άκρη στην άλλη, επαναλαμβανόμενες γραμμές της φράσης «KAFKA IS FAMOUS» («Ο Κάφκα είναι διάσημος»). Στο υπόλοιπο της διαδρομής μου προσπάθησα, εις μάτην, να ερμηνεύσω τη σημασία αυτής της αφίσας. Την επόμενη μέρα την τράβηξα φωτογραφία. Και δεν την ξανακοίταξα μέχρι σήμερα που διάβασα ένα άρθρο σε Αμερικανική εφημερίδα και μου θύμισε πως αυτόν το μήνα κλείνουν εκατό χρόνια από τον θάνατο του Φρανς Κάφκα. Είπα λοιπόν να προσπαθήσω, για ακόμη μια φορά, να καταλάβω τη σημασία της αφίσας στην παλιά φωτογραφία (που έχει ψηφιακή ημερομηνία 12 Μαίου, 2016) καθώς, επίσης, να αναμοχλεύσω το ερώτημα: τι ακριβώς σημαίνει σήμερα για μας ο Κάφκα;
Ο Αμερικάνος συγγραφέας (κάτοχος του «Εθνικού Εβραϊκού Βραβείου Βιογραφίας») του προαναφερθέντος άρθρου έκανε μια αναδρομή στο πώς ερμήνευσαν τον Κάφκα διάφορες τάσεις, στον αιώνα μετά τον θάνατο του, υποστηρίζοντας ότι ο καθένας εύρισκε στο έργο του κάτι που τον εκπροσωπούσε. Οι υπαρξιστές είδαν στο έργο του ένα υπαρξιακό άγχος, οι ακόλουθοι της ψυχαναλυτικής είδαν την έκφραση μιας περίπλοκης νευρωτικής ψυχολογίας που αντανακλά τους σύγχρονους καιρούς, και οι μοντερνιστές είδαν έναν συγγραφέα που βρήκε μια μοντέρνα τεχνική για να αποδώσει τον ‘διαμελισμό των ιδεών’ της κοινωνίας του μεσοπολέμου και της μεταπολεμικής κοινωνίας. Ως και πολιτικές ερμηνείες δόθηκαν. Οι μεν είδαν σε έργα του, όπως η «Δίκη» και ο «Πύργος», τη μάχη του ηρωικού ατόμου ενάντια στον οργανωμένο καπιταλισμό, ενώ οι άλλοι είδαν σε αυτά τα ίδια έργα τον αγώνα του πολίτη για να ξεφύγει απ’ τα γρανάζια της γραφειοκρατίας των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων. Εκείνο, όμως, που μου τράβηξε περισσότερο το ενδιαφέρον στο άρθρο ήταν η ακόλουθη ιστορία. Όταν τα Σοβιετικά στρατεύματα, λέει, έκαναν εισβολή στην Ουγγαρία, το 1956, για να πατάξουν την αντισοβιετική εξέγερση στη χώρα αυτή, συνέλαβαν τον διάσημο Μαρξιστή, φιλόσοφο/θεωρητικό της λογοτεχνίας Γκιόργκι Λούκατς και τον φυλάκισαν σε ένα Ρουμανικό πύργο-κάστρο χωρίς να του αποδώσουν καμιά κατηγορία. Και λέγεται ότι τότε ο Λούκατς είπε: «Τελικά, ο Κάφκα ήταν ένας ρεαλιστής!». Το αναφέρω γιατί αυτή ακριβώς είναι και η δική μου άποψη για τον Κάφκα μετά από χρόνια επαναληπτικών, απολαυστικών αναγνώσεων του έργου του.
Ο συγγραφέας της περίφημης «Μεταμόρφωσης», όπου ο νεαρός Γκρέγκορ Σάμσα ξυπνάει από άσχημα όνειρα ένα πρωί και διαπιστώνει ότι έχει μεταμορφωθεί σε ένα γιγαντιαίο έντομο, είναι δυνατόν να είναι ένας ρεαλιστής; Και η απάντηση μου είναι, αδίσταχτα, ναι! Μα πώς; θα μου πείτε. Και σας απαντώ. Η πραγματικότητα, που η έκφραση της στην τέχνη ορίζεται ως ρεαλισμός, στο σύνολο της δεν είναι πάντα αυτό που διαπιστώνουμε σε πρώτη όψη. Υπάρχουν πράγματα που διαφεύγουν της προσοχής μας, ή που περνούν στο πεδίο της οπτικής μας αλλοιωμένα, για τον έναν ή τον άλλον λόγο, ή που μας είναι απρόσιτα. Κάτι που έχει να κάνει με χαρακτηριστικά του καθενός μας, όπως ο βαθμός της προσοχής, η παρατηρητικότητα, ή ακόμα και κάποια φυσική μας ικανότητα ή έλλειψη της. Είναι γεγονός ότι «αυτόπτες μάρτυρες» του ίδιου περιστατικού μπορεί να προσφέρουν διαφορετικές εικόνες του τι «ακριβώς» συνέβη. Κατόπιν, υπάρχει και η δυσκολία του ίδιου του «εργαλείου» της γλώσσας (με την οποία επίσης βλέπουμε) να ορίσει κάποια πράγματα που βρίσκονται πέρα από τα αντικείμενα της καθημερινής συνήθειας. Κι εδώ έγκειται ο ρεαλισμός του Κάφκα. Βρήκε τρόπο, με το εργαλείο της γλώσσας, να διευρύνει τα όρια της πραγματικότητας. Όπως οι εφευρέτες επιστήμονες του μικροσκοπίου έφεραν στη θέα μας ολόκληρους κόσμους που επί χιλιετίες η ύπαρξη τους μας ήταν άγνωστη, έτσι και ο Κάφκα δημιούργησε ένα ειδικό εργαλείο γλώσσας που έκανε δυνατόν να γίνει ορατή μια υπάρχουσα αλλά αόρατη για εμάς πραγματικότητα.
Ας κοιτάξουμε την ίδια τη «Μεταμόρφωση», αυτό το σπουδαίο διήγημα που έμπνευσε τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες να ξεκινήσει τις δικές του αναζητήσεις στον ρεαλισμό εκείνον που αργότερα τον ονόμασαν «Μαγικό». Είναι πραγματικότητα αυτό που μας λέει ο Κάφκα, ότι σαν ξύπνησε ο Σάμσα ένα πρωί διαπίστωσε ότι είχε μετατραπεί σε ένα πελώριο ζουζούνι; Αν ήμασταν δηλαδή παρόντες εκεί εκείνο το πρωί θα βλέπαμε, όταν άνοιξε την πόρτα του δωματίου του ο Σάμσα, ένα τέτοιο πλάσμα; Φυσικά όχι. Τότε τι συμβαίνει; Πρώτα θα παρατηρήσουμε ότι ο συγγραφέας ναι μεν διηγείται την ιστορία σε τρίτο πρόσωπο αλλά έχει μπει για τα καλά μες στο μυαλό αυτού του χαρακτήρα, με αυτόν μόνο αναλογίζεται, ενώ όλοι οι άλλοι χαρακτήρες λειτουργούν περιφερειακά, και συμπληρωματικά. Επομένως ο Γκρέγκορ Σάμσα είναι ο συγγραφέας. Δεύτερον, κανένας από αυτούς που τον αντικρίζουν δεν περιγράφει στο διήγημα τη μορφή του. Απλώς, κρύβουν με τις παλάμες τους το πρόσωπο τους, ή δείχνουν κάποιο άλλο είδος αποστροφής. Οι εκάστοτε περιγραφές του ζουζουνιού προέρχονται μόνο από τον αφηγητή συγγραφέα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κάφκα, όταν επρόκειτο να εκδοθεί το βιβλίο αυτό το 1915, είχε σοβαρές αντιρρήσεις ως προς την εικόνα που θα υπήρχε στο εξώφυλλο. Συγκεκριμένα, είχε γράψει στον εκδότη του: «…μου πέρασε από το νου ότι [ο εικονογράφος] ίσως να θελήσει να ζωγραφίσει το ίδιο το ζουζούνι. Όχι αυτό, σε παρακαλώ, όχι αυτό.» Γιατί, καταλήγει, «το ζουζούνι [του διηγήματος] δεν μπορεί να αποδοθεί σαν ζουζούνι. Ούτε ακόμα και από μακριά δεν θα πρέπει να παρουσιαστεί».
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι ο Σάμσα ξυπνάει ένα πρωί με το έντονο αίσθημα μιας πλήρους απομόνωσης από το ανθρώπινο περιβάλλον του, το οικογενειακό και της δουλειάς του. Και το συναίσθημα είναι τόσο έντονο που βλέπει τον εαυτό του σαν κάτι από… ένα άλλο ζωικό βασίλειο. Δεν υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας. Πόσοι από εμάς, φορές φορές, δεν έχουμε αισθανθεί το ίδιο; Απ’ ό,τι ξέρουμε από τα ημερολόγια του Κάφκα και τις επιστολές του, ο συγγραφέας είχε τέτοια έντονα βιώματα, ειδικά σε σχέση με τον πατέρα του. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πως στο ημερολόγιο του υπάρχει η εξής καταχώρηση (από τον Νοέμβριο του 1911): «Λόουι – ο πατέρας μου για αυτόν: Αυτός που πάει στο κρεβάτι με τα σκυλιά ξυπνάει με ζουζούνια.» Το γνωμικό που χρησιμοποιεί ο πατέρας του για να εκφράσει την απέχθεια του για τον φίλο του Κάφκα, ηθοποιό ενός θιάσου που ανέβαζε έργα στη γλώσσα Γίντις, θα έλεγε στη σωστή μορφή του ότι «…ξυπνάει με ψύλλους». Ο Κάφκα όμως στο ημερολόγιο του γράφει τη λέξη «ζουζούνια». Έτσι το άκουσε ή έτσι αισθάνθηκε. Ένα χρόνο αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1912, με ένα τέτοιο ζουζούνι ξεκινάει το περίφημο διήγημα του. (Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι από το 1907, στο διήγημα του «Προετοιμασίες για ένα γάμο στην εξοχή», που παρέμεινε αδημοσίευτο ενόσω αυτός ήταν εν ζωή, είχε ήδη γράψει κάτι παρόμοιο. Υπό τη μορφή ενός εσωτερικού μονόλογου του ήρωα, που αισθάνεται άβολα με κάθε κοινωνική επαφή και ονειρεύεται να στείλει το σώμα του στους εορτασμούς ενώ αυτός μένει σκεπασμένος στο κρεβάτι του, λέει: «Και καθώς είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι αποκτάω το σχήμα ενός μεγάλου σκαθαριού…»). Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Κάφκα εφευρίσκει ένα εργαλείο, με τα υλικά της γλώσσας, που μπορεί να μεγεθύνει μια αόρατη κατάσταση στον κόσμο των ανθρώπινων σχέσεων και να την κάνει για εμάς μια ορατή πραγματικότητα!
Στο τέλος του άρθρου του, ο Αμερικάνος συγγραφέας αφιερώνει τέσσερις παραγράφους για να περιγράψει την πραγματικότητα της «Δίκης» του Κάφκα σύμφωνα με μια δική του εμπειρία. Όταν δίδασκε, γράφει, στην Ιερουσαλήμ, σε ένα πρόγραμμα του Αμερικανικού πανεπιστημίου Bard, του είχε κάνει εντύπωση η αντίδραση των Παλαιστινίων φοιτητών του κατά την ανάγνωση της «Δίκης». Πόσο τους είχε «καθηλώσει» η πρώτη πρόταση του μυθιστορήματος αυτού: «Κάποιος θα πρέπει να είχε διασύρει τον Ιωσήφ Κ., γιατί ένα πρωί, χωρίς να έχει κάνει κάτι αληθινά κακό, τον συνέλαβαν.» Ένας φοιτητής το συνέκρινε με το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του συγγραφέα Μουσταφά Καλίφα από τη Συρία που είχε φυλακιστεί για 13 χρόνια χωρίς καν να έχει δικαστεί. Και για μια φοιτήτρια αυτό που διάβαζε ήταν ακριβώς αυτό που συνέβαινε στην οικογένεια της. Πολεμούσαν, νομικώς, επί χρόνια την κυβέρνηση του Ισραήλ που ήθελε να τους κάνει έξωση από το πατρικό τους σπίτι όπου είχαν ζήσει απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 1950. ‘Όπως και στη «Δίκη», είχε πει η φοιτήτρια, δεν υπάρχει αθώωση στην περίπτωση τους. «Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε σε αναβολή της έξωσης, αναβολή, αναβολή, αναβολή». (Αναβολή ήταν η λέξη που είχαν χρησιμοποιήσει οι πρώτοι μεταφραστές του Κάφκα στα αγγλικά. Στα γερμανικά, μαθαίνουμε αργότεραα, ο Κάφκα είχε χρησιμοποιήσει τον νομικό όρο «παράταση».)
Για αυτούς τους φοιτητές, λέει ο Αμερικάνος καθηγητής, «…ο Κάφκα σκάρωσε έναν κόσμο που δεν είναι υπερρεαλιστικός αλλά σούπερ ρεαλιστικός». Και με αυτά που συμβαίνουν τελευταία στη Δυτική Όχθη της Παλαιστίνης, όπου κοντά δέκα χιλιάδες Παλαιστίνιοι έχουν συλληφθεί από τον Ισραηλινό στρατό μέσα σε λίγους μήνες και έχουν φυλακιστεί χωρίς την απόδοση κάποιας κατηγορίας, μπορούμε να προσθέσουμε ότι έχουμε δέκα χιλιάδες διαφορετικές πραγματικές ιστορίες ανθρώπων που μαρτυρούν ότι «Η Δίκη» του Κάφκα περιγράφει και μια σημερινή, ρεαλιστική διαδικασία καταπίεσης. (Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι ο τίτλος του Κάφκα στα Γερμανικά, «Der Prozess», είναι μια λέξη που δεν σημαίνει απλώς αυτή καθαυτή τη δίκη αλλά, μάλλον, μια ολόκληρη διαδικασία, όπως έχει παρατηρήσει ο μεταφραστής της πιο πρόσφατης Αμερικανικής έκδοσης Breon Mitchell.)
Τέλος, στο διήγημα «Στη Σωφρονιστική Αποικία» ο Κάφκα περιγράφει ένα διοικητικό σύστημα όπου οι υποπίπτοντες σε κάποιο αδίκημα, που μόνο οι αρχές ξέρουν τι είναι, τιμωρούνται, χρησιμοποιώντας μια περίπλοκη μηχανή βασανιστηρίου, με τον εξής τρόπο: απογυμνωμένοι τοποθετούνται επίπεδοι επάνω στο μέρος της μηχανής που λέγεται το «Κρεβάτι», με την πλάτη τους εκτεθειμένη σε ένα εξάρτημα, από πάνω τους, με πολλαπλές βελόνες, που αποκαλείται η «Σβάρνα». Ένα άλλο μέρος της μηχανής, με την ονομασία «Σχεδιαστής» («Designer» στην αγγλική μετάφραση), ρυθμίζει τις βελόνες με τέτοιο τρόπο ώστε, όταν αρχίζει η «Σβάρνα» να πηγαινοέρχεται πάνω από το σώμα του τιμωρημένου, να γράφουν πάνω στη σάρκα του, τρυπώντας με δονήσεις τη γυμνή πλάτη του, την εντολή την οποία αυτός είχε παραβιάσει. Αυτό συνεχίζεται μέχρι που από το μαρτύριο αυτό, έξι ώρες αργότερα, ο τιμωρημένος εκπνέει. Το συγκεκριμένο αδίκημα στο οποίο αναφέρεται το διήγημα είναι ότι ο τιμωρημένος είχε αντιμιλήσει και είχε απειλήσει έναν αξιωματικό υπό τον οποίον υπηρετούσε. Κι έτσι, αυτό που θα γραφόταν πάνω στο σώμα του ήταν «ΝΑ ΤΙΜΑΣ ΤΟΥΣ ΑΝΩΤΕΡΟΥΣ ΣΟΥ!».
Πόσο ρεαλισμός υπάρχει στην παραπάνω ιστορία; Πρώτα πρώτα, να πούμε ότι η λεπτομερής περιγραφή της μηχανής και της λειτουργίας της δεν είναι εντελώς ψέγμα της φαντασίας του συγγραφέα. Μέρος της δουλειάς του Κάφκα, στην ασφαλιστική εταιρεία όπου εργαζόταν, απαιτούσε την ακριβή περιγραφή, στις αναφορές που έγραφε, των εργατικών δυστυχημάτων που είχαν συμβεί, των μηχανών (όπως τα βιομηχανικά ηλεκτρικά πριόνια), και των μηχανισμών που είχαν προκαλέσει αυτά τα δυστυχήματα. Όσο για την σιωπηλή κατηγορία, που δεν έχει απαγγελθεί, όπως στη «Δίκη», έτσι και στη «Σωφρονιστική Αποικία», που γράφτηκε την ίδια εποχή, ο συγγραφέας βρίσκει τον τρόπο να φωτίσει και να μεγεθύνει πτυχές της σχέσης του με την καταπιεστική ¨αρχή¨ του πατέρα. Έγραφε δηλαδή για κάτι που το γνώριζε από πρώτο χέρι και ήταν για αυτόν μια καθημερινή πραγματικότητα. Και τις μέρες αυτές, δεν μας διέφυγε μια φωτογραφία, σε Ισραηλινή ηλεκτρονική εφημερίδα, ενός νεαρού Παλαιστίνιου με το βελονισμένο κόκκινο σχήμα του «’Αστρου του Δαυίδ» στο αριστερό του μάγουλο που, κατά την εφημερίδα, είχε συμβεί στα χέρια εφτά Ισραηλινών αστυνομικών. Προφανώς, ο νεαρός είχε τολμήσει να αντιμιλήσει στις αρχές κατοχής και να αμφισβητήσει έτσι την κυριαρχία τους στα μέρη εκείνα. Και εκείνοι τον χάραξαν με το έμβλημα του κράτους για να του θυμίσουν ποιος είναι το αφεντικό!
Παρόλο που η εκ νέου αναδίφηση της παλιάς φωτογραφίας με το γκραφίτι «Kafka is famous» με οδήγησε σε μια μικρή περιήγηση του έργου του Φρανς Κάφκα, η σημασία του γκραφίτι αυτού παραμένει ακόμα για μένα ένα μυστήριο. Μπορώ όμως να βγάλω κάποια απλά συμπεράσματα. Δηλαδή, ότι ο καλλιτέχνης αυτός (που έκανε υπογραφή του τη φράση Kafka is famous) τοποθετώντας το εικονιζόμενο εδώ γκραφίτι, και άλλα παρόμοια, σε δημόσιους τοίχους της Νέας Υόρκης, ήξερε καλά τη δύναμη που έχει η διαφήμιση στην κοινωνία. Ήξερε ότι με αυτόν τον τρόπο το μήνυμα του ενισχύεται. Ότι επαναλαμβάνοντας πως ο Κάφκα είναι διάσημος ο συγγραφέας θα γινόταν ακόμα πιο διάσημος! (Για αυτούς που δεν τον ήξεραν και ίσως έκαναν μια γρήγορη αναζήτηση στα ‘έξυπνα’ τηλέφωνα τους). Και, ταυτοχρόνως, θα μπορούσε να δρέψει και αυτός ο ίδιος, ο καλλιτέχνης του γκραφίτι, τα «πλούσια αγαθά» της διασημότητας. Ήταν και αυτός ένας μεγάλος ρεαλιστής!