του Άρη Μαραγκόπουλου
Στην Περσεφόνη άρεσαν πολύ τα παραμύθια. Με εκείνα ισοζύγιαζε τη μαυρίλα του κάτω κόσμου με το φως του επάνω. […] Τα παραμύθια ξέρουν καλύτερα από τον καθένα τι είναι αυτό που πρέπει να κάνει.
Δ. Λ., «Η Περσεφόνη διαβάζει παραμύθια»
Ι. Σαν παραμύθι
Tα γραπτά της Δήμητρας Λουκά σφύζουν από χώμα, νερό, ζωικά υγρά και ταλαιπώριες της γυναικείας ψυχής. Κάθε αφήγησή της μεταφέρει τον αναγνώστη στον υγρό λειμώνα της οργωμένης και της αγεώργητης γης, κάθε λέξη της ξύνει τον φλοιό αιώνιων δέντρων, ανασκαλεύει τα σκοτεινά, υγρά βάθη της γης, αναδεύει αιωρούμενα κλαδιά, ποδοπατά σαπισμένα φύλλα, στάζει αίμα ανακατεμένο με σπέρμα, ηχεί ως απόμακρος λυγμός, κυλά ως δάκρυ.
Στις γήινες, παραμυθένιες ιστορίες της η βρωμιά και η ομορφιά, η αλήθεια και το ψέμα ενώνονται μυστικά κι αξεδιάλυτα σε ταλαιπωρημένα κορμιά, σε βασανισμένες ψυχές, σε δαιμονικούς εφιάλτες. Συμβαίνουν δε, σε τόπους και χρόνους που, το υπερεπεξεργασμένο φαντασιακό μας παραπέμπει βολικά σε αρχέγονη εποχή.
Κι ωστόσο η Λουκά δεν μεταγράφει παλαιϊκά παραμύθια. Δεν συντηρεί κάποιου είδους επικολυρικό, βουκολικό φολκλόρ με μάγισσες και ξωτικά, όπως πιθανόν θα διατεινόταν κάποια επιφανειακή, επιπόλαιη ανάγνωση. Μπορεί η γλώσσα, οι λέξεις, οι ιστορίες της, να εκφράζονται κάποτε με δημώδεις αποχρώσεις, να οικειώνονται θέματα, στερεότυπα μοτίβα και ύφος λαϊκών μύθων και δοξασιών (ακόμα και από την ηθογραφία του 19ου αιώνα). Η αλήθεια όμως είναι ότι η συγγραφέας γράφει σήμερα, γεγονός που από μόνο του δηλώνει ότι εξ ανάγκης γράφει με την επίγνωση και τις έγνοιες του σήμερα, πιο απλά, δεν γράφει παραμύθι, γράφει λογοτεχνία σαν παραμύθι.
ΙΙ. Το ανθρωπολογικό δάνειο
Οπωσδήποτε η γραφή της δεν δανείζεται την προβλέψιμη γοητεία των συμβατικών παραμυθιών. Δεν γράφει Lord of the Rings. Δεν κάνει διασκεδαστική, φανταχτερή fantasy. Από το παραμύθι αποσπά μόνο όσα ανθρωπολογικά στοιχεία επιβιώνουν στο συλλογικό ασυνείδητο, ακριβώς επειδή η Ιστορία επιτρέπει να επιβιώνουν. (Στοιχεία που, εξάλλου, αποτελούν προνομιακό πεδίο της λογοτεχνίας.)
Ποια είναι αυτά; Η διαλεκτική ενότητα του κόσμου (δεν υπάρχει αρνί χωρίς λύκο, καλό δίχως κακό, όμορφο δίχως άσκημο, αγγελικό δίχως δαιμονικό)· η προσφυγή στο μεταφυσικό (δηλαδή η πίστη στο θαύμα) ως φυσιολογική ανάγκη εμπρός σε απρόσκλητα δεινά του βίου που υπερβαίνουν την κοινή λογική. Κι ακόμα: Η ψυχική βάσανος απέναντι στο Κακό· ο ανίατος πόθος για το Ανέφικτο· η Επιθυμία που εναντιώνεται στην Ανάγκη και, τέλος, το αέναο ερωτικό αγκάλιασμα της ζωής με τον θάνατο.
ΙΙΙ. Περσεφόνες και Δήμητρες
Σ’ αυτή τη λογική κινείται και η πρόσφατη συλλογή διηγημάτων της συγγραφέως. Η Λουκά παρωδεί εδώ την αρχαιοελληνική αλληγορία της Δήμητρας – Περσεφόνης. Το «παρωδεί» δεν αποτελεί ακριβή διατύπωση. Η αλήθεια είναι ότι την τσακίζει, την αναμοχλεύει, τη διαστρέφει, τη σύρει ως τα πιο απίθανα όριά της, την αναποδογυρίζει, τη διαλύει εις τα εξ ων συνετέθη: αυτή εδώ η Δήμητρα δεν είναι η οδυρόμενη, σπαραξικάρδια Δήμητρα. Αυτή η Περσεφόνη δεν είναι η απαχθείσα, ταλαίπωρη Περσεφόνη, έρμαιο του χθόνιου Θεού.
Ό,τι περιγράφεται σ’ αυτές τις ιστορίες δεν συγκροτεί οποιαδήποτε συνηθισμένη, ιστορημένη, μυθολογημένη σχέση μάνας και κόρης. Όσο για τον Πλούτωνα, αυτός δεν είναι τίποτε περισσότερο από δαίμονας του μυαλού, ένα αερικό, μια ρευστή, ανάερη ιδέα που, από τον Αχέροντα ως το αβυσσαλέο αστρικό διάστημα, επιβιώνει επειδή η κυρίαρχη, αναλλοίωτη στον χρόνο κατάσταση των πραγμάτων του επιτρέπει να επιβιώνει ανεμπόδιστα χάρη στο ξεπερασμένο συμβολικό κεφάλαιο ενός θλιβερού Κυανοπώγωνα.
ΙV. Γκροτέσκο ως μορφή, πατριαρχία ως περιεχόμενο
Σε αυτή την περιγραφή λείπει ένα στοιχείο που συνιστά αφηγηματική δεσπόζουσα στη συλλογή της. Στοιχείο που δεν επισημάνθηκε προηγουμένως μολονότι διατρέχει (πολύ κομψά είναι αλήθεια) όλο το μέχρι τώρα έργο της συγγραφέως: το γκροτέσκο. Είναι αυτό που στα κείμενά της ανάλαφρα μετατρέπει το μεταφυσικό, μαγικό στοιχείο σε καρικατούρα, την ιερότητα της παράδοσης σε ανίερο αστείο, το παραμυθένιο σε πεζή κοινοτοπία. Θα έλεγα μάλιστα ότι, ειδικά σ’ αυτή τη συλλογή, το γκροτέσκο των περιστάσεων είναι τόσο απελευθερωτικό στην όλη σαρκαστική του έκφραση που ωθεί τον αναγνώστη –κι αυτό συνιστά επιτυχία της συγγραφέως– να σταθεί με ανάλογη διάθεση σε σοβαρά θέματα όπως το κυρίαρχο εκείνο της πατριαρχίας.
Aυτό συμβαίνει επειδή οι επαναλαμβανόμενες, καταιγιστικές, γκροτέσκο παραλλαγές πάνω στην αρχετυπική αλληγορία ταπεινωμένης μάνας – αρπαγμένης κόρης δεν προκαλούν μόνον τον αναμενόμενο κλαυσίγελω· εκ παραλλήλου ευτελίζουν, συρρικνώνουν, αποσαθρώνουν τα –έτσι κι αλλιώς– σαθρά ιδεολογικά θεμέλια της κατεστημένης πατριαρχικής άποψης για τα πράγματα.
- V. Το ελευθεριακό χιούμορ
Το απελευθερωτικό χιούμορ πλημμυρίζει αυτές τις ιστορίες. Πρέπει κανείς να είναι πολύ στερημένος, πολύ μίζερος, πολύ ντρεσαρισμένος στην πατριαρχική νόρμα για να μην μπορεί να απολαύσει το γεγονός ότι η Περσεφόνη «έχει μπουχτίσει τα σκοτάδια», ότι «δεν πιάνεται ξανά κορόιδο» ότι, ακόμα, η Περσεφόνη δεν αντέχει τη μοιρολογίστρα μάνα της (που την πρήζει επαναλαμβάνοντάς της ότι «τα σκάτωσε στη ζωή της»), ότι «τη σφάζει στο γόνατο με την κόσια» – γεγονός που της επιτρέπει (αφού προηγουμένως κάνει μανικιούρ – πεντικιούρ!) να χαρεί επιτέλους τον έρωτα με τον Πλούτωνα!
Είναι καθαρτήριο αυτό το ελευθεριακό χιούμορ, ακριβώς επειδή δεν είναι επιπόλαιο χιούμορ. Επειδή απεικονίζεται αριστοτεχνικά μέσα στην γκροτέσκο, ψευδο-παραμυθένια ατμόσφαιρα που περιγράψαμε, επειδή, το κυριότερο, θεμελιώνεται σε μια στέρεα, ιστορική, πέρα από μύθους, αμείλικτη πραγματικότητα. Γι’ αυτό και ο αναγνώστης απολαμβάνει μια Περσεφόνη που θαυμάζει ως ανόητη κορασίδα τις «φαντεζί μάχες» (!) με δράκοντες που δίνει ο Άγιος Γεώργιος, μια άλλη που μαζεύει άγρια βύσσινα στο δάσος για να φτιάξει black forest (!) ή μια τρίτη που, ως άπραγη ινφάντα, παραδίνεται αμαχητί σε μια πικαρέσκο «επανανάγνωση» του πίνακα του Τιτσιάνο Η αρπαγή της Ευρώπης!
- VI. Κάθαρση
Η μελαγχολική αλήθεια που μένει κάτω από όλες αυτές τις κατά Λουκά ανεξάντλητες παραλλαγές του μύθου είναι πως η κάθε Περσεφόνη υποφέρει από τους εκάστοτε άντρες της. Συχνά με την ανοχή της μάνας της Δήμητρας. Άλλωστε, το ξέρουμε, ακόμα κι αυτές οι άκαρδες μητέρες υπήρξαν κάποτε Περσεφόνες κόρες γι’ αυτό και ο αέναος ενοχικός θρήνος, γι’ αυτό και η ανάγκη να ενωθούν έστω και στον Κάτω κόσμο μαζί τους γι’ αυτό και μία Δήμητρα, χιλιάδες χρόνια μετά, φτάνει να πάθει Αλτσχάιμερ!
Κάθε Περσεφόνη υποφέρει στον κόσμο των αντρών. Κάθε Δήμητρα ταπεινώνεται στον κόσμο των αντρών. Γι’ αυτό κι όταν μια Περσεφόνη θέλει να μεταφέρει τους καημούς της σε μυθιστόρημα, ή μια άλλη να δημοσιεύσει τους στίχους της, η αντρική βαρβαρότητα δεν θα το επιτρέψει να συμβεί…
Πώς μπορεί, επομένως, να επιβιώσει μια Περσεφόνη, μια Δήμητρα, σ’ αυτόν τον άναντρο κόσμο των ανδρειωμένων βαρβάρων; Συγκροτώντας μια δυναμική συμμαχία μάνας – κόρης, μια γυναίκεια αντίσταση που στρέφει τα όπλα εναντίον των αντρών βασανιστών, επιτρέποντάς τες να πολεμούν ίδια όπως εκείνοι, να γνωρίζουν τα πάντα όπως εκείνοι, να διεκδικούν ίσο μερίδιο στη ζωή όπως εκείνοι. Ίσως ακούγεται απλοϊκό όλο αυτό, στο όριο της κοινοτοπίας. Αλλά, δυστυχώς, η πικρή αλήθεια αυτού του κοινού τόπου ισχύει ατράνταχτη, όπως και η μαστορική λογοτεχνική αποτύπωσή της στις παραμυθητικές παραλλαγές της Δήμητρας Λουκά.
Καθώς το ομολογεί εμμέσως πλην σαφώς και η ίδια μέσα από την παραλλαγή μιας Περσεφόνης – Βαρθολομαίας στο Δεκαήμερο (που, διόλου τυχαία, αναφέρεται στο πιο ελευθέριο πνεύμα εκεί, τον Διονέο):
Καθώς φαίνεται στον νεαρό Διονέο δεν άρεσαν καθόλου τα ημίμετρα και οι ημιδιαμονές του αρχαίου μύθου, τον μισό χρόνο εδώ και τον άλλο μισό εκεί. Απόλυτος, θρασύς και παράφορος, μας παραδίδει μια ιστορία στην οποία υπερασπίζεται με χιούμορ και αφοπλιστική ειλικρίνεια το δικαίωμα των γυναικών να κάνουν αυτό «που λαχταρά η καρδιά τους».
Αυτό ακριβώς που υπογραμμίσαμε στο παραπάνω απόσπασμα κατορθώνει με την αστείρευτη, «παράφορη» επινοητικότητά του και το «θράσος» της Λουκά να παίζει με τον αρχαίο μύθο. Με «χιούμορ και αφοπλιστική ειλικρίνεια» η συγγραφέας παίρνει διά της γραφής αναδρομική εκδίκηση για όλες τις ταπεινωμένες Δήμητρες και τις βιασμένες Περσεφόνες του άδικου τούτου κόσμου.