γράφει ο Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος (*)
Στο φαράγγι των πολυκατοικιών πεζοπορώ
Εκεί την εκπλήρωση απαριθμώ ανεκπλήρωτων πράξεων
Επαίτης της μνήμης στην παγωνιά της λήθης αντιδικώ
Ένοχος όλων των ονείρων που ερμηνεύουν μόνο τη ζωή
Η φωτιά τώρα της ιστορίας στάχτες της ουτοπίας σκορπά
Ποια ελευθερία φάρμακο γεννιέται μιας άτολμης ψυχής
Πρόσωπα συντρόφων στους δρόμους του θανάτου μετρώ
Σκοτάδι συμπαντικό στην αλληλεγγύη μένω των απελπισμένων
Αλλοπαρμένη φυσά η Σελήνη κρύσταλλο αιμορραγεί
Τη σιωπή διεκδικώ, κομμάτια των σκοτεινών ονείρων
Έκτοτε όλα τα ποιήματα φτιαγμένα είναι απ’ τις πλάνες μας.
(«Ένοχος όλων των ονείρων», Ονείρων κοινοκτημοσύνη, 2002)
Ο Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου γεννήθηκε το 1935 στην Καβάλα, αλλά το 1971 μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Καππαδοκία και τον Πόντο. Το 1944 χτυπήθηκε από γερμανική χειροβομβίδα κι έχασε το αριστερό του χέρι. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ) και εργάστηκε ως λογιστής σε διάφορες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Έγραψε κυρίως ποίηση, αλλά και πεζά κείμενα, διηγήματα και μικρά δοκίμια. Εργασίες του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες, περιοδικά και ανθολογίες. Επίσης ποιήματα και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Το 1998 πήρε το Κρατικό βραβείο διηγήματος για το έργο του Σπαράγματα και το 2004 το Βραβείο Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για τα διηγήματα Διέφυγε το μοιραίον.
Ως ποιητής ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, στην ομάδα δηλαδή εκείνη των ποιητών που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1930, πέρασαν τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια στην εμπόλεμη δεκαετία του ’40 και ανδρώθηκαν στην ψυχροπολεμική δεκαετία του ’50, ενώ εξέδωσαν την πρώτη τους συλλογή κυρίως στο διάστημα 1955-65. «Οι ποιητές της δικής μου γενιάς», γράφει σ’ ένα αυτοσχόλιό του ο Μάρκογλου, «αναγκάστηκαν, από τις συνθήκες, σε μια αναδίπλωση, για να επιβιώσουν ακόμη και βιολογικά μέσα στην καθημαγμένη εποχή, στην ερήμωση, γι’ αυτό και δεν ομαδοποιήθηκαν, δεν δημιούργησαν κοινά εκφραστικά μέσα, κοινούς χώρους. Υπάρχουν σαν μοναχικές φωνές. Κοινό χαρακτηριστικό η στέρηση για τα πράγματα της ζωής, ένα αίσθημα μόνωσης, η τραγική αντίληψη του κόσμου. Δεν είχαν ποτέ το αίσθημα του κορεσμού, της σπατάλης, την πολυτέλεια του περιττού, δεν είχαν τίποτε δικό τους, ή είχαν πολύ αργά, για να το απορρίψουν. Σε μια εποχή διάψευσης προσδοκιών και οραμάτων, θέλοντας να μείνουν πιστοί στον εαυτό τους, αρνήθηκαν την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα με γνώση και δεν πήραν μέρος στην κοινωνική διαρπαγή της καινούριας εποχής» [περ. Πολιτιστικά Δρώμενα (Βέροια) 17, 1997, σ. 12].
Μια πρώτη ματιά στο σύνολο των συλλογών είναι αρκετή, για να εντοπίσει τους βασικούς θεματικούς άξονες της ποίησης του Μάρκογλου. Η πρώτη συλλογή Έγκλειστοι (1962), η δεύτερη Χωροστάθμηση (1965) αλλά και το πρώτο μέρος –«Καθημερινό τοπίο»– της τρίτης συλλογής Τα κύματα και οι φωνές (1971) αναφέρονται στις συνθήκες ζωής των εργαζομένων της γενέθλιας πόλης, της Καβάλας. Το δεύτερο μέρος –«Τα κύματα και οι φωνές»– της τρίτης συλλογής και οι επόμενες δύο, Το δόντι της πέτρας (1975) και Συνοπτική διαδικασία (1980), αναφέρονται στα χρόνια της δικτατορίας του ’67. Την πραγματικότητα της βιομηχανικής Θεσσαλονίκης, την ιδεολογική περίσκεψη και τον ρόλο της ποίησης σχολιάζει η Πάροδος Μοναστηρίου (1989), ενώ οι Σημειώσεις για ποιήματα που δε γράφτηκαν (1993) οικοδομούνται επάνω στις ποιητικές αναζητήσεις και τις μνήμες της προηγούμενης περιόδου με μια χαρακτηριστική επανάληψη αγαπημένων μοτίβων και μια διάθεση φιλοσοφικής διερεύνησης των πραγμάτων. Τέλος η συλλογή του 2002 Ονείρων κοινοκτημοσύνη αποτελεί το ρέκβιεμ, ένα μνημόσυνο, για το κοινωνικό όραμα που ματαιώθηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα.
Το ενδιαφέρον του Μάρκογλου συγκεντρώνει από την πρώτη στιγμή ο κόσμος της εργασίας, οι προλετάριοι του Μαρξ συγκεκριμένα, όπως αυτοί επιβιώνουν στα καπνεργοστάσια της Καβάλας τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και στα εργοστάσια της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του ’80. Ένα δεύτερο επίπεδο που απασχολεί έντονα τον ποιητή είναι το πολιτικό, καθώς από την 21η Απριλίου 1967 και για εφτά χρόνια η χώρα βρίσκεται κάτω από καθεστώς εσωτερικής κατοχής. Και τέλος το ιδεολογικό, καθώς και στα δύο προηγούμενα επίπεδα υπόκειται η μαρξιστική αντίληψη για την εργασία και τη στάση του ανθρώπου απέναντι στα πολιτικά δρώμενα. Για να είμαστε ακριβέστεροι όμως, αυτό που απασχολεί κυρίως τον ποιητή δεν είναι τόσο οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες όσο οι επιπτώσεις τους στη ζωή των ανθρώπων, στα αισθήματα και στις μεταξύ τους σχέσεις. Άλλωστε η ποίηση φιλτράρει τόσο πολύ την πραγματικότητα, ώστε αυτό που μένει τελικά δεν είναι παρά μονάχα το απόσταγμά της.
Πράγματι, τα ποιήματα, ιδιαίτερα διαυγή, δεν αφήνουν περιθώρια για τις προθέσεις του ποιητή. Με ακάλυπτες τις βασικές ανάγκες και μόνη προοπτική τη διαρκή ανασφάλεια, οι άνθρωποι βυθίζονται στην απόγνωση, εξαθλιώνονται, εξαχρειώνονται. Τα πρόσωπα ερειπώνονται, οι σχέσεις φθείρονται, τα αισθήματα νοθεύονται. Παρά το αδιέξοδο ωστόσο, ο ποιητής δεν αφήνεται να βουλιάξει. Αντίθετα, αξιοποιεί την εμπειρία του κοινωνικού πόνου και φτάνει στη γνώση κι από κει στην πίστη και την ετοιμότητα για θυσίες κι αγώνες που θα αλλάξουν τον κόσμο. Μονάχα στα τέλη της δεκαετίας του ’80, με την αναδίπλωση των σοσιαλιστικών ιδεών, η ιδεολογική πίστη φαίνεται να υποχωρεί και να αναπληρώνει το κενό της η στήριξη στην ποίηση, ενώ στις αρχές του καινούριου αιώνα ο ποιητής περιφέρεται περίσκεπτος στα αποκαΐδια της ουτοπίας. Αυτός είναι σε πολύ γενικές γραμμές ο κόσμος του Μάρκογλου κι αυτή είναι η κοινωνική του όραση.
Για να φτάσει όμως ο δημιουργός σ’ αυτήν τη σύλληψη, χρειάστηκε να δέσει τις κοινωνικές και ατομικές του εμπειρίες με τη βαθιά σπουδή. Όταν οι συλλογές αναφέρονται σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους, ο ποιητής συνδιαλέγεται με λογοτέχνες και διανοούμενους προγενέστερους, έτσι που ο λόγος του να αποκτά ρίζες και να αναβαπτίζεται στις ισχυρές καταβολές της Ιστορίας και των λαϊκών αγώνων, όπου συναντά τη βαθύτερη συνείδηση της κοινωνίας. Ακόμα, ο λόγος του διακρίνεται για τη λιτότητά του, πράγμα που σημαίνει πως αποφεύγει τις διακοσμήσεις και επιμένει στην απλότητα, τη σαφήνεια και την ουσία των πραγμάτων. Από την άλλη, η ανάγκη αυτού του λόγου να είναι καταγγελτικός του προσδίδει μια αιχμηρότητα που θυμίζει Καρυωτάκη, έναν ποιητή τον οποίο η δεύτερη μεταπολεμική γενιά γενικότερα έχει σε ιδιαίτερη εκτίμηση, όπως τον Αναγνωστάκη και τον Σεφέρη άλλωστε. Φυσικά η ποίηση του Μάρκογλου είναι μοντέρνα, ελευθερόστιχη. Δεν έχει δηλαδή στροφές, μέτρα και ομοιοκαταληξίες, γι’ αυτό κι ο τόνος της είναι πεζολογικός, πολύ κοντά στον τόνο της καθημερινής ομιλίας. Όμως, αν και μοντέρνα, δεν αποφεύγει ορισμένους τρόπους της παλαιότερης, έμμετρης, παράδοσης, οι οποίοι τη βοηθούν να κάνει πιο αισθητό τον ρυθμό της, που, όσο να ’ναι, με την απουσία του μέτρου κινδυνεύει κάθε στιγμή να εξομοιωθεί με την καθημερινή κουβέντα. Λέει κάπου ο ποιητής: «Και τι είναι ένα ποίημα; Είναι μια ανθρώπινη ομιλία, λόγος περιεκτικός, πυκνός, αναβλύζει εκ βαθέων, δεν αφηγείται αλλά σημαίνει, με πολλές συνδηλώσεις, λόγος κάθετος, πυρηνικός, απ’ τη νόηση βυθίζεται στη συνείδηση κι απ’ εκεί αναβλύζει με μια γλώσσα και με μια αισθητική κρυστάλλωση. Έτσι φτάνουμε στη δημιουργική εμφάνιση του ποιήματος».
«Αυθεντικός ποιητής της κοινωνικής οδύνης» ο Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, όπως εύστοχα τον χαρακτήρισε ο ποιητής της ίδιας γενιάς Ανέστης Ευαγγέλου, επιμένει με πάθος να εκφράζει τη φωνή του αδικημένου αίματος. Αυτό όμως δεν γίνεται ερήμην της αισθητικής, των κανόνων, με άλλα λόγια, που διέπουν την τέχνη του. Μια τέτοια αντίληψη είναι ξένη για τον Μάρκογλου, ο οποίος, πιστός ‘‘στην αλληλεγγύη των απελπισμένων’’, αντιμάχεται αποφασιστικά τον θάνατο στην κοινωνική και γι’ αυτό στην πιο ανθρώπινή του εκδοχή. Ή, με τα λόγια του ίδιου από μια επιστολή του: «Να είσαι απελπισμένος και να αγωνίζεσαι (έως θανάτου). Γιατί δεν πρόκειται να χαρίσω αυτόν τον κόσμο στα καθάρματα».
(*) Ομιλία. Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Λογοτεχνικά πρωινά της Κυριακής, «7. Η ποίηση του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου», Κυριακή, 3 Απριλίου 2005, 12 μ.μ.Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
Κάποτε μετρούσαν νούμερα κ με ειρωνευοσουν.Τωρα με καρφιά γεμίζω την οροφή να στα δείχνω με το κερί Να η κο.η της Βερενίκης ο αστερισμός του Ωρίωνα όνειρα να κάνεις για τους αιώνες