«Ο δράκος της Πρέσπας»: Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου εξηγεί πώς έγραψε την τριλογία, τι την ενέπνευσε και τι την κράτησε ώστε να μην τα αποκαλύψει όλα από τον πρώτο τόμο. Προσοχή, περιέχει spoiler!
Συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Χαΐνη
Ο ιδανικός τρόπος να συζητήσεις με κάποιον/αν συγγραφέα για το μυθιστόρημά του/της στο οποίο ένας τόπος, με όλα τα συμπαρομαρτούντα (άνθρωποι, γεωμορφολογία, ήθη και έθιμα κλπ.), κατέχει κυρίαρχη θέση, θα ήταν να επισκεφθείς μαζί του/της αυτόν τον τόπο, να κάτσεις στο ίδιο τραπέζι με τους ντόπιους, να γευτείς το φαγητό και το κρασί του, να περπατήσεις στα καλντερίμια του, ή ακόμη και να κωπηλατήσεις στη λίμνη του. Πόσο μάλλον όταν ο τόπος αυτός είναι η Πρέσπα, το μυθιστόρημα η τριλογία «Ο Δράκος της Πρέσπας» και συγγραφέας η Ιωάννα Μπουραζοπούλου».
Αυτό σκεφτόμουν από τη στιγμή που τελείωσα την τριλογία φέτος το καλοκαίρι. Ομολογώ ότι μέχρι τότε δεν είχα διαβάσει κανένα βιβλίο της Ιωάννας Μπουραζοπούλου – παρότι εμφανίστηκε στα γράμματα το 2003 («Το Μπουντουάρ του Ναδίρ»), ενώ ο πρώτος τόμος του Δράκου («Η Κοιλάδα της Λάσπης») κυκλοφόρησε το 2014. Όταν την γνώρισα, στα βραβεία του Αναγνώστη (τιμήθηκε στην κατηγορία «Μυθιστόρημα» για το τρίτο βιβλίο «Η Μνήμη του Πάγου»), της το είπα κιόλας, αν και είχα ήδη αποφασίσει ότι τα βιβλία της θα ήταν τα επόμενα στη λίστα μου.
Ξεκίνησα τον πρώτο τόμο στις 9 Ιουλίου και τελείωσα τον τρίτο στις 10 Αυγούστου. Τα διάβασα μονορούφι, μέσα σε έναν μόνο μήνα, όχι επειδή είχα βάλει κάποιο στοίχημα, αλλά με απορρόφησε με τέτοια ένταση το σύμπαν του δράκου, που έπαθα σχεδόν εθισμό. Θυμίζω ότι τα βιβλία γράφτηκαν σε απόσταση 4-5 χρόνων το ένα από το άλλο – και αυτό δεν έγινε κατά τύχη, ή επειδή η συγγραφέας είχε στερέψει από ιδέες. Κάθε άλλο.
Τελικά, την συνάντησα στο κέντρο της Αθήνας, λίγες μόλις ημέρες αφότου είχε επανεκλεγεί ως πρόεδρος των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ – ο πλέον αναγνωρίσιμος «δράκος».
«Υπάρχουν καλοί και κακοί δράκοι;», την ρώτησα πριν μπούμε στο κυρίως πιάτο. «Υπάρχει το καλό και το κακό. Το θέμα είναι να επιλέξουμε ποιον δράκο θα πιστέψουμε» μου απάντησε. «Αν πιστέψουμε τον τρομακτικό δράκο, δεν μπορεί παρά να ενσαρκωθεί. Οπότε μην φέρνουμε μόνοι μας τον δράκο που θα μας καταπιεί. Το κάνουν ήδη οι άλλοι για μας και μάλιστα πολύ καλά. Δεν χρειάζεται να το κάνουμε και μόνοι μας. Μόνοι μας να πιστεύουμε στον δράκο που αγαπάει, που φροντίζει, που νοιάζεται. Αν τον πιστέψουμε θα τον φέρουμε.»
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Προσοχή: το κείμενο περιέχει αρκετά αποκαλυπτικά στοιχεία για την πλοκή. Έναν χρόνο μετά το τελευταίο βιβλίο της τριλογίας, αισθανόμουν ότι η Ιωάννα ήθελε να τα αποκαλύψει όλα. Ο λόγος της ήταν χειμαρρώδης και απέφυγα να την «λογοκρίνω» – και για δικό μου όφελος, δεν το κρύβω: διψούσα να μάθω τα ντεσού της συγγραφής της τριλογίας.
Οι «μέσα» και οι «έξω»
Η Μπουραζοπούλου επισκέφθηκε πρώτη φορά τις Πρέσπες το 2012, έχοντας ήδη το σχεδιάγραμμα του βιβλίου της στις αποσκευές της.
Γιατί διάλεξες τις Πρέσπες, τη ρώτησα. «Ήταν ένα βιβλίο για σύνορα και όρια. Η συζήτηση ήταν πολύ έντονη τότε και είναι ακόμη. Είχαμε περάσει ήδη τις απογοητεύσεις μας με την Ευρώπη. Το ερώτημα για το πού είμαστε και πού ανήκουμε, παράμενε αναπάντητο. Αν είναι καλύτερα μέσα ή έξω, ποιοι είναι οι μέσα και ποιοι οι έξω. Επιπλέον, είχαν αρχίσει και τα πρώτα ρατσιστικά φαινόμενα με τους μετακινούμενους πληθυσμούς, ουσιαστικά τότε πλέον πηγαίναμε σε μια νομιμοποίηση του πράγματος.
Το σκεπτικό μου ήταν να δω το μέσα και το έξω, το εμείς και οι άλλοι, να είναι ένα βιβλίο με τρεις οπτικές του ίδιου θέματος. Δηλαδή κάθε φορά να βάζει τον αναγνώστη στο να προσδιορίζει τον εαυτό του ότι ανήκει σε άλλη ομάδα, ότι θα τα δει τα πράγματα από εδώ, μετά θα τα δει από εκεί. Είναι ένα βιβλίο γεμάτο αντικατοπτρισμούς – έτσι κατέληξα στη λίμνη, στην Πρέσπα. Γιατί έχει τρεις όχθες που είναι καθρέφτες. Με υδάτινα, μη εμφανή, σύνορα. Και είναι και μια πολύπαθη περιοχή.»
Το ταξίδι που άλλαξε πορεία
«Η αρχική ιδέα ήταν να γράψω ένα τρίπρακτο θεατρικό από όπου ξεπηδάει ένα μυθιστόρημα και η κάθε πράξη είναι και από μία οπτική. Οπότε, θα ήταν ένα βιβλίο με τρεις νουβελίτσες μέσα του. Στο σχεδιασμό το έβγαζα γύρω στις 450-550 σελίδες, για να έχει την άνεση να καθίσει η κάθε οπτική.
Κάνω το ταξίδι στην Πρέσπα για να δω το τριεθνές. Στο πρώτο ταξίδι το ’12, ήμασταν 8 μηχανές, με τους κουμπάρους μου και με φίλους. Η Φιλιώ αναλάμβανε το οργανωτικό κομμάτι, ο δε Γιώργος έχει αυτό που δεν έχω εγώ, αίσθηση προσανατολισμού και χώρου.»
Σημειώνω ότι η ίδια δηλώνει ανίκανη να διαβάσει χάρτη με αποτέλεσμα στα περισσότερα ταξίδια της να υπολογίζει ένα τρίωρο επιπλέον στη διαδρομή σε περίπτωση που χαθεί, πράγμα απίστευτο, καθώς στα βιβλία της η αίσθηση προσανατολισμού και η χαρτογράφηση είναι εξαιρετικά ακριβής και λεπτομερής. Ο αναγνώστης γίνεται και ο ίδιος περιηγητής, scouter, σε ένα πολύπλοκο σύμπαν: «Έπρεπε να πάω επί τόπου και να βρω πού είναι το καλυβάκι του Λέανδρου με τον Εμμανουήλ, γιατί από εκεί έπρεπε τη νύχτα να φαίνεται το φως. Σε αυτό με βοήθησε ο άλλος μου κουμπάρος, ο Κώστας, που είναι αρχιτέκτονας, με το ψηφιακό γεώμετρο. Ξέραμε ακριβώς τις αποστάσεις ανάμεσα στους καταυλισμούς. Με πήρε 12 χρόνια βέβαια, είχα την άνεση.»
Οργανωμένο σχέδιο
Γυρίζοντας από το πρώτο ταξίδι αρχίζει να γράφει. «Ξεκινώντας να γράφω, είπα δεν το πάω καλά. Σκέφτηκα, αν γίνουν τρεις νουβελίτσες δεν θα πάρει κανείς τίποτα γιατί ούτε εγώ θα ανήκω πουθενά ούτε ο αναγνώστης. Οπότε, αποφάσισα να γίνει τριλογία, να είναι τρεις οι οπτικές, να μην είναι δύο ούτε τέσσερις. Είπα, πρέπει κάθε βιβλίο να έχει την τετραετία του. Θα αφιερωθώ μόνο σε αυτό και όταν το εκδώσω θα υπερασπίζομαι αυτή την οπτική. Μετά από τέσσερα χρόνια θα υπερασπίζομαι το δεύτερο, και εκείνο θα υπερασπίζεται την δεύτερη οπτική. Και μετά την τρίτη.
- Δηλαδή κινήθηκες με βάση ένα καλά οργανωμένο σχέδιο.
Ναι, υπολόγιζα εξαρχής ότι η συγγραφή του θα κρατήσει 12 με 15 χρόνια, συνολικά. Για να δώσω σε κάθε βιβλίο το χρόνο του και το δίκιο του. Γιατί μία από αυτές τις πλευρές είναι η χώρα μας. Οπότε αυτό αλλοιώνει τα στοιχεία. Για παράδειγμα στο «Τι είδε η Γυναίκα του Λωτ;», όπου πάλι ήθελα να μιλήσω για την ένωση των μεσογειακών χωρών, δεν έχω βάλει την Ελλάδα. Ήξερα ότι ήθελα να υπάρχει ισοτιμία. Αν έβαζα έναν Έλληνα θα μου άλλαζε την ισορροπία: ή θα ήμουν πολύ αυστηρή μαζί του ή θα ήμουν πολύ χαλαρή. Έβαλα Βαλκάνιο αλλά όχι Έλληνα. Για να μην παγιδευτώ ψυχολογικά.
«Είμαι πα-ρα-μυ-θού»
Η τριλογία «Ο Δράκος της Πρέσπας» ξεπερνά τις 1.600 σελίδες. Ο πρώτος τόμος, «Η Κοιλάδα της Λάσπης», διαδραματίζεται στην ελληνική πλευρά, στη νότια όχθη της λίμνης, ο δεύτερος, «Κεχριμπαρένια Έρημος», στην Βόρεια Μακεδονία και ο τρίτος, «Η Μνήμη του Πάγου», στην Αλβανία. Κάθε όχθη/χώρα φέρει τα δικά της χαρακτηριστικά, οι κάτοικοί της ζουν απομονωμένοι από τον πολιτισμό και υπό εντελώς διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες – είναι τόσο κοντά, όμως ταυτόχρονα τόσο μακριά.
Παρόλα αυτά, μοιράζονται έναν κοινό στόχο: την αποκάλυψη και εξόντωση του «δράκου» που νέμεται την περιοχή τους για περισσότερα από 20 χρόνια, προκαλώντας ακατανόμαστα -και ανεξιχνίαστα- εγκλήματα, γεννώντας ανεπίλυτους γρίφους. Τα βιβλία φιλοξενούν εκατοντάδες ήρωες και ηρωίδες· κάποιοι/ες κατέχουν υπερτοπικό ρόλο, τους συναντάμε δηλαδή και στις τρεις πλευρές, άλλοι λειτουργούν ως σημεία αναφοράς, σαν σημαδούρα, για κάθε πλευρά ξεχωριστά. Πρωταγωνιστές με τη στενή έννοια δεν υπάρχουν (εκτός ίσως από τον δράκο), όμως ο Εμμανουήλ, η Λούνα (οι δυο φυγάδες) και ο Έκτορας Μόζερ (ο μοχθηρός τοποτηρητής) είναι οι τρεις κεντρικοί χαρακτήρες γύρω από τους οποίους χτίζεται ο μύθος.
Ωστόσο, πέρα από την καθαρή μυθοπλασία, και το κομμάτι του fantasy, μέσα από τις περιγραφές του τοπίου, τη σχέση των πρωταγωνιστών ή τις μνήμες τους από το παρελθόν, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία, να αντλήσει ενδιαφέροντα στοιχεία και για την ιστορία του τόπου ένθεν κακείθεν. Τότε η αφήγηση αποκτά άλλες διαστάσεις – όσο κι αν η ίδια η συγγραφέας διαφωνεί:
«Ξεκινούσα κάθε φορά διαβάζοντας ιστορία και πολιτική. Για να τα αφήσω στην άκρη στη συνέχεια. Δηλαδή, διαβάζω πάντα πολλά βιβλία για να μην χρησιμοποιήσω τίποτα από αυτά που διάβασα, αλλά για να είμαι ήσυχη ότι δεν θα κάνω κάποιο χοντρό λάθος. Το πολύ διάβασμα φέρνει τον πειρασμό να βάλεις data, να προσθέσεις συγκεκριμένα πραγματολογικά στοιχεία στην αφήγηση, γι’ αυτό και φροντίζω να το σταματάω γρήγορα!
Επειδή είμαι καθαρή μέσα μου: είμαι παραμυθού. Πα-ρα-μυ-θού! Αυτός είναι ο προσδιορισμός μου. Ούτε πολιτική συγγραφέας είμαι, ούτε κοινωνική σχολιάστρια. Και δεν θέλω να βγω από τον ρόλο μου – ξέρω πολύ καλά τι είμαι, ποιο είναι το δυνατό μου σημείο. Αυτή είμαι εγώ και αυτό με κάνει και ευχαριστιέμαι.
Γράφω παραμύθια για ενήλικες, δεν ήξερα σε ποιο είδος ανήκουν τα βιβλία μου. Ο όρος «fantasy» ήρθε από τους κριτικούς, όχι από εμένα. Δεν ήταν τότε πολύ διαδεδομένος, δεν ήταν μια κατηγορία που μας απασχολούσε εδώ. Όμως, μου φάνηκε ωραία στέγη γιατί επιτέλους μπορούσα να πω κάτι: «είμαι fantasy».
- Η σύνδεση με την επικαιρότητα, πάντως, παρόλο που πράγματι πρόκειται για ένα χορταστικό παραμύθι για ενήλικες, είναι αναπόφευκτη.
Αυτά είναι τα κουφά στα βιβλία, τα οποία είναι βεβαίως εντελώς συγκυριακά. Δεν μπορώ να πω όμως ότι δεν χαμογελάω και δεν μου αρέσουν όταν τα διαβάζω στην αρθρογραφία! Όπως όταν βγήκε στη Γαλλία «Η Γυναίκα του Λωτ», όπου βυθίζω όλη τη νότια Ευρώπη, είπαν, να το βιβλίο που προέβλεψε την οικονομική κρίση. Ουδέποτε βέβαια μου πέρασε από το μυαλό το 2007 που το έγραφα ότι έρχεται οικονομική κρίση. Έτσι κι εδώ, γράφω τον Δράκο το 2014 και το 2018 υπογράφεται η Συμφωνία των Πρεσπών και είναι σαν κάποιος να παίζει μαζί μου. Γράφω την «Κοιλάδα της Λάσπης» και πλημμυρίζει η Θεσσαλία. Γράφω την «Κεχριμπαρένια Έρημο» και η Κύπρος γίνεται Λιβύη από την επέλαση της άμμου. Οι πιθανότητες όμως να γίνει κάτι τέτοιο παρά να μην γίνει, ήταν περισσότερες. Γιατί είχαμε όλα τα μηνύματα ότι προς τα εκεί πάμε.
Η εκάστοτε Πρέσπα
Στην προκειμένη περίπτωση μιλάω για την εκάστοτε Πρέσπα. Από εκεί ξεκινάει αυτή η αύρα του φιλοσοφικού στοχασμού που έχουν τα βιβλία. Όπως στην «Η Ενοχή της Αθωότητας» (2011) μιλάω για την εκάστοτε ήπειρο που θα μπορούσε να λέγεται Ευρώπη, ή στο πρώτο μου βιβλίο, για τα εκάστοτε Βαλκάνια.
Δεν μιλάω για αυτή την Πρέσπα. Δεν μιλάω ντε και καλά γι’ αυτούς τους λαούς. Εφόσον όμως χρησιμοποιώ τα ονόματά τους πρέπει να έχουν κάποια από τα χαρακτηριστικά τους, αλλά γι’ αυτό θα πρέπει να φύγουμε, να ξεκολλήσουμε από τη συζήτηση περί επικαιρότητας, γιατί υπάρχει επικαιρότητα και στις τρεις χώρες και στοιχεία της έχουν περάσει στο βιβλίο, αλλά η δική μου φιλοδοξία είναι πέρα από αυτό. Γιατί το κρυφό όνειρο είναι να μιλήσουμε με την αιωνιότητα, εμείς οι λογοτέχνες.
Οπότε, το θέμα είναι η εκάστοτε διχασμένη ζώνη, διχασμένη ομάδα, οι εκάστοτε διχασμένες οικογένειες. Σαν φαινόμενο, το εξετάζει και παίζει μαζί του.
- Με την ενότητα παίζει.
Ναι, με την ενότητα, την έλλειψη συνόρων, με την προκατάληψη και τη δύναμή της, με το πόσο υπόδουλος γίνεσαι στην προκατάληψη, πόσο υποφέρει ο προκατειλημμένος και υποφέρει χιλιάδες φορές περισσότερο από το αντικείμενο της προκατάληψής του.
Η «φωνή» των βιβλίων
- Είχες σε κάθε μεριά κάποιους ανθρώπους-κλειδιά με τους οποίους ερχόσουν σε επαφή;
Μιλούσα με τους ντόπιους αλλά δεν υπήρχε χρόνος, οπότε τις περισσότερες πληροφορίες τις πήρα εδώ, μέσα από συζητήσεις με ανθρώπους από την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, οι οποίοι μου περιέγραψαν πώς ήταν η κατάσταση πριν και μετά την αλλαγή του καθεστώτος. Ήθελα να ακούσω την οπτική του πλήθους, πώς βίωσαν οι ίδιοι την κατάσταση.
- Πώς αντιδρούσαν στο γεγονός ότι έγραφες ένα βιβλίο για το τριεθνές;
Δεν είχαν ιδέα οι άνθρωποι, δεν το έλεγα! Μόνο στο οικολογικό καταφύγιο της Αλβανίας αποκαλυφθήκαμε, στους υπόλοιπους έλεγα απλώς ότι γράφω ένα βιβλίο για την Αλβανία / Βόρεια Μακεδονία και θέλω κάποιες πληροφορίες. Εις βάθος συζητήσεις είχα μόνο με ανθρώπους που είχαν όρεξη να μιλήσουν. Έπρεπε μάλιστα να είναι πάνω από ένας και σε διαφορετική ηλικία – δεν έψαχνα πολύ νέους γιατί οι περισσότεροι έχουν γεννηθεί εδώ. Ήθελα μετανάστες πρώτης γενιάς, οπότε έπρεπε να είναι κάποιας ηλικίας και να μιλάνε ελληνικά ή αγγλικά.
Διάβασα ρεπορτάζ, συνεντεύξεις κλπ. που ήταν πολύ διαφωτιστικά, αλλά αυτό που θα σου πει αυτός που το έζησε και δεν έχει μικρόφωνο μπροστά του δεν συγκρίνεται. Ξέρει ότι εσύ είσαι εδώ από αγαθή περιέργεια, δεν έχει να φυλαχτεί από τίποτα, είσαι καλοπροαίρετη και συστημένη από φίλους…
Η πολύτιμη αίσθηση που πήρα από εκεί, έχω την εντύπωση ότι ήταν η φωνή στα βιβλία. Γιατί κάθε βιβλίο έπρεπε να έχει δική του φωνή. Φυσικά, όλα είναι γραμμένα από μένα που έχω ένα στιλ γραφής, αλλά έπρεπε να είναι διακριτή η φωνή και η στίξη, να φαίνεται μεν ότι είναι από την ίδια συγγραφέα, αλλά να έχει κάτι διαφορετικό.
Αυτό λοιπόν το διαφορετικό ήταν η φωνή και ο «βηματισμός» της που με έκανε να ξεκινήσω να γράφω. Η φωνή ήταν ο άνθρωπος από τις συνεντεύξεις που μου φάνηκε ο πιο αυθεντικός, που μου έκανε περισσότερη εντύπωση, που συνδέθηκα μαζί του περισσότερο. Με το βηματισμό της δικής του φωνής, ξεκίνησα να γράφω. Φυσικά πρέπει να είναι κάποιος πολύ λεπτολόγος για να διακρίνει μια ελάχιστη διαφορά στις χροιές. Πιο εύκολα διακριτό είναι το ύφος, είμαι εγώ που είμαι ταυτόχρονα και η αντανάκλαση της χώρας μου.
Η φύση ως αντανάκλαση
Ο πρώτος τόμος μας βρίσκει στην τετραετία των μνημονίων, και είναι μια μαυρίλα και σκοτεινιά, κυριαρχούν τα ένστικτα, η σύγχυση, δεν υπάρχει σχέδιο, όλοι είναι θυμωμένοι· ακόμη και η πρωταγωνίστρια είναι εναντίον όλων, δεν έχει στόχο, έχει μόνο θυμό. Η κοινότητα είναι διασπασμένη σε τριάδες, δεν υπάρχει ούτε υποψία στην ατμόσφαιρα σύμπνοιας και ομόνοιας, κάθε τρεις άνθρωποι ένα βιλαέτι, τόσο διχασμένοι είναι.
Αλλά βρισκόμαστε στο πρώτο στάδιο της μεταμόρφωσης που είναι η μελάνωση. Υπάρχει βία, ωμή βία. Βλέπουμε τη βία με τα μάτια του θύματος, βλέπουμε τον εκτελεστή στην κορυφή, γιατί βρισκόμαστε στο χαμηλότερο στρώμα του κακού που είναι ο εκτελεστικός βραχίονας. Είναι ο πληρωμένος εκτελεστής. Το ανθρωπόμορφο κτήνος που θα δούμε στα κανάλια.
Ποιος είναι πίσω από αυτόν και πώς οδηγήθηκε εκεί, δύσκολα θα μάθουμε. Μας σοκάρει η ωμή σκληρότητα του συγκεκριμένου και πιθανόν παραπίσω να υπάρχουν μεγαλύτερα εγκλήματα. Είμαστε κοντόφθαλμοι, τα βλέπουμε όλα μόνο από πολύ κοντά, είμαστε μέσα στο θυμικό μας· τα ένστικτα και τα συναισθήματα είναι ωμά και δεν υπάρχει πλάνο.
Ακόμη και ένας οραματιστής, όπως ο Λαοκόων, δεν έχει σχέδιο, είναι εκεί γιατί τον γοητεύει αυτό που είδε. Με εξαίρεση τον Λέανδρο που είπε, ήρθα για να σκοτώσω τον δράκο, κανένας άλλος δεν έχει κάτι ξεκάθαρο να μας πει. Επομένως, υπάρχει μια μαυρίλα, μια σκοτεινιά στον πρώτο τόμο και είναι λίγο γκραν γκινιόλ και τρομακτικός και ο ουρανός συμφωνεί – η φύση αντανακλά όλη αυτή την αίσθηση.
Στην «Κεχριμπαρένια Έρημο», ανεβαίνουμε επίπεδο. Είναι ο μεγαλύτερος τόμος, γιατί βρισκόμαστε στην έρημο και όλα είναι αργά· είναι ο πιο φλύαρος, ο πιο ράθυμος, είναι σαν να έχω όλο τον χρόνο στη διάθεσή μου – σα να με έκαιγε το λιοπύρι. Παρόλα αυτά, σε αυτόν τον τόμο έχουμε πια δεκαέξι εξέδρες, δηλαδή δεν είναι 300 νοματαίοι και 20 πρόεδροι, αλλά έχουμε μια καλύτερη οργάνωση, έχουμε σχέδιο. Η Νατάλια έχει στρατηγικό σχέδιο και ο Καλεμάνοφ μπορεί να κάνει έναν ολοκληρωμένο συλλογισμό με αρχή, μέση και τέλος.
Γιατί ο Λαοκόων είναι ο σοφός μου στον πρώτο τόμο, είναι το μυαλό, όμως επειδή είμαστε ακόμη στη μελάνωση, δεν μπορεί να το πιάσει, δεν μπορεί να το πει. Παρόλο που το έχει διαισθανθεί και έχει προσεγγίσει την αλήθεια από όλες τις πλευρές, δεν την έχει δει ακόμη και θεωρεί ότι το βασικό εμπόδιο είναι η γλώσσα. Γιατί είμαστε σε εκείνο το επίπεδο αυτογνωσίας.
Στον δεύτερο τόμο αρχίζει να ξεκαθαρίζει το πράγμα. Είμαστε στον ορθολογισμό. Φεύγουμε από τα ένστικτα και βάζουμε σε λειτουργία το μυαλό μας γι’ αυτό και το τέλος θυμίζει Αγκάθα Κρίστι, σα να εμφανίζεται ο Ηρακλής Πουαρό και να λέει «αγαπητοί μου φίλοι για σκεφθείτε αυτό, μήπως εκείνος έκανε το άλλο;».
Στον τρίτο τόμο, που έρχεται πλέον ο έρωτας, έχουμε το πιο ολοκληρωμένο συναίσθημα: είναι ο συνδυασμός του προσωπικού με το πολιτικό. Και όπως έχω ξαναπεί, πήγα σε δύο προαιώνια μονοπάτια που ξεπερνούν όλα τα εμπόδια κι όλες τις διαφορές, ταξικές, πολιτικές, ποδοσφαιρικές και άλλες: τη φιλία και τον έρωτα.
Γιατί και η ιστορία έχει αποδείξει και η λογοτεχνία διαχρονικά ότι η φιλία και ο έρωτας έχουν αυτή την ικανότητα, να ξεπερνούν τέτοια εμπόδια. Ταξικές διαφορές, πολιτικές διαφορές, εθνικές διαφορές. Άρα εκεί δεν χρειάστηκε να επινοήσω κάτι καινούργιο, είναι κάτι που μας το δίνει η ζωή και η ιστορία, στο πιάτο.
Στο πρώτο βιβλίο έχεις το ανθρωπόμορφο τέρας, αυτό που θα βγάλουν οι εφημερίδες. Στο δεύτερο βλέπεις τη συμμορία. Τη Μάνα Κουράγιο, και μια ολόκληρη συμμορία. Στο τρίτο βλέπεις τον στρατηγικό σχεδιασμό του αρχιμακελάρη· συνειδητοποιείς ότι το έγκλημα που είδες στον πρώτο τόμο μπροστά στα μάτια σου, έχει σχεδιαστεί μέσα στα γραφεία και στις γραβάτες. Εδώ δεν βλέπουμε τη βία, αλλά περνάει μέσα από την αφήγηση. Και αναρωτιέσαι, άραγε ποιο τέρας είναι το πιο τρομακτικό; Εκείνο που είναι στα μέτρα μας, έχει την όψη μας, τα χάλια μας και την κακομοιριά μας, ή αυτό;
Ένα μυθιστόρημα «ουροβόρος»
- Έχεις πει ότι μπορείς να διαβάσεις τα βιβλία με όποια σειρά θέλεις. Θα μου επιτρέψεις να διαφωνήσω; Επειδή διάβασα και τα τρία μονορούφι και με τη σειρά που γράφτηκαν, θεωρώ ότι αν τα διάβαζα ανάκατα θα έχανα κάτι από το μυστήριο. Το τρίτο βιβλίο ειδικά, «κουμπώνει» με τα προηγούμενα και λύνει τις απορίες που έχουν δημιουργηθεί.
Στο τρίτο έχεις και την οπτική της τράπεζας που είναι καθοριστική. Το διαβάζεις σαν prequel ουσιαστικά. Εγώ προτείνω στους αναγνώστες να ξεκινήσουν από τον τρίτο τόμο, γιατί αν δεν τους αρέσει, θα έχουν λύσει το μυστήριο και θα έχουν γλιτώσει και χρήματα! Ο τρίτος τόμος είναι ο πιο εύκολος στην ανάγνωση γιατί δίνει συνέχεια απαντήσεις.
Είχα να λύσω από την αρχή το εξής πρόβλημα: αν το μυθιστόρημα ήταν μονοδρομικό, δηλαδή αν είχε μόνο ανηφόρα, δεν θα μπορούσε να διαβάζεται και αντίστροφα. Γι’ αυτό έπρεπε να φτιάξω και μια κατηφόρα· σκέφτηκα ότι κάποιος βρίσκεται σε ένα νησί και έχει όρεξη για δράκο, αλλά στο τοπικό βιβλιοπωλείο διατίθεται μόνο ο δεύτερος τόμος. Θα τον πάρει μόνο αν γνωρίζει εξαρχής ότι το μυθιστόρημα έχει δύο φορές, δύο πορείες αφήγησης – την αριστερόστροφη με τους φυγάδες, που πηγαίνουν νότο-ανατολή-δύση και την δεξιόστροφη του Μόζερ, η οποία ξεκινάει από τον τρίτο τόμο για να έρθει στον δεύτερο και να ανταμώσει το τέλος του στον πρώτο, όταν ανοίγει η αφήγηση. Όπως ο ουροβόρος όφις, ή το γιν-γιανγκ. Έτσι λοιπόν έχουμε ένα κυκλικό μυθιστόρημα.
- Πώς κατάφερες να μην χάσεις τον προσανατολισμό σου στη πορεία;
Είχα pivot, άξονα. Με όλες τις ημερομηνίες, για να μπορούν να γίνουν τα καθρεφτίσματα και οι αναγωγές, γιατί σε κάθε βιβλίο υπάρχουν ακόμη και φράσεις ίδιες όταν εισάγεται η άλλη όχθη. Ή όταν έρχεται ο γέρο-δράκος. Ο καλός δράκος που αποπνέει την ενότητα, αποδεικνύοντας ότι η προκατάληψη είναι ισχυρότερη της όρασης, την καπελώνει, χειραγωγεί τις αισθήσεις.
Όταν πια κατέληξα ότι θα γίνονταν τρία βιβλία και όχι τρεις ενότητες, έπρεπε να γίνει ξεκάθαρο ότι κάθε φαινόμενο (λάσπη-έρημος-πάγος) είναι αληθές. Ότι καμιά από τις τρεις πλευρές δεν λέει ψέματα. Επιπλέον, έπρεπε ο κάθε τόμος να έχει και ένα εσωτερικό μυστήριο το οποίο πρέπει να λύνεται πλήρως μέσα στον τόμο – να κλείνεις τη νότια όχθη και να έχεις λύσει όλες σου τις απορίες. Να μην χρειάζεται δηλαδή να συνδυάσεις τους τόμους. Αν βέβαια το κάνεις, βλέπεις τους αντικατοπτρισμούς, όμως τις απορίες σου τις έχεις λύσει.
- Είναι εξαιρετικό το εύρημα ότι η κάθε πλευρά δεν βλέπει ούτε νιώθει τα ίδια με την άλλη σε σχέση με τα στοιχεία της φύσης, εννοώ.
Έπρεπε τέσσερα χρόνια να το κρατήσω μέσα μου. Γιατί αυτό έρχεται στο δεύτερο βιβλίο, δεν το δίνω από το πρώτο. Στο πρώτο απλώς βλέπουμε την κεχριμπαρένια έρημο μέσα από τα μάτια της πρωταγωνίστριας, της Λούνα, κάτι που ξεχνιέται όμως στην πορεία γιατί και η ίδια έχει πλέον ενστερνιστεί την οπτική αυτής της πλευράς. Όσο είναι ακόμη ουδέτερη και θυμωμένη μπορεί να τα δει όλα. Αν δηλαδή την κάναμε περιοδεία, θα έβλεπε όλες τις καιρικές συνθήκες και τα επίπεδα να διαθλώνται το ένα στο άλλο. Θα ήταν σαν τον κακό της υπόθεσης, τον Μόζερ.
- Α, να γιατί ο Μόζερ είναι τυφλός.
Ακριβώς! Αυτό είναι το άλλο που έπρεπε να κρατήσω μέσα μου. Μου έλεγαν γιατί ο Μόζερ είναι τυφλός, παραπέμπει στον Σόιμπλε; Ότι δηλαδή του είχα δώσει μια αναπηρία για να γίνει η αναγωγή! Αυτός είναι ο λόγος που δεν κινδυνεύει αυτός ο άνθρωπος γι’ αυτό είναι τόσο καλά θωρακισμένος: το γεγονός ότι δεν έχει μάτια του επιτρέπει εν τέλει να «βλέπει» καθαρά. Αλλά αυτό ήταν στοιχείο του τρίτου τόμου, οπότε οι συνεντεύξεις του πρώτου τόμου ήταν το μεγαλύτερο μαρτύριο, γιατί έπρεπε να τα κρύψω όλα, να ελιχθώ.
BOX
«Όταν έρθει η ώρα, θα το καταλάβω»
- Πότε γράφεις Ιωάννα;
Μόνο Σαββατοκύριακα και αργίες. Αλλά όλα τα Σαββατοκύριακα και όλες τις αργίες. Με ξυπνητήρι, στις 6.30-7.00 μέχρι τις 12 το βράδυ. Με αυστηρό πλάνο. Και δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από αυτό.
- Πώς το συνδυάζεις με την καθημερινή δουλειά σου;
Δεν συνδυάζεται, γι’ αυτό και θέλει τη δική του ημέρα. Δεν μπορεί να γίνει μετά το γραφείο, με τρώει και με πίνει το γραφείο. Θέλει τη δική του ημέρα.
- Θα μπορούσες να το κάνεις full time;
Δεν ξέρω, η καθημερινή δουλειά μου, που την αγαπάω και είναι επίσης κομμάτι της ζωής μου, με κρατάει γειωμένη. Να μην πετάξω σαν χαρταετός. Για να είμαι πιο κοντά και σε πρακτικά πράγματα… και στη ζωή είναι τόσο δελεαστικό το να φύγεις και να μην επιστρέψεις, οπότε η δουλειά είναι μια άγκυρα. Όπως είναι ένα παιδί, η δουλειά είναι μια τακτική υποχρέωση, είναι μια άγκυρα και ως τέτοια την αντιμετωπίζω. Η δουλειά είναι απολύτως ρεαλιστική, δεν υπάρχει περιθώριο για fantasy!
- Τώρα;
Τώρα αγρανάπαυση. Αυτό ήταν συντροφιά μεγάλης διάρκειας και πρέπει να ξεπλυθεί από μέσα μου, να φύγει. Να μην υπάρχει κατάλοιπο. Θέλει διαβάσματα, να διαβάσω άλλα πράγματα – οι χρονιές της αγρανάπαυσης είναι η καλύτερή μου. Μπορεί μετά να γράψω κάτι τελείως διαφορετικό. Όταν έρθει η ώρα, θα το καταλάβω.
Who is who
Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Διοίκηση Ξενοδοχείων στην Ανωτέρα Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων Ρόδου και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο University of Buckingham της Αγγλίας, στον τομέα του Διεθνούς Ξενοδοχειακού Management. Εργάστηκε σε τουριστικές μονάδες ως το 2000. Το 2002 αποφοίτησε από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, όπου εξειδικεύτηκε στη Διοίκηση Μονάδων Υγείας, και σήμερα εργάζεται στα Προγράμματα Υπηρεσιών Υγείας του Β΄ Περιφερειακού Συστήματος Υγείας Αττικής.
Το μυθιστόρημά της «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;» τιμήθηκε με το βραβείο του περιοδικού (δε)κατα Athens Prize for Literature (2008) και κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα γαλλικά, αγγλικά και βουλγαρικά. Το 2013 η αγγλική εφημερίδα «Guardian» το κατέταξε στα καλύτερα βιβλία επιστημονικής φαντασίας της χρονιάς.
Τη δωδεκαετία 2011-2023 έγραψε τη μυθιστορηματική τριλογία «Ο Δράκος της Πρέσπας», που αποτελείται από τα βιβλία «Η Κοιλάδα της Λάσπης» (2014), «Κεχριμπαρένια Έρημος» (2019) και «Η Μνήμη του Πάγου» (2023). Η τριλογία απέσπασε καθώς εκδίδονταν οι τόμοι: Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών και Βραβείο Λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα (2015), Τιμητική Υποτροφία από το Υπουργείο Πολιτισμού της Βαυαρίας (Award of Excellence, 2017, με φιλοξενία στη Villa Concordia, όπου γράφτηκε μεγάλο μέρος του δεύτερου τόμου) και Βραβείο Μυθιστορήματος του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης» (2024).
Μυθιστορήματα
- Το Μπουντουάρ του Ναδίρ (2003)
- Το Μυστικό Νερό (2005)
- Τι είδε η γυναίκα του Λωτ (2007, 2018)
- Η ενοχή της αθωότητας (2011)
Τριλογία «Ο Δράκος της Πρέσπας»
- Η Κοιλάδα της Λάσπης (2014)
- Κεχριμπαρένια Έρημος (2019)
- Η Μνήμη του Πάγου (2023)
Παιδική λογοτεχνία
- Το ταξίδι των τρολ (2009)
INFO: Όλα τα βιβλία της Ιωάννας Μπουραζοπούλου κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
και τα βρίσκετε εδώ