της Ζωής Βερβεροπούλου
«Λόγω των έκτακτων μέτρων έχουν αναβληθεί επ’αόριστον οι καλλιτεχνικές δράσεις. Κατά συνέπεια, απουσιάζουν οι εκδηλώσεις της εβδομάδας και η ύλη μας διαμορφώνεται ανάλογα».
Αυτή η λακωνική σημείωση στο κυριακάτικο ένθετο πολιτισμού γνωστής εφημερίδας (15/3/2020), στη σελίδα που συνήθως συγκέντρωνε τις εκδηλώσεις της εβδομάδας (θέατρο, μουσική, εικαστικές εκθέσεις, προβολές, παρουσιάσεις βιβλίων, διαλέξεις) ήταν μια από τις πρώτες, διακριτικά δυσοίωνες, ενδείξεις ότι, μαζί με την απροσδόκητη κοινωνική συνθήκη που επέβαλε η πανδημία, τόσο ο πολιτισμός όσο και η δημοσιογραφική του κάλυψη μετέβαιναν σε status μη-κανονικότητας. Tα μέτρα προστασίας για την αποφυγή διάδοσης του ιού και ο συνακόλουθος εγκλεισμός πυροδότησαν ένα ντόμινο ματαίωσης των πάσης φύσεως live event. Η καλλιτεχνική ζωή, άναυδη, βρέθηκε ξαφνικά εκκρεμής και σε παύση, από τη στιγμή που οι υγειονομικοί περιορισμοί έπληξαν τα εγγενή προαπαιτούμενά της: τη φυσική παρουσία και τη δυνατότητα συνάθροισης, δηλαδή την κοινωνική της ύπαρξη.
Πρώτο παράπλευρο θύμα της κρίσης, η μέχρι πρότινος αδιάλειπτα παρούσα σε έντυπα και διαδικτυακά ΜΜΕ «Ατζέντα» (ή «Μη χάσετε σήμερα» ή «Πού να πάω σήμερα»), που απώλεσε αυθωρεί το αντικείμενο και τον ρόλο της. Με τους δημιουργούς τής τέχνης σε αργία και κλειστά τα θέατρα, τις πινακοθήκες, τις μουσικές σκηνές και τους κινηματογράφους, παρόμοια κενά αναφοράς εμφανίζονται γενικότερα στην ειδησεογραφία του πολιτισμού, που είτε αναγκάζεται να αναζητήσει ύλη στον προ-πανδημικό κόσμο είτε θεματολογεί τις εξελίξεις. Τα δημοσιεύματα των τελευταίων εβδομάδων αποτυπώνουν ανάγλυφη τη νέα εικόνα στο πολιτιστικό πεδίο: οι τέχνες περνούν σε φάση επανεννοιολόγησησης της υπόστασης και των ορίων τους, επιστρατεύουν τις δυνατότητες της τεχνολογίας και δοκιμάζουν μετατοπισμένα επίπεδα ύπαρξης – οθονικά διαμεσολαβημένα, ως επί το πλείστον. Σε θέση πρωτόγνωρη, οι δημιουργοί αντιμάχονται τη στασιμοποίηση με την αναπλαισίωση, ενώ ταυτόχρονα ιχνηλατούν εναλλακτικά σημεία επαφής με τον δυνητικό αποδέκτη τους σε περιβάλλοντα άυλης διεπαφής. Και όσο η τέχνη μετακομίζει on line τόσο το απομακρυσμένο κοινό της μοιάζει να διευρύνεται, σε συνδυασμό με ένα βουλιμικό σχεδόν ενδιαφέρον για ανοιχτές, ηλεκτρονικά διαθέσιμες πηγές, εκδηλώσεις, λογοτεχνία, μουσική και θεάματα. Πολιτιστικοί οργανισμοί και δημιουργοί, εκδότες, βιβλιοθήκες και συγγραφείς αρχικά διστάζουν, αλλά σταδιακά απελευθερώνουν διαδικτυακά (ή παρέχουν on demand) όλο και περισσότερο περιεχόμενο.
Αντιμέτωπη με τέτοιες ανατροπές σε πλανητική κλίμακα, η πολιτιστική δημοσιογραφία καλείται επειγόντως να ξαναθέσει ένα ζωτικό γι’αυτήν ερώτημα, θεωρητικά προ πολλού απαντημένο: τι σημαίνει «πολιτιστικό/καλλιτεχνικό γεγονός»; Τι μπορεί, ακριβέστερα, να εκληφθεί ως τέτοιο σε καιρούς γενικευμένου εγκλεισμού; Ή ακόμη πιο ανατριχιαστικά: υπάρχει καν; Και δεν είναι λίγα τα συνακόλουθα ζητήματα που προκύπτουν: πόσο εφικτό είναι πλέον το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ, πόσο μπορεί να διασταλεί η επικαιρότητα και, εντέλει, αντιμετωπίζει η δημοσιογραφία του πολιτισμού (πρόσκαιρο αλλά σοβαρό) ζήτημα βιωσιμότητας;
Στη πράξη, αν η τηλεοπτική κάλυψη του πολιτισμού επιλέγει εξ ανάγκης τη λύση των επαναλήψεων, έντυπα και ιστοσελίδες υποδέχονται με τον δικό τους τρόπο τις μεταλλαγές του καλλιτεχνικού τοπίου. Η διαφοροποίηση είναι εμφανής από τις πρώτες μέρες της υγειονομικής κρίσης, όταν, παραδόξως, είδηση γίνεται το μη-γεγονός, μέσα από ένα καταιγιστικό κύμα ενημέρωσης για την επ’αόριστον αναστολή ή τη ματαίωση παραστάσεων, φεστιβάλ, εκθέσεων και άλλων εκδηλώσεων. Σχεδόν αμέσως μετά, με τις ειδήσεις μετρημένες πια και αφού δεν έχει απομείνει τίποτε άλλο για να αναβληθεί, αναδύεται μια αλλιώτικη, παράδρομη γεγονοτικότητα, αποκομμένη από τους χωροχρόνους και την εστιασμένη παροντικότητα της ζωντανής δράσης, που αντλεί την επικαιρότητά της από τον ψηφιακό κόσμο. Το καλλιτεχνικό γεγονός αποϋλοποιείται και νοείται πλέον στην virtual εκδοχή του, όπως και η (εξω)πραγματικότητα που ο πολιτιστικός συντάκτης καλείται στο εξής να καταγράψει, αναθεωρώντας ριζικά τις συνήθεις θεματολογίες του πεδίου του. Μαζί με τα σημαντικά θεωρητικά ζητήματα που αίφνης ανοίγουν, οι πρακτικές συνέπειες μια τέτοιας μετατόπισης είναι άμεσα ορατές στην έντυπη και διαδικτυακή πολιτιστική ύλη:
-Αλλάζουν οι ισορροπίες ανάμεσα στην ενημερωτική και τη σχολιαστική δημοσιογραφία των τεχνών: αν η πρώτη περιορίζεται μόνο σε όσα μπορεί ο συντάκτης να καλύψει «μένοντας σπίτι», η δεύτερη κερδίζει χώρο, καθώς πληθαίνουν τα άρθρα γνώμης (τοποθετήσεις, ερμηνευτικές αναλύσεις, αναστοχαστικές ανησυχίες, σχόλια, προβλέψεις, κλπ), που δεν συναρτώνται απαραίτητα με προηγούμενη επιτόπια παρουσία.
-Αυξάνονται οι συνεντεύξεις δημιουργών (αναμενόμενο, εφόσον είναι εφικτές και από ασφαλή απόσταση), με έμφαση στην επίδραση της πανδημίας στην καλλιτεχνική πράξη. Παράλληλα, βιωματική γραφή και νέες, εξειδικευμένες στήλες με εκφραστικούς τίτλους και αποκλειστικό θέμα τις συνέπειες του ιού και του εγκλεισμού κάνουν την εμφάνισή τους. «Ημερολόγια εγκλεισμού», «Ημερολόγια καραντίνας», «Ημερολόγιο Covid-19», «Ανταπόκριση από τον καιρό της καραντίνας», «Ποιο είναι το μέλλον του θεάτρου» «Η μέρα μετά» είναι, ενδεικτικά, μερικές από αυτές, στις οποίες συγγραφείς και καλλιτέχνες μονολογούν και σκέφτονται δημόσια αυτό που ζούμε και αυτό που έρχεται. Ευνοείται δε η πολυμεσικότητα ως εναλλακτική του γραπτού κειμένου, αλλά και ως ειδολογική παραλλαγή της κλασικής συνέντευξης: homemade βίντεο ή podcasts με μαρτυρίες και σχόλια των καλλιτεχνών γίνονται δημοσιογραφικό θέμα, ενώ κανάλια στο Youtube και διάφορες άλλες πλατφόρμες αναλαμβάνουν μιντιακό ρόλο, οργανώνοντας μέχρι και live συζητήσεις με συγγραφείς και καλλιτέχνες σε τηλεδιάσκεψη.
-Οι ρουμπρίκες του βιβλίου και της λογοτεχνίας δείχνουν να έχουν προς το παρόν το μικρότερο πρόβλημα ανεύρεσης θεμάτων. Εκλείπουν βέβαια οι ζωντανές παρουσιάσεις, οι εκδοτικοί ρυθμοί ανακόπτονται, η διακίνηση δυσχεραίνεται, υπάρχει έντονη ανησυχία για το μέλλον, ενώ αυξάνει η ζήτηση (και η προσφορά) για ηλεκτρονικά βιβλία και audio books, πράγματα που αναλύονται από τους αρθρογράφους του χώρου. Ωστόσο, οι συγγραφείς συνεχίζουν να γράφουν και η εμπειρία τής κατά μόνας αναγνωστικής πρόσληψης δεν πλήττεται – υποθετικά μάλιστα ευνοείται από τον εγκλεισμό και ως εκ τούτου στον Τύπο αυξάνονται οι αναγνωστικές (και επαναναγνωστικές) προτάσεις. Πληθαίνουν τα αφιερώματα στην fiction και non-fiction βιβλιογραφία με θέμα την πανδημία. Ανάμεσά τους, η «Πανούκλα» του Καμύ, ο «Ρινόκερος» του Ιονέσκο και το «Περί τυφλότητας» του Σαραμάνγκου ανάγονται σε κορυφαίες αναφορές, επανερμηνεύονται, επαναξιολογούνται και ξαναδιαβάζονται. Ενεργοποιούνται όροι όπως «λογοτεχνία της πανδημίας» και «επιδημική λογοτεχνία» για να τα χαρακτηρίσουν.
-Πρωτογενής μυθοπλαστική γραφή κάνει εκτάκτως την εμφάνισή της στον έντυπο Τύπο, πρακτική που για τα εφημεριδικά πολιτιστικά ένθετα του 21ου αιώνα είναι κατά κανόνα πολύ περιορισμένη και εποχική (Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαιρινές διακοπές). Γραμμένα κατά παραγγελία ή πιο αυθόρμητα, σύντομα διηγήματα από γνωστούς συγγραφείς αντιδρούν στην επικαιρότητα και πραγματεύονται ποικίλες όψεις της πανδημίας. Μετά τη λογοτεχνία της κρίσης, επωάζεται ήδη η λογοτεχνία της καραντίνας.
-Όχι ότι δεν συνέβαινε και πριν, αλλά εκ των πραγμάτων τώρα εντείνεται: τα κοινωνικά δίκτυα δεν περιορίζονται στη διάχυση δημοσιογραφικών δημοσιευμάτων για τις τέχνες, αλλά σε αυτά παράγεται πλέον πρωτότυπη ύλη, που λειτουργεί ως θεματολογική δεξαμενή για τα διάφορα επίσημα ΜΜΕ. Θα μπορούσαμε, πιστεύω, να μιλήσουμε για μια πολιτιστική δημοσιογραφία των πολιτών σε κλιμάκωση, καθώς τα όρια ανάμεσα στον καταναλωτή και τον παραγωγό της είδησης ρευστοποιούνται και οι ρόλοι εναλλάσσονται σε μια εντατική διαδικασία αλληλοτροφοδότησης. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα των ημερών ο ηθοποιός-σκηνοθέτης Αργύρης Ξάφης και η καθημερινή ενημέρωση για τις διαδικτυακά διαθέσιμες παραστάσεις (ελληνικές και ξένες), που έχει εθελοντικά επωμιστεί και ανακοινώνει συστηματικά στο προφίλ του στο facebook, πριν αυτή αντιγραφεί από άλλα ΜΜΕ. Τι κάνει; Στην ουσία, πολιτιστικό ερευνητικό μικρο-ρεπορτάζ σε αμιγώς ψηφιακό (και μάλιστα διεθνές) περιβάλλον, με τη συστηματικότητα επαγγελματία καλλιτεχνικού συντάκτη.
-Η μιντιακή εικόνα για τις τέχνες του ζωντανού θεάματος προβάλλει άκρως ενδιαφέρουσα και πολυεδρική: στην αρχή, οι ραγδαίες εξελίξεις βυθίζουν τις επιτελεστικές τέχνες και ιδιαίτερα το θέατρο σε υπαρξιακή κρίση. Καθώς οι παραστάσεις και άρα η ενσώματη επικοινωνία με το κοινό τελούν υπό απαγόρευση, η ψηφιακή μετάδοση παραστάσεων φαντάζει – υποκατάστατος; εναλλακτικός; – μονόδρομος για όλο και περισσότερους θεατρικούς οργανισμούς και καλλιτέχνες. Λογικοί δισταγμοί και αμυντικές επιφυλάξεις υποχωρούν βαθμιαία (αν και ποτέ τελείως), μπροστά στην επιθυμία να μην εκλείψουν οι δίαυλοι δημόσιας παρουσίας του καλλιτεχνικού έργου. Όσο το θέατρο αναδικτυώνεται και προσαρμόζεται για ένα κοινό εκ του τήλε, τόσο αναζωπυρώνονται ερωτήματα για τις διεργασίες της μεταφοράς-μαγνητοσκόπησης-κινηματογράφησης και διατυπώνονται ανησυχίες για μονιμότερη υποστασιακή/προσληπτική μετατόπιση που ενδέχεται να επιφέρει στις σκηνικές τέχνες η, αποκλειστική προς το παρόν, επί της οθόνης θέαση. Η στήλη της Ατζέντας θεαμάτων αναγεννάται, παραθέτοντας πλέον τις ελληνικές και ξένες «παραστάσεις που μπορείτε να βρείτε σήμερα online». Η ειδησεογραφία και τα κοινωνικά δίκτυα εξοικειώνονται με όρους όπως «προβολή παραστάσεων» και «ψηφιακή πρεμιέρα», ενόσω το θεατρικό ρεπορτάζ επανεπινοεί τα περιεχόμενά του. Οι συνεντεύξεις Τύπου ματαιώνονται ή, όπως στην περίπτωση του Φεστιβάλ Αθηνών, πραγματοποιούνται σε ζωντανή σύνδεση: κάποιοι συντάκτες καταγράφουν όχι μόνο την είδηση, αλλά και την επικοινωνιακή ιδιαιτερότητα της εμπειρίας. Υιοθετούνται μικρο-συνεντευκτικές φόρμες ημερολογιακού τύπου (κείμενο ή/και βίντεο), για να στεγάσουν απόψεις και σκέψεις των δημιουργών. Κάτι μοιάζει να διαφοροποιείται στον δημόσιο λόγο τους, ο οποίος λαμβάνει μια πιο «εσωτερική», εκμυστηρευτική και στοχαστική χροιά, που υπερβαίνει την αγωνία της επαγγελματικής αποσταθεροποίησης και υπαινίσσεται μεταλλάξεις στην ίδια την οντότητα του καλλιτέχνη. Στο μικροσκόπιο των αρθρογράφων του πολιτισμού μπαίνουν σταδιακά οι πολιτικο-κοινωνικές διαστάσεις της κατάστασης στο πεδίο: ζητήματα πνευματικών δικαιωμάτων για τα δωρεάν διαδικτυακά θεάματα, η αναγκαστική αεργία των καλλιτεχνών και η οικονομική δυσπραγία που προκύπτει για οργανισμούς και συντελεστές, τα αιτήματά τους, τα κυβερνητικά μέτρα για την ενίσχυσή τους και για την ανάπτυξη εναλλακτικών τρόπων πρόσβασης των πολιτών στον πολιτισμό, αλλά και προβλέψεις-προβληματισμοί για το πολιτισμικό «μετά» που εγκυμονείται στο δυστοπικό «τώρα».
-Η κριτική, ο σκληρός πυρήνας δηλαδή της πολιτιστικής δημοσιογραφίας, αυτοτίθεται εκ των πραγμάτων σε φάση αναθεώρησης του αντικειμένου και του τρόπου λειτουργίας της. Η κριτική του βιβλίου και της λογοτεχνίας ειδικότερα, μολονότι πολλές επικείμενες εκδόσεις αναστέλλονται, μοιάζει να διατηρεί καλύτερες ισορροπίες με τον προ-κοροναϊκό ρόλο της και εξακολουθεί να δημοσιεύεται. Προστίθεται όμως μια τάση επιστροφής σε βιβλία περασμένων ετών, που αποτιμώνται εκ νέου ή ανασχολιάζονται με φίλτρο τη χρονική απόσταση και την παρούσα περίσταση. Η κριτική της μουσικής στρέφεται σε δισκογραφικές παραγωγές, ενώ η κινηματογραφική, χωρίς τις νέες πρεμιέρες, αναπληρώνει το κενό με διάφορους τρόπους, όπως αφιερώματα, επαναξιολογήσεις, αναλύσεις, λίστες, αλλά και με κριτική τηλεοπτικών σειρών, καθώς και υλικό λ.χ. από το Netflix ή το Cinobo. Σε μεταιχμιακή φάση βρίσκεται η κριτική του θεάτρου: μετά το πρώτο σάστισμα, συνέπεια της βίαιης αποκοπής από τη ζωντανή σκηνή, οι κριτικοί προτάσσουν μια θεωρητική κειμενοπαραγωγή για το πρωτοφανές (θεατρικό) παρόν ή (ξανα)ανοίγουν διάφορα ζητήματα θεατρολογικά και σύγχρονης παραστασιολογίας, αντικαθιστώντας την απουσία του μεμονωμένου πολιτιστικού γεγονότος με μια ευρύτερη πολιτισμική διερώτηση. Επίσης, αν και δεν έχει ακόμα τεθεί το παρακάτω ζήτημα, νομίζω πως δεν θα αργήσει, αν η κατάσταση συνεχιστεί: μπορεί και πρέπει άραγε να γραφτεί επαγγελματική θεατρική κριτική για τις on line παραστάσεις; Και αν ναι, ποια νέα κριτήρια και ποιες δεξιότητες θα πρέπει να ενεργοποιηθούν/επινοηθούν από τους συντάκτες; Κυρίως όμως, τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο για την ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία;
Κλείνοντας το παρόν σημείωμα, παρατηρώ πως ήδη, διεθνώς, η τέχνη μεταβαίνει σε επόμενη φάση: Τα Ίδρυμα Ωνάση κάνει αναθέσεις σε καλλιτέχνες για έργα τέχνης «από το σπίτι», γυρίζονται οικιακές ταινίες μικρού μήκους, παράγονται και διακινούνται ηλεκτρονικά νέα εικαστικά έργα, γράφτηκε ήδη το «Βαλς του Covid-19» και οργανώνονται διαδικτυακά φεστιβάλ όπως π.χ. το «φεστιβάλ των έγκλειστων τεχνών» στη Γαλλία. Οι δημιουργοί καλούνται, όλο και πιο οργανωμένα και με θεσμική παρότρυνση, να περάσουν από την απλή αναμετάδοση/διάχυση του ήδη υπάρχοντος υλικού, στην παραγωγή πρωτογενούς, ψηφιακά διανεμόμενου, καλλιτεχνικού έργου και αυτό είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη.
Ένα τέτοιο πολυδιάστατο και ταχύτατα μεταβαλλόμενο τοπίο καλείται επομένως να χαρτογραφήσει, να ερμηνεύσει και να αποτιμήσει εν θερμώ η πολιτιστική δημοσιογραφία των ημερών, πρόκληση χωρίς προηγούμενο, που θέτει σε δοκιμασία την προσαρμοστικότητα, τα αντανακλαστικά και τις δυνατότητές της. Δεν έχει πια μπροστά της απλά γεγονότα να καλύψει, έχει φαινόμενα. Αν θα επιστρέψει και πότε στην πρότερη κανονικότητά της ή αν θα μείνουν οριστικότερα ίχνη σε οποιαδήποτε επόμενη φάση της, παραμένει άγνωστο. Το σίγουρο – και συναρπαστικό – είναι ότι έχει κιόλας πάρει μορφή αυτό που θα μπορούσαμε στο εξής να ονομάζουμε «πολιτιστική δημοσιογραφία της πανδημίας».