της Όλγας Σελλά
Έχει τη θέση της κεντρικής ελληνικής παράστασης στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και στην Πειραιώς 260, αν κρίνει κανείς μόνο από τις μέρες που παραστάθηκε (έξι μέρες), παρότι δεν είναι πρωτογενής παραγωγή για το Φεστιβάλ, αφού παρουσιάστηκε πρώτη φορά τον περασμένο Μάρτιο στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Ο λόγος για την παράσταση που βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Φιλίπ Κλοντέλ «Η αγαπημένη του κυρίου Λιν» και σκηνοθέτησε ο σημαντικός Βέλγος σκηνοθέτης Γκι Κασίερς. Ένας μονόλογος που παραπέμπει σε περισσότερα πρόσωπα, τον οποίο ανέλαβε να ζωντανέψει επί σκηνής ένας έμπειρος και δημοφιλής ηθοποιός, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.
Είναι η ιστορία ενός πρόσφυγα που έρχεται, προφανώς, από τις χώρες της Άπω Ανατολής (Βιετνάμ; Καμπότζη;), αφού νοσταλγεί τους οριζώνες της γης του. Έχει χάσει όλους τους δικούς του στον πόλεμο (δεν διευκρινίζεται ποιος, δεν έχει σημασία πότε, η ερημιά του πολέμου είναι ίδια). Είναι η ιστορία του τι γίνεται μετά… Κοιτάζει την πατρίδα του πάνω από το πλοίο που τον μεταφέρει «να γίνεται μικρή, να γίνεται απειροελάχιστη» και το μόνο που κουβαλάει μαζί του είναι μια φωτογραφία, ένα πάνινο σακουλάκι με χώμα –που έχει τη μυρωδιά της χώρας του- και την εγγονή του, τη μόνη επιζήσασα. Σανγκ Ντιου τη λένε την εγγονή του, που σημαίνει γλυκό πρωινό, γιατί στη χώρα του τα ονόματα των ανθρώπων κάτι σημαίνουν. Πηγαίνει μαζί με άλλους πρόσφυγες, άγνωστους σ’ εκείνον, σ’ ένα κέντρο υποδοχής προσφύγων. «Τίποτα δεν μοιάζει με τίποτα που να ξέρει» στο νέο τόπο. Ο κύριος Λιν δεν γνωρίζει τη γλώσσα, δεν ξέρει τον τόπο, δεν επικοινωνεί με κανέναν. Και κάποια στιγμή βγαίνει βόλτα στο πάρκο μπροστά από το κέντρο υποδοχής. Κι εκεί, σ’ ένα παγκάκι, που κάθεται να ξεκουραστεί –πάντα με την εγγονή του αγκαλιά- συναντά τον κύριο Μπαρκ. Κι αυτός μόνος έμεινε μετά το θάνατο της γυναίκας του και πηγαίνει κάθε μέρα στο αγαπημένο τους παγκάκι. Δύο άνθρωποι, διαφορετικοί, χωρίς γλώσσα επικοινωνίας, φτιάχνουν μια σχέση. Ακουμπούν το χέρι τους στην πλάτη του άλλου, κι είναι αυτό ένα στήριγμα, μια αναφορά. Ο κύριος Λιν στο πρόσωπο του κυρίου Μπαρκ βλέπει έναν φίλο, ένα όνομα, μια μυρωδιά. Ξαναφτιάχνει ένα παρόν. Για τον κύριο Μπαρκ είναι ο καλός ακροατής που έχει πάρει τη θέση της γυναίκας του. Είναι η καθημερινή του κουβέντα για τα απλά, που την έχασε. Είναι ο απέναντι που τον ακούει. Κι ας μην του απαντάει, κι ας μην ανταλλάσσουν κουβέντα, πέρα από καλημέρα. Κι αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της νουβέλας: η σύνδεση των δύο αγνώστων, η ανάγκη και των δύο να φτιάξουν μια νέα σχέση, ένα νέο σημείο αναφοράς, που δεν χρειάζεται καν τις λέξεις. Ο κύριος Λιν το σκάει από την επόμενη στέγη που τον μεταφέρουν, στην ουσία έναν οίκο ευγηρίας, για να βρει τον φίλο του. Είναι ο μοναδικός άνθρωπος που κινητοποίησε τη λαχτάρα του για ανθρώπινη επαφή. Υπάρχει μια μεγάλη ανατροπή στο τέλος της παράστασης, όταν αποκαλύπτεται ότι η εγγονή του κυρίου Λιν, η αγαπημένη του, δεν είναι παρά μια κούκλα. Η κούκλα της; Και μήπως και ο κύριος Μπαρκ ήταν ένα γέννημα της φαντασίας του κυρίου Λιν, μια ακόμα ανάγκη του; Ίσως, ίσως όχι. Τι σημασία έχει; Αυτά που νιώθει ο κύριος Λιν είναι υπαρκτά.
Αυτό είναι το έργο, ένα σύντομο μυθιστόρημα του Φιλίπ Κλοντέλ, καθαρόαιμο λογοτεχνικό κείμενο, που στη σκηνική του απόδοση τουλάχιστον, δυσκολεύεται να γίνει θεατρικό. Παρότι ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, με το γνώριμο σκηνικό του ύφος, φρόντισε να το ζωντανέψει, επωμιζόμενος τρεις ρόλους: του αφηγητή, του κυρίου Λιν και του κυρίου Μπαρκ. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ανταποκρίθηκε αφαιρώντας, μάλλον, στοιχεία από τον έντονο λυρισμό του κειμένου. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας και πάλι, με τις ρομποτικές κάμερες που έστησε ο Γκι Κασίερς στη σκηνή, με τον διπλασιασμό της φιγούρας του όταν κάθεται στο παγκάκι, με διάφορους ήχους που είναι οι άγνωστες λέξεις που ακούει από τους αρμόδιους ο κύριος Λιν. Που δεν είναι όμως πια καινούργια στοιχεία. Απλώς μοιάζουν σα να διακοσμούν την παράσταση κι όχι να είναι μέρος της και οργανικό της στοιχείο. Ο Γκι Κασίερς ήταν φανερό ότι επένδυσε κυρίως στην ερμηνεία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη συνεπικουρώντας την με τις σύγχρονες σκηνικές λύσεις. Όμως το εντελώς λογοτεχνικό και έντονα λυρικό κείμενο γείωνε συχνά τη θεατρική αίσθηση. Το ίδιο και η αναπόφευκτη σκηνική στατικότητα, -πόση θεατρική δράση να έχει ένας μονόλογος;- στην οποία προσπάθησε να δώσει λύσεις η τεχνολογία και σε αρκετά σημεία τα κατάφερε. Αυτό που κυρίως κράτησα από την παράσταση ήταν ο τρόπος που άγγιξε ο Φιλίπ Κλοντέλ αυτά τα διστακτικά βήματα στη νέα ζωή, στις νέες πατρίδες. Η ανάγκη των νέων σταθερών και ο τρόπος που φτιάχνονται. Και οι στιγμές του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη στο περίφημο παγκάκι, το μετέδωσαν αυτό και στην πλατεία.
- Δύο ακόμα παραστάσεις: 25 και 26 Ιουνίου, στο Χώρο Η της Πειραιώς 260, στις 9μ.μ.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Ασπασία Σιγάλα, Σκηνοθεσία: Guy Cassiers, Απόδοση Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Ηχητικός σχεδιασμός Diederik De Cock – Ηλίας Φλάμμος, Σχεδιασμός βίντεο Bram Delafonteyne – Sibylle Meder, Επιμέλεια φωτισμών Δημήτρης Κούτας, Βοηθός σκηνοθέτη Σύλια Κόη, Διεύθυνση παραγωγής Λυκόφως / Κωνσταντίνα Αγγελέτου και Toneelhuis / Tanja Vrancken, Τεχνική Διεύθυνση Λυκόφως / Βίκτωρ Berkan και Toneelhuis / Diederik Hoppenbrouwers, Video Art Klaas Verpoest, Βοηθοί παραγωγής Ξένια Καλαντζή – Πανούτσι Μαργέλος, Φωτογραφίες Ελίνα Γιουνανλή, Graphic Design Mike Rafail
Ερμηνεύει ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Συμπαραγωγή ΚΘΒΕ – Λυκόφως (Γ. Λυκιαρδόπουλος)