Γιάννης Μπαλαμπανίδης : ξορκίζοντας την αριστερή μελαγχολία (συνέντευξη στον Θανάση Μήνα)

0
652
Μπήτνικς στο Παρίσι, 1962

 

 

συνέντευξη στον Θανάση Μήνα

Το νέο βιβλίο του Γιάννη Μπαλαμπανίδη, διδάκτορα Συγκριτικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου, με τον τίτλο Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης, είναι ένα πολυδιάστατο δοκίμιο που καταπιάνεται με τη σημασία που προσλαμβάνουν στη συγχρονία μια σειρά από παλιές και νέες έννοιες: Αριστερά και Δεξιά, μεσαία τάξη και gig economy, επισφάλεια και πολιτικές ταυτότητας, wokeism, πολιτική ορθότητα, νατιβισμός, intersectionality, αντισυστημισμός, κλιματική αλλαγή. Βασική του θέση είναι να υποστηρίξει ότι «η διάκριση μεταξύ προοδευτικής και συντηρητικής πολιτικής συνεχίζει να έχει νόημα, αν και όχι το νόημα που είχε κάποτε. Οι έννοιες είναι προϊόντα της ιστορίας, αλλάζουν μαζί με τις ανθρώπινες κοινωνίες».

Γιάννης Μπαλαμπανίδης

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1980, διδάκτωρ Συγκριτικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου και απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης συμμετέχει στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού “Σύγχρονα Θέματα” και είναι επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Πολιτικών Ερευνών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στο επιστημονικό του πεδίο, έχει εκδόσει τα βιβλία Ευρωκομμουνισμός: Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά (Πόλις, 2015, μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον οίκο Routledge) και Μεταρρυθμίζοντας μια χώρα σε κρίση (με τη Σωτηρία Λιακάκη, Ποταμός, 2019). Λάτρης της λογοτεχνίας, το 2020 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Largo (Πόλις), που τιμήθηκε με το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου “Μένης Κουμανταρέας” της Εταιρεία Συγγραφέων. Ο συγγραφέας μιλάει στον Αναγνώστη:

 

Πώς γεννήθηκε η ιδέα γι’ αυτό το δοκίμιο; Ενδεχομένως από τον αφορισμό που υποστηρίζει ότι στη συγχρονία «οι έννοιες Αριστερά και Δεξιά είναι ξεπερασμένες»; 

Η αφετηρία είναι αυτή ακριβώς, και δηλώνεται από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Ο αφορισμός δεν είναι καινούριος, επανέρχεται διαρκώς στη δημόσια συζήτηση από τη δεκαετία του 1990, μαζί με τη διαπίστωση ότι ο κόσμος μας γίνεται όλο και πιο πολύπλοκος, επομένως δεν μπορούμε να τον κατανοήσουμε με αυτά τα «παλιά» εργαλεία. Ωστόσο, όσοι κανοναρχούν σχετικώς, δεν έχουν συνήθως να προτείνουν κάποιο καινούριο νοητικό εργαλείο. Αν θέλουμε όμως να αποφύγουμε την πνευματική και πολιτική παράλυση, αυτά τα «παλιά» εργαλεία μια χαρά μας βοηθούν να πλοηγηθούμε στον ρευστό και χαοτικό μας κόσμο. Όχι φυσικά από μόνα τους και ούτε με το ίδιο πάντα περιεχόμενο – οι έννοιες Αριστερά-Δεξιά αλλάζουν νόημα και φορτίο, όπως αλλάζουν οι άνθρωποι και οι κοινωνίες.

Θέλω να δούμε την έννοια του λαϊκισμού. Η έννοια έχει γίνει του συρμού στις μέρες μας, ενώ στην πραγματικότητα είναι συγκεκριμένη πολιτική θεωρία, που θεμελιώθηκε από σημαντικούς στοχαστές όπως η Σαντάλ Μουφ και ο Ερνέστο Λακλάου.

Κατά τη γνώμη μου, η έννοια του λαϊκισμού είναι ένα χρήσιμο εργαλείο που όμως έχει κακοπάθει «μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου». Όσο εννοιολογείται ως ένα πολιτικό στυλ που μπορεί να συνάπτεται με διάφορες ιδεολογίες, χωρίς όμως να τις επικαθορίζει, πράγματι μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα ορισμένα πολιτικά φαινόμενα. Όταν όμως ανάγεται στο βασικό κλειδί για την κατανόηση του πολιτικού, διευρύνοντας τόσο πολύ το εννοιολογικό του πεδίο ώστε να χωράει τα πάντα, τότε απλώς περιγράφει τα πάντα χωρίς να περιγράφει τίποτα. Θα πρέπει, ενδεχομένως, να επιστρέψουμε σε μια πιο μετρημένη χρήση της έννοιας του λαϊκισμού.

Ποια η διάκριση αριστερόστροφου και δεξιόστροφου λαϊκισμού. Θα ήθελες να χρησιμοποιήσεις ορισμένα παραδείγματα;

Η αναφορά στον «λαό» ενάντια σε κάποιου είδους «κατεστημένο», εξουσία ή ισχύ, είναι βασικό στοιχείο του λαϊκισμού. Ταυτόχρονα, είναι βασικό μοτίβο της νεωτερικής πολιτικής,όπου η εξουσία θεμελιώνεται στην κυριαρχία του λαού και όχι στη θεία χάρη. Έχουν σημασία φυσικά οι διακρίσεις, για να μην τσουβαλιάζουμε μαζί ανόμοια πολιτικά φαινόμενα. Υπάρχουν εκδοχές ενός αριστερόστροφου λαϊκισμού, ο οποίος συνήθως απευθύνεται στους πολλούς ενάντια στους λίγους, παίρνει δηλαδή το μέρος των λιγότερο ισχυρών σε μια σχέση ανισότητας. Υπάρχει και ο δεξιόστροφος λαϊκισμός που είναι κατά κανόνα ταυτοτικός, δηλαδή φιλοτεχνεί μια έννοια του λαού «καθαρή» και ομοιογενή από εθνική-εθνοτική άποψη – η ακροδεξιά ρητορική είναι κλασικό παράδειγμα. Ωστόσο, πολύ συχνά οι δύο μορφές μπορεί να συνυπάρχουν. Για να δώσω ένα όχι τυχαίο παράδειγμα, σε μια κοινωνική και πολιτική κρίση όπως η ελληνική, μπορεί ο ίδιος πολιτικός λόγος να απευθύνεται στους πολλούς ενάντια στους λίγους (που επιβάλλουν ένα καθεστώς σκληρής λιτότητας), αλλά οι λίγοι να είναι ταυτόχρονα οι «κακοί ξένοι» ή/και οι εγχώριοι συνεργάτες τους (μειωμένης εθνικής συνείδησης). Εδώ κάπου αρχίζουν τα προβλήματα.

Ο αριστερός λαϊκισμός μπορεί να είναι εν δυνάμει χειραφετησιακός «βρίσκοντας στον λαό ένα νέο υποκείμενο κοινωνικού μετασχηματισμού»; Από ποιο σημειο και μετά γίνεται ηθικολογικός;

Θα συμφωνούσα ότι χειραφέτηση χωρίς την πολιτική-ρητορική κατασκευή ενός λαϊκού υποκειμένου δεν μπορει να υπάρξει. Η ηθικολογία αρχίζει όμως από τη στιγμή που αυτός ο «λαός» εξιδανικεύεται, θεωρείται αγνός και άδολος, και κυρίως όταν αρχίζει να θεωρείται ενιαίος. Ο λαός, μπορεί στο φαντασιακό μας να είναι ενιαίος, αλλά στην πραγματική ζωή είναι πάντοτε διαιρεμένος, διχασμένος, εσωτερικά συγκρουσιακός. Αυτή είναι η δημοκρατία. Και όποτε μια ιδεολογία επιχείρησε να περιγράψει έναν μελλοντικό κόσμο απαλλαγμένο από συγκρούσεις και διαιρέσεις, απλώς κατέληξε στον αυταρχισμό ή στον ολοκληρωτισμό. Να ένα βασικό πρόβλημα του λαϊκισμού: δεν μπορεί, καταστατικά, να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι δημοκρατία σημαίνει διαίρεση, πολλαπλότητα, αντινομία και αντίφαση ακόμα.

Σε ποιο έδαφος συναντιούνται σήμερα ο λαϊκισμός και ο αντι-λαϊκισμός;

Στο έδαφος ακριβώς της ηθικοποίησης της πολιτικής – ή της δαιμονοποίησης του πολιτικού αντιπάλου. Οι λαϊκιστές εγκαλούν τους αντιπάλους τους ως το απόλυτο πολιτικό κακό, και το ίδιο κάνουν οι υπεύθυνοι αντιλαϊκιστές όταν καταγγέλλουν κάθε αντίπαλο πολιτικό σχέδιο ως λαϊκιστικό. Και το ένα και το άλλο καταργεί το αναγκαίο δημοκρατικό έδαφος πάνω στο οποίο μπορούμε να συγκρουόμαστε χωρίς να αναιρούμε την ύπαρξη του απέναντι.

Δημοκρατία δεν σημαίνει «ομόνοια», αλλά διαφωνία, αντιπαράθεση, σύγκρουση, ήδη από την εποχή του Μακιαβέλι, έτσι δεν είναι;

Ασφαλώς, η δημοκρατία είναι σύγκρουση, πόλωση, αντιπαράθεση, ακόμη και στις πιο ακραίες μορφές της. Αυτό ακριβώς αρνούνται οι κήρυκες μιας υποτίθεται «κεντρώας», πεφωτισμένης τεχνοκρατικής εκδοχής της πολιτικής – συνήθως με άσχημα αποτελέσματα μεσοπρόθεσμα (βλ. άνοδος του ακροδεξιού αντισυστημισμού). Ταυτόχρονα όμως, αυτή η σύγκρουση, λέει πάλι ο Μακιαβέλι, συνυπάρχει αναγκαστικά με τη συναίνεση, όπως στον Κένταυρο συνυπάρχει το κτήνος με το ανθρώπινο. Μια δημοκρατία στην οποία η σύγκρουση δεν υποτάσσεται σε ορισμένους όρους κοινής συνύπαρξης, άρα σε κάποια όρια, παύει να είναι δημοκρατία.

Το «τέλος της ιστορίας», που προαναγγέλθηκε το 1989, διαψεύστηκε πανηγυρικά. Τι ήταν αυτό που επακολούθησε:

Διαψεύστηκε όπως διαψεύδονται συνήθως οι πολύ κατηγορηματικές αποφάνσεις. Να ένα ακόμη παράδειγμα μιας προσέγγισης που λαχτάρησε το τέλος των συγκρούσεων και την οριστική ειρήνευση του κόσμου – ματαίως, αφού όπως ξέρουμε η αιώνια ειρήνη υπάρχει μόνο στα νεκροταφεία. Αυτό που επακολούθησε ήταν η αναζωπύρωση των πολιτικών και πολιτισμικών παθών σε παγκόσμια κλίμακα, και ειδικά την τελευταία δεκαετία η ανάδυση και πάλι στο προσκήνιο μεγάλων δομικών πολώσεων: ανισότητες και συγκρούσεις υλικές, συμβολικές, φυλετικές, έμφυλες, γενεακές. Μέσα στο κλίμα της λεγόμενης «permacrisis» (μόνιμης κρίσης), ξαναμάθαμε ότι είμαστε αναγκασμένοι να διαχειριστούμε δημοκρατικά τις συγκρούσεις μας.

Με ποιους τρόπους «εκσυγχρονίστηκε» η νέα ακροδεξιά και ως εκ τούτου έγινε πιο επικίνδυνη; Αν και από τον πυρήνα της αναδύεται πάντα μια εθνοκρατική αντίληψη και η «ανάγκη επιστροφής σε ένα μυθοποιημένο παρελθόν».

Η νέα ακροδεξιά πάτησε ακριβώς σε αυτήν την υπόθεση περί του τέλους της ιστορίας, περί της μετα-πολιτικής συναίνεσης Αριστεράς και Δεξιάς σε μια τεχνική/τεχνοκρατική αντίληψη της πολιτικής ως αποτελεσματικότητας. Κατά ιστορική ειρωνεία, η ακροδεξιά ξαναέβαλε στο παιχνίδι τη σύγκρουση. Ταυτόχρονα, ανακαίνισε τα ιδεολογικά της περιεχόμενα αλλά και το στυλ της, έγινε χίπστερ, μοντέρνα, νεανική, την ίδια στιγμή που συνεχίζει να έχει στο επίκεντρο τη νοσταλγία μιας υποτιθέμενης χρυσής εποχής της «καθαρής» εθνικής κοινότητας.

Πώς διαμορφώθηκε ο νεοσυντηρητισμός; Πώς εκφράζεται η Altright και ποια κοινωνικά στρώματα εκπροσωπεί;

Η νοσταλγία της εθνικής κοινότητας είναι πολύ ελκυστική για τα στρώματα εκείνα που αφήνει πίσω της η παγκοσμιοποίηση, και κυρίως η απόσυρση του κράτους από πεδία ρύθμισης που προηγουμένως δεν άφηναν τα άτομα έρμαια του «δαιμόνιου μύλου της αγοράς», όπως θα έλεγε ο Καρλ Πολάνυι. Όμως η νέα ακροδεξιά, ο νεοσυντηρητισμός και η Altright, δεν παίζει μόνο στο πεδίο της οικονομίας και της υλικής προστασίας. Επενδύει σοβαρά στο πολιτισμικό επίπεδο, κηρύσσοντας την αντεπίθεση στην «ηγεμονία» της ριζοσπαστικής αξιακής κουλτούρας της Αριστεράς, του Μάη του 1968, των 60s αλλά και του φεμινισμού, της οικολογίας, των νέων ευαισθησιών σε ζητήματα φύλου, γλώσσας κ.ο.κ. Σφυρηλατεί έτσι μια ισχυρή πολιτική ταυτότητα που δεν ντρέπεται για τον εαυτό της αλλά απευθύνεται με αυτοπεποίθηση στις μάζες.

Γράφεις ότι η «σιωπηρή επανάσταση» του 1960-1970, που έφερε στο προσκήνιο μετα-υλιστικές προτεραιότητες (οικολογία, ισότητα των φύλων, ανοιχτή κοινωνία, ποιότητα ζωής) δεν αρκεί πια για να αντισταθεί στην αντεπίθεση της Altright. Θα πρέπει η Νέα Αριστερά να επανέλθει δυναμικά στο οικονομικό πεδίο; Πιστεύεις ότι, από κάποια στιγμή και μετά, ας πούμε από τη δεκαετία του 1980, αποξενώθηκε από τον κόσμο της εργασίας;

Για την ακρίβεια, νομίζω ότι η «σιωπηρή επανάσταση» του 1960-1970 σήμερα συνεχίζει να υπάρχει ως ζώσα κληρονομιά, και μάλιστα ριζοσπαστικοποιείται περαιτέρω, ειδικά στις νεότερες γενιές. Ταυτόχρονα όμως, μια από τις μεγάλες διαφορές της εποχής μας είναι η επανάκαμψη του ζητήματος της υλικής ανισότητας και της επισφάλειας. Η προοδευτική πολιτική, προσπαθώντας να εκσυγχρονιστεί, μαζί με τα νερά του εργατισμού πέταξε και την οργανική της σχέση με τον κόσμο της εργασίας. Ενώ η Αριστερά του 20ού αιώνα έκανε την πολιτική όπλο των πολλών, σήμερα οι φτωχοί ψηφίζουν πολύ ευκολότερα (ακρο-)Δεξιά. Δεν υπάρχει δίλημμα μεταξύ των δύο διαστάσεων, θα ήταν αναγωγισμός και υπεραπλούστευση να πει κανείς ότι το μείζον είναι η «οικονομική» ή η «πολιτισμική» Αριστερά. Μια ισχυρή προοδευτική ταυτότητα σήμερα προϋποθέτει την επινοητική ανασύνθεση των δύο, μόνο έτσι μπορεί να αντιπαρατεθεί στην νεοσυντηρητική αντεπίθεση.

Ποιοι παράγοντες συνετέλεσαν στη μετάβαση/οπισθοχώρηση από «τα παιδιά του Μαρξ και της CocaCola» (JeanLuc Godard) στα «παιδιά της επισφάλειας και του Netflix»; Στον αντίποδα, ποια είναι η”Generation Left” και πού συναντά την “Gen X”;

Δεν είναι ανάγκη να μιλήσουμε για οπισθοχώρηση, πρόκειται απλώς για αλλαγή εποχής, η οποία επιδρά και στη διαμόρφωση των διαφορετικών γενεών. Τα παιδιά που περιέγραψε ο Γκοντάρ ήταν οι μπέιμπι μπούμερς της δεκαετίας του 1960, άνθρωποι γεννημένοι σε μια εποχή αυξημένων προσδοκιών, οικονομικής ανάπτυξης και εργασιακής ασφάλειας, και ταυτόχρονα η γενιά που υιοθέτησε μετα-υλιστικά αιτήματα για την ποιότητα ζωής, τη φύση, τις σχέσεις των φύλων κλπ. Τα σημερινά παιδιά «της επισφάλειας και του Netflix», οι μιλένιαλς και η γενιά Ζ, ριζοσπαστικοποιούν αυτή την αξιακή κληρονομιά των γονιών και των παππούδων τους, είναι διεθνοποιημένα και κοσμοπολίτικα, αλλά ταυτόχρονα η υλική συνθήκη στην οποία μεγαλώνουν γίνεται όλο και πιο επισφαλής. Αυτή η αντίθεση είναι, νομίζω, καθοριστική για τη συνείδηση και την ταυτότητα των σημερινών γενεών. Είναι ζήτημα εποχής, όχι απλώς ηλικίας.

Θα ήθελα να μιλήσουμε για την επιστροφή της Σοσιαλδημοκρατίας. Και κυρίως για το πώς/αν ανασκουμπώθηκε αυτή από το παράδειγμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Πολλοί προέβλεψαν το οριστικό τέλος της σοσιαλδημοκρατίας με την κρίση του 2010. Πράγματι, η κυριαρχία του συντηρητικού δόγματος της λιτότητας και των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών ήταν απόλυτη, και καμία σοσιαλδημοκρατική-κεϋνσιανή πρόταση δεν διατυπώθηκε στα σοβαρά. Η ριζοσπαστική Αριστερά βρήκε σε μια σειρά χώρες, όπως η Ελλάδα ή η Ισπανία, παράθυρο ευκαιρίας να αποκτήσει ορατότητα. Αυτή η πίεση εξ αριστερών συνέφερε τρόπον τινά τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία επιστρέφει σήμερα σε θέσεις εξουσίας, αλλά κατακερματισμένη, χωρίς ενιαίο μοντέλο, και σε εκλογικά χαμηλές πτήσεις. Εάν θέλει να ξανακερδίσει την πολιτική ηγεμονία, δεν μπορεί να το κάνει μόνη της αλλά στο πλαίσιο μιας πληθυντικής Αριστεράς.

Σ’ αυτό συνετέλεσε και η διάψευση της κεντρώας υπόσχεσης, την οποία χαρακτηρίζεις «ρηχή»;

Ναι, διότι οι πειραματισμοί ενός νέου πολιτικού παραδείγματος «κεντρισμού» θα μπορούσαν να είχαν ανανεώσει τον σοσιαλ-φιλελευθερισμό τύπου Τρίτου Δρόμου. Ωστόσο, δεν τα πήγαν και πολύ καλά. Ο χαρισματικός Μακρόν δεν εγινε εξαγώγιμο είδος, ενώ αποδείχθηκε τελικά πολύ πιο δεξιόστροφος απ’ ό,τι υποσχόταν όταν έλεγε ότι βρίσκεται πέραν της Δεξιάς και Αριστεράς.

Γράφεις: «το σκάκι, όπως η πολιτική, είναι ένα παιχνίδι αντίπαλων παρατάξεων και δυναμικών θέσεων, και όχι απόλυτα συμμετρικών, στατικών σχηματισμών». Ο παραλληλισμός σου αφορά κυρίως το Κέντρο και δη αυτό που λέμε στις μέρες μας Ακραίο Κέντρο. Μπορεί άραγε να υπάρξει «Κέντρο» στην πολωμένη συγχρονία;

Όλο και λιγότερο, ειδικά εάν το Κέντρο νοείται ως μια πεφωτισμένη μετριοπαθής μεσότητα που ξέρει τις λύσεις και αδιαφορεί για την ιδεολογία. Η εποχή μας είναι πολύ πιο συγκρουσιακή και πολωμένη από τη δεκαετία του 1990, που επέτρεπε τέτοια πολιτικά παραδείγματα.

Να δούμε λίγο τη Μεγάλη Βρετανία. Τι βλέπεις μετά το brexit; Η Σκωτία και η Βόρεια Ιρλανδία ψήφισαν υπέρ του remain. Βλέπεις πιθανές αποσχίσεις;

Ας μην το παίζουμε μάντεις. Το βέβαιο είναι ότι η πόλωση μεταξύ του exit και του remain είναι άλλη μια εκδοχή των διαιρέσεων της εποχής μας, στη βρετανική τους παραλλαγή. Διαιρέσεις κοινωνικές, ιδεολογικές, και ταξικές ακόμη, που οι Συντηρητικοί δεν φαίνεται να μπορούν πια να διαχειριστούν, παρότι έπαιξαν μαζί τους εξόχως δημαγωγικά. Το ερώτημα είναι εάν οι Εργατικοί θα καταφέρουν να ξαναβρούν τη χαμένη τους λαϊκότητα, όπως εν μέρει συνέβη επί Κόρμπιν, χωρίς να ενδώσουν στις εσωστρεφείς ευκολίες μιας παρηκμασμένης αυτοκρατορίας.

Στη Γαλλία, τώρα, αν επιστρέψει η διάκριση Αριστερά-Δεξιά, η καρέκλα του Μακρόν θα αρχίσει να τρίζει. Η σημερινή γαλλική Αριστερά, δείχνει ικανή να σηκώσει το γάντι; Ως πότε θα δίνει τον αγώνα ο Μελανσόν;

Μα έχει επιστρέψει η διάκριση Αριστερά-Δεξιά, αυτό τουλάχιστον έδειξαν οι πρόσφατες εκλογές. Το μακρονικό «Κέντρο» συμπιέστηκε, και αναδύθηκε μια πειστική δύναμη στα αριστερά, όσες επιφυλάξεις κι αν έχει κανείς για τον Μελανσόν. Ωστόσο, το προσωποκεντρικό εγχείρημά του δεν θα έχει πολύ μέλλον εάν δεν γίνει πραγματικά πλουραλιστικό, πληθυντικό, και εάν δεν εμπλουτιστεί με νέα πρόσωπα και ιδέες – πράγμα που εν μέρει συνέβη στις πρόσφατες εκλογές.

Ιδεολογικά, πού συγκλίνουν το best seller Η αυτοκτονία της Γαλλίας του ακροδεξιού Ερίκ Ζεμούρ με την ιδέα της παρακμής που εκφράζουν τα μυθιστορήματα του Μισέλ Ουελμπέκ;

Συγκλίνουν ακριβώς στο ότι αποδίδουν στη Γαλλία, αν όχι στη Δύση εν γένει, μια κατάσταση προχωρημένης παρακμής, η οποία οφείλεται, κατά τους ίδιους, στην κυριαρχία των ιδεών του Μάη του 1968, στον πολιτικό και αξιακό φιλελευθερισμό, σε ό,τι μπορεί σε εμάς που συζητάμε να φαίνεται ελπιδοφόρο και προοδευτικό. Παρότι ο Ουελμπέκ φροντίζει να προφυλάσσει τον εαυτό του από ακροδεξιές παρεκκλίσεις, ωστόσο το υπόβαθρο είναι κοινό. Όμως η ιδέα και μόνο της παρακμής είναι ιδέα αντι-πολιτική, διότι το μόνο που υπόσχεται είναι η νοσταλγία μιας ανύπαρκτης χρυσής εποχής, κλείνοντας κάθε συζήτηση για ανθρώπινη χειραφέτηση.

Περνώντας τον Ατλαντικό, γράφεις ότι «όπως κάποτε η Γαλλία ήταν το εργαστήριο του κόσμου, σήμερα είναι η Αμερική» και θα συμφωνήσω μαζί σου. Θα ήθελα να το δούμε με παραδείγματα.

Το γράφω διότι σήμερα η Αμερική βρίσκεται σε μια κατάσταση χαμηλής έντασης εμφυλίου, είναι μια καταξοχήν διαιρεμένη κοινωνία, πολιτικά και πολιτισμικά – έτσι που συμπυκνώνονται σε αυτήν όλες οι πολώσεις για τις οποίες μιλήσαμε μέχρι τώρα. Παράγει όμως και νέα πολιτικά παραδείγματα: ο τραμπισμός και η Altright, από τη μία, αλλά και από την άλλη μια ανανεωμένη εκδοχή προοδευτικής πολιτικής, που ξεκινά από τον Ομπάμα, περνάει από τη ριζοσπαστική-αναταραχή-θαυμάσια-κατάσταση που προκάλεσε ο Μπέρνι Σάντερς, και φτάνει στη διακυβέρνηση Μπάιντεν και στη σημερινή φυσιογνωμία των Δημοκρατικών, οι οποίοι επιχειρούν μια τολμηρή σύνθεση: να ξαναβρούν τη χαμένη επαφή με τον κόσμο της εργασίας, με τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης, ασκώντας μια εντυπωσιακή για τα αμερικανικά δεδομένα κεϋνσιανή πολιτική αλλά και ενθαρρύνοντας τα συνδικάτα, χωρίς από την άλλη να κάνουν εκπτώσεις στα προωθημένα αξιακά αιτήματα που εκφράζουν τα μεσοστρώματα της ανατολικής και της δυτικής ακτής. Ο χρόνος θα δείξει τι θα βγει από όλο αυτό.

Άλλαξε η αντίληψη για τον ρόλο του κράτους εξαιτίας της επισφάλειας και, κυρίως, της πανδημίας;

Ναι, και αυτό θα πρέπει να το λάβει υπόψιν κάθε δύναμη που ενδιαφέρεται να ασκήσει προοδευτική πολιτική. Όπως συμβαίνει σε κάθε κρίση, το καταφύγιο των ανθρώπων δεν είναι οι «αγορές» αλλά το κράτος, δηλαδή οι συλλογικά διαμορφωμένοι μηχανισμοί προστασίας της κοινωνίας. Αυτό ωστόσο δεν μεταφράζεται αυτόματα σε πολιτική κυριαρχία, απαιτεί και έναν βολονταρισμό, πολιτική πρωτοβουλία. Ας μην ξεχνάμε ότι και στην κρίση του 2008 ακούγαμε πολλές φωνές επίκρισης της ασυδοσίας των αγορών, ωστόσο λίγα πράγματα έγιναν στην κατεύθυνση της επαναρύθμισης των οικονομικών σχέσεων.

Θα ήθελα να κλείσουμε ξορκίζοντας την «αριστερή μελαγχολία», την οποία έχει επισημάνει πολύ έγκαιρα ο ιστορικός Enzo Traverso. Πώς μπορεί η Αριστερά, σε όλες τις εκδοχές της, ως φορέας προόδου να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της; Βλέπεις να κινείται κάτι προς αυτή την κατεύθυνση;

Μα τόση ώρα αυτό κάνουμε, ξορκίζουμε την αριστερή μελαγχολία! Είναι μία από τις κληρονομιές του 1989 που στοιχειώσαν τη γενιά μου, χωρίς να πολυφταίει κιόλας: η μελαγχολική Αριστερά της ιστορικής ήττας, μαζί με την αγωνιώδη αναζήτηση των κατάλληλων λέξεων για να αντικαταστήσουμε τον προδομένο «σοσιαλισμό». Λοιπόν, ας το ονομάσουμε όπως θέλουμε, δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία, για τη ζωή των ανθρώπων, είναι να διακρίνουμε τις δυνατότητες που κρύβονται μέσα στις συνθήκες, και εκεί να αναζητήσουμε μια σύγχρονη ιδέα της προόδου ενάντια στα παρωχημένα κλισέ περί υπέρβασης της Αριστεράς και της Δεξιάς.

 

 

Γιάννης Μπαλαμπανίδης: Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης, Πόλις

Προηγούμενο άρθροΗ βαρύτητα του θανάτου (της Δήμητρας Ρουμπούλα)
Επόμενο άρθροΠέθανε ο Νότης Μαυρουδής

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ