Η βαρύτητα του θανάτου (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
464

 

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα

 

Η πρώτη φράση στο μυθιστόρημα του Χάιντς Χέλε επισκιάζει ολόκληρο το κείμενο. «Πλησιάζω στην ηλικία που ήταν ο αδερφός μου όταν πέθανε», λέει ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής και κάθε ψευδαίσθηση ότι η ιστορία θα μπορούσε να τελειώσει καλά φαίνεται να έχει χαθεί. Ο θάνατος αιωρείται πάνω από τον καταιγισμό των λέξεων. Πώς μπορούμε άραγε να ξεπεράσουμε τη βαρύτητά του; Αυτό το ερώτημα, μαζί με άλλα σημαντικά ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και του κόσμου ολόκληρου απασχολούν τον 44χρονο Γερμανό συγγραφέα στο «Η υπέρβαση της βαρύτητας», το τρίτο του μυθιστόρημα και το πρώτο που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Gutenberg».

Το μυθιστόρημα του Χάιντς Χέλλε, γεννημένου το 1978 στο Μόναχο, με σπουδές φιλοσοφίας στην πόλη του και στη Νέα Υόρκη, αλλά και λογοτεχνίας στην Ελβετία, στο οποίο πρωταγωνιστεί ένα απίθανο ζευγάρι ανδρών, αδερφών, είναι ένας πυκνός διαλογισμός για το αιώνιο δίπολο ανάμεσα στο Καλό και το Κακό, για τη σύγχρονη κοινωνία γενικά, την αρρενωπότητα και την πατρότητα, τη θλίψη, το πένθος, αλλά και τις ενοχές που κουβαλούν οι νεότερες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο γενιές στη Γερμανία. Τα δύο αδέρφια, των οποίων τα ονόματα δεν μαθαίνουμε ποτέ, πίνουν ατελείωτες μπύρες ένα χειμωνιάτικο παγωμένο βράδυ, μπαινοβγαίνοντας σε μπαρ του Μονάχου. Είναι η τελευταία τους συνάντηση και κανείς τους δεν γνωρίζει ότι δεν θα υπάρξει άλλη. Η είδηση του θανάτου του μεγαλύτερου θα φτάσει στον μικρότερο εννέα μήνες μετά, την ημέρα των τριακοστών τρίτων γενεθλίων του. Έχουν διαφορετικές μητέρες και τον ίδιο πατέρα. Ο νεότερος, ο αφηγητής, φοβάται το hangover της επόμενης ημέρας, αλλά δεν αποφασίζει να επιστρέψει στο σπίτι του για ύπνο. Γιατί ο μεγαλύτερος μιλάει ακατάπαυστα, σχεδόν παραληρηματικά και θυμωμένα, και η μέθη υπόσχεται πάντα μια οικειότητα και μια αλήθεια.

Η σκηνή εκείνη τη μεθυσμένη νύχτα καταλαμβάνει σχεδόν το μισό του μυθιστορήματος, σύντομου ούτως ή άλλως, περίπου διακόσιες σελίδες, αλλά εξαιρετικά πυκνού κι εδώ βρίσκεται η μαεστρία του συγγραφέα: στο πώς εγκιβωτίζει μαζί τόσες σκέψεις, προβληματισμούς και συναισθήματα. Με λαβυρινθώδεις προτάσεις που εκτείνονται σε μισή ή μια σελίδα, ίσως και περισσότερο, όπου οι σκέψεις ξετυλίγονται, παρακάμπτονται και στριμώχνονται ασθματικά, λες και αυτή η δομή και η γραμματική απαιτείται για να αποτυπώσει την ανάγκη των δύο νεαρών ανδρών για εγγύτητα. Ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι ένα συμπαγές κείμενο χωρίς κεφάλαια και παραγράφους, γεμάτο κόμματα και συνδέσμους, με τους πρωταγωνιστές να μιλούν χωρίς εισαγωγικά, ενώ οι χρόνοι εναλλάσσονται συνεχώς, διατηρώντας πάντα έναν καθηλωτικό μουσικό ρυθμό. Μια δημιουργική γραφή για απαιτητικούς και υπομονετικούς αναγνώστες.

Ο θάνατος του μεγαλύτερου αδερφού, του ιδεαλιστή, αλκοολικού και καταθλιπτικού, πλαισιώνει το μυθιστόρημα με ένα ιδιαίτερο δράμα. Ο μικρότερος αδερφός, πιο πραγματιστής, θυμάται, λες και βρίσκεται στη ζωή ακριβώς για αυτό. Δεν βρίσκει απάντηση στο ερώτημα γιατί ένας τόσο προικισμένος άνθρωπος ήταν τόσο αυτοκαταστροφικός. Έτσι σκέφτεται σήμερα ο αφηγητής στη Ζυρίχη, όπου ζει, τον ετεροθαλή αδελφό του, που ήταν δώδεκα χρόνια μεγαλύτερος από αυτόν και έφυγε από τη ζωή πριν από επτά χρόνια, διαλυμένος από το αλκοόλ και τον καρκίνο. Ταυτόχρονα, θυμάται τον πρώην εαυτό του, τα συναισθήματα και τις σκέψεις του εκείνη την περίοδο σε καθοριστικές στιγμές της περίπλοκης σχέσης τους, η οποία χρωματίζεται από τον αδιαμφισβήτητο θαυμασμό που τρέφει για το μυαλό του αδελφού, τη δική του αποστροφή για το αλκοόλ, αλλά και από σιωπηλά αισθήματα ενοχής λόγω οικογενειακού ιστορικού. Ο πατέρας τους άφησε τη μητέρα του μεγάλου αδερφού για τη γυναίκα που έγινε μητέρα του μικρότερου.

Η μεγαλειώδης περιγραφή του Χέλε για την τελευταία συνάντησή τους, κατά την οποία ο μεγαλύτερος σέρνει ανελέητα τον μικρότερο στα μπαρ του Μονάχου, κρύβει μεγάλες αλήθειες που αποκαλύπτονται μετά από πολλές μπύρες. Οι ατέρμονοι μονόλογοι του εκλιπόντος, ανασκευασμένοι από τον αφηγητή, αφορούν τα πάντα, όλα όσα βασανίζουν τον κάθε σκεπτόμενο, ευαίσθητο και υπεύθυνο άνθρωπο. Εγείρουν σοβαρούς φιλοσοφικούς, ηθικούς και κοινωνιολογικούς προβληματισμούς για την κατάσταση της σύγχρονης κοινωνίας, την αναζήτηση ταυτότητας, την αντίθεση ανάμεσα στον ατομικισμό και τη συλλογικότητα (και ποια η θέση του καθενός μας ανάμεσα στους δύο πόλους;), το κράτος δικαίου και πολλά ακόμη που αναδύονται από τις μπερδεμένες σκέψεις του μεγαλύτερου άντρα  ο οποίος περνά χωρίς ανάσα από το ένα θέμα στο άλλο, σε μια και μόνο μακροσκελή φράση.

Ο Χέλε ανακατεύει επιχειρήματα που μπορεί να βρει κανείς σε ένα δοκίμιο. Όπως κάθε φιλοσοφία για το ποτό και τον αλκοολισμό, έτσι κι αυτή μεταξύ των αδερφών τρεκλίζει ανάμεσα στη σοβαρότητα και την κωμωδία της ειλικρινούς αμεσότητας. Η ψυχαναγκαστική προσήλωση του μεγαλύτερου στα εγκλήματα του Μαρκ Ντιτρού, του διαβόητου κατά συρροή βιαστή και δολοφόνου παιδιών, στο Βέλγιο της δεκαετίας του 1990,  προκαλεί μέσα στην ευφορία του αλκοόλ τον πολιτικό αντίλογο του νεότερου ότι «το κράτος δικαίου», «το σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος είναι ένας μηχανισμός συγχώρεσης στον οποίο παραδίνουμε τα αισθήματα εκδίκησης». Φυσικά, αλλά, λέει σαρκαστικά ο μεγαλύτερος, «τότε αιφνιδίως, και σαν από μόνοι τους, εισβάλλουν στο χώρο οι νόμοι – στο χώρο τον οποίο μεταβιβάζουν οι ολοένα πιο ίσοι και πιο συλλογικά σκεπτόμενοι μεμονωμένοι πολίτες…». Όμως, συνεχίζει, «δεν μπορεί τόσο απλά η υπέρμετρη αίσθηση της κοινότητας να οδηγεί στον Χίτλερ και ο πολύς εγωϊσμός στον Ντιτρού».

Όλα καταλήγουν σε ένα ερώτημα: Τί σημαίνει να είσαι υπεύθυνος για να φέρεις στον κόσμο ένα παιδί; Όταν «ανά πέντε δευτερόλεπτα κάπου στον κόσμο πεθαίνει ένα παιδί»; Όταν αυτός ο κόσμος έχει γεννήσει το «τέρας του Βελγίου», τους Ναζί και τα Τάγματα Θανάτου, έχει δημιουργήσει τη Τρεμπλίνκα και το Ολοκαύτωμα, για το οποίο «ποτέ δεν θα είναι αρκετά» όσα έχουν ειπωθεί; «Τα πάντα είναι εξαιρετικά  τρομακτικά», λέει και «μόνο όποιος έχει εχθρούς ξέρει με ποια πλευρά βρίσκεται». Αν ο Ντιτρού αποδεικνύεται ένα τέρας με ανθρώπινο πρόσωπο, στο υπόγειο του οποίου «συμμετείχαν άτομα από τους καλύτερους κύκλους της βελγικής κοινωνίας», τότε κατά τον αδερφό του, δεν διαφέρουν και πολύ άλλοι δράστες στην ανθρώπινη ιστορία, από φανατικοί ισλαμιστές έως κυνικοί τραπεζίτες. Και δεν μπορεί να είναι αποδεκτό το ότι «όλοι οι φαύλοι, κακοί ή ανίκανοι άνθρωποι που εξόντωναν άλλους ανθρώπους ή ζώα ή τον πλανήτη το έκαναν με τη βαθιά, ανυπόκριτη πεποίθηση ότι αυτά γίνονταν για χάρη των παιδιών τους, που θα έπρεπε να βρεθούν σε καλύτερη μοίρα, σε ένα χαλιφάτο ή μέσα σε μια Ferrari».

Είναι τα μεγάλα ζητήματα που ο Χέλε βάζει τον νεκρό αδελφό να εκστομίζει με μια αυξανόμενη απόγνωση εξαιτίας της κακίας του κόσμου, μεταξύ μέθης και πολυπλοκότητας των στοχασμών. Ανάμεσα τους βαρύνουσα θέση κατέχει ο φόβος τόσο ως ψυχική όσο και ως ιστορική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση. Πρωτίστως ο φόβος του θανάτου, καθώς «όλοι οι άλλοι φόβοι είναι παραλλαγές αυτού του ενός και μοναδικού πραγματικού φόβου». Εδώ χωρούν πολλά που αναφέρονται μέσα στον φρενήρη λόγο του νεκρού ήρωα, από τον Ντιτρού μέχρι το ναζιστικό καθεστώς και τον πόλεμο, την απώλεια αγαπημένων προσώπων και το Στάλινγκραντ όπου κάποτε χάθηκε ένα άτομο της οικογένειας, μέχρι τις περικοπές στις κοινωνικές παροχές, το «βάρος της ενοχής» στις ψυχές των νεότερων Γερμανών («οι γονείς τους έθεσαν πρώτοι σε λειτουργία το μηχανισμό της καταστροφής και του θανάτου»), τον φόβο για τη μοναξιά και μέχρι την ευθύνη για απόκτηση παιδιών. Ο φόβος για το τελευταίο δεν παρουσιάζεται ως μια εγωιστική παρόρμηση, αλλά ουσιαστικά ως ευκαιρία να αναρωτηθεί κανείς στο πώς οφείλει να αντιμετωπίσει το κακό και το ανόητο στη συνύπαρξη των ανθρώπων. «Μόνο η αγάπη για ένα παιδί μπορεί – αν μπορεί κι αυτή – να είναι απόλυτα ανιδιοτελής, ή να γίνει», λέει ο μεγαλύτερος αδερφός, ο οποίος  είναι ερωτευμένος με μια πόρνη που είναι έγκυος από άλλον άνδρα. Αλλά τι σημασία έχει;

Το ερώτημα αν τα δύο αδέρφια μπορούν ακόμη να κατανοήσουν πραγματικά ο ένας τον άλλον πριν από τον θάνατο του μεγαλύτερου συνδέεται με την απορία του τελευταίου: «πώς στο καλό να περιγράψουμε, να διακηρύξουμε, να καταλάβουμε ότι τελικά νιώθουμε σαν στο σπίτι μας στον μεγάλο, βαρετό, θορυβώδη, παρδαλό, απέραντο χώρο ανάμεσα στη μοναξιά και στον πόλεμο;» Και η απάντηση δεν είναι παρά το ίδιο το μυθιστόρημα, η γλώσσα, η λογοτεχνία εν τέλει. «Η γλώσσα μας είναι προπάντων διαμορφωμένη έτσι ώστε να μας παρηγορεί και να αναπληρώνει το κενό που απλώνεται μέσα μας όταν αντιλαμβανόμαστε ότι δεν έχουμε ιδέα γιατί συμβαίνει ό,τι συμβαίνει”.

Στην απίστευτα συγκινητική και συμβολική τελευταία σκηνή του μυθιστορήματος, ο αφηγητής διασχίζει τον δρόμο κρατώντας από το χέρι το δικό του παιδί, για να πάει στην απέναντι πλευρά όπου βρίσκονται οι κάδοι σκουπιδιών στους οποίους ρίχνει ταξινομημένα τα απορρίμματα στις προβλεπόμενες υποδοχές. «Έπειτα από κάθε μπουκάλι που πέφτει στον κάδο περιμένουμε λίγο και αφουγκραζόμαστε για να ακούσουμε τον ήχο των θραυσμάτων». Κλείνουμε το βιβλίο και μας μένει στα αυτιά αυτός ο ήχος.

Η «Υπέρβαση της βαρύτητας είναι ένα μυθιστόρημα με μεγάλο συναισθηματικό αντίκτυπο. Όχι πλοκής, αλλά ένα κομψό δοκιμιακό μυθιστόρημα. Δεν είναι όμως μόνο το περιεχόμενο που αξίζει να διαβαστεί, αλλά και αυτή καθαυτή η αφήγηση που μας παρασύρει. Ο τρόπος γραφής του Χάιντς Χέλε, που φέρνει άξια εις πέρας η μεταφράστρια Λένια Μαζαράκη, επιτρέπει μια ιδιαίτερη θέαση των καθημερινών προβλημάτων του καθενός και εκείνων που αντιμετωπίζει ολόκληρη η ανθρωπότητα. Τι άλλο μπορούμε να ζητήσουμε από ένα βιβλίο;

 

 

Heinz Helle, Η υπέρβαση της βαρύτητας, εκδόσεις Gutenberg, μτφρ. Λένια Μαζαράκη, σελ. 205

 

 

Προηγούμενο άρθροΑβεβαιότητα και προσδοκίες (της Φαίης Μακαντάση)
Επόμενο άρθροΓιάννης Μπαλαμπανίδης : ξορκίζοντας την αριστερή μελαγχολία (συνέντευξη στον Θανάση Μήνα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ