Φερνάντο Σορεντίνο: Η διηγηματογραφία του ασυνήθιστου (συνέντευξη στον Ελ.Μακεδόνα)

0
460

Ελευθέριος Μακεδόνας – Συνέντευξη με τον Αργεντινό συγγραφέα Φερνάντο Σορεντίνο

 

Για πρώτη φορά, εκδόθηκε στις αρχές τού 2021, – υπό τις πλέον παράδοξες και δύσκολες από όλες τις απόψεις συνθήκες, – για πρώτη φορά στην Ελληνική γλώσσα και σε μετάφραση του γράφοντα, ένα βιβλίο με είκοσι πέντε διηγήματα του άγνωστου στην Ελλάδα, αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και σημαντικού σύγχρονου Αργεντινού συγγραφέα, Φερνάντο Σορεντίνο. Ο Σορεντίνο αποτελεί μία φωνή ιδιαίτερη και διακριτική στον χώρο τής σύγχρονης λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, η οποία, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αποστρέφεται κάθε μεγαλοστομία, μεγαλοϊδεατισμό, έπαρση και φανφαρονισμό, την ίδια στιγμή που παραμένει πιστή στις πιο γνήσιες και μεγαλειώδεις παραδόσεις τής αργεντίνικης και λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας του 19ου και του 20ού αιώνα. Είναι παγκοσμίως γνωστές άλλωστε οι συνεντεύξεις που έχει πάρει στο παρελθόν από τα ‘ιερά τέρατα’ της αργεντίνικης λογοτεχνίας, Χόρχε Λουίς Μπόρχες και Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες.

Η διηγηματογραφία τού Σορεντίνο θέτει εξαρχής ‘χαμηλά τον πήχη’, δεν αποσκοπεί στα μεγάλα νοήματα και τις βαθυστόχαστες φιλοσοφικές αναζητήσεις, γι’ αυτό και είναι τελικά ικανή να φτάσει σε ύψη, τα οποία, είμαστε σίγουροι ότι θα εντυπωσιάσουν και θα κερδίσουν τον Έλληνα αναγνώστη, σε αυτήν την πρώτη του επαφή μαζί της.

Λίγο μετά από την έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις Βακχικόν, μιλήσαμε με τον συγγραφέα εφ’ όλης της ύλης, σε μία ‘χορταστική’ συνέντευξη, η οποία θα συντελέσει, ελπίζουμε, σε μία καλύτερη κατανόηση του ιδιότυπου έργου του από τον Έλληνα αναγνώστη.

 

ΕΜ: Γεια σου Φερνάντο! Πώς είναι τα πράγματα στη μακρινή Αργεντινή;

ΦΣ: Ανατριχιαστικά. Θα σου το πω με δύο ελληνικούς όρους, ώστε να το καταλάβεις πιο εύκολα: ζούμε υπό το διττό καθεστώς μίας κακιστοκρατίας και μίας κλεπτοκρατίας. Μία συμμορία ληστών επιδίδεται, ατιμωρητί, στο να πλιατσικολογεί εις βάρος τού κράτους και να κάνει κάθε μέρα και πιο αξιοθρήνητη τη ζωή των πολιτών.

ΕΜ: Πες μου, πώς νιώθεις που είκοσι πέντε επιλεγμένα διηγήματά σου έχουν εκδοθεί για πρώτη φορά εδώ στην Ελλάδα; Το βιβλίο σου “Αθέμιτες φιλοδοξίες και άλλα διηγήματα” εκδόθηκε ακριβώς με την έναρξη του 2021, από τις Εκδόσεις Βακχικόν, υπό κάποιες αρκετά… ‘ασυνήθιστες,’ θα λέγαμε, συνθήκες.

ΦΣ:  Είναι λόγος μεγάλης χαράς, παρόμοιας με αυτήν που νιώθει κανείς όταν γεννιέται το παιδί του, είτε μιλώντας κυριολεκτικά για τον απόγονό του, είτε μεταφορικά για τον χώρο τής λογοτεχνίας.

ΕΜ: Υποθέτω ότι θα έχεις να μου πεις κάποια πράγματα παραπάνω για αυτόν τον όρο-κλειδί τής διηγηματογραφίας σου: ‘το ασυνήθιστο.’

ΦΣ: Πάντοτε με γοήτευε η λογοτεχνία των, ούτως ειπείν, (δραματικών) απροόπτων. Αντιθέτως, σιχαίνομαι τις “ψυχολογικού” χαρακτήρα ενδοσκοπήσεις, τους “φιλοσοφικούς” διαλόγους, τις “μεταφυσικές” αγωνίες, τις “κοινωνικές, πολιτικές ή οικονομικές” ανησυχίες, τις αχαλίνωτες “ψυχαναλυτικές” φαντασίες. Αντί όλων αυτών, μου αρέσει απλά να μου διηγούνται ιστορίες κι οι ιστορίες αυτές θέλω να είναι ενδιαφέρουσες, υπό τη στενή, αλλά και την ευρύτερη έννοια του όρου. Μ’ άλλα λόγια, καθώς τις διαβάζω, να μπορώ να πω στον εαυτό μου: “Πόσο σαγηνευτικό είναι αυτό που μου διηγείται αυτός ο συγγραφέας! Και τι πρόκειται να συμβεί τώρα;” Με βάση αυτό το κριτήριο, έμεινα έκθαμβος στα δεκατρία μου χρόνια, όπως ποτέ άλλοτε μέχρι τότε, όταν είχα την τύχη να διαβάσω τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ. Δεν θέλω να πω ότι αυτό είναι το καλύτερο μυθιστόρημα τού κόσμου, αλλά για την ηλικία που είχα τότε, έτσι το ένιωσα. Εάν επρόκειτο να δώσω ένα βραβείο στο πιο όμορφο μυθιστόρημα που έχω διαβάσει στη ζωή μου, θα το έδινα δίχως αμφιβολία στη Δίκη τού Κάφκα. Και το βραβείο τού καλύτερου μυθιστορήματος της Αργεντινής το φυλάω για το Οι Δολοφόνοι των ημερών τής γιορτής,[1] του Μάρκο Ντενέβι. Επίσης, μεταξύ πολλών άλλων, εκτιμώ απεριόριστα ένα πραγματικά μεγαλοφυές διήγημα: το “Ήνοχ Σόουμς,” του Mαξ Μπήρμπομ.

Και, συνειδητά ή μη, μία άγνωστη κι ακατανίκητη δύναμη μέσα μου, με οδηγεί στο να γράφω ιστορίες, στις οποίες πάντοτε συμβαίνουν περίεργα πράγματα, καταστάσεις ασυνήθιστες.

ΕΜ: Εμείς εδώ στην Ελλάδα, είμαστε σε μεγάλο βαθμό εξοικειωμένοι με κάποιους άλλους λογοτεχνικούς κι αισθητικούς όρους, οι οποίοι ξεκίνησαν από τη Λατινική Αμερική (ή τουλάχιστον έγιναν κυρίως γνωστοί μέσα στο λατινοαμερικανικό πλαίσιο): ‘μαγικός ρεαλισμός’, ‘θαυμαστή πραγματικότητα’, ‘το φανταστικό’ κλπ. Έχω την εντύπωση ότι η δική σου μανιέρα σχετίζεται περισσότερο μ’ αυτόν τον τελευταίο όρο.

ΦΣ: Είναι πιθανό, αν και προσωπικά, δεν επιζητώ να ενταχθώ σε κανέναν από τους λογοτεχνικούς τρόπους. Αρκούμαι απλώς στο να γράφω για ό,τι μου αρέσει και, σε κάθε περίπτωση, τις υποθέσεις ταξινομικού χαρακτήρα τις αφήνω για τους κριτικούς λογοτεχνίας. Η αλήθεια είναι, ότι αδιαφορώ παντελώς για όλες τις θεωρίες και αγνοώ κάθε είδους ταξινομήσεις, λογοτεχνικούς τρόπους, κινήματα… Το μόνο που αναζητώ στη λογοτεχνία είναι η ευχαρίστηση: απολαμβάνω ό,τι μου αρέσει και πετώ στα σκουπίδια, με ολύμπια αταραξία, όλα εκείνα που με κάνουν να βαριέμαι ή που απλά δεν μου αρέσουν, χωρίς να νοιάζομαι καθόλου για τις δάφνες που ενδεχομένως στολίζουν το μέτωπο των συγγραφέων τους.

ΕΜ: Μιας και ήδη έχουμε αναφερθεί στο ‘φανταστικό,’ φτάνουμε και στην υπόθεση Χόρχε Λουίς Μπόρχες, τον οποίο, όπως είναι ευρέως γνωστό, ήξερες και προσωπικά. Μίλησέ μου λίγο για τις συνθήκες υπό τις οποίες τον γνώρισες, ποια ήταν η σχέση σας, τι τύπος ανθρώπου ήταν, κάποια χαρακτηριστική ιστορία που θυμάσαι απ’ αυτόν. Είναι πασίγνωστες οι συνεντεύξεις που έχεις πάρει από τον Μπόρχες…

ΦΣ: Πότε ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τη λογοτεχνία τού Μπόρχες; Το 1961 διάβασα για πρώτη φορά δικά του κείμενα (τα διηγήματα των Μυθοπλασιών). Την ίδια εκείνη στιγμή, μαγεμένος, βίωσα την αίσθηση ότι βρισκόμουν μπροστά σε μία μοναδική περίπτωση μαγικής λογοτεχνίας, μία λογοτεχνία που δεν είχε όμοιά της και, ως εκ τούτου, ήταν ασύγκριτη, με την πιο απόλυτη σημασία τής λέξης.

Έτσι το ένιωσα τότε, το 1961 κι η αίσθησή μου αυτή επρόκειτο να επιβεβαιωθεί και μάλιστα να επαυξηθεί, όλα αυτά τα χρόνια που έχουν περάσει από τότε. Οι αναγνώσεις μου τού Μπόρχες έχουν υπάρξει πάντοτε αυθόρμητες, πάντοτε επαναλαμβανόμενες, πάντοτε ευχάριστες. Σε έναν κόσμο στον οποίον όλοι μας παίρνουμε και δίνουμε διαρκώς ωραία και άσχημα πράγματα, το κυρίαρχο συναίσθημά μου απέναντι στον Μπόρχες είναι αυτό της ευγνωμοσύνης για όλα τα όμορφα πράγματα που μου έχει δώσει και που συνεχίζει να μου δίνει.

Τι ήταν αυτό που μου φάνηκε ενδιαφέρον στον Μπόρχες…; Ας πούμε καλύτερα τι δεν μου φάνηκε ενδιαφέρον στον Μπόρχες: τα πάντα μου φάνηκαν ενδιαφέροντα.

Όσο για το βιβλίο μου με τις συνεντεύξεις τού Μπόρχες, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα για έναν άπειρο νεαρό όπως ήμουν εγώ εκείνη την εποχή…

Βρισκόμαστε στο 1969. Ο μικροσκοπικός εκδοτικός οίκος, ο οποίος μόλις είχε εκδώσει το πρώτο μου βιβλίο διηγημάτων σκέφτηκε να οργανώσει μία συλλογή συνεντεύξεων από συγγραφείς. Και, χωρίς να μου παράσχει την παραμικρή υποδομή, ο ιδιοκτήτης του με ρώτησε εάν θα τολμούσα να επιχειρήσω να πάρω μία τέτοια συνέντευξη. Καθώς στα λογοτεχνικά ζητήματα έχω γενικά πολλή εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, προσφέρθηκα να κάνω πραγματικότητα ένα τέτοιο ρεπορτάζ και μάλιστα, με τον μεγαλύτερο των μεγάλων!

Όπως όμως προείπα, θα έπρεπε να τα κανονίσω όλα μόνος μου. Είχα μόλις είκοσι έξι χρόνια στις πλάτες μου, αλλά και ολόκληρο τον ενθουσιασμό τού κόσμου. Φτάνω λοιπόν στην Εθνική Βιβλιοθήκη, αυτή της οποίας διευθυντής ήταν ο Μπόρχες, επί της οδού Μεξικού 500. Ανέβηκα μία μακριά σκάλα και χτύπησα ντροπαλά την πόρτα τού γραφείου τού Μπόρχες με τους κόμπους των δακτύλων μου. Εμφανίστηκε μία κυρία, υποθέτω η γραμματέας του και με ρώτησε τι θα ήθελα. Της εξήγησα, ότι ο σκοπός μου ήταν να πραγματοποιήσω ένα ολόκληρο βιβλίο, το οποίο θα περιελάμβανε συζητήσεις με τον εξαίσιο συγγραφέα. Μου είπε να περιμένω λίγο και μπήκε στο γραφείο τού Μπόρχες. Μόλις ένα λεπτό αργότερα, κατά το οποίο διέτρεξα τον κίνδυνο να συναντήσω τον θάνατο μέσω πολλαπλών εμφραγμάτων, βγήκε στον διάδρομο ο ίδιος ο Μπόρχες! Επανέλαβα, με τρεμάμενη φωνή, τον σκοπό μου και, τού Μπόρχες η ιδέα αυτή τού φάνηκε πολύ ωραία, ώστε μου είπε ότι το μόνο που έμενε να γίνει ήταν να οργανώσουμε το ακριβές πρόγραμμα των συναντήσεών μας: μία φορά την εβδομάδα ή κάθε δεκαπέντε μέρες… Εν κατακλείδι: αυτό που θέλω να τονίσω, είναι η στάση τού Μπόρχες: ήταν ο πιο σημαντικός Αργεντινός συγγραφέας τού 20ού αιώνα και ένας από τους σημαντικότερους του κόσμου̇ κι όμως, αντί να το παίξει δύσκολος ή να μου προβάλλει εμπόδια (όπως θα το είχαν πράξει τόσες και τόσες μετριότητες της τρίτης κατηγορίας), αυτός με αντιμετώπιζε με απόλυτη απλότητα και διευκόλυνε τη δουλειά μου.

Κι έτσι ξεκίνησα να συνθέτω το βιβλίο. Έπαιρνα το αστικό νούμερο 93 επί των Μπονπλάντ και Παραγουάης, στο Παλέρμο, και πήγαινα μέχρι τη διασταύρωση των Πασέο Κολόν και Μεξικού, στο Σαν Τέλμο (για όσους δεν γνωρίζουν το Μπουένος Άιρες, δηλώνω ότι πρόκειται για μία πολύ μεγάλη διαδρομή, περίπου μία ώρα με το αστικό), κουβαλώντας μαζί μου το γιγαντιαίων διαστάσεων μαγνητόφωνό μου, μάρκας Philips αν θυμάμαι καλά, που ζύγιζε πεντακόσιους σαράντα επτά τόνους, μαζί με ένα ντοσιέ, όπου φύλαγα κάποιες πιθανές ερωτήσεις. Ωστόσο, κάθε φορά που ξεκινούσε η συνέντευξη, η συζήτηση κυλούσε προς επικράτειες τις οποίες δεν ήταν δυνατόν να τις φανταστείς, έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα κατάληγε να είναι πάντοτε απρόσμενο.

Μόλις επέστρεφα στο σπίτι, απομαγνητοφωνούσα τους διαλόγους στην αγαπημένη μου μηχανή Remington Rapid-Riter (την οποία διατηρώ ακόμη με ευλάβεια, από το 1960) κι έτσι έχτισα σιγά σιγά το κείμενο, μέχρις ότου το βιβλίο ήταν πια έτοιμο. Το άσχημο ήταν, ότι όταν το βιβλίο είχε τελειώσει, το ίδιο είχε τελειώσει κι ο εκδοτικός οίκος που μου το είχε αναθέσει: δεν υπήρχε πια. Κι έτσι απόμεινα με ένα πρωτότυπο κείμενο δακτυλογραφημένο – άκρως ενδιαφέρον, δεν λέω, – αλλά χωρίς να ξέρω τι να το κάνω. Επιπλέον, λόγω της μικρής μου ηλικίας και της έλλειψης εμπειρίας και γνωριμιών, δεν ήξερα και σε ποιον έπρεπε να απευθυνθώ… Αν θυμάμαι καλά, όλα αυτά συνέβαιναν το 1970, ενώ το βιβλίο τελικά εκδόθηκε για πρώτη φορά μόλις το 1974, σε μία αρκετά ταπεινή, από τυπογραφικής απόψεως, έκδοση.

Με το πέρασμα του χρόνου, ακολούθησαν κι άλλες εκδόσεις, πολύ πιο κομψές σε σχέση με εκείνη την πρώτη, η τελευταία από τις οποίες ανήκει στις Εκδόσεις Losada.

ΕΜ: Όμως ο Μπόρχες δεν είναι η μόνη μεγάλη προσωπικότητα των αργεντίνικων γραμμάτων που γνώριζες. Ή από τις οποίες πήρες συνεντεύξεις. Είναι επίσης ευρέως γνωστό, ότι έχει πάρει αντίστοιχες συνεντεύξεις κι από τον Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες. Ποιες μνήμες διατηρείς από αυτό το έτερο ‘τέρας’ των αργεντινών γραμμάτων;

ΦΣ: Σ’ αυτήν την περίπτωση όλα ήταν πιο εύκολα, διότι το έτος 1988 δεν ήμουν πια ένας άγνωστος και διατηρούσα ήδη από χρόνια μία καλή σχέση με τον Μπιόυ, παρότι δεν θα μπορούσα ποτέ να περηφανευτώ ότι υπήρξα φίλος του κι ακόμη λιγότερο δεν θα τολμούσα ποτέ να τον φωνάξω Αδολφίτο, όπως αποδείχθηκε ότι τον φώναζαν ακόμη και άτομα που δεν τον είχαν δει ποτέ στη ζωή τους. Υπήρχε πάντως κι εδώ ένα σοβαρό εμπόδιο (ο υπερπληθωρισμός τού 1989), ωστόσο, το βιβλίο εκδόθηκε τελικά από τις εκδόσεις Sudamericana το 1992 και μάλιστα επανεκδόθηκε αρκετές φορές στην πορεία.

Χωρίς αυτό να σημαίνει κάποια πρόθεση υποτίμησης του Μπιόυ εκ μέρους μου, οφείλω να πω, ότι την πιο απίστευτη εμπειρία μεταξύ των δύο την είχα με τον Μπόρχες. Εκείνη η ευρυμάθεια, εκείνη η σοφία, εκείνη η προφορική του εκφορά με την τέλεια γραμματική της συνοχή…! Α…, και η καταπληκτική αίσθηση χιούμορ που είχε. Θυμάμαι, μία φορά τον ρώτησα, – εννοείται off the record, – για κάποιον ποιητή, ο οποίος περισσότερο έχαιρε μίας ‘κατασκευασμένης’ φήμης παρά διέθετε κάποια αυθεντική αξία κι ο Μπόρχες, παίρνοντας το ύφος μικρού, αθώου παιδιού, μου απάντησε: “Κοίτα, είναι φοβερά δύσκολο να μιλήσει κανείς γι’ αυτόν χωρίς να τον συκοφαντήσει.” Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα στεντόρειο γέλιο που μου ξέφυγε.

ΕΜ: Επίσης, μου έχεις μιλήσει κατά καιρούς και για πολλούς άλλους που, εδώ στην Ελλάδα, τους θεωρούμε συγγραφείς τού πιο υψηλού επιπέδου διεθνώς. Για παράδειγμα, γνώρισες κάποια στιγμή και τον Σάμπατο…

ΦΣ: Οφείλω να διευκρινίσω, ότι κι εγώ – όπως κι οι υπόλοιποι θνητοί – δεν έχω υπάρξει πάντοτε το ίδιο πρόσωπο. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, με τις αναγνώσεις μου, τη διανοητική μου εξέλιξη, την ωρίμανσή μου, τροποποιούνταν αντίστοιχα και τα προσωπικά μου γούστα κι οι προτιμήσεις μου. Ήταν πιθανότατα το 1965, κι εγώ, μαζί με την τότε μνηστή και νυν σύζυγό μου, είχε τύχει να επισκεφτώ την περίφημη βασιλική καθολική εκκλησία τού Λούρδες, στην οποία είχα βαπτισθεί το 1943 κι η οποία βρίσκεται στο προάστιο του Μπουένος Άιρες που φέρει το όνομα Σάντος Λουγάρες. Ο Σάμπατο έζησε στο σπίτι του στο Σάντος Λουγάρες από το 1945 μέχρι τον θάνατό του το 2011. Παρακινημένος από λογοτεχνικό ενθουσιασμό κι από μία γενναία δόση τόλμης, μου ήρθε η ιδέα, άξαφνα και χωρίς να το έχω σχεδιάσει από πριν, να χτυπήσω το κουδούνι τού σπιτιού τού Σάμπατο, με το πρόσχημα ότι ήμουν ένας θαυμαστής του, πράγμα το οποίο, τουλάχιστον εκείνη την εποχή, ήταν και η αλήθεια. Αυτό ακριβώς είπα στη και Ματίλδε, δηλαδή τη γυναίκα τού Σάμπατο, όταν μας άνοιξε την πόρτα. Θυμάμαι ότι μας είπε να περάσουμε μέσα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, ώστε να μην κάνει το ίδιο μ’ εμάς και κανένα κουνούπι, βλέπετε “ο Ερνέστο δεν αντέχει ούτε ένα κουνούπι μέσα στο σπίτι.” Εν πάση περιπτώσει, ο Σάμπατο μας υποδέχτηκε με εγκαρδιότητα και με λίγο από τον γνωστό θεατρινισμό του και είχαμε μία κουβέντα μεταξύ δασκάλου (αυτός) και μαθητή (εγώ). Κρίμα που, εξαιτίας του μη προσχεδιασμένου τής επίσκεψής μου, δεν είχα πάρει μαζί μου και κανένα αντίτυπο του Περί ηρώων και τάφων, βιβλίο το οποίο εκείνη την εποχή μού είχε κάνει θετική εντύπωση, ώστε να τον βάλω να μου υπογράψει μία αφιέρωση… Αλλά τέλος πάντων, πέρασαν τα χρόνια και η άποψή μου για τον Σάμπατο και το έργο του υπέστη ορισμένες αρκετά σημαντικές τροποποιήσεις: τώρα, το Τούνελ μού φαίνεται σαν ένα απλά συμπαθητικό μυθιστορηματάκι, τίποτε περισσότερο̇ το δε Περί ηρώων και τάφων κι ακόμη περισσότερο το Αββαδών ο εξολοθρευτής είναι και τα δυο τους πατάτες, παρά κάποια άξια λόγου έργα.

Εν περιλήψει: πάνε πολλά χρόνια που έχω πάψει να ανήκω στο Κλαμπ των Θαυμαστών τού Ερνέστο Σάμπατο.

ΕΜ: Ποιους άλλους συγγραφείς – Αργεντινούς ή μη – εκτιμάς περισσότερο και γιατί; Μου έρχονται αυτήν τη στιγμή στο μυαλό κάποια ονόματα, όπως αυτό του Μάρκο Ντενέβι, όπως επίσης κι αυτό του πατριάρχη – σύμφωνα με τη δική σου άποψη – των αργεντινών γραμμάτων, του Χοσέ Ερνάντες. Επανειλημμένα μου έχεις πει, ότι θεωρείς το έργο του Μαρτίν Φιέρρο κάτι σαν τη Βίβλο τής σύγχρονης αργεντίνικης λογοτεχνίας.

ΦΣ: Ακριβώς έτσι είναι. Έχω ζήσει πολλές απολαυστικές στιγμές διαβάζοντας τα βιβλία τού Ντενέβι. Φαντασία, έκπληξη, άψογη πρόζα, αίσθηση του χιούμορ, αληθοφάνεια… Ένας εκπληκτικός δάσκαλος, τον οποίο θαυμάζω από τότε που, το 1958, διάβασα για πρώτη φορά το Η Ροσάουρα απόψε στις δέκα![2] Εν αντιθέσει με ό,τι μου συνέβη με τον Σάμπατο, όχι μόνο δεν έχω αλλάξει άποψη για τον Ντενέβι συν τω χρόνω, αλλά κάθε φορά μου φαίνεται και πιο αξιοθαύμαστος.

Ο Χοσέ Ερνάντες γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1834̇ εγώ, στις 8 Νοεμβρίου του 1942, έτος κατά το οποίο ο Δον Χοσέ θα είχε συμπληρώσει εκατόν οκτώ Νοέμβρηδες. Χωρίς να προσφύγω στη λεγόμενη “τελετουργική σκέψη,” πιστεύω ότι αυτή η Σκορπιανή εγγύτητα που μας συνδέει, είχε ως αποτέλεσμα το έργο του να με αιχμαλωτίσει και, όπως ακριβώς συνέβη και με την περίπτωση του Ντενέβι, ο θαυμασμός μου γι’ αυτό, όχι μόνο να διατηρηθεί σώος και αβλαβής, αλλά και να βαίνει διαχρονικά αύξων.

Για καλή μου τύχη, έχει τύχη να διαβάσω έναν σεβαστό αριθμό βιβλίων, τα οποία – χωρίς την παρέμβαση της δικής μου θέλησης – με ανάγκασαν να τα επισκέπτομαι ξανά και ξανά (παραδείγματα: Λαθαρίγιο ντε Τόρμες,[3] Δον Κιχώτης, Η ζωή είναι όνειρο,[4] Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, Κάφκα, Μπόρχες, Ντενέβι…).

Και φυσικά, το Μαρτίν Φιέρρο, έργο το οποίο δεν διστάζω καθόλου να αποκαλέσω το ανεξάντλητο βιβλίο. Με τη λέξη ανεξάντλητο θέλω να πω, ότι με κάθε νέα μου ανάγνωση, ανακάλυπτα πάντα νέα πλούτη, κρυψώνες κι αποχρώσεις, τις οποίες δεν είχα παρατηρήσει κατά τις προηγούμενες. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, είδος το οποίο κυριαρχούσε κατά τον 19ο αιώνα, όμως γραμμένο με τον τρόπο των παλιών εποποιιών, σε στίχους. Και τι όμορφους στίχους! Με μία δομή πολυφωνική, στο έργο εξιστορούνται πέντε διαφορετικές ιστορίες: αυτή του Μαρτίν Φιέρρο, του λοχία Κρους, του μεγαλύτερου γιου και του δεύτερου γιου τού Μαρτίν Φιέρρο κι αυτή τού Πικαρδία, του γιου τού Κρους… Και κάθε μία απ’ αυτές τις ιστορίες είναι η ιστορία που με γοητεύει: μία πραγματική φιέστα απρόβλεπτων καταστάσεων, οι οποίες όμως είναι ταυτόχρονα κι απολύτως αληθοφανείς! Όπου όλες οι χορδές αγγίζονται, από το τραγικό και το ειδεχθές, μέχρι το χιουμοριστικό και το κωμικό.

Πώς σου φαίνονται αυτές οι πανούργες ειρωνείες: “Έναν τραγουδιστή τον λεν καλό / όταν είναι καλύτερος από τους χειρότερους” ή “Από τότε που έμαθα να μην γνωρίζω / καμία γνώση δεν με εντυπωσιάζει”;

Ο ποιητής δεν παραλείπει επίσης να μας δώσει κάποιες εσκεμμένα ελλιπείς πληροφορίες, τις οποίες παραδίδει στην περιέργεια του αναγνώστη: γιατί τον Γέρο Βισκάτσα[5] τον λένε Βισκάτσα; Και γιατί ο Γέρος απεχθανόταν τους λαγούς; Ποια αμοιβαία υπόσχεση δίνουν ο ένας στον άλλον οι τέσσερις γκάουτσος[6] (ο Μαρτίν Φιέρρο, οι δύο γιοι του κι ο Πικαρδία) στο τελευταίο άσμα τού Ποιήματος;

Το μόνο σίγουρο είναι, ότι κι αν ακόμη μου τύχαινε αύριο να διαβάσω για μία ακόμη φορά το Μαρτίν Φιέρρο, αναμφίβολα, ο ευφυής Ερνάντες θα με εξέπληττε και πάλι με κάποια νέα απόχρωση, κάποια διεισδυτική παρατήρηση, κάποια ζαβολιά…[7]

ΕΜ: Υπάρχει αυτήν τη στιγμή που μιλάμε μία εξίσου ρωμαλέα αργεντίνικη λογοτεχνία, όπως παλιά; Ή έστω κατά τις τελευταίες λίγες δεκαετίες, αφότου εξέλιπαν τα μεγάλα, ας πούμε, ονόματα; Θα μπορούσες ν’ αναφέρεις κάποιους συγγραφείς που σου φαίνονται ενδιαφέροντες;

ΦΣ: Όσο ακόμη ήμουν νέος, προσπαθούσα να μαθαίνω από τους μεγάλους δασκάλους, που είχαν γεννηθεί μεταξύ των τελών τού 19ου αιώνα και των αρχών τού 20ού. Μπόρχες, Κορτάσαρ, Μουχίκα Λάινες… Όχι τόσο από τον Μπιόυ Κασάρες, ο οποίος σε πολλά από τα διηγήματά του με έκανε να βαρεθώ πολύ. Ούτε κι ο χαοτικός Αρλτ με γοητεύει… Από τον κακόφωνο, μη αληθοφανή και επηρμένο Εδουάρδο Μαγέα, έχω μάθει τι δεν πρέπει να κάνει κανείς στη λογοτεχνία: το έργο του είναι μία περίεργη μίξη μίας γελοίας επισημότητας και πολλών ασυναρτησιών στα διάφορα επεισόδια της πλοκής.

Με το πέρασμα του χρόνου, κατέληξα να πάψω να ενδιαφέρομαι για το έργο των συγχρόνων μου̇ γνωρίζω τα ονόματά τους είναι αλήθεια, όμως δεν διατηρώ κανενός είδους σχέση ή φιλία με κανέναν τους̇ περισσότερο τείνω στο να απομονώνομαι, βασιζόμενος σε κάποιες καλά επεξεργασμένες από πριν προκαταλήψεις μου (αυτό κι αν είναι οξύμωρον!) και, έχοντας διαβάσει ορισμένες παραγράφους από το έργο τους, είμαι βέβαιος, ότι γενικά, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να βρω σ’ αυτούς το οποιοδήποτε ενδιαφέρον.

ΕΜ: Έχεις όμως συνεργαστεί – για την ακρίβεια είσαι και φίλος – με τον σημαντικότερο ίσως σύγχρονο Αργεντινό σκιτσογράφο, τον αξιαγάπητο Huadi. Δυστυχώς ένα μόνο – αλλά τέλειο για το ύφος των διηγημάτων σου και για την αισθητική του αξία – σχέδιο του Huadi έχει κοσμήσει το εξώφυλλο του βιβλίου με τα διηγήματά σου που εκδόθηκε στα Ελληνικά. Τι έχεις να πεις σε σχέση με τον Huadi;

ΦΣ: Πολύ πριν γνωρίσω τον Huadi, μου προκαλούσε μεγάλη ευχαρίστηση εκείνη η λεπτή αίσθηση χιούμορ που διακρίνει τα σκίτσα του στην εφημερίδα La Nación τού Μπουένος Άιρες, τα οποία ως επί το πλείστον σχολιάζουν θέματα από την πολιτική επικαιρότητα της χώρας, πολύ συχνά σε σατιρικό ύφος. Γι’ αυτόν τον λόγο, είναι μεγάλη χαρά για ‘μένα, που μία από τις δημιουργίες τού Huadi κόσμησε το εξώφυλλο του βιβλίου μας στα Ελληνικά.

ΕΜ: Ποιοι ακριβώς είναι οι στόχοι σου όταν ξεκινάς να γράψεις ένα διήγημα;

ΦΣ: Κατ’ αρχάς, δεν είμαι κι ούτε και θέλω να είμαι ένας επαγγελματίας συγγραφέας. Είμαι ένας ερασιτέχνης συγγραφέας: δεν έχω καμία απολύτως μέθοδο βάσει της οποίας γράφω, δεν ακολουθώ συγκεκριμένα ωράρια, δεν έχω καμία υποχρέωση, κανένα κατεπείγον, καμία απαίτηση, καμία αξίωση από οποιονδήποτε τρίτο να ικανοποιήσω.

Πού και πού, μου έρχεται στο μυαλό το θέμα ενός διηγήματος. Εάν τυχαίνει να είμαι σε καλή διάθεση και όχι κουρασμένος, αρχίζω να το γράφω. Εάν η τύχη είναι με το μέρος μου και το διήγημα παίρνει το μονοπάτι που εγώ επιθυμώ, τότε συνεχίζω να γράφω, ιδιαίτερα χαρούμενος. Εάν αντιθέτως, δεν παίρνει σύντομα τη φόρμα και τον τόνο που εγώ θα ήθελα, τότε λέω στον εαυτό μου: “Ωραία, δεν είναι αυτό για ‘σένα” και, χωρίς καμία απολύτως τύψη, το παρατώ ανολοκλήρωτο, αφού, ακόμη κι αν θα κατάφερνα ποτέ να το τελειώσω, με τη δυσάρεστη ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκομαι, θα μετέδιδα αναμφίβολα και στον αναγνώστη μου την ίδια δυσφορία που θα είχε συνοδεύσει κι εμένα ενώ το έγραφα.

Όταν γράφω, αφήνω τον εαυτό μου να παρασυρθεί από τη διαίσθηση της στιγμής και δεν κάνω τίποτε άλλο παρά να συνδέω τη μία ιδέα μετά την άλλη, από παράγραφο σε παράγραφο, δίδοντας τη μέγιστη κι αποκλειστική κι αποκλείουσα[8] προσοχή μου σε έναν και μόνο στόχο: να φτάσει το διήγημα, – στο μέτρο τού ανθρωπίνως δυνατού, – στη μέγιστη δυνατή λογοτεχνική αποτελεσματικότητα. Τίποτε παραπάνω δεν επιδιώκω.

ΕΜ: Είναι ο υπάλληλος γραφείου ένα χωριστό είδος ζώου από μόνος του; Είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού που αποκαλούμε ‘ανθρώπινο ον’; Και, εάν έτσι έχουν τα πράγματα, πώς αξιολογείς την πραγματική φύση τού ανθρώπινου όντος; Μπορούμε να είμαστε καθόλου αισιόδοξοι;

ΦΣ: Κατά το διάστημα 1961-1968 και όσο σπούδαζα Ισπανική και Λατινική Λογοτεχνία, με νυχτερινό ωράριο και με την παρεμβολή τής στρατιωτικής μου θητείας (ένα καθαρό χάσιμο χρόνου χωρίς κανένα νόημα), αναγκάστηκα να δουλέψω στα εμπορικά τμήματα αρκετών εταιριών. Και θυμάμαι εκείνες τις γκρίζες εργασίες που ήμουν υποχρεωμένος να κάνω κι εκείνο το εργασιακό περιβάλλον τού γραφείου, το γεμάτο από ανθρώπους γενικά αδαείς και άξεστους, εκείνον τον κόσμο που γνώριζε μόνο από ποδόσφαιρο, ιπποδρομίες, κουμάρι, χοντροκομμένα αστεία, τα κουτσομπολιά τής τηλεόρασης και τις παράλογες λογικές του…, ως το χειρότερο μαρτύριο που έχω υποστεί στη ζωή μου.

Από τότε έχουν περάσει περισσότερο από έξι δεκαετίες κι όμως, κάθε λίγο, στο άλφα ή βήτα διήγημά μου, εξακολουθώ να ανακαλώ εκείνους τους τρομακτικούς χώρους, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στο διήγημά μου με τον τίτλο “Το μάθημα,” στο οποίο δεν άντεξα στον πειρασμό να αναφέρω με το πραγματικό του επώνυμο ένα από τα πιο ηλίθια και παράλογα υποκείμενα που έχουν υπάρξει ποτέ σ’ αυτόν τον κόσμο: ένα ανθρωποειδές ονόματι Μπιόττι, το οποίο, σύμφωνα με τη δική του ομολογία κι ως ένας άλλος Πυγμαλίων, είχε σφυρηλατήσει μέσα του την τρομερή ιδέα να “καλουπώσει” την προσωπικότητά μου, φυσικά με σκοπό να την τελειοποιήσει… Όμως εγώ τελικά προτίμησα τη δική μου κι ας ήταν ατελής…

ΕΜ: Γιατί απεχθάνεσαι τόσο τη Φιλοσοφία, τις μεγάλες λέξεις και ιδέες, τους ‘μπαροκισμούς’ κάθε είδους;

ΦΣ: Όχι, όχι, δεν απεχθάνομαι τη Φιλοσοφία: απλώς είμαι αδαής, δυσκολεύομαι να κινηθώ στον κόσμο των αφαιρέσεων. Θυμάμαι, ότι όταν ήμουν φοιτητής στο Παιδαγωγικό, ήμουν άριστος σε ζητήματα που σχετίζονταν με τη γραμματική και τα Λατινικά, αλλά πολύ μέτριος στα φιλοσοφικά.

Όσον αφορά στους μπαροκισμούς, μακράν τού να τους απεχθάνομαι, τους θαυμάζω, αλλά όταν είναι φτιαγμένοι με ευφυία, όπως για παράδειγμα συμβαίνει σε κάποια σονέτα τού Γκόνγκορα[9] ή στο Η ζωή είναι όνειρο, του Καλδερόν. Με ενοχλούν όμως στην πρόζα όταν, λόγω της ανοησίας τού συγγραφέα, οι λέξεις γίνονται πιο σημαντικές από τα γεγονότα που εξιστορούνται: ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ανυπόφορες ιστορίες τού αφόρητου Χουάν Χοσέ Σαέρ.[10]

ΕΜ: Ποιες είναι οι σκέψεις σου σε σχέση με την πολιτική; Και την πολιτική στην Αργεντινή; Εδώ στην Ελλάδα, έχουν συζητηθεί για πολλές δεκαετίες το φαινόμενο του περονισμού, της δικτατορίας και της οικονομικής κρίσης τού 2001, αυτής που έμεινε γνωστή ως το ‘Argentinazo.’ Οι ομοιότητές της με τη δική μας περίφημη ελληνική κρίση είναι πραγματικά εντυπωσιακές από πολλές απόψεις. Έχεις ζήσει όλες αυτές τις εποχές και τα γεγονότα ‘από πρώτο χέρι.’ Θα μπορούσες να μας πεις λίγα πράγματα για όλα αυτά; Κάποιες προσωπικές σου εμπειρίες ίσως;

ΦΣ: Δηλώνω απογοητευμένος από όλη την αργεντινή πολιτική… Α, εκείνες οι εποχές στις οποίες οι Πρόεδροι ήταν ταυτόχρονα και μεγάλοι διανοούμενοι: ο Μίτρε[11] τής Θείας κωμωδίας, ο Σαρμιέντο,[12] συγγραφέας τόσων και τόσων βιβλίων και ένας εραστής τής ευεργετικής επίδρασης της εκπαίδευσης. Τώρα, είναι όλοι τους αδαείς και μετριότητες, άπληστοι ή απροκάλυπτα εγκληματίες.

ΕΜ: Και, ποια είναι η άποψή σου για τη θρησκεία; Πιστεύεις σε κάποιον θεό ή οτιδήποτε άλλο σχετικό;

Όπως και η πλειοψηφία των Αργεντινών, έχω μεγαλώσει μέσα στον καθολικισμό. Όμως, σε κάθε περίπτωση, είμαι ένας “διαλείπων” πιστός̇ δεν είμαι απολύτως πεπεισμένος για τίποτε, όμως υπάρχουν και στιγμές κατά τις οποίες αναγκαστικά επαφίεμαι στον Θεό…

ΕΜ: Ποιο θα είναι το μέλλον των ανθρώπων – ειδικά υπό το πρίσμα των πρόσφατων, άνευ προηγουμένου συνθηκών που έχει επιφέρει η πανδημία;

ΦΣ: Για μία ακόμη φορά θα πρέπει να σου ομολογήσω την απόλυτη άγνοιά μου.

ΕΜ: Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου και για τα πολύ όμορφα διηγήματα που μας χάρισες!

ΦΣ: Χαρά μου που μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω αυτήν την ενδιαφέρουσα συζήτηση.

 

[1] Los asesinos de los días de fiesta. Το βιβλίο δεν έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά.

[2] Το βιβλίο κυκλοφορεί στα Ελληνικά, από τις εκδόσεις Πατάκη (2001).

[3] Πασίγνωστο έργο τής λεγόμενης ‘πικαρέσκα’ [‘picaresca’] λογοτεχνίας τής Ισπανικής Αναγέννησης, ανώνυμου συγγραφέα. Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά.

[4] Το περίφημο έργο La vida es sueño, τού μεγάλου Ισπανού Μπαρόκ ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Pedro Calderón de la Barca (1600-1681). Το βιβλίο έχει κυκλοφορήσει στο παρελθόν και στα Ελληνικά.

[5] Η λέξη vizcacha σημαίνει ένα είδος λαγού που συναντάται στην αργεντίνικη Πάμπα.

[6] Gaucho: πρόκειται για τον ‘καουμπόι” τής αργεντίνικης Πάμπα. Συν τω χρόνω, η εικόνα τού μοναχικού και σκληροτράχηλου καβαλάρη των απέραντων ερημικών εκτάσεων τής Πάμπα, ο οποίος αρνείται να υποταχθεί σε κάθε μορφή εξουσίας, ωραιοποιήθηκε κι εξιδανικεύθηκε, συντελώντας στη δημιουργία τού ρομαντικού-εθνικού αφηγήματος της γένεσης του σύγχρονου αργεντίνικου έθνους, με αποκορύφωμα – στον χώρο τής λογοτεχνίας – το Μαρτίν Φιέρρο του Χοσέ Ερνάντες, στο οποίο αναφέρεται εδώ ο Σορεντίνο.

[7] Ο Σορεντίνο χρησιμοποιεί εδώ τη λέξη picardía, που σημαίνει πανουργία, πονηριά, τέχνασμα, ζαβολιά κλπ. Κάνει λοιπόν ένα είδος λογοπαίγνιου με το όνομα του ήρωα τού Μαρτίν Φιέρρο, Πικαρδία. Την ίδια ρίζα έχει άλλωστε κι η λέξη picaresca, του ομώνυμου λογοτεχνικού είδους, την οποία συναντήσαμε ήδη, όταν αναφερθήκαμε στο έργο Λαθαρίγιο ντε Τόρμες.

[8] Εδώ ο Σορεντίνο κάνει ένα λογοπαίγνιο με τις λέξεις exclusivo (αποκλειστικός) και excluyente (αυτός που αποκλείει κπ. ή κτ. από κτ.), προκειμένου να τονίσει εμφατικά την πρώτη (exclusivo).

[9] Ο Λουίς ντε Γκόνγκορα (1561-1627) αντιπροσωπεύει ίσως τη μεγαλύτερη στιγμή τής Ισπανικής Μπαρόκ ποίησης, κατά τον λεγόμενο Χρυσό Αιώνα (17ος).

[10] Χουάν Χοσέ Σαέρ (1937-2005). Αργεντινός συγγραφέας, ο οποίος, σύμφωνα με την άποψη ορισμένων, υπήρξε ο δεύτερος σημαντικότερος Αργεντινός συγγραφέας τού 20ού αιώνα μετά τον Μπόρχες.

[11] Ο Μπαρτολομέ Μίτρε (1821-1906) ήταν ο Πρόεδρος τής Αργεντινής κατά την περίοδο 1862-1868.

[12] Ο Ντομίνγκο Φαουστίνο Σαρμιέντο, (1811-1888) ήταν Αργεντινός ακτιβιστής, συγγραφέας, διανοούμενος και Πρόεδρος κατά την περίοδο 1868-1874.

 

Φερνάντο Σορεντίνο, Αθέμιτες φιλοδοξίες, μτφρ. Ελευθέριος Μακεδόνας, Βακχικόν

Αναζητήστε το εδώ

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο15 + 1 Διάφορα αλλά όχι … αδιάφορα Νο 3 (του Γιάννη Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΕταιρεία Συγγραφέων : «Η ποίηση, λίγο πριν, λίγο μετά το 1821 και ο νεοελληνικός διαφωτισμός»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ