Φάκελος Λογοκρισία [3]
Βαγγέλης Ηλιόπουλος, συγγραφέας πρόεδρος της ΙΒΒΥ Ελλάδος.
Οι «επικίνδυνοι» συγγραφείς των απαγορευμένων βιβλίων και πώς να τους αποφύγετε ή αλλιώς «Δεν μπορούμε να αρέσουμε σε όλους, αρκεί να είμαστε συνεπείς με τον εαυτό μας»
Τι θεωρεί επικίνδυνο η κοινωνία και απαγορεύει; Αυτό που φοβάται. Και όταν αναφερόμαστε στο παιδικό βιβλίο, αυτό που φοβάται ότι θα διαφθείρει τα παιδιά και θα τα οδηγήσει να γνωρίσουν και να στοχαστούν κάτι άλλο από αυτό που οι γονείς επιθυμούν.
Ο συγγραφέας όταν γράφει πρέπει, λοιπόν, να αυτολογοκρίνεται;
Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο συγγραφέας έχει άγνοια κινδύνου. Δηλαδή δεν μπορεί να προβλέψει ότι το βιβλίο του θα προκαλέσει αντιδράσεις. Ούτε που περνάει από το μυαλό του. Άλλωστε ο συγγραφέας δεν γράφει για να αρέσει αλλά για να εκφράσει ό,τι καίει την ψυχή του. Κυρίως, λοιπόν, οι νέοι συγγραφείς, συχνά δεν γνωρίζουν ότι μπορεί το βιβλίο τους να «καεί στην πυρά».
Άλλη περίπτωση είναι ο συγγραφέας να γνωρίζει ότι με το βιβλίο του θα είναι αντίθετο ένα μέρος της κοινωνίας και να επιδιώκει μεγάλες αντιδράσεις. Είναι μια άτυπη διαφήμιση και μια κινητοποίηση του υπόλοιπου κομματιού της κοινωνίας να στηρίξει το βιβλίο. Αυτό το παρατηρούμε συχνά σε συγγραφείς για ενήλικες
Τρίτη περίπτωση ο συγγραφέας να αδιαφορεί για τις ενδεχόμενες αντιδράσεις, να πιστεύει πολύ σε αυτό που έχει γράψει και να μπορεί να το υποστηρίξει με επιχειρήματα, σε όσα αυτιά θέλουν να ακούσουν.
Προφανώς σε όλες τις περιπτώσεις ισχύει αυτό, αλλά εδώ δεν έχει ούτε άγνοια ούτε και θέλει να προκαλέσει. Πιστεύει στην ελευθερία έκφρασης και διεκδικεί το δικαίωμά του να εκφράζεται μέσα από τη λογοτεχνία. Αν ξεσπάσει η μπόρα, πιστεύει ότι ξέρει πώς θα την αντιμετωπίσει.
Στο βιβλίο για παιδιά το θέμα αποκτά άλλη διάσταση:
γιατί συχνά η κατηγορία για να απαγορευτεί ένα βιβλίο είναι η διαφθορά των νέων
γιατί συνήθως διαμεσολαβεί κάποιος ενήλικας που προτείνει στο παιδί το βιβλίο, ο οποίος έχει την ευθύνη.
Ο εκπαιδευτικός ή ο βιβλιοθηκονόμος της σχολικής βιβλιοθήκης μπορεί να βρεθούν να απολογούνται αν μια μερίδα γονέων θεωρήσει, για οποιονδήποτε λόγο, ακατάλληλο το βιβλίο που πρότειναν. Βέβαια απειλείται και ο συγγραφέας.
Μπορεί ένα κύμα αντιδράσεων να συμπαρασύρει κι άλλα βιβλία του ή ακόμη και τη σχέση με τον εκδότη του.
Το θέμα εδώ δεν είναι η ποιότητα του βιβλίου, αλλά η θεματολογία του. Βέβαια, η υψηλή ποιότητα , τα βραβεία, οι καλές κριτικές των «επικίνδυνων» βιβλίων, θα μπορούσαν να είναι όπλα στην υποστήριξη της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος του παιδιού για ελεύθερη και πολύπλευρη ενημέρωση.
*****
Μαριάννα Ψίχαλου, εκδότρια
Υπάρχουν επικίνδυνα βιβλία;
Θα έλεγα πως υπάρχουν, με την έννοια ότι οποιοδήποτε βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί εν δυνάμει επικίνδυνο για έναν αναγνώστη. Αυτό συμβαίνει γιατί ο τρόπος που ορίζει ο καθένας μας το επικίνδυνο είναι βαθιά υποκειμενικός και εξαρτάται από το αξιακό σύστημα, τους φόβους και τις πεποιθήσεις μας.
Όμως, η επικινδυνότητα έγκειται στην ίδια την ύπαρξη των βιβλίων ή συνδέεται περισσότερο με το πώς αυτά συγκρούονται με τις αντιλήψεις μας ή τα κυρίαρχα κοινωνικά στερεότυπα; Και αν θεωρήσουμε ένα βιβλίο επικίνδυνο, πώς αντιδρούμε; Το λογοκρίνουμε, το αποσύρουμε, το καταργούμε; Και ποιος αποφασίζει για αυτό;
Η ανάγνωση βιβλίων, και ειδικά η καλλιέργεια αναγνωστικής κουλτούρας, δεν είναι απλώς μια δεξιότητα. Είναι μια πνευματική κατάκτηση που αλλάζει τον τρόπο σκέψης και καθορίζει την ταυτότητά μας. Η ανάγνωση αποτελεί στάση ζωής, στενά συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και, κατ’ επέκταση, της δημοκρατικής μας συνείδησης.
Αν ένας αναγνώστης –και ειδικά ένα παιδί– δεν συναντήσει ποτέ βιβλία που το προκαλούν, που μπορεί να το κάνουν να διαφωνήσει ή ακόμα και να τα απορρίψει, πώς θα αναπτύξει το δικό του αναγνωστικό κριτήριο; Πώς θα εξελιχθεί τόσο ως αναγνώστης όσο και ως κριτικά σκεπτόμενο άτομο;
Η θεωρία της καθ. Ρούντιν Σιμς Μπίσοπ μάς προσφέρει ένα πολύτιμο εργαλείο για να κατανοήσουμε τη σημασία των παιδικών βιβλίων. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι παιδικές ιστορίες λειτουργούν:
Σαν καθρέφτες, που επιτρέπουν στα παιδιά να αναγνωρίσουν μέσα σε αυτές τον εαυτό τους.
Σαν παράθυρα, που τους ανοίγουν δρόμους για να παρατηρήσουν τις ζωές, τις εμπειρίες και τα συναισθήματα των άλλων.
Σαν πόρτες, που τους προσφέρουν την ευκαιρία να βιώσουν το διαφορετικό ή το άγνωστο, ενώ παραμένουν απολύτως προστατευμένα.
Αυτή, ακριβώς, η λειτουργία των παιδικών βιβλίων που στηρίζεται στην πολυφωνία, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη λογική του περιορισμού και της λογοκρισίας.
Ποιος, όμως, είναι, ο ρόλος του εκδότη ή της εκδότριας; Μπορούν οι εκδότες να εγγυηθούν την πολυφωνία; Θεωρητικά ναι. Οι εκδότες μπορούμε να διαφυλάξουμε την πολυφωνία, να προασπίσουμε το δικαίωμα των παιδιών στην ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση και να συνεισφέρουμε στον πολιτισμικό εκδημοκρατισμό της κοινωνίας. Όμως, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο στην πράξη ή τουλάχιστον δεν μπορεί να επιτυγχάνεται σε κάθε μας επιλογή. Και η δυσκολία έγκειται στους πάρα πολλούς παράγοντες που καλούμαστε να συνυπολογίσουμε πριν από κάθε μας απόφαση.
Η ισορροπία ανάμεσα στις προσωπικές μας αξίες, οράματα και στόχους και στις κυρίαρχες πεποιθήσεις και στερεότυπα της κοινωνίας που επηρεάζουν άμεσα την εμπορική τύχη της έκδοσης είναι κρίσιμη. Οι εκδοτικές επιχειρήσεις οφείλουν να είναι οικονομικά βιώσιμες για να συνεχίζουν το έργο τους. Πόσες φορές, λοιπόν, μπορούμε ως επαγγελματίες να ρισκάρουμε επιλέγοντας ένα έργο που θα προκαλέσει την κοινωνία, ακόμα κι αν συντασσόμαστε με το μήνυμά που θέλει να περάσει ο δημιουργός; Μπορούμε να στρέφουμε συνεχώς την πλάτη μας στην κυρίαρχη τάση; Η απάντηση είναι όχι Είναι ουτοπικό και είναι και λάθος γιατί δείχνει πως δεν αφουγκραζόμαστε συνολικά τις απαιτήσεις και τα μηνύματα της κοινωνίας. Από την άλλη, ακολουθούμε πιστά τις επιταγές της αγοράς και κλείνουμε τα αφτιά μας στις φωνές αυτές που εκφράζουν τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς από μειοψηφικές ομάδες της κοινωνίας; Η απάντηση είναι και πάλι όχι. Όμως είναι σημαντικό να ξέρουμε πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να κάνουμε τη «δύσκολη» επιλογή και αυτό καθορίζεται κυρίως από το πόσο έτοιμοι είμαστε οι ίδιοι σαν επαγγελματίες και σαν άνθρωποι να υποστηρίξουμε ηθικά και οικονομικά ένα έργο. Αυτό που εγώ προσωπικά θεωρώ βαθιά προβληματικό είναι να αλλάζουμε το έργο του δημιουργού για να το προσαρμόσουμε στα μέτρα της αγοράς ή της κυρίαρχης κοινωνικής τάσης, προκειμένου να πετύχουμε μεγαλύτερες πιθανότητες εμπορικής επιτυχίας ή άλλους πιο «σκοτεινούς» σκοπούς. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ακεραιότητα του έργου διακυβεύεται και ο σκοπός του βιβλίου τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Οι εκδότες παιδικών βιβλίων δεν είμαστε ουδέτεροι παρατηρητές. Αντίθετα, είμαστε ενεργοί διαμεσολαβητές και οι επιλογές μας έχουν έντονο κοινωνικό αποτύπωμα. Αυτό είναι μια μεγάλη δύναμη, αλλά και μια τεράστια ευθύνη που δεν θα πρέπει να ξεχνάμε. Αν, λοιπόν, αλλάξουμε την οπτική μας ως προς τις δυσκολίες της δουλειάς και τις δούμε σαν προκλήσεις, τότε κάθε φορά που θα καταφέρνουμε να τις ξεπερνούμε θα έχουμε καταφέρει να κάνουμε το εκδοτικό και κατ’ επέκταση το κοινωνικό μας αποτύπωμα πιο ουσιαστικό. Και έχουμε ισχυρό κίνητρο. Γιατί το έργο μας απευθύνεται στο πιο σημαντικό κομμάτι αυτής της κοινωνίας, τα παιδιά.
*****
Γιώργος Κατσαμάκης , Βιβλιοθηκονόμος – Βιβλιογράφος
Ελευθερώστε τις Βιβλιοθήκες
(σημειώσεις στη σκιά του συνθήματος του Μάη του ’68 «ελευθερώστε τα βιβλία»)
Στην απόπειρά μας να χαρτογραφήσουμε τη λογοκρισία στις βιβλιοθήκες μας, θα πρέπει καταρχήν να συμφωνήσουμε ότι δομικό στοιχείο των βιβλιοθηκών είναι η ελευθερία.
Τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο της ιδεοληπτικής υποχώρησης του κοινωνικού κράτους, βιώνουν καταρριπτικές περικοπές πόρων, στην Ελλάδα δε η εγκατάλειψη, η απουσία χρηματοδότησης και η μη στελέχωση τις οδηγούν στην καθολική διάλυση…
Παράλληλα, στη δημόσια συζήτηση αντιπαραθετικά αναδεικνύεται από πολλούς ο ρόλος του διαδικτύου. Η «σύγκρουση» ψηφιακού και έντυπου κόσμου τροφοδοτεί την απαξία του κόσμου του χαρτιού. Σαν να μην έφταναν αυτά, τα νεοφιλελεύθερα αφηγήματα χρησιμοποιώντας τη μιντιακή κυριαρχία προβάλλουν τα χορηγικά ιδρύματα και τις ιδιωτικές δωρεές στον πολιτισμό και την παιδεία ως περίπου ισότιμα με τους θεσμούς. Σε πείσμα αυτής της εμμονικής επίθεσης κατά των βιβλιοθηκών, στην Ελλάδα ο ρομαντισμός και το ασίγαστο όραμα για τη δημιουργία βιβλιοθηκών συνεχίζει να τροφοδοτεί εθελοντικές πρωτοβουλίες δημιουργίας και συντήρησης βιβλιοθηκών, με μεγάλη ορμή αλλά και σύντομο βίο…
Θα πρέπει πλέον να προβούμε σε ορισμένες ομολογίες:
Υπάρχει λογοκρισία στις βιβλιοθήκες; Ναι, υπάρχει. Στις προθήκες της Εθνικής Βιβλιοθήκης θα βρούμε την Εστία, αλλά όχι το Playboy, η έκθεση για τη Μεταπολίτευση δεν περιλάμβανε στα εκθέματά της το «Κράξιμο» ή το «Nitro (που μας «ξεβλάχεψε» κατά Κωστόπουλο), η ΕΒΕ δεν συγκεντρώνει αναρχικές εκδόσεις και φανζίν. Η Βιβλιοθήκη του Harvard αγοράζει κινηματικά εφήμερα των χρόνων της «Ελληνικής Κρίσης», ώστε οι κοινωνικοί επιστήμονες του κορυφαίου πανεπιστημίου των ΗΠΑ να έχουν στη διάθεσή τους το πρωτογενές υλικό των κοινωνικών δυναμικών που αναπτύχθηκαν στη χώρα μας – την ίδια στιγμή η Ακαδημία Αθηνών, πραγματικά στο κέντρο των εξελίξεων, αναπαύεται νωθρή και πλαδαρή στις δάφνες ενός νεφελώδους ανώτερου πνεύματος που τη χαρακτηρίζει. Οι «θρησκευτικές απόψεις» ως θεματική υποδιαίρεση στις θεματικές επικεφαλίδες των βιβλιοθηκών της χώρας κυριαρχούν σε κάθε πεδίο του επιστητού, ακόμη και για το σεξ εδώ και δεκαετίες η εκκλησία διατυπώνει απόψεις, τα περισσότερα βιβλία για το σεξ στην εθνική βιβλιογραφία αφορούν θέσεις της Εκκλησίας γι’ αυτό.
Επιλέγουν οι βιβλιοθήκες τη συγκέντρωση υλικού με συντηρητικά κριτήρια; Ναι, επιλέγουν. Με χίλια ευρώ προϋπολογισμό θα αγοράσεις Δημουλίδου (που θα έχει κυκλοφορία) ή Κακναβάτο (που ίσως δεν τον διαβάσει κανένας) ; Η βιβλιοθήκη θα αποκτήσει τη «Βίβλο» ή το εγχειρίδιο σεξουαλικής αγωγής; Η βιβλιοθήκη θα παρουσιάσει το βιβλίο ενός ευπώλητου συγγραφέα ή κάποιου σημαντικού; Ποια βιβλιοθήκη αγόρασε το βιβλίο του Κουφοντίνα και ποιες έχουν το βιβλίο του Ομπάμα; Οι σχολικές βιβλιοθήκες της μεταρρύθμισης Αρσένη περιέχουν βιβλία για τον αναρχισμό, φτιάχτηκαν πριν 24 χρόνια –αν φτιάχναμε σήμερα μια σχολική βιβλιοθήκη, θα αγοράζαμε βιβλία για τον αναρχισμό;
Γιατί δεν λειτουργούν ως φάροι της ελευθερίας; Γιατί: α) ελέγχονται από διοικήσεις (εφορευτικά συμβούλια δημοσίων βιβλιοθηκών με ανθρώπους της εκκλησίας, ακόμη και ιερωμένους) β) Γιατί χρηματοδοτούνται από ένα απόλυτα συντηρητικά ιδεολογικοποιημένο κράτος γ) γιατί η συντηρητική κοινωνία θα απαιτήσει την κεφαλή του βιβλιοθηκονόμου επί πίνακι, αν προβεί σε ενοχλητικές αγορές, οπότε «πού να μπλέκεις τώρα;» δ) οι βιβλιοθηκονόμοι, αν και εκ προοιμίου απόστολοι της ελευθερίας, είναι μέλη μιας κοινωνίας που συντηρητικοποιείται, συντηρητικοποιούνται και οι ίδιοι.
Είναι «μαύρα» τα πράγματα; Ναι, απόλυτα. Οι βιβλιοθήκες δεν γίνονται φάροι της αμφισβήτησης, δεν επιτελούν το ρόλο τους για την αφύπνιση του πολίτη. Δεν έχουμε φτάσει βέβαια στο σημείο να καίμε βιβλία, αλλά τα ενοχλητικά βιβλία δεν εμφανίζονται στις βιβλιοθήκες, δεν κυκλοφορούν στις προθήκες, δεν χρειάζεται να καταστραφούν. Ωστόσο υπάρχουν αντιστάσεις: κάποιοι συγγραφείς γράφουν, κάποιοι εκδότες εκδίδουν, κάποιοι βιβλιοπώλες πωλούν και κάποιες βιβλιοθήκες συγκεντρώνουν και διαθέτουν ενοχλητικά βιβλία. Υπάρχουν κοινότητες και άνθρωποι που αντιστέκονται (σχολεία, ερευνητικά κέντρα, σύλλογοι γονέων), υπάρχουν άνθρωποι εν δυνάμει καταναλωτές ενοχλητικών βιβλίων, υπάρχουν πολιτικές κοινότητες με προνομιακή σχέση με τα ενοχλητικά βιβλία.
Και με τα παιδιά τι γίνεται; Το καλό συνήθως, με τις σχολικές και παιδικές βιβλιοθήκες είναι η αδιαμεσολάβητη σχέση του παιδιού με το βιβλίο. Δεν είναι δίπλα η μαμά ή ο μπαμπάς που θα διαλέξουν τι είναι «καλό» για το παιδί τους – άρα και τι είναι «κακό». Είναι ίσως η μόνη φορά που τα παιδιά διαλέγουν μόνα τους αυτό που τα ενδιαφέρει. Βέβαια δεν υπάρχουν στέρεες παιδικές βιβλιοθήκες, παρά μόνο μεμονωμένες πρωτοβουλίες με ψυχωμένο εθελοντισμό και κοντά ποδάρια και τα υποστελεχωμένα παιδικά παραρτήματα των δημοτικών και δημοσίων βιβλιοθηκών της χώρας. Ας μην ξεχνάμε πως το σπουδαίο Κέντρο Παιδικού και Εφηβικού Βιβλίου υπήρξε από τους πρώτους θεσμούς που καταργήθηκαν με τα Μνημόνια, όταν απαιτήθηκαν «θυσίες»…
Από την άλλη πλευρά το παιδικό βιβλίο ανθεί και σχεδόν συντηρεί την εκδοτική παραγωγή της χώρας. Στα παιδιά είναι στοχευμένο και όλο το εκδοτικό σύστημα των βοηθημάτων και των λυσαριών. Και στα παιδιά θα είναι στραμμένο και το σύστημα που διαμορφώνεται με τα νέα σχολικά βιβλία, το λεγόμενο πολλαπλό σχολικό εγχειρίδιο των εκδοτών (που θα διαμορφώσει τα αυριανά εκδοτικά μονοπώλια).
Τα (καλά και κακά) παιδικά βιβλία θα υπάρχουν σε σπίτια, εκθέσεις, βιβλιοθήκες, βιβλιοπωλεία – αλλά τα «επικίνδυνα» δεν θα χωρούν, ούτε ως μειονότητα.
Τι κάνουμε; Το μέλλον είναι άμεσα δυστοπικό και το θέμα μας δεν είναι μόνο η ελευθερία της έκφρασης, αλλά η δημιουργία θεσμών και εστιών αντίστασης στον εκφασισμό της κοινωνίας.
Χρειάζεται άμεση συνεργασία των φορέων για την υπεράσπιση του επικίνδυνου βιβλίου και πρωτοβουλίες προώθησής του στις βιβλιοθήκες, τις εκθέσεις, τα βιβλιοπωλεία.
Χρειάζεται ένα δικό μας Παρατηρητήριο, που θα παρακολουθεί τα φαινόμενα ανελευθερίας, συντηρητικοποίησης και φασισμού στο χώρο του βιβλίου και θα αναδεικνύει τις περιπτώσεις πιέζοντας για τη θεραπεία τους. Αν η συνάντησή μας αυτή πρέπει να έχει ένα αποτέλεσμα, αυτό δεν πρέπει να είναι ένα κοινό συμπέρασμα (όπως προκύπτει από τις εμπειρίες μας και το ρόλο μας στα κοινά πράγματα ή στη δουλειά μας), αλλά ένα σχέδιο δράσης που θα επιτρέψει να φυτέψουμε επικίνδυνα βιβλία στην ελληνική κοινωνία και δη στην παιδική κοινότητα.
Χρειάζεται κι εμείς οι βιβλιοθηκονόμοι να απελευθερώσουμε τις Βιβλιοθήκες μας από τα εξουσιαστικά δεσμά που δεν μας επιτρέπουν να υπηρετήσουμε το δομικό μας ρόλο, την ελευθερία της γνώσης.