του Γιάννη Πατσώνη
Παιδί της κατοχής είμαι, αποπαίδι της ανάγκης, και δε χαλαλίζω στα σκόρπια τα λόγια μου, τα τζούφια καρύδια γιά κούφια θε νά’ ναι, γιά σκουλήκι θα τα τρυπάει. Ψεύτικα λόγια δε βαραίνουν στο ζύγι. Τότε το όνομα το έδιναν τα πράγματα- έμενες στο σπίτι της νύφης; σώγαμπρο θα σε λέγανε, σαν κουτσό θα σε βλέπανε που έχει ανάγκη από δεκανίκια , ανίκανο να έχει δικό του κεραμίδι πάνω απ’ το νυφικό κρεββάτι του, κι αν έπεφτες σ’ ανάποδα πεθερικά; μαλώματα, ξηλώματα, μούτρα κατεβασμένα, κλειδί στο στόμα…Ας έφευγες θα πουν οι βολεμένοι, μα πού να πήγαινα; -το χωριό μου ήταν παραμεθόριο, στους πρόποδες του Μπέλλες.
Από τότε που τελειώσανε το δημοτικό, φυγέτε τους έλεγαν, πάτε στην πόλη παραγιοί σε καμμιά τέχνη, ας είναι , μεροδούλι- μεροφάι , εδώ τα χώματα στο χώμα σε τραβάνε…Από πεντέξι χρονώ , τον ύπνο δεν τον χόρτασαν, απ’ τα χαράματα στα καπνοχώραφα, αρχίζαν απ’ το Μάρτιο στα φυτώρια, μετά πότισμα, σκάλισμα με τις τσάπες για να βγουν τριβόλια κι αγριόχορτα, και απ’ τον Ιούνιο, από το μεσονύχτι ,το μάζεμα των φύλλων, γεμάτη η αγκαλιά σου για να τα βάζεις στα κοφίνια, και στο σπίτι βελόνιασμα, αρμαθιάζαμε για να γίνουν τα σαντάλια, τα δεμάτια, και να τρέμεις μη παραξεραθούν τα φύλλα , ωσότου να περάσουν οι εκτιμητές, τσιράκια άκαρδα των εμπόρων, και ν’ ακους, “σπάσαν οι αγορές, πέφτουν οι τιμές ώρα την ώρα”, κι οι δικοί σου να παρακαλάν να τα πάρουν έστω και μισοτιμής, γιατί αλλιώς έμεναν στα απούλητα, και αναγκάζονταν και έκαιγαν τα κασόνια με τα στοιβαγμένα φύλλα του καπνού. Ξες τί θα πει ο κόπος σου να γίνεται ντουμάνι μέσα στην ίδια σου την αυλή; Γιατί οι μεσάζοντες στα μουλωχτά τα κανόνιζαν ανάμεσό τους ώστε να παίρνουν τον κόπο σου σε εξευτελιστικές τιμές. Οι αγρότες ήτανε για αυτούς απλήρωτοι δούλοι. Κέρδιζε αυτός που ήταν στο μολύβι κι έχανε αυτός που έσκαβε τη γης.
Κι έτσι, πήγα εργατάκι στα χυτήρια της Ραμόνας. Οδυσσέως, Πέλοπος, Αφροδίτης. Λυώναμε μπακίρια στο καμίνι, το κράμα μετά το χύναμε σε καλούπια με χώμα, και βγάζαμετα μπρούτζινα: κουδούνια στρογγυλά και κυπριά για τα κοπάδια , πέταλα και αναβατόρια για τις σέλλες των αλόγων, τα ζυγκιά, στολίδια για άμαξες…και όταν απολύθηκα, πάλι στην ίδια δουλειά, μουτζούρης. Τα μεσημέρια σε μια μπακαλοταβέρνα, φασολάδα, ψάρι αλμυρό, τσίρο καπνιστό, κανα- σκουμπρί, για τον ίδρω που έτρεχε ακόμα και τον χειμώνα, πλάι στο καμίνι. Μία η ζωή με τα στραβά της, μα δυο φορές πάνω εμείς με τα νιάτα μας κι ας νιώθαμε το κλείσιμο με σχοινιά, που λεν οι παλαιστές. Όσο μας στρίμωχναν, τόσο φουντώναμε . Με συνθήματα δεν γκρέμισε κανας φούρνος έλεγε ο πατέρας μου – ποιός; αυτός που είχε ανεβεί δυο χρόνια με το πρώτο αντάρτικο στο βουνό, για να μην τον στείλουν οι κομιτατζήδες στα τάγματα εργασίας, στα ντουρντουβάκια, τότε που οι χιτλερικοί είχαν δώσει στους Βούλγαρους, που ήθελαν το Αιγαίο, τις περιοχές πέρα απ’ τον Αξιό. Το μόνο που μας συμβούλευε, ήταν, “μακριά απ’ τις χωροφυλάκοι”. Όχι που φοβόταν, μα ήταν πικρά αγανακτισμένος, βλέποντας συνεργάτες των Γερμανών να παριστάνουν τους πατριώτες. Με τον καιρό, τό ‘ ριξε στο πιοτό και με το αλκοολίκι του αυτό μαζί, όταν μεθούσε ,δε λογάριαζε κανέναν, κι άρχιζε τα αντάρτικα μέσα στα καφενεία. Σε μια παρέλαση ένας νωματάρχης, Κορωναίος με τ’ όνομα, “εδώ δεν περνάν Εαμοβούλγαροι” του σφύριξε, κι εκείνος βγάζοντας την τραγιάσκα του, ” το σημάδι αυτό δικοί σου μου το έκαναν” του ‘ πε – κι ο γαλονάς, σα φίδι κολοβό ,έστριψε στην φωλιά του, να του φορτώσει ακόμα μια ” αντεθνική δράση” στον φάκελλό του , το θρασίμι ναι… Μετά απ’ αυτά, κάθεσαι στην φάκα τους; Όχι τσιροπούλι, μα και γεράκι νά ‘ σαι …Τα παιδιά της ηλικίας μου άλλα με το παιδομάζωμα, Ουγγαρίες, Τσεχίες, άλλα με το παιδοφύλαγμα σε παιδουπόλεις της Φρειδερίκης.
Κοντά στο χυτήριο, ήταν τα υφαντήρια του Πιεράκου. Ένα απομεσήμερο, που βγήκαν οι γαζώτριες στο διάλειμμα για να φάνε, άλλη από την πετσέτα της κανα- αυγό με ψωμοτύρι, άλλη από το συρφετάσι, τρία τασάκια τό’να πάνω στ’ άλλο, η ματιά μου στάθηκε σε μια μελαχροινούλα. Κελάηδαγε με πειράγματα και κοριτσίστικα γέλια με τις φιληνάδες της, όταν, αχ! το δόντι μου, ακούστηκε κι άρχισε να φτύνει αίμα. Αλατόνερο! φώναζαν, και τρέχω στου Αλμπάνη, αρπάζω μιαν αλατιέρα, πάω κοντά, μες σ’ ένα κύπελλο με νερό ρίχνω τ’ αλάτι, κι εκείνη ξέπλυνε το στόμα, μια άλλη, σπάσε ένα τσιγάρο, με λέει, και στουμπώνοντας τον καπνό, τότε είχα τα Ματσάγγος, σφράγιζε τα ματωμένα ούλα της. Έφεραν ένα κάθισμα, κι έτσι που έγειρε , χύθηκαν τα μαλλιά της στους ώμους, μα ήταν σα γέρικα, γεμάτα άσπρα χνούδια, κλωστές ,νήματα στριφτά κόμπους-κόμπους . Μια φηλενάδα της από δίπλα έβγαλε ένα χτενάκι και της τα έμασε, και τότε είδα τα μαύρα της μάτια, σε αντίθεση με την χλωμάδα της, σαν καρβουνάκια πέταγαν σπίθες …και ξαφνικά αρχίζει μια βροχή, από τις απογευματινές εκείνες μπόρες που ξεσηκώνουν σκόνες και αποπλύματα και σε κάνουν να φταρνίζεσαι, και μ’ ένα αψουού! την ξαναπιάσανε τα αίματα, το διάλειμμά τους είχε πια τελειώσει, οι επιστάτες, κέρβεροι, δεν χάριζαν ούτε λεπτό. Την έχασα.
Γύρισα στο καμίνι, το μυαλό μου καρφωμένο στην μικρή, στον τόρνο λίγο και θά έκοβα το χέρι, ξώφαλτσα με πήραν οι στροφές του κι όταν σχολάσαμε, στήθηκα στη γωνία μήπως την δω, μα πώς να την ξεχωρίσεις, παρέες- παρέες έφευγαν τα εργατοκόριτσα, άλλες πιασμένες αγκαζέ , άλλες μόνες, βιαστικές, κουρασμένες .
Κι όταν άκουγα και το τραγούδι εκείνο:
Σφυρίζει η φάμπρικα , μόλις χαράζει/ οι εργάτες τρέχουνε για την δουλειά /γειά σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά / βλέπεις κοπέλες στα υφαντουργεία / παλληκαράκια στα συνεργεία/ στάζει ο ιδρώτας τους χρυσές σταγόνες /από τη βάρδια τους σαν θα σχολάσουν /με την αγάπη τους θα ξαποστάσουν …,
δεν έφευγε από τα μάτια κι απ’ το νου μου η θωριά της.
Μετά καμμιά βδομάδα, περιμέναμε στον Λευκό Πύργο τα βαποράκια για να πάμε στα μπάνια. Έδινες τέσσερις δραχμές για Περαία, ένα ταλληράκι για Μπαξέ Τσιφλίκι ,και σε μισή ωρίτσα βούταγες στον καταγάλανο τότε Θερμαικό. Ήρθε η ” Λευκή”, καραβάκι φρεσκοβαμμένο και μπουκάραμε. Στο κατάστρωμα το αδιαχώρητο, όταν την βλέπω να κρατάει μια καλαθόπλεχτη τσάντα καθισμένη στον απέναντι πάγκο. Πλησιάζω, Αα ! εσύ ήσουν τότε…. και παρίστανε την αδιάφορη μετρώντας τα κοχυλάκια που κρέμονταν στο λαιμουδάκι της, μα σε λίγο, πες- πες , ξεκόψαμε από τις παρέες μας, και προχωρώντας μπροστά, αυτή σκόνταψε σε κάτι σωσίβια δεμένα στα πλάγια, την κράτησα μην πέσει, γελούσαμε, τα μάτια της, έτσι που έπαιζαν με τον ήλιο, από σκουροπράσινες ελίτσες , άλλαζαν χρώμα.
Κατεβήκαμε στην ξύλινη αποβάθρα, βρεθήκαμε δίπλα- δίπλα–κι από τότε, μη λέμε τα γνωστά, δεν χωρίσαμε για ένα χρόνο, μέχρι που δέσαμε βέρες. Ο πατέρας της αγαθός Ανατολίτης, μπεσαλής, χτίστης. Ένα απόγευμα, που σχόλασα απ’ την δουλειά, τον πέτυχα γονατιστό να πελεκάει μια μεγάλη πέτρα. Αν δε γονατίσεις, μου ‘ πε, οι στραβόπετρες δεν παίρνουν το καλούπι τους, δεν φτιάχνεις το αρμολόγημα με τις άλλες. Η μάννα της Πόντια , τζαζού, που τις λένε , όπως πήγαιναν τα σβέλτα χέρια της, άλεθε κι η γλώσσα της. Ας είναι καλά οι ουζομεζέδες και τα γιαλαντζί ντολμαδάκια της. Ατρόμητη. Μια μέρα, έτσι που ήταν στο ταρατσάκι για να απλώσει στα σχοινιά την μπουγάδα της, παραπάτησε , μα πέφτοντας φώναζε: κρούω κα ! – που θα πει, γλυστρώ, πέφτω, μα λες κι οι φωνές της τής δώσαν φτερά και, παίρνοντας στροφή, θρονιάστηκε πάνω σε μια πυκνόφυλλη μουριά στα πλάγια. Όταν την κατέβασαν κάτω, εχάθα! αυτό είπε μόνο, εχπάρθα κ’ εχάθα ! δηλαδή, έχασα τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου, – κι ανέβηκε πάλι επάνω να συνεχίσει το άπλωμα …Με το τίποτα φούντωνε και κόρωνε, όταν μάλλωναν οι γυναίκες ποια να πρωτοπάρει νερό από την μοναδική βρύση, μα σε λίγες ώρες γύρευε να μονιάσουν, γιατί, πώς θα ζητάω από τον Θεό με το Πάτερ ημών να σβήνει τ’ αμαρτήματά μου, εάν εγώ δεν αφήνω τα χρέη των άλλων ; Κι όταν πέρναγε απ’ το χωματόδρομο η γύφτισσα η Σμαρώ, σέρνοντας μια ντουζίνα παιδιά, άδειαζε ό,τι καλά είχε και δεν είχε κρυφά μέσα στα κόσκινά της, κάνοντας μάλιστα πως θυμώνει με φωνές αγριεύοντάς την, καθώς καμώνονταν πως τα διαλέγει, για να μην φαίνεται στους άλλους πως κάτι της δίνει,,,
Δεχτήκαμε να μείνουμε προσωρινά στην μονοκατοικία τους στα Μετέωρα, για δυο- τρία χρόνια, είπαμε, μέχρι να μεγαλώσει το παιδί- γιατί ήταν έγκυος στον γάμο. Κάναμε οικονομίες για το δικό μας σπίτι, στο χρόνο βρήκε δουλειά κι αυτή, έπιανε πόντους σε νάυλον κάλτσες, μαντάρισμα, εγώ με το που γύριζα σπίτι, πλύσιμο, φαγητό, δε με χώραγε ο τόπος, δε με κρατούσαν τα ξένα ντουβάρια π’ άλλοι τά’ χανε χτίσει. Καφενείο, τάβλι, πόρτες, πλακωτό, εφημερίδα μία μόνο υπήρχε διαθέσιμη ” ο Βορράς”, που είχε σε συνέχειες τον” Τσακιτζή”, κι ο χαφιές του δέκατου, ο περιπτεράς απέναντι, αντί ρέστα σού ‘ δινε χύμα τσιγάρα. Η διασκέδασή μου; τα περιστέρια που είχα στο ταρατσάκι, ντουνέκια, μισιρλιά, ταχυδρομικά, παγγούρια…τα έκανα γούστο βαστώντας το καλάμι με τις τούμπες πού ‘ φερναν γουργουρίζοντας. Αγάπαγα τα πουλιά, μεράκι γερό, κι όχι μόνο για φαντασία και το κέφι, γιατί βρίσκονται και κάποιοι αλαφροί μαγκαφάδες, που θαρρούν πως όποια πουλιά πετάν είναι και για να τρώγονται !
Και η αναψυχή μου; το ματς από το ραδιόφωνο, που αντί για κεραία, όταν αυτή χάλναγε- και πότε δε χάλναγε;- είχαμε μια βελόνα πλεξίματος. Τις Κυριακές, βόλτα μέχρι τον Φόρο, στο παλιό τέρμα, βλέπαμε στην τσιμεντένια πίστα (εμείς έξω από τα σύρματα της ταβέρνας του Ισαάκ) τις λαικές φίρμες , Πόπη Λώρη με τον Περιστεράκη, περνούσαμε και από άλλα εξοχικά κέντρα- κι είχε πολλά τότε στην άχτιστη περιοχή- ο Μωυσής με τα “Δειλινά”, που αργότερα τα είπαν “Ξημερώματα. “Εγώ εσένα θ ‘αγαπώ κι ας είσαι φτωχαδάκι” , ” Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα…”,” Στην γιορτή σου ακάλεστος θα ‘ρθω…”και πόσα άλλα νταλγκαδάκια ακούγαμε με τα τραγούδια εκείνα…
Είχαμε καπαρώσει κι ένα σπίτι στο Καράισίν, έτοιμοι να φύγουμε, όταν σε μια γιορτή στα νήπια, που πήγαινε τότε ο γιος μας, κι ενώ έλεγε : λα-λαμπρός θα γίνω φουστανεελάς/ σαν τους λε-λε -βέντες που θέλει η Εε -λλάς… ,παίρνει μια τούμπα , πέφτει με το κεφάλι πάνω σε κάτι κούτσουρα που είχαν βάλει τάχα για ταμπούρια στην μάχη, αίματα, φωνές, νοσοκομεία, φάρμακα, του έμεινε μια διαταραχή με αφαιρέσεις, και κάθε τόσο χρειαζόταν εγκεφαλογραφήματα , φάρμακα, το λουμιντρόπς θυμάμαι, τις σταγόνες, και πόσα άλλα σιρόπια που ξεχνώ…
Ένα βραδάκι, άκουσα στο καφενείο “σώγαμπρος διαρκείας”, να λέει ένας από τους σκυφτοκεφαλάκηδες, τους γουρσούζηδες αυτούς τους κολαούζους ,που παραμονεύουν σαν παίζεις τάβλι πάνω από το τραπέζι σου, σες, μπες, κι αυτοί να περιγελάνε τις ζαριές σου, και τον ακούω αυτόν τον κερατά, να λέει, σε μια λάθος μου κίνηση, τί περίμενες απ’ ένα σώγαμπρο; ακόμα στης πεθεράς του το κοτέτσι μένει…Βρίσκεις άκρη από φουσκωμένα παγώνια ; Καστοριανός παινεύονταν πως είναι ο σπαγγοραμένος, μα είχε ξεπέσει, είχε βαρέσει φαλιμέντο η βιοτεχνία του, και από τη ωραία λίμνη τους έπιασε τα κατσάβραχα μας, και θαρρούσες πως γι αυτόν το είχανε πει, “γουναράδες φοβεροί, κάθε τρίχα και φλουρί”-κι ήτανε και σύμβουλος στην Πρόνοια και όχι μόνο δεν έδινε κανενός που έπεφτε σε ανάγκη βοήθεια, μα ούτε τον πόνο σου να ξεγελάσεις δε σ’ αφήναν, έτσι που παίζαμε εμείς για ψεύτικα λεφτά -όποιος έχανε κερνούσε γκαζόζα! … Και αν ερχόσουν σε λόγια μαζί του, πού να πάρεις χαρτί κοινωνικών φρονημάτων, με αυτά που θα σε στόλιζαν στο τμήμα.
Να φύγουμε, να μείνουμε μόνοι…έλεγε κι η Φανούλα, μέχρι που λίγο πριν την μετακόμιση, πιάνει ένας ανεμοστρόβιλος, κι έτσι που τα Μετέωρα πέφτουν σε ύψωμα, αρπάζει ο αγέρας στέγες, ξερριζώνει δέντρα, σαν ιπτάμενοι δίσκοι πέταγαν τενζερέδες και κουζινικά,τραπεζάκια στριφογύριζαν, ο δρόμος μπροστά από το σπίτι ποτάμι, η τυφλή μανία του νερού από το ρέμα Λατομείου παράσερνε τα πάντα, φοβόμουν μη περάσουν απ’ την ορμή, οργή τους πες τα νερά τα κράσπεδα, ξεχειλίσουν τα πεζοδρόμια, και πλημμυρίσουμε, βάζω κάτι τσουβάλια για ανάχωμα και κατεβαίνω στο υπόγειο. Το παραθυράκι είχε σπάσει. Και τα νερά κύλαγαν με έναν άγριο θόρυβο, θυμωμένα που ‘ χανε μπαζώσει τα ρέματα για να χτίσουμε τα αυθαίρετα, κι έτσι που έβλεπα απ’ το ξεχαρβαλωμένο παράθυρο στο ρέμα , ανάκατα ρούχα, πατούμενα, ορνίθια πνιγμένα, σαν απ’αλλού, βλέπω και μια τσαγιέρα ολόρθια, καμαρωτή-καμαρωτή πήγαινε, κι έγερνε το μακρύ λαιμό της, λες κι έκανε τσαλιμάκια, με το χερούλι της να στριφογυρίζει και απ’ το τσουτσουνάκι εκείνο που έτρεχε το τσάι πετάγονταν νερά, μα δεν βούλιαζε και οι ζωγραφιές απ’ έξω λάμπανε στραφταλιστές, θαρρείς και κορόιδευε εμάς τους τρομαγμένους με τα σκόρπια υπάρχοντα. Ναι, μια τσαγιέρα απ’ αυτές ,που άμα ξεφλουδίζεται το λούστρο τους απ’ έξω, φαίνεται από μέσα ένα στρώμα μαυριδερό, κι είναι για πέταμα…
Την επόμενη μέρα ,όταν τραβήχτηκαν τα νερά, μέχρι το ύψος εκείνο που είχαν φτάσει, βλέπαμε σχέδια παράξενα και το παιδί,” σαν χάρτης γεωγραφίας μοιάζει” είπε…Αν είσαι κι αν δεν είσαι, για τα νερά μιας άγριας μπόρας σα πούπουλο μετράς. Ένα πιατάκι τοίχου με μια μαρκησία, δώρο του γάμου μας, απέμενε κρεμασμένο πάνω από το μπουφέ. Κι ήταν από τα λίγα πράγματα που στέκονταν απείραχτα, αυτό και κάτι ξύλινα πουλάκια σκαλιστά στην εταζέρα, γυάλιζαν και έλαμπαν σε αντίθεση με την καταστροφή , που είχε αφήσει ένα γύρω τα αποτυπώματά της. Έμεινα μόνος, για να ξελασπώσω το βορεινό ντουβάρι. Η γεωγραφία, τα σχέδια που έλεγε ο μικρός, μου φάνηκαν σα το βουνό μας , το Μπέλλες, που ορίζει το σύνορο, με την άλλη χώρα. Να οι σπηλιές, να τα μυστικά περάσματα… Όμως για μένα τα σύνορα είχαν από καιρό κλειστεί, ούτε μόνος χωρούσα, ούτε μ’ άλλους . Έχουνε μήπως τα πουλιά πατρίδα;
12.6.21