της Ελένης Στελλάτου
Το ‘’Δύο’’ είναι το έκτο βιβλίο της Έλενας Μαρούτσου στο οποίο συμμετέχει ενεργά η Ούρσουλα Φωσκόλου με έξι επιστολές και δύο παραμύθια, ως οργανικό μέρος της πλοκής. Εκτός από την προφανή αντιστοίχιση του τίτλου ‘’Δύο’’ με την συνεργασία και την αλληλοπεριχώρηση των δύο συγγραφέων της οποίας εδώ η αξία είναι αδιαμφισβήτητη μιας και το τελικό αποτέλεσμα είναι απόλυτα επιτυχές, η συνομιλία ή η συμπόρευση ή η αντανάκλαση ή η διπλή φύση ή γενικά η δυαδικότητα που με πολλούς τρόπους παρουσιάζεται σε αυτό το βιβλίο, δεν εξαντλείται ούτε στην συνύπαρξη των δύο δημιουργών ούτε στην όμορφη εικόνα του εξωφύλλου. Για την ακρίβεια, τόσο η συνύπαρξη των δυο συγγραφέων όσο και το ίδιο το εξώφυλλο, μας εισάγουν στην ιστορία: Είναι δύο κορίτσια εντελώς όμοια, πιασμένα από το χέρι ή πρόκειται για δυο εκδοχές του ίδιου κοριτσιού;
Το ‘’Δύο’’ είναι ένα βιβλίο αναζήτησης. Υπάρχει ένας πρωταγωνιστής στο προσκήνιο, η Μυρτώ και ένας πρωταγωνιστής στο παρασκήνιο, η μητέρα Ανδριάνα. Η ιστορία αρχίζει με την Μυρτώ να έχει μόλις χάσει την μητέρα της με απροσδόκητο τρόπο. Σε όλη την πορεία της ιστορίας την παρακολουθούμε να ζει δύσκολες καταστάσεις, να κατακερματίζεται, να φτάνει στα όριά της, να τα υπερβαίνει- συχνά με αμφιλεγόμενους τρόπους- και να προσπαθεί από τα θραύσματα να ανασυνθέσει έναν νέο εαυτό. Η μητέρα, ως δασκάλα σε ειδικό σχολείο, διοχέτευε στους μαθητές της όλο της το ενδιαφέρον, αφήνοντας την κόρη της με ένα τεράστιο έλλειμμα τρυφερότητας. Είχε επίσης πάθος για την φωτογραφία- ήταν φανατική θαυμάστρια της αμερικανίδας φωτογράφου Ντιαν ‘Αρμπους που είχε ασχοληθεί πολύ με τα περιθωριακά άτομα ή αυτά που είχαν γεννηθεί με κάποιο σωματικό ελάττωμα. Την ίδια την μητέρα φαίνεται να την ελκύει για λόγους που δεν γνωρίζουμε εξ αρχής, το τραυματισμένο σώμα, το δύσμορφο, το παράδοξο. Όπως λέει η ηρωίδα:
‘’Η Ανδριάνα ήταν με το ένα της πόδι πάντα μακριά από εμάς, σε ένα σύμπαν που κατοικούνταν από τα μυστηριώδη μοντέλα και τους προβληματικούς μαθητές της, εκείνα τα παιδιά με ειδικές ανάγκες στα οποία πρόσφερε καθημερινά την στοργή της με μια προσήλωση που πάντα ζήλευα. Φαίνεται πως για την Ανδριάνα οι ανάγκες έπρεπε να είναι πάντα ειδικές, ο άλλος έπρεπε να είναι ξένος και εξωτικός, μακριά από την καθημερινότητά της, για να της τραβήξει το ενδιαφέρον‘’. Η αποστασιοποίηση της μητέρας από την κανονικότητα της απλής καθημερινής ζωής έχει πυροδοτήσει αντιδράσεις της κόρης και στο παρελθόν καθώς ο μόνος τρόπος να προσελκύσει το ενδιαφέρον της φαινόταν να είναι το να αρθρώσει μια φωνή τόσο ισχυρή ώστε να ακουστεί. Η προσπάθεια ανεύρεσης αυτής της δυνατής, διακριτής φωνής επαναλαμβάνεται σε όλη την πορεία της ιστορίας.
Οι άξονες της ιστορίας είναι από την μια το ίδιο το τραγικό γεγονός, που η ηρωίδα βρίσκει τρόπους να το διαχειριστεί και να το κρατήσει σε κάποια απόσταση ώστε να μην την συνθλίψει και από την άλλη κάποια παλιά, ερωτικά από ότι φαίνεται, γράμματα προς την μητέρα. Ο μοχλός είναι πάντα το έλλειμμα της τρυφερότητας, η ανάγκη να συγκολληθεί και να γεμίσει ένας διάτρητος εαυτός. Στο ταξίδι για την ανακάλυψη-αποκάλυψη του πραγματικού εαυτού της μητέρας της, η Μυρτώ μαζεύει στοιχεία, συνθέτει και αποκαλύπτει, όπως θεωρεί, κάθε φορά μια νέα όψη της και συγκρίνεται συνεχώς με αυτήν.
Η κρυφή ζωή της κόρης αντιπαραβάλλεται διαρκώς με την την κρυφή ζωή της μητέρας. Η Μυρτώ βασανίζεται από τα ίδια με εκείνη ψυχοσωματικά συμπτώματα, παρουσιάζει ίλιγγο και ημικρανία, περνάει από διάφορες κρίσεις, παλινδρομεί συνεχώς μέσα στην τρέχουσα ερωτική της σχέση με τον Πέτρο, αμφιβάλλει για την ταυτότητα του φύλου της, ζει για λίγο στην Σέριφο και εκεί καταβυθίζεται στην ιστορία και την κρυμμένη ταυτότητα του παππού της και τους αγώνες των μεταλλωρύχων και συνδέει διαρκώς νήματα που αρχικά έμοιαζαν ασύνδετα, υπό το βάρος μιας νέας προσωπικής αγωνίας: Υπάρχει κάποια ελάχιστη δυνατότητα αυτεξούσιου στη ζωή της ή είναι καταδικασμένη να παίρνει τις ίδιες αποφάσεις, να επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη και τις ίδιες μάταιες αναζητήσεις με την μητέρα; Είναι αυθύπαρκτη ή αποτελεί ένα αντίγραφο, μια μαριονέτα; Στο τέλος όλα τα κομμάτια παίρνουν την μελετημένη θέση τους, όπως τα κομμάτια ενός παζλ που αποκαλύπτουν την όμορφη, μεγάλη εικόνα. Οι ανισορροπίες αποκαθίστανται, τα σκληρά σημεία λειαίνονται, οι διπλές ταυτότητες ενώνονται, η ανασύνθεση του εαυτού ολοκληρώνεται.
Το σώμα είναι ένα βασικό όχημα στην προσπάθεια της ηρωίδας να συνθέσει το όλον. Υποβάλλεται σε δοκιμασίες, σε χαρές, σε απογοητεύσεις, είναι διαθέσιμο για να το αγαπά κανείς και για να το ταλαιπωρεί. Το σώμα επίσης είναι εκεί για να χρησιμεύσει σε κάτι, για να επιτελέσει μια διαδικασία. Από μια άποψη, εργαλειοποιείται – συχνά με μια διαδικασία που θυμίζει τοκετό και φέρει κάτι από την ψυχρότητα των ιατρικών εργαλείων. Το σώμα εγκυμονεί το νέο πρόσωπο της ηρωίδας.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας είναι χαρακτηριστική δική της, ζωντανή και ρέουσα. Καταλήγει πολύ συχνά σε μεταφορές, όπου εμφανίζεται να υπηρετεί την λογοτεχνική ευχαρίστηση αλλά και σε εξαιρετικά διεισδυτικές παρατηρήσεις όσον αφορά το ψυχολογικό υπόβαθρο των ηρώων. ‘’Το όνειρο και ο εφιάλτης δεν είναι άλλωστε οι τσέπες της πραγματικότητας όπου παραχώνει κανείς εκεί ότι δεν μπορεί να κρατήσει στα χέρια του αλλά το χρειάζεται;’’ Είναι επίσης μια γλώσσα τολμηρή, που δεν διστάζει να μιλήσει για αυτό που συνήθως κρύβεται και να συνδυάσει την σκληρότητα και την τρυφερότητα, μέσα στην ίδια παράγραφο, με έναν εξαιρετικό τρόπο.
Στο βιβλίο υπάρχουν παραμύθια και επιστολές γραμμένες από μια δεύτερη συγγραφέα, υπάρχουν σχέδια της Εύης Τσακνιά που είναι εμπνευσμένα από σχετικές υπαρκτές φωτογραφίες της Άρμπους, υπάρχουν τρία ποιήματα ως προμετωπίδες. Οι συνομιλίες και οι αντικατοπτρισμοί μεταξύ των τεχνών και των δημιουργών είναι πολλές, η φωτογράφος Ανδριάνα -ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας- απέναντι στην φωτογράφο Άρμπους- ένα υπαρκτό πρόσωπο- , τα σκίτσα της Εύης Τσακνιά απέναντι στις φωτογραφίες της Άρμπους, τα ποιήματα μέσα στα κείμενα, μια αληθινή φωτογραφία μεταλλωρύχων που μεταπλάθεται σε πίνακα μέσα στο βιβλίο. Μπορούμε να πούμε ότι μιλάμε για ένα βιβλίο ανοιχτό.
Τα παραμύθια που εξ ορισμού έρχονται από πολύ μακριά, από τις αρχές της ζωής, είναι όσο πρέπει υποβλητικά, ο γονιμοποιός τους χαρακτήρας φανερώνεται καθώς εξελίσσεται η ιστορία και η αρχέγονη ιδιότητά τους να συγκαλύπτουν και να αποκαλύπτουν διαπνέει όλο το έργο με μια ένταση, η οποία, όπως ακριβώς και συμβαίνει και με τις επιστολές, άλλοτε είναι υπόγεια και άλλοτε φανερή.
Οι δύο συγγραφείς στέκονται η μία απέναντι στην άλλη με τον τρόπο που κάποιος καθρεφτίζεται σε μια λίμνη: το είδωλο που του επιστρέφει η λίμνη δεν είναι ακριβώς ο εαυτός του (όπως σε έναν καθρέφτη) αλλά μια συμπληρωματική εικόνα που μαζί συνιστούν ένα όλον. Κλείνοντας το βιβλίο αναφύεται το ερώτημα μήπως το ίδιο το θέμα του καθώς και τα πολλαπλά του επίπεδα υπέβαλλαν αναπότρεπτα την ιδέα του δεύτερου αφηγητή που διαρκώς κρύβει και αποκαλύπτει και που κρατάει κλειστά τα χαρτιά του μέχρι το τέλος. Μήπως τελικά είναι το ίδιο το βιβλίο που διερευνά τα όρια της προσωπικής του ταυτότητας;
info: Έλενα Μαρούτσου,Ούρσουλα Φωσκόλου, Δύο, Κίχλη