της Όλγας Σελλά
Βρισκόμαστε σ’ ένα σαλόνι όπου παίζεται, εδώ και χρόνια, από τους μόνους ενοίκους αυτού του σπιτιού, ένα ατελείωτο παιχνίδι τοξικότητας. «Ο χορός του θανάτου» του Αύγουστου Στρίντμπεργκ, ένα έργο γραμμένο στην ανατολή του 20ού αιώνα ακριβώς, το 1900, που σκηνοθετεί αυτή την περίοδο στο Μέγαρο Μουσικής ο Γιάννης Χουβαρδάς, έχει για ήρωες ένα ζευγάρι: τον Έντγκαρ (Σίμος Κακάλας) και την Άλις (Έλενα Τοπαλίδου).
Ένα ζευγάρι ζει απομονωμένο και αποκομμένο από τους υπόλοιπους κατοίκους της μικρής πόλης, αλλά κι ο ένας από τον άλλον, κι ας κατοικούν στο ίδιο σπίτι. Ένα σπίτι και μια ατμόσφαιρα που «μυρίζει ταπετσαρία που την έχεις ποτίσει δηλητήριο». Πλήξη, ανία αφόρητη, που μετατρέπεται σε αηδία και μίσος. Οι δύο ένοικοι έχουν σαν μόνη ευχαρίστηση, έναν διαρκή «πόλεμο φθοράς». Σ’ αυτή την ατμόσφαιρα και σ’ αυτό το περιβάλλον, ο Έντγκαρ και η Άλις ετοιμάζονται να «γιορτάζουν» τη αργυρή επέτειο των γάμων τους. Κανονικά έπρεπε να κυριαρχεί λίγη χαρά. «Χαρά; Τι είναι αυτό;» είναι όμως η απάντηση. Με την προσθήκη: «Φθινοπώριασε. Έξω και μέσα».
Το κείμενο του Αύγουστου Στρίντμπεργκ είναι διαπεραστικά ωμό, ξεγυμνώνει τη σκληρότητα, το μίσος, την επιθυμία διάλυσης και φθοράς του ενός προς τον άλλον, με ρυθμό πρωταθλητισμού, κυνηγώντας το επόμενο «γκολ» ισοπέδωσης του άλλου, το επόμενο «σερβίς» που θα προκαλέσει οξύ πόνο στον «αντίπαλο». Κόλαση επί της γης. Ξανά και ξανά. Μέχρι τελικής πτώσεως. Σαν να σπρώχνουν το χρόνο μέχρι το θάνατο. «Ο θάνατος απαιτεί θυσίες», λέει σαρκαστικά ο Έντγκαρ. Γιατί είναι πεισμένος ότι «ύστερα δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο δυο χούφτες λίπασμα για τον κήπο».
Ο Γιάννης Χουβαρδάς σε μία από τις καλύτερες στιγμές του, έστησε αυτόν τον ανηλεή πόλεμο του ζευγαριού και το σκηνικό της Θάλειας Μέλισσα το εικονοποίησε με τον καλύτερο τρόπο, αξιοποιώντας δημιουργικά τον αχανή σκηνικό χώρο του Υποσκηνίου Β του Μεγάρου. Ένα σπίτι που πριν ήταν δεσμωτήριο και στην πορεία γίνεται η πολυτελής φυλακή δύο ανθρώπων. Ένα σπίτι που τα έχει όλα και είναι άδειο. Το δηλώνει αυτό η απόσταση ανάμεσα στα έπιπλα, η πραγματική και μεταφορική απόσταση ανάμεσα στους δύο ενοίκους του. Και όταν ανοίγει η πόρτα προς τον έξω κόσμο έρχεται ένα αδυσώπητο κόκκινο φως. Η κόλαση του «έξω»… Κάποια στιγμή όμως έρχεται ένας απ’ έξω. Είναι ο Κουρτ (Χάρης Φραγκούλης), ο ξάδελφος της Άλις, παλιός φίλος του Έντγκαρ. Φέρνει κάτι ζωντανό σ’ έναν πεθαμένο κόσμο, είναι διακριτικός και ευγενικός σ’ έναν κόσμο που κινείται χωρίς αρχές και χωρίς όρια. Σιγά σιγά αντιλαμβάνεται με τρόμο και δέος το παιχνίδι που παίζεται σ’ αυτό το σπίτι-δεσμωτήριο και κάποια στιγμή παίρνει μέρος, εκών άκων, σ’ αυτό το παιχνίδι. Γιατί η τοξικότητα είναι μεταδοτική…
Όλη αυτή τη σουρεαλιστική όσο και ανατριχιαστική δυστοπία των ανθρώπινων σχέσεων αναπαριστά στη σκηνή ο Γιάννης Χουβαρδάς, αναδεικνύοντας κάθε επίπεδο αυτού του σπουδαίου κειμένου, τονίζοντας τη γελοιότητα αλλά και τη φρίκη αυτής της επί γης Κόλασης και προσκαλώντας μας να κοιτάξουμε τον καθρέφτη αυτής της συνθήκης στις σχέσεις και τις συμπεριφορές του 21ου αιώνα. Η μετάφραση της Έρις Κύργια, τα σκηνικά της Θάλειας Μέλισσα, οι φωτισμοί του Κάρολ Γιάρεκ, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, η μουσική και οι ήχοι που είχαν ιδιαίτερη θέση και σημασία και συνεπιμελήθηκε ο Γιάννης Χουβαρδάς με τον Φώτη Σιώτα, όλα συνέβαλαν στη δημιουργία αυτού του αλλόκοτου και θανατηφόρου σύμπαντος, που μοιάζει να εξαπλώνεται, όπως απλώθηκαν προς το τέλος, το ένα δίπλα στο άλλο, όλα τα έπιπλα του σπιτιού. Και ασφαλώς είχε τρεις ηθοποιούς που βρέθηκαν, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί, σε μια σπουδαία στιγμή και απέδωσαν κάθε λέξη, κάθε υπαινιγμό, κάθε έκφραση, κάθε απελπισμένη κραυγή, κάθε γρύλλισμα που ανταλλάσσουν αυτοί οι άνθρωποι. Και το έκαναν με τρόπο μαγευτικό, εμπνευσμένο, θεατρικό.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η παράσταση σχεδιάστηκε σαν χορός κυκλικός. Τελείωσε από εκεί που ξεκίνησε. Με τα δύο πρόσωπα του ζευγαριού να κείτονται αποκαμωμένοι, σχεδόν χωρίς βλέμμα, χωρίς ικμάδα, στους καναπέδες της μάχης, του έρωτα, του πολέμου, της αδιάκοπης ανθρωποφαγίας. Ο Κουρτ κατάφερε να ξεφύγει προς την κανονική ζωή, αφού πρόλαβε να τους πει: «Έχετε και οι δύο τον απέραντο οίκτο μου…». Πήρε ξανά τη θέση του στην πλατεία, εκεί απ’ όπου εμφανίστηκε μπαίνοντας στο σπίτι. Να σώθηκε άραγε; Να προχώρησε; Να έδιωξε από πάνω του το φαρμάκι της τοξικότητας; Ίσως…
Ήταν, αναμφίβολα, από τις πιο πλήρεις παραστάσεις του Γιάννη Χουβαρδά, που πάλι, όπως κάνει πάντα, σχολιάζει μέσα από ένα έργο, υπαινικτικά, υποδόρια, πολύ περισσότερα απ’ όσα το κείμενο φαίνεται να αγγίζει. Για του λόγου το αληθές, θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα από το κείμενό του, που έχει τίτλο «Ο θάνατος των νεκρών θεατρίνων» και συνοδεύει το πρόγραμμα της παράστασης. Ένα κείμενο με ανατριχιαστική παραστατικότητα, βαθιά κατανόηση και αδιόρατη μελαγχολία :
«Και οι θεατρίνοι; Πού εμφανίζονται οι θεατρίνοι; Μα αυτοί οι νεκροί που χορεύουν είναι και θεατρίνοι. Οι μεγαλύτεροι θεατρίνοι από καταβολής κόσμου. Γιατί ποιος κανονικός άνθρωπος, μη θεατρίνος δηλαδή, θα άντεχε να βιώνει αυτή την ατέλειωτη, απύθμενη Κόλαση κάθε βράδυ, πάλι και πάλι; Να ξυπνά για μια σύντομη, μαρτυρική νύχτα και λίγο πριν το πρωί να πεθαίνει, για να ξυπνήσει και πάλι για λίγο όταν πέσει το σκοτάδι, να τυραννήσει και να τυρρανιστεί και ούτω καθεξής, στον αιώνα τον άπαντα; Μόνο ένας θεατρίνος θα μπορούσε να επινοήσει το μηχανισμό, την τεχνική και τα αδιάκοπα φτηνιάρικα κόλπα για να ξεγελά τον εαυτό του και όσους τον βλέπουν κάθε βράδυ να πραγματοποιεί τις ίδιες θανάσιμα πληκτικές μικροϊεροτελεστίες, τις ίδιες βασανιστικές κωμικοτραγικές ρουτίνες, να ανταλλάσσει τους ίδιους αρρωστημένα κενούς διαλόγους και να πείθει ότι όλα αυτά συμβαίνουν για πρώτη, για μία και μοναδική φορά».
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Έρι Κύργια, Σκηνική επεξεργασία – σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς, Σκηνικά: Θάλεια Μέλισσα, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Μουσική και ηχητική επιμέλεια: Φώτης Σιώτας, Γιάννης Χουβαρδάς, Φωτισμοί: Κάρολ Γιάρεκ, Video Design: Παντελής Μάκκας, Βοηθός σκηνοθέτη: Δέσποινα Λάρδη, Συντονισμός παραγωγής: Ρένα Ανδρεαδάκη.
Παίζουν: Σίμος Κακάλας, Έλενα Τοπαλίδου, Χάρης Φραγκούλης
Στο Υποσκήνιο Β στο Μέγαρο Μουσικής μέχρι 13 Απριλίου.