της Αγάθης Γεωργιάδου
Γνωρίζω την Ανθούλα Δανιήλ περισσότερες από δύο δεκαετίες. Οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν πολλές φορές σε συγγραφικές ομάδες, συνέδρια, επιμορφωτικές ημερίδες, παρουσιάσεις βιβλίων και σε πολλές άλλες εκδηλώσεις, δημόσιες και ιδιωτικές. Την ξαναβρίσκω τώρα με ευχάριστη έκπληξη στις Δεκαετίες που τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα το ίδιο αυθεντική, αυθόρμητη, ανυπόκριτη, ανεξάντλητη, όπως την πρωτογνώρισα, να μας ξεναγεί στον κόσμο της, να μας παίρνει από το χέρι και να παραμερίζει τα πέπλα για να δούμε πίσω τους μια σύνθεση απολλώνια και διονυσιακή ταυτόχρονα, σε μια «βιογραφία» (ή «προσωπική μυθολογία» καλύτερα κατά τη συγγραφέα) στην οποία είναι εμφανής ο συγκερασμός της γνώσης, της τέχνης, του πολιτισμού από τη μια και των συναισθημάτων, ενθουσιασμού και επιθυμιών από την άλλη. Η Δανιήλ μας δίνει την ευκαιρία να τρυγήσουμε λίγη από τη γύρη που δοκίμασε στις δεκαετίες που πέρασαν, να πάρουμε μια γεύση από τους θησαυρούς των γνώσεων και των αισθητικών εμπειριών που απέκτησε λόγω της φιλομαθούς φύσης της μέσα από τα πολυποίκιλα διαβάσματα, θεάματα και ακούσματά της (φιλολογικά, λογοτεχνικά, μουσικά, καλλιτεχνικά κ.ά.), τα οποία αποτελούν το καταστάλαγμα της ουσιαστικής παιδείας που έλαβε μέσα στα χρόνια.
Ξεφυλλίζοντας το τετράδιο της ζωής της, αρχής γενομένης από την οικογένειά της (την πολυτάλαντη μητέρα της, τον στιβαρό πατέρα και τα αδέρφια της), σκιαγραφεί «με λογισμό και μ’ όνειρο» τη σιωπηλή πορεία της στην τέχνη σε όλες τις εκφάνσεις της, ποίηση, μουσική, ζωγραφική, κινηματογράφο, θέατρο. Μας γνωρίζει τους αγαπημένους της συγγραφείς (Όμηρο, τραγικούς, Καραγάτση, Καζαντζάκη, Θεοτοκά, Σεφέρη, Ελύτη, Εγγονόπουλο, Ρίτσο, Φλομπέρ, Μποντλέρ, Μπάιρον κ.ά.), μας συστήνει τη λατρεμένη της κλασική μουσική, ιδίως τις όπερες που την συγκίνησαν (Κάρμεν, Κουρέας της Σεβίλλης, Τραβιάτα, Μαγικό αυλό κ.ά.), τους σκηνοθέτες που την γοήτευσαν (τον Βισκόντι, τον Φελίνι, τον Μπερτολούτσι κ.ά.), τους ηθοποιούς που θαύμασε (Σοφία Λόρεν, Τζίνα Λολομπριγκίτα κ.ά.), εμβληματικές ταινίες και παραστάσεις στο Ηρώδειο, Επίδαυρο, καθώς και τις εμπειρίες της από ταξίδια σε χώρες και τόπους που γέννησαν ή φιλοξενούν την τέχνη (Δήλο, Ύδρα, Σικελία, Λονδίνο, Παρίσι κ.ά) και πολλά άλλα ωραία και μαγικά.
Με εφηβική αθωότητα και νεανικό ενθουσιασμό η Δανιήλ επιστρέφει με πολλά «πισωγυρίσματα» στο παρελθόν για να συγκροτήσει την «τοιχογραφία» της ζωής της με τις πολλές επιστρώσεις της και να την κοινωνήσει σε μας τους αναγνώστες. Γι’ αυτό και το αφήγημά της διακρίνεται για το πλήθος των συνειρμικών παρεκβάσεων από την ευθεία γραμμή της «αυτοβιογραφίας», η οποία τελικά παραμένει το μόνο σταθερό «νήμα» στη διαδρομή του βιβλίου. Στις διακειμενικές αυτές διακλαδώσεις «το κορίτσι των διαβασμάτων και των καλών τεχνών» μάς μυεί στο κλίμα των σημαντικότερων δεκαετιών της ζωής της, στα πρόσωπα που σημάδεψαν τα νεανικά και τα μετέπειτα χρόνια της και γενικά σε όσα έχουν χαραχτεί βαθιά μέσα της, συντελώντας στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της («Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.»).
Το πολυεπίπεδο αυτό αφήγημα χρειάζεται να διαβαστεί πολλές φορές για να αφομοιωθεί όλος αυτός ο πνευματικός πλούτος που αναδεικνύει με χίλιες λέξεις την αξία της τέχνης στη ζωή μας και προβάλλει ένα modus vivendi μέσα από μια συναρπαστική βίωσή της. Με τρόπο ανεπιτήδευτο η Δανιήλ καταγράφει όσα αγάπησε σε κάθε φάση της ζωής της, από τα παιδικά χρόνια και την εφηβεία μέχρι την ωριμότητά της, στην οποία και (επαν)εκτίμησε όλην αυτή την πνευματική βεντάλια του παρελθόντος, και απαθανατίζει τις οφειλές της σε όσους και ό τι την άγγιξε ψυχικά και πνευματικά. Αποτελεί, λοιπόν, το βιβλίο ένα γοητευτικό ταξίδι στην προσωπική της ενδοχώρα. Αυτό όμως που θαυμάζει κυρίως ο αναγνώστης είναι η βαθιά σχέση της με όλη την ποιητική μας παράδοση (δημοτικό τραγούδι, Καρυωτάκη, Καβάφη, Εγγονόπουλο κ.ά.) και την ξεχωριστή θέση που έχει στην καρδιά της ο Ελύτης αλλά και ο Σεφέρης και η ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Η σχέση της με την ποίηση δεν περιορίζεται απλώς σε μια δυναμική ανάγνωση και ερμηνεία της αλλά συνιστά μια στάση ζωής, αφού είναι συνυφασμένη με τον ψυχισμό της, τις σκέψεις και τα συναισθήματά της.
Αξιοθαύμαστος είναι και ο λόγος της Δανιήλ: πληθωρικός κι ανεπιτήδευτος, εναρμονίζεται απόλυτα με την προσωπικότητά της. Η αντίληψή της για την τέχνη είναι παρόμοια με αυτήν του Καβάφη, υψηλή και καθόλου εκλαϊκευμένη, φιλτραρισμένη μέσα από βαθιά γνώση και αναζήτηση. Μας προσφέρεται στο βιβλίο όχι ως εγκυκλοπαιδισμός αλλά ως βιωμένη παιδεία, χωρίς διάθεση επίδειξης, χωρίς «υπεροψίαν και μέθην», αλλά ως ανιδιοτελής και γενναιόδωρος διαμοιρασμός ψυχικής και πνευματικής ουσίας. Και όλα αυτά επενδύονται όχι με φιλολογική ή λογοτεχνική σχολαστικότητα αλλά με φυσικότητα και απλότητα, καθώς και με εκείνο το λεπταίσθητο κριτικό πνεύμα που χαρακτηρίζει την συγγραφέα.
Ολοκληρώνοντας τις Δεκαετίες που τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα αυτό που μένει ζωηρά στον αναγνώστη είναι ότι η ζωή μας είναι το άθροισμα των επιλογών μας σε σχέση με το ό τι διαβάζουμε, ακούμε και βλέπουμε και ότι η συγκίνηση είναι αυτή που καταξιώνει την κάθε μας στιγμή. Κι η Ανθούλα Δανιήλ με τον κοριτσίστικο ενθουσιασμό και τη γυναικεία διαισθητική της σοφία μάς κλείνει συνωμοτικά το μάτι ψιθυρίζοντάς μας πως η ζωή είναι ωραία όταν οι λέξεις, οι στίχοι, οι ζωγραφιές, οι μουσικές, οι εικόνες εναρμονίζονται και συνθέτουν αυτό το υπέροχο μωσαϊκό που το λέμε ζωή.
info: Ανθούλα Δανιήλ, Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα, Αφήγημα, Εκδόσεις Βακχικόν, 2020