Ο Αναγνώστης δημοσιεύει τα διακριθέντα διηγήματα στον διαγωνισμό που προκήρυξε μαζί με το Μητροπολτικό Κολλέγιο.
Παράλληλα δημοσιεύουμε ως δεύτερο το κείμενο που έγραψε η Τεχνητή Νοημοσύνη όταν της δώσαμε την πλοκή της ιστορίας.
Το δέσιμο
Αυτή φταίει. Για το κακό που γίνηκε αυτή φταίει. Μονάχα αυτή. Αυτή η Λαμπρούσω, η μάγεσσα. Η Λάμπρω, η μέγαιρα, που μαγείρευε κάθε συμπεθεριό1. Κάθε προξενιό που σφήνωνε στην κούτρα2 της. Το ’κλωθε καλά καλά μες στην γκλάβα3 της και το ’ραβε στα μέτρα της κάθε βολά4. Είχαν να το λέν’ άλλωστε σ’ όλους τους μαχαλάδες. Ως πέρα στα καμποχώρια είχε φτάσει η φήμη της. Καμιά δεν την έφτανε στην τέχνη του προξενιού. Φτιασίδωνε όπως ήθελε τα χούγια5 των αντρών και των κοράσιων6 και τα κουκούλωνε τα νεούδια. Και σαν έμπαινε η κουλούρα7, δε ξανάβγαινε. Κι όλο αυτό για την πρωτιά της. Μα και για το κατιτίς που την κερνάγαν κάθε βολά τα συμπεθέρια. Κι ας έδειχνε ακατάδεκτη, στο τέλος έβγαινε με όφελος. Καλοπερνούσε με την κακή τύχη των συχωριανών της. Σωστές φυλακές τα ορίζω εγώ τα προξενιά της. Δείγμα γι’ αγάπη πουθενά. Ούτε μια σπίθα. Κάρβουνα άκαφτα ήταν τα παντρολογήματά της. Σ’ έβαζε στον χορό και δεν κόταγες8 να ξεμυτήσεις απ’ τον κύκλο που ’χε φτιάκει για λογαριασμό σου. Έτσι έκλεισε κι εμένα στο γαϊτανάκι της. Είχα δεν είχα κάνα χρόνο που ’χα βαφτιστεί γυναίκα με το πρώτο αίμα που μ’ ανάγκασε να διώξω στα κρυφά τα λευκά πανιά που ’χα για κυλότες ανάμεσα στα σκέλια μου. Η Χαρίκλειω με τ’ όνομα ήμουν. Το Χαρικλάκι για τον πατέρα μου, τον Μένιο. Τον φουκαριάρη. Το Χαρικλάκι του. Η μόνη χαρά στα χείλια του ήμουν από τότε που ’φυγε στη γέννα η μάνα για τον πάνω κόσμο. Τον κόσμο γι’ αυτούς που δεν υποφέρουν τούτη τη γειτονιά με τους θνητούς, έλεγε ο πατέρας. Ανέβηκε ψηλά να ψέλνει από ’κει τα καμώματά τους, μονολογούσε. Μονάχα αυτά γνώριζα για τη μάνα. Όσα βαριόλεγε ο κυρ Μένιος για το δικό του προξενιό -γιατί προξενιό της Λαμπρούσως ήταν κι ο δικός του ο γάμος, απλά πετυχημένο- κι όσα ’δείχναν κάτι ξεθωριασμένες φωτογραφίες της στο σκρίνιο9 της σάλας -ο θεός να το κάνει. Αυτή ήταν η Μέλπω για μένα. Ούτε καν μάνα καλά καλά. Ο κυρ Μένιος ήταν και μάνα και πατέρας για μένα. Ήμουν εγώ γι’ αυτόν και αυτός για μένα. Ώσπου του ’βαλε ψύλλους στ’ αυτιά για μένα αυτή η μέγαιρα. Μη μείνω στο ράφι του ’λεγε και ποιος θα με πάρει έτσι γεροντοκόρη σα σταφιδιάσω. Του πιπίλαγε το μυαλό κάθε δεύτερη μέρα. Καλά καλά τα δεκατέσσερα δεν είχα πατήσει εγώ και με σταφίδιασε η αθεόφοβη. Κι ο πατέρας μου, ο βασανιάρης, με το στανιό10 να θρέψει τόσα χρόνια το στόμα μου. Μην κακοπέσω είχε φόβο σα γίνω της παντρειάς κοπέλα. Ήξερε ότι κι η Λάμπρω νοιαζόταν το Χαρικλάκι του. Αυτή μ’ είχε πρωτοβυζάξει. Με πόναγε11. Δε θα μ’ έδινε όπου κι όπου. Θα με στέριωνε με μια καλή τύχη. Είδε κι απόειδε κι αυτός με τη μοίρα του τη μαύρη κι έδωσε το πράσινο φως. Να σιάξει12 η Λάμπρω το αυλάκι για το λογοδόσιμο. Να ’ρθουν τα συμπεθέρια στο τσαρδί του σα κοιμηθεί ο ήλιος, όπως το ’λεγε το έθιμο, να τα μιλήσουν, να τα συμφωνήσουν και να γίνει το δέσιμο χωρίς πολλά πολλά. Να πάρει μι’ ανάσα κι ο καψερός μες στη μαυρίλα τόσα χρόνια. Να βγάλει μια θηλιά απ’ τον λαιμό του. Ακόμα κι αν αυτή η θηλιά ήταν το Χαρικλάκι του, η χαρά του. Έτσι και γίνηκε το πράμα. Το δέσιμο ήταν με τον Μέλιο του Κίτσου. Παλικάρι ’λέγαν όλοι στο χωριό. Θεριό. Άγρια όψη. Δεν τον έσκιαζε το τσαπί. Έσκυβε το κεφάλι κάτω στη γης και αρχίναγε τη δουλειά. Σήκωνε την κεφαλή του μονάχα σα τελείωνε τη δουλειά. Τράβαγε ίσα στον καφενέ του Θύμιου και τα ’τσουζε σα σωστός άντρας παρέα με τους άλλους ζευγάδες. Αυτό ήταν το ανταμείψιμο13. Απ’ το καλύβι μας, στο χωράφι, από ’κει στον καφενέ και πίσω στο καλύβι. Προσφαούσε14, μου ’ριχνε καναδυό λόγια και με καρτερούσε στο ντιβάνι15 που ’χαμε για κρεβάτι. Την πρώτη βολά έκανε το χρέος του. Μ’ άνοιξε τα σκέλια μου χωρίς κουβέντες κι έμπηξε μέσα μου το υνί του. Με τσάπισε όπως τα βόιδια τη γη. Σφάδαζα απ’ τον πόνο μα δεν έβγαλα άχνα. Έτσι έπρεπε. Γέλασε που ’βαψα με κόκκινο τα στρωσίδια μας και γύρισε προς τον τοίχο. Αρχίνησε το ροχαλητό. Κάθε μέρα το ίδιο έργο. Αυτός ήταν ο Μέλιος. Αυτό ήταν το προξενιό της Λαμπρούσως που μ’ είχε σα κόρη ακριβή. Αυτός ήταν ο κυρ Μένιος που του ’πα τα τερτίπια16 του γαμπρού του, μα λούφαξε στη γωνιά του. Κι εγώ η Χαρίκλειω, μαντρωμένη μες στη σκιά του παλιοκάλυβου του Μέλιου, βάσταγα το προξενιό της Λάμπρως. Έσβηνα λίγο λίγο. Μέρα με τη μέρα. Αυλάκια γέμισαν το πρόσωπό μου το φρέσκο. Κοντά17 σε μένα κι ο πατέρας. Μαράζωνε που το Χαρικλάκι του έλιωνε σα το κερί, που η Λαμπρούσω τού την έφερε πισώπλατα, που δεν μπόρεγε να χαλάσει το προξενιό, να βάνει τον Μέλιο στη θέση του. Βλαστήμαγε18 την ώρα και τη στιγμή που την άκουσε ’κείνη την πρώτη βολά κι έδωκε το κοριτσάκι του στον σατράπη τον Μέλιο. Και σα να μην ’φτάναν όλ’ αυτά, γίνηκε τ’ ανεπανόρθωτο. Μ’ έσπειρε ο Μέλιος. Άλλωστε κάθε νυχτιά όργωνε το κορμί μου το τέρας. Αρχίνησε να μεθοκοπά και ν’ απλώνει το χέρι του σαν έμαθε για το παιδί. Κι άλλο ένα στόμα να θρέψει. Ξέδινε πάνω μου και μετά με φόρτωνε ίσα με δέκα χεριές. Κι εγώ βάσταγα. Για το παιδί. Ώσπου τα μπούτια μου γεμίσαν αίμα μια νυχτιά. Αν έχανα τον σπόρο που ’χα μέσα μου, θα ’βανα τέλος στην κακορίζικη ζωή μου. Κι ας ήταν το σπυρί του Μέλιου. Κι έτσι το κακό δεν άργησε να γένει. Το ’χα πάρει απόφαση να βάνω ένα τέλος. Την Κυριακή, όταν απόλυκε19 η εκκλησιά, μετά τη μεταλαβιά20, μπρος σ’ όλο το ποίμνιο21, το μαχαίρωσα. Το θεριό. Τον Μέλιο. Κι ανθίσαν τα ρόδα στο φουστάνι μου το λευκό. Και σώπασε το ποίμνιο. Και μ’ άφησε να σεργιανίσω22 μια τελευταία βολά στον περίβολο της εκκλησιάς. Κι ύστερα ξεμάκραινα. Χάθηκα. Έλυσα τον δεσμό. Μα δε φταίω εγώ για το κακό που γίνηκε, αλλά η Λαμπρούσω, η μάγεσσα. Αυτή φταίει.
Γλωσσάρι
1 προξενιό
2 μυαλό
3 κεφάλι
4 φορά
5 το χούι, ενοχλητική συνήθεια για τους άλλους, ιδιορρυθμία
6 νεαρή κοπέλα, ανύπαντρη γυναίκα
7 τα στέφανα του γάμου
8 τολμώ
9 έπιπλο με μπουφέ στο κάτω μέρος και βιτρίνα στο πάνω
10 με το ζόρι
11 με νοιαζόταν
12 να φτιάξει, να προετοιμάσει
13 ανταμοιβή
14 τρώω
15 είδος χαμηλού κραβατιού
16 κόλπα, τεχνάσματα
17 μαζί
18 βρίζω, καταριέμαι
19 τελειώνει η Θεία Λειτουργία
20 το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας
21 το σύνολο των πιστών του χωριού
22 κάνω βόλτα χωρίς συγκεκριμένο σκοπό
****************
Το δεσιμο -το κείμενο της Τεχνητής Νοημοσύνης
Μάνα δεν είχα. Έσβησε νωρίς. Πατέρας μοναχός, φτωχός, όλο στο ντουβάρι και στα ζωνάρια του. Τι να κάμει; Ήρθε τότε η κυρά-Φρόσω, προξενήτρα, με τσεμπέρι στραβό στην κούτρα και μάτι γυαλισμένο σα γυαλί, φωνή σαν σφυρί. «Έχω γαμπρό, Χρίστο μ’, για το Χαρικλάκι. Ο Μέλιος. Δουλευταράς, βόδι. Χέρια πέτρινα. Όλο τσαπί, όλο ιδρώτας. Να την πάρει». Ο πατέρας έγνεψε, σώπασε. Εγώ δεν μίλησα. Δεν το κοτούσα. Σιάχτηκε το προξενιό.
Έτσι βρέθηκα γυναίκα στον Μέλιο. Ψηλός, πλατύς, χέρια σαν μαντρόπορτα. Από το χάραμα στο χωράφι. Φτυάρι, αλέτρι, ιδρώτας, χώμα στα νύχια. Το βράδυ καφενέ. Κρασάκι, ρακί, κουβέντα με τους άλλους άντρες. Μετά σπίτι. Μούτρα βαριά. Ούτε γέλιο, ούτε λόγος. Μονάχα βάτεμα, έτσι ξερό, σα να ’μουνα χωράφι να το σπέρνει. Κι εγώ καθόμουνα, σα σκουριασμένη κούνια, με ποδιά σταυρωμένη, κοιτούσα το ντουβάρι και σιγοκλαίγα.
Τα βράδια, όταν κοιμόμουνα, ο Μέλιος έμπαινε βαρύς. Χέρια που πιάνανε σαν σιδερένια τανάλι. Μου ’σφιγγε το χέρι, μου ’σπαγε τη μέση. «Σώπα, μωρή», μου έλεγε. Κι εγώ μάζευα τον πόνο, τον φόβο, τα δάκρυα στην ποδιά μου. Το σώμα μου πονούσε, η ψυχή μου έλιωνε. Κάθε φωνή του ήταν σαν χτύπος μπαρουτιού. Κι όταν με άφηνε, έμενα με τη γεύση αίματος στο στόμα και το σφίξιμο στον λαιμό.
Το πρωί σηκωνόμουνα πριν χαράξει. Καθάρισμα σπιτιού, ζώα τάισμα, φαγητό στρωμένο, ζωνάρια δεμένα. Ο Μέλιος έφευγε για το χωράφι. Κάθε μέρα ίδια. Και κάθε μέρα ο φόβος μου γινόταν μεγαλύτερος. Στην αρχή έλεγα: θα γλυκάνει. Μα όσο περνούσαν οι μέρες, η ρακή του έμπαινε στο γκλάβα, τα μάτια του κόκκινα, το χέρι βαριά. Οι φάπες έρχονταν συχνά, αλύπητες. Στο κεφάλι, στα πλευρά, στα μπράτσα. Έτρωγα, έσφιγγα δόντια, έσκυβα στο πάτωμα. Η καρδιά μου έσπαγε. Μαραζώνα. Έλιωνα. Έμενα σκιά.
Το χωριό ήξερε. Όλοι ήξεραν. Γριές στον μπαρμπέρη ψιθύριζαν, γέροι στον καφενέ κουτσομπολεύαν. Μα κανείς δεν άπλωνε χέρι. Εγώ μιλούσα στις σκιές, στις γωνιές του σπιτιού, στους τοίχους, στον αέρα. «Μάνα, κράτα με. Δώσ’ μου νου», έλεγα. «Μάνα, δώσ’ μου δύναμη να μη χαθώ». Κι έβλεπα τα μάτια μου να μαραζώνουν, το κορμί μου να μικραίνει, τα χέρια μου να γίνονται αδύναμα, σα ξερά κλαδιά.
Μέρες έμενα χωρίς φαγητό. Όταν έτρωγα, δεν είχε γεύση. Το σπίτι φαινόταν μικρό, φυλακή. Κι όταν έβλεπα τον Μέλιο να γυρίζει από το χωράφι μαστουρωμένος, το αίμα μου πάγωνε. Κάθε βήμα του ήταν απειλή. Κάθε λέξη του, μπουρλότο στην καρδιά μου.
Έφτασε στιγμή που δεν άντεξα άλλο. Ο πόνος, ο φόβος, η ντροπή, η μοναξιά, όλα μαζί, με έσπρωξαν στην απόφαση. Ως εδώ. Δεν θα με έλιωνε άλλο. Σκέφτηκα: θα γίνει στην εκκλησιά. Εκεί να φανεί. Μπροστά στο ποίμνιο. Να δουν όλοι. Να σπάσει το στόμα του χωριού. Να μάθουν πως μια γυναίκα δεν είναι δουλεμένη σκιά, αλλά άνθρωπος.
Το Σάββατο πήρα το μαχαίρι. Του πατέρα. Παλιό, με ξύλινη λαβή. Κόφτερο ακόμα. Το ’κρυψα στο στρώμα. Το χάιδεψα. Έτρεμα. Μα γλύκαινα. Έσκυψα πάνω του, σαν να μιλούσα στον πατέρα. «Μου δίνεις δύναμη;», ψιθύρισα.
Κυριακή ντύθηκα στα μαύρα. Ο Μέλιος μπροστά, βαρύς, μισομεθυσμένος. Μπήκαμε στην εκκλησιά. Κεριά τρεμόφεγγαν. Οι παπάδες ψέλναν. Ο κόσμος σταυροκοπιούνταν. Εγώ δεν άκουγα τίποτα. Μονάχα την καρδιά μου, που χτυπούσε σαν νταούλι. Έβλεπα τον σβέρκο του, χοντρό, ιδρωμένο, σαν να με απειλούσε να με καταπιεί.
Την ώρα που σήκωσε χέρι να σταυροκοπηθεί, τράβηξα το μαχαίρι. Με μιας. Το μπήγω στο πλευρό. Ούρλιαξε. Το αίμα έτρεξε, κόκκινο στο πουκάμισο. Σώπασε ο ναός. Μονάχα το λαχάνιασμά μου ακουγόταν, βαριά σαν μπαρούτι.
Δεν έκλαψα. Δεν φώναξα. Είπα μονάχα: «Έτσι λευτερώνεται η γυναίκα». Οι γριές σταυροκοπιούνταν. Οι άντρες κοιτούσαν. Άλλοι φώναζαν, άλλοι σώπαιναν. Εγώ στάθηκα ορθή, με το μαχαίρι στο χέρι, ζεστό ακόμα.
Κι ένιωσα πνοή. Σα να ’πιασα ανάσα πρώτη φορά. Αναστήθηκα. Τα μάτια μου φωτίστηκαν, η καρδιά μου ξαναχτύπησε. Δεν ήμουν πια σκιά.
Κι όλα τούτα, να το ξέρετε, για της κυρά-Φρόσως το κρίμα έγιναν. Αυτή μ’ έριξε στο στόμα του λύκου. Αυτή σιάξε το κακό. Αυτή φταίει. Όλη η κακιά τύχη, όλο το ξύλο, όλη η πίκρα, σιάχθηκε από την κυρά-Φρόσω.



























