του Σπύρου Κακουριώτη
Χίλιες και παραπάνω μέρες συμπλήρωσε ο πόλεμος στην Ουκρανία· ξεπέρασαν, μάλλον κατά πολύ, τους σαράντα χιλιάδες οι νεκροί στη Γάζα και τον Λίβανο· στον Λευκό Οίκο επιστρέφει ένας μνησίκακος «ισχυρός άνδρας», που θυμίζει όλο και περισσότερο Μουσολίνι. Ο γύρω ορίζοντας σκοτεινιάζει κάθε φορά και περισσότερο, όμως, αν θέλουμε να τον αλλάξουμε, θα πρέπει πρώτα να τον εξηγήσουμε…
Didier Fassin, Για τη συναίνεση στον αφανισμό της Γάζας, Πόλις
Ως μόνη βλέψη του παρόντος κειμένου ο συγγραφέας του, καθηγητής στο Κολέγιο της Γαλλίας, όπου μελετά τα ηθικά προβλήματα και τα πολιτικά διακυβεύματα στις σύγχρονες κοινωνίες, αναγνωρίζει τη διακήρυξη της «άρνησης, κοινής σε πολλούς εξ ημών, να συναινέσουμε στον αφανισμό της Γάζας». Διατυπώνει τη βεβαιότητά του ότι με το πέρασμα του χρόνου αυτοί οι αρνητές θα αναγνωριστούν ως «δίκαιοι που, παρά τις απειλές σε βάρος τους, πρόταξαν τις αρχές της ανθρωπιάς». Όμως αυτοί οι δίκαιοι παραμένουν λίγοι, όπως λίγοι παρέμεναν και εκείνοι οι άλλοι δίκαιοι που, παρά τους κινδύνους που τους απειλούσαν, βοήθησαν τους εβραίους συμπολίτες τους να σωθούν από τη ναζιστική εξόντωση. Τους μηχανισμούς, πολιτικούς, κοινωνικούς και ψυχολογικούς, που στις δυτικές χώρες γεννούν τη συναίνεση των πολλών στη γενοκτονία του πληθυσμού της Γάζας, εξετάζει σε αυτό το, γραμμένο εν θερμώ, μέσα σε έναν ακριβώς μήνα της άνοιξης του 2024, δοκίμιό του ο Ντιντιέ Φασέν, το οποίο μετέφρασε στα ελληνικά ο Γιώργος Καράμπελας. Στις σελίδες του ο συγγραφέας εκθέτει τα αντιμαχόμενα αφηγήματα, επισημαίνοντας ότι το φιλο-ισραηλινό παίρνει ως σημείο εκκίνησης την 7η Οκτωβρίου, αγνοώντας ή μάλλον θεωρώντας ύποπτη κάθε αναφορά στο παρελθόν, ενώ το φιλο-παλαιστινιακό εκκινεί από το καταστατικό γεγονός της Νάκμπα, της Καταστροφής του 1948, θεωρώντας τις επιθέσεις της Χαμάς νόμιμη πράξη αντίστασης, είτε θεωρεί τη βία κατά αμάχων έγκλημα πολέμου είτε όχι. Αφού επισημάνει ότι η βία ατόμων ή οργανώσεων χαρακτηρίζεται «τρομοκρατία», ενώ εκείνη του κράτους «αντιτρομοκρατία» και τα θύματά της «παράπλευρες απώλειες», εκθέτει λεπτομερώς και με γεγονότα τους λόγους για τους οποίους θεωρεί τον πόλεμο του Ισραήλ κατά του πληθυσμού της Γάζας γενοκτονία. Ο Φασέν ελέγχει ως αναληθή τα επιχειρήματα περί του «πιο ηθικού στρατού στον κόσμο» και αντικρούει τις κατηγορίες περί αντισημιτισμού που προκαλεί η ταύτιση της κριτικής στην ισραηλινή κυβέρνηση και την πολιτική της ή της κριτικής στον σιωνισμό με τον αντισημιτισμό, αναφερόμενος, ειδικότερα, στην καταστολή των φοιτητικών κινητοποιήσεων στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Ακόμη, τονίζει τη μεροληπτική στάση δυτικών ΜΜΕ και κυβερνήσεων απέναντι στους Παλαιστινίους και τα θύματα στη Γάζα, ο θάνατος των οποίων μετατρέπεται σε ευτελή καθημερινή είδηση. Επισημαίνει τα γεωπολιτικά συμφέροντα και τους υπολογισμούς που βρίσκονται πίσω από την άνευ όρων υποστήριξη της Δύσης προς το Ισραήλ , ενώ προκρίνει το μοντέλο της Νότιας Αφρικής –αν και χωρίς ιδιαίτερη αισιοδοξία– για την προοπτική, όποτε υπάρξει αυτή, μιας μελλοντικής συμφιλίωσης των δύο λαών, όταν θα μπορούν να ζήσουν ελεύθεροι από το ποτάμι μέχρι τη θάλασσα. Τότε οι λέξεις θα αποκτήσουν ξανά τη σημασία τους και δεν θα αποκαλείται πια «αντισημιτισμός το αίτημα για δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια».
Enzo Traverso, Η Γάζα μπροστά στην ιστορία, Εκδόσεις του 21ου
Δεν υποκύπτουν, λοιπόν, όλοι οι ευρωπαίοι και αμερικανοί διανοούμενοι στην ιδεολογική τρομοκρατία που έχει εξαπολύσει η ισραηλινή κυβέρνηση μέσω των δυτικών κυβερνήσεων σε όσους διαμαρτύρονται για τη γενοκτονική της πολιτική απέναντι στον παλαιστινιακό πληθυσμό της Γάζας. Σπάζοντας τη σιωπή ή, μάλλον, τη συναίνεση που έχει επιβληθεί στη Δύση, ο ιταλός ιστορικός, εβραϊκής καταγωγής και ο ίδιος, εκθέτει με παρρησία την πολιτική και διανοητική αντιπαράθεση που προκάλεσε η κρίση της Γάζας, διερευνώντας τον τρόπο με τον οποίο μνήμη και ιστορία εργαλειοποιούνται προκειμένου να δικαιωθεί μια πολιτική που ευτελίζει με κάθε τρόπο το Ολοκαύτωμα που επικαλείται. Μολονότι επιφυλακτικός ως προς τη χρήση του νομικο-πολιτικού όρου «γενοκτονία», εκτιμά πως η σφαγή στη Γάζα ανταποκρίνεται στον ορισμό της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών του 1948. Αφού παρομοιάσει τα επιχειρήματα της κυβέρνησης του Ισραήλ με εκείνα με τα οποία ο ιστορικός Ερνστ Νόλτε δικαιολογούσε τον ναζισμό ως αντίδραση στον μπολσεβικισμό, ο Τραβέρσο αναλύει την οριενταλιστική προέλευση της αντίληψης για το Ισραήλ ως «δημοκρατική νησίδα» σε ένα πέλαγος βαρβαρότητας και επισημαίνει τους κινδύνους που ενέχει για τη δημοκρατία η υποστήριξη από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ της ισραηλινής πολιτικής και προπαγάνδας. Στη συνέχεια του δοκιμίου του, ο ιστορικός εξετάζει το κρίσιμο ζήτημα της σχέσης αντισημιτισμού και αντισιωνισμού, που χρησιμεύει στην ποινικοποίηση της κριτικής προς το Ισραήλ, επισημαίνοντας τις καταστροφικές συνέπειες της χρήσης της μνήμης του Ολοκαυτώματος με στόχο να διωχθούν ως αντισημίτες οι υποστηρικτές της παλαιστινιακής υπόθεσης. Ο ιστορικός επισημαίνει ότι η αντίσταση στην ξένη κατοχή σχεδόν ποτέ δεν είναι απαλλαγμένη από τη βία εναντίον αμάχων, χωρίς αυτό να τη δικαιώνει: δεκαετίες κατοχής «δεν μειώνουν διόλου τη φρίκη της σφαγής ισραηλινών παιδιών», υπογραμμίζει. Αφού αναφερθεί στις διασταυρούμενες μνήμες που γεννούν «με αυθόρμητο τρόπο» αναλογίες με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως την καταστροφή του γκέτο της Βαρσοβίας, καταλήγει διερμηνεύοντας το σύνθημα «from the river to the sea Palestine should be free», το οποίο υιοθετεί, με την έννοια ενός κοινού κράτους δύο ισότιμων και ελεύθερων εθνών, στο έδαφος της ιστορικής Παλαιστίνης/Ισραήλ. Η απόδοση του δοκιμίου στα ελληνικά υπήρξε το κύκνειο άσμα του μεταφραστή Νίκου Κούρκουλου.
Ρεφάτ Αλαρίρ (επιμ.), Η Γάζα απαντά, Αλεξάνδρεια
«Η Γάζα αφηγείται για να μην ξεχάσουν οι άνθρωποι» έγραφε στην εισαγωγή αυτής της μικρής ανθολογίας αφηγημάτων ο παλαιστίνιος καθηγητής και συγγραφέας Ρεφάτ Αλαρίρ. Ο ίδιος είναι πλέον νεκρός, ένας από τους περισσότερους από 40.000 νεκρούς της συνεχιζόμενης γενοκτονίας που διαπράττει το Ισραήλ. Περιδιαβαίνοντας τις ιστορίες που περιλαμβάνονται στις σελίδες του βιβλίου, αναρωτιέσαι: πόσοι από τους δεκαπέντε συγγραφείς είναι ακόμα ζωντανοί; Ίσως οι γυναίκες, που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των νεαρών συγγραφέων, να μπόρεσαν να βρουν κάποιο καταφύγιο, σκέπτεσαι. Κι ύστερα πάλι, ξέρεις πως στη Γάζα σήμερα δεν υπάρχει κανένα καταφύγιο κι ίσως να είναι όλοι και όλες τους νεκροί… Όμως η ανά χείρας ανθολογία συντάχθηκε προκειμένου να ανιχνεύσει και να καταγράψει τον τρόπο με τον οποίο νεαροί και νεαρές συγγραφείς στη Λωρίδα της Γάζας αντέδρασαν σε μιαν άλλη στρατιωτική επίθεση του Ισραήλ, το 2008, όταν ο ισραηλινός στρατός σφυροκοπούσε τους κατοίκους αυτής της ανοιχτής φυλακής επί 23 μέρες. Οι 23 ιστορίες της ανθολογίας, λοιπόν, μία για κάθε μέρα, αποτέλεσαν μια άλλη μορφή αντίστασης, καθώς «η αφήγηση είναι αντίσταση», είναι μια πράξη ζωής, που επιτρέπει στους ανθρώπους να κατανοήσουν το παρελθόν τους και να το συσχετίσουν με το παρόν τους – και να ονειρευτούν το μέλλον τους, συμπλήρωνε ο Ρεφάτ Αλαρίρ, πριν βρεθεί μπροστά στον εφιάλτη που δεν μπορούσε να προβλέψει… Η Γάζα βρισκόταν υπό ασφυκτική ισραηλινή πολιορκία από το 2006, με μικρά διαλείμματα «χαλάρωσης» κατά καιρούς. Οι περισσότεροι από τους/τις συγγραφείς του τόμου είναι (ήταν;) νεαροί φοιτητές και φοιτήτριες των μαθημάτων δημιουργικής γραφής του Αλαρίρ. Οι περισσότερες ιστορίες είναι γραμμένες απευθείας στα αγγλικά (μετάφραση στα ελληνικά Βικτωρία Λέκκα), αν και οι συγγραφείς τους δεν πήγαν ποτέ σε άλλα μέρη της Παλαιστίνης, εκτός της Γάζας. Το Διαδίκτυο ήταν ο μόνος τ(ρ)όπος συνάντησής τους με άλλους Παλαιστίνιους, στη Δυτική Όχθη ή στη διασπορά. Η θεματολογία των διηγημάτων που περιλαμβάνονται στον τόμο αφορά τη γη, αναδεικνύοντας το πάθος με το οποίο οι Παλαιστίνιοι σχετίζονται με αυτήν, τον θάνατο, μιας και προέρχονται από μια γενιά που πέρασε τη ζωή της κοιτώντας τον κατάματα, και γι’ αυτό μέσα από αυτόν αναδεικνύουν την επιμονή τους για τη ζωή, και, τέλος, η μνήμη και η αφήγηση των αναμνήσεων, που θεωρείται απ’ όλους μια πράξη αντίστασης.
Πέτρος Παπακωνσταντίνου, Το γκρίζο κύμα, Τόπος
«Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, το φάντασμα της Ακροδεξιάς», επισημαίνει από τις πρώτες κιόλας φράσεις του βιβλίου του ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Πέτρος Παπακωνσταντίνου. Ο λόγος, φυσικά, για την ανάδειξη των ακροδεξιών κομμάτων σε πρώτη ή δεύτερη πολιτική δύναμη στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα, μάλιστα, το διεθνώς «εκλογικό» 2024, στις περισσότερες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, από τη Βρετανία έως τη Ρουμανία και από τη Φινλανδία έως την Κύπρο. Ποιοι παράγοντες διευκόλυναν τη μετατόπιση τέτοιου είδους πολιτικών σχηματισμών από το περιθώριο στο κέντρο της πολιτικής ζωής των χωρών τους; Ποιο μέλλον για τη δημοκρατία προοιωνίζεται αυτή η «γκρίζα», αν όχι εντελώς μαύρη, «μεταφασιστική» πλημμυρίδα; Με αυτά τα ερωτήματα αναμετριέται η παρούσα μελέτη, ανατρέχοντας σε πολλές χώρες, όχι μόνο ευρωπαϊκές, εκκινώντας από τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και την «αξιοποίηση» από τις ΗΠΑ πρώην ναζί στον αγώνα ενάντια σε ενδεχόμενη σοβιετική επέκταση, καθώς και ενάντια στο δυτικοευρωπαϊκό κομμουνιστικό κίνημα (Gladio, «Κόκκινη προβιά» κ.λπ.) Στη συνέχεια ο συγγραφέας παρακολουθεί την ανάδυση μιας «ακροδεξιάς των προνομιούχων», που εκμεταλλεύεται την κρίση του κοινωνικού κράτους και θέτει στο στόχαστρο τους πλέον ευάλωτους. Η σύμφυση εθνικισμού και λαϊκισμού, μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, επέτρεψε στα ακροδεξιά κόμματα να πλησιάσουν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, επαγγελλόμενα ένα «ρατσιστικό κοινωνικό κράτος», καταλαμβάνοντας τον χώρο που άφηνε ακάλυπτο η υποχώρηση της αριστεράς. Αυτή η στρατηγική, που αποδεικνύεται νικηφόρα, όπως δείχνει το παράδειγμα του γαλλικού Εθνικού Μετώπου, διευκολύνουν τόσο ο θεσμοποιημένος νεοφιλελευθερισμός της Ε.Ε. με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ όσο και η θεσμοποιημένη ισλαμοφοβία με τον αμερικάνικο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Η επόμενη φάση της ακροδεξιάς επέκτασης, αυτή που ζούμε ακόμη, ταυτίζεται με τα χρόνια της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης και την αποστέωση της δημοκρατίας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (για «κυβέρνηση Goldman Sachs στην Ευρώπη» έκανε λόγο η γαλλική Le Monde), που όχι μόνο εκτίναξε την επιρροή των ακροδεξιών κομμάτων αλλά, παράλληλα, τους επέτρεψε να επιβάλλουν μέρος της ατζέντας τους και στα κεντροδεξιά ή κεντροαριστερά κόμματα του «δημοκρατικού τόξου». Η ανάλυση του συγγραφέα ολοκληρώνεται με μια επισκόπηση των εξελίξεων τόσο στις ΗΠΑ, με την κυριαρχία του τραμπισμού και την ανάδυση των διαφόρων alt-right ομάδων που τον στηρίζουν, όσο και στη Λατινική Αμερική, με την ανάδειξη στην εξουσία του Μπολσονάρο στη Βραζιλία και του Μιλέι στην Αργεντινή. Η πραγμάτευση ολοκληρώνεται με τη νέα μορφή που προσφέρουν στην Ακροδεξιά οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Γάζα και η συνεπαγόμενη αύξηση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, προσφέροντας στον αναγνώστη μια ολοκληρωμένη εικόνα, που καλύπτει ακόμα και τις πιο πρόσφατες (και πολλαπλώς επικίνδυνες) εξελίξεις.
Alessandro Portelli, Από το Κόκκινο στο Μαύρο, Πλέθρον
Τη δεξιά στροφή μιας εργατούπολης επιχειρεί να κατανοήσει ο ιταλός ιστορικός Αλεσάντρο Πορτέλι, ένας από τους πρωτεργάτες της προφορικής ιστορίας, στη μελέτη του αυτή, με την οποία ολοκληρώνεται το έργο του για τη βιογραφία μιας πόλης, της «πόλης του χάλυβα», όπως τιτλοφορείται. Η πόλη για την οποία γίνεται λόγος είναι το Τέρνι, στην Ούμπρια, σε απόσταση 75 χιλιομέτρων βόρεια της Ρώμης. Ανέκαθεν «κόκκινη», η πόλη αποτελεί έδρα μιας από τις σημαντικότερες χαλυβουργικές βιομηχανίες της Ιταλίας, με μεγάλη παράδοση απεργιών και εργατικών αγώνων, που της προσέδωσαν το παρατσούκλι του «ιταλικού Μάντσεστερ». Η δημοτική αρχή, μέχρι και το 1990, ανήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και στη συνέχεια στους κληρονόμους του (Δημοκρατικό Κόμμα), με ένα πενταετές διάλειμμα όπου κυριάρχησε το κόμμα του Μπερλουσκόνι. Όμως το 2018 η δημαρχία παραδόθηκε στην άκρα δεξιά των Σαλβίνι – Μελόνι, την οποία αντικατέστησε, πέντε χρόνια αργότερα, ένας επαρχιακός μεγιστάνας, που φιλοδοξεί να γίνει ένας νέος Μπερλουσκόνι. Τι συνέβη, λοιπόν, με την εργατική τάξη στο Τέρνι και γενικότερα στην Ιταλία; Γιατί η αριστερά δεν είναι πια το «φυσιολογικό» σημείο αναφοράς της; Ξεκινώντας από αυτά τα ερωτήματα, ο συγγραφέας, που πραγματοποίησε επί δεκαετίες έρευνες προφορικής ιστορίας στην πόλη, παίρνοντας συνεντεύξεις από εκατοντάδες ανθρώπους, επιστρέφει μετά την πανδημία σε αυτήν για να διερευνήσει την εντυπωσιακή «ανθρωπολογική μετάλλαξη» των τελευταίων χρόνων, που θα φέρει στην εξουσία μια δεξιά χωρίς οντότητα, πολιτισμικά απροσάρμοστη και τοπικιστική, που εκμεταλλεύεται και ταυτόχρονα καλλιεργεί φόβους και ανασφάλειες για την εγκληματικότητα, τα ναρκωτικά, τη μετανάστευση κ.λπ. Διαδικασίες αποβιομηχάνισης, κρίση της αριστεράς, αποπροσανατολισμός στο επίπεδο της κουλτούρας και των ταυτοτήτων, περιβαλλοντική και υγειονομική κρίση, αναδεικνύονται μέσα από τις σελίδες αυτού του «ρεπορτάζ για το κοντινό παρελθόν», όπως το σκεφτόταν αρχικά ο συγγραφέας, ως οι κύριοι παράγοντες που διευκολύνουν μια τόσο ριζική στροφή· στροφή την οποία, λίγο αργότερα, θα πραγματοποιηθεί σε εθνικό επίπεδο, επιβεβαιώνοντας τον χαρακτηρισμό του Τέρνι ως «εργαστηρίου», όπου «πρωτοσυμβαίνουν πράγματα που θα σημαδέψουν λίγο αργότερα ολόκληρη τη χώρα». Η μελέτη αυτή του Αλεσάντρο Πορτέλι, που μετέφρασε η καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Ρίκη βαν Μπούσχοτεν, αποτελεί την πρώτη μονογραφία του που κυκλοφορεί στα ελληνικά, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον αναγνώστη για μια γνωριμία με το σημαντικό έργο του.
Ίβο Άντριτς, Για τη γέννηση του φασισμού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Ο νομπελίστας λογοτέχνης υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της γέννησης του φασιστικού κινήματος και της πορείας του προς την εξουσία, καθώς, ως διπλωμάτης, ήταν τοποθετημένος στα 1920-1921 στο γιουγκοσλαβικό προξενείο στο Βατικανό. Θέση προνομιακή για έναν ευαίσθητο και οξυδερκή παρατηρητή, που του επέτρεψε, στη συνέχεια, να αποτυπώσει τους στοχασμούς του για το νέο κίνημα που σταδιακά άρχιζε να κατακτά την Ευρώπη («ο καιρός ζητάει αφέντες», γράφει) σε μια σειρά άρθρων που δημοσίευσε λίγο αργότερα στην πατρίδα του. Αυτά τα δυσεύρετα πλέον άρθρα συγκέντρωσε και μετέφρασε στα ελληνικά ο ιστορικός Ανδρέας Λυμπεράτος, πλαισιώνοντάς τα με μια κατατοπιστική εισαγωγή και επίμετρο. Στη σειρά των άρθρων του, γραμμένων μεταξύ 1923 και 1925, ο Άντριτς αρχικά αναφέρεται στη «φασιστική επανάσταση», όπου αναλύει το πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο της ανάδυσης του φασισμού, τη μοιραία αναποφασιστικότητα των σοσιαλιστών απέναντι στην επαναστατική κινητοποίηση των εργατών, που οδήγησε στην αντίδραση της βιομηχανικής αστικής τάξης και των γαιοκτημόνων, οι οποίοι κατέφυγαν τις φασιστικές ομάδες κρούσης. Στα επόμενα άρθρα του ο Άντριτς αναλύει τον ίδιο τον Μουσολίνι και τις ικανότητές του να δημαγωγεί αλλά και να χειρίζεται αριστοτεχνικά τις πολιτικές δυνάμεις. Σε αυτά θα παρακολουθήσει την πορεία του φασισμού από τη δολοφονία του σοσιαλιστή ηγέτη Τζιάκομο Ματεότι και την κρίση που ακολούθησε μέχρι τη σταθεροποίηση του καθεστώτος μέσα από τη ριζοσπαστικοποίησή του, αναδεικνύοντας τα νέα στοιχεία που αποκρυσταλλώνονται στη φυσιογνωμία του φασισμού, όπως η φουτουριστική εμμονή για τη δημιουργία ενός νέου τύπου ανθρώπου. Το τελευταίο πολιτικό άρθρο αυτής της σειράς αναφέρεται στον θάνατο του ηγέτη της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης Τζοβάνι Αμέντολα, το 1926 στις Κάννες, όπου κατέφυγε έπειτα από άγριο ξυλοδαρμό από τις φασιστικές συμμορίες. Τα πολιτικά άρθρα της συλλογής αυτής συμπληρώνονται με τρία ακόμη κείμενα λογοτεχνικής και θεατρικής κριτικής, που σχετίζονται όμως και αυτά με τον φασισμό, καθώς αφορούν την εξύμνηση της βίας και του πολέμου από διανοούμενους που υποστήριξαν ή προετοίμασαν τον φασισμό, όπως ο Μαρινέτι και ο Ντ’ Ανούντσιο, αντίστοιχα.
Emilio Lussu, Πορεία προς τη Ρώμη και τα περίχωρα, Αλφειός
Μαρτυρία ενός ακόμη αυτόπτη για τη γέννηση του ιταλικού φασισμού, από τα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου μέχρι την πορεία προς τη Ρώμη και την κατάκτηση της εξουσίας, αποτελεί το κείμενο αυτό του «αιρετικού» σοσιαλιστή Εμίλιο Λούσου (1890-1975). Γεννημένος στη Σαρδηνία, μετά τον πόλεμο, όπου υπηρέτησε ως αξιωματικός, ίδρυσε το Κόμμα Δράσης της Σαρδηνίας και εκλέχτηκε βουλευτής το 1921. Από τη θέση του αυτή, αλλά και μέσα από τη συμμετοχή του στο σοσιαλιστικό κίνημα, θα παρακολουθήσει από κοντά την πορεία του Μουσολίνι και των μελανοχιτώνων του, από τα πρώτα τους βήματα στην υπηρεσία των μεγαλοβιομηχάνων και της αστικής τάξης μέχρι την οπερετική πορεία προς τη Ρώμη και την εξουσία, αλλά και τη δολοφονία του Ματεότι, το καλοκαίρι του 1924, η οποία αποτέλεσε πρελούδιο για την ανοιχτή φασιστική δικτατορία. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, το έργο του επικεντρώνεται στον πρωτοφασισμό, τον οποίο γνώρισε η γενιά του: «πολλοί αρχηγοί του ήταν παιδικοί φίλοι, συμμαθητές, συμπολεμιστές μου». Ο ίδιος θα φυλακιστεί το 1926 για τον φόνο ενός φασίστα που του επιτέθηκε. Τρία χρόνια αργότερα θα δραπετεύσει και θα καταφύγει στη Γαλλία. Δημοσιευμένο το 1931 στα γαλλικά και τα αγγλικά, σε μια εποχή που ο συγγραφέας του βρισκόταν ήδη εξόριστος στο Παρίσι, το βιβλίο αυτό, που μετέφρασε στα ελληνικά ο Βαγγέλης Ζήκος, είχε σκοπό να διαφωτίσει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, που κάθε άλλο παρά εχθρική στάθηκε τότε απέναντι στις Σειρήνες του αυταρχισμού, για το «αληθινό πρόσωπο του φασισμού» και να την κινητοποιήσει στον αγώνα για την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Ο ίδιος ο συγγραφέας του, άλλωστε, συμμετείχε πρόθυμα σε αυτόν, ως εθελοντής στις γραμμές των ισπανών Δημοκρατικών, όπως σημειώνει στο κατατοπιστικό επίμετρό του ο ιστορικός Λάμπρος Φλιτούρης.
Βλάσης Αγτζίδης, Μεταξύ Σεβρών και Λωζάννης, Πατάκης
Πτυχές της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής εξετάζει στον ανά χείρας τόμο ο γνωστός από τις εργασίες του για τον ποντιακό ελληνισμό ιστορικός, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, με την οποία έληξε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος. Η Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία ρυθμίζει μέχρι και σήμερα πληθώρα πτυχών των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αντικατέστησε τη Συνθήκη των Σεβρών, η οποία προέβλεπε εδαφικά κέρδη για την Ελλάδα από τον διαμοιρασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους Συμμάχους της Entente. Τα κείμενα που συγκεντρώνονται στον τόμο αυτό αποτελούν, ως επί το πλείστον, ανακοινώσεις του συγγραφέα σε επιστημονικά συνέδρια, με τις οποίες επιχειρεί να περιγράψει το ιστορικό πλαίσιο μιας εποχής που διαμόρφωσε όχι μονάχα τη σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία, αλλά και την Ευρώπη σε μεγάλο βαθμό. Αφού αναφερθεί, αρχικά, στην «τελευταία πράξη» του πολέμου και τα αποτελέσματά της, την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, χριστιανών και μουσουλμάνων, εξετάζει το εθνικό και διεθνές πλαίσιο που οδήγησε στην απόφαση για τη μικρασιατική εκστρατεία, όπως ήταν ο Εθνικός Διχασμός και η συμμετοχή της χώρας στον Μεγάλο Πόλεμο στο πλευρό των γαλλοβρετανών. Στη συνέχεια προσφέρει στον αναγνώστη μια επισκόπηση του διπλωματικού κυκεώνα που προκάλεσαν τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των πρώην συμμάχων και είχαν ως αποτέλεσμα την απομόνωση της Ελλάδας μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 και την επιστροφή του Κωνσταντίνου. Στα επόμενα κεφάλαια ο συγγραφέας εξετάζει με ιδιαίτερη έμφαση το ζήτημα του Πόντου κατά τη διάρκεια της εκστρατείας (από τις σφαγές των χριστιανών και τα σχέδια περί αυτονομίας μέχρι την πλήρη εγκατάλειψη του εκεί πληθυσμού), τη στάση της σοβιετικής Ρωσίας, από τη συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ μέχρι το σύμφωνο με τον Κεμάλ. Τέλος, η αφήγηση συμπληρώνεται με κεφάλαια για τους πρόσφυγες στην Ελλάδα, αλλά και εκείνους που κατέφυγαν στη Ρωσία μετά την Επανάσταση, την περίθαλψη των οποίων ανέλαβε το καθεστώς των μπολσεβίκων.
Δημήτριος Γ. Κιουσόπουλος, Μικρά Ασία, Αύγουστος 1922: Η φυγή, Παπαδόπουλος
Η μαρτυρία ενός στρατιώτη που βρέθηκε στη Μικρά Ασία τα χρόνια της στασιμότητας του μετώπου, από την άνοιξη του 1921 μέχρι την κατάρρευση, τον Αύγουστο του 1922, περιλαμβάνεται στις σελίδες του τόμου αυτού. Η αφήγηση του Κιουσόπουλου δεν καταγράφηκε επιτόπου, ούτε αποτελεί επεξεργασία ημερολογιακών καταγραφών σε χρόνο κοντά στα γεγονότα. Αντίθετα, είναι γραμμένη με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την Καταστροφή, το 1972, όταν η χώρα βίωνε μια άλλη σκοτεινή περίοδο, αυτή της δικτατορίας, τον απόηχο της οποίας αναγνωρίζουμε σε πολλά σημεία του κειμένου, όπως π.χ. στις αναφορές στις κρίσιμες αδυναμίες του στρατεύματος και, ιδιαίτερα, των αξιωματικών του, που μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 ήταν στην πλειονότητά τους απόλεμοι απότακτοι κωνσταντινικοί, που επανήλθαν σε υπηρεσία. Όπως παρατηρεί στον πρόλογό της η ιστορικός Κωνσταντίνα Μπότσιου, οι ευθύνες των στρατιωτικών παραμένουν, ακόμη και σήμερα, ένα «μαύρο κουτί», που «τότε έμεινε κλειστό για να μη μειωθεί κι άλλο το κύρος του στρατού», οδηγώντας στην επιλογή της κάθαρσης της τραγωδίας μέσα από τη δίκη και την εκτέλεση των έξι πολιτικών ηγετών της αντιβενιζελικής παράταξης. Ο 75χρονος αφηγητής αποστασιοποιείται από τις πολιτικές αντιθέσεις του Διχασμού, κατανοώντας τη ματαιότητα της εκστρατείας, για την οποία αποδίδει μεγάλο μερίδιο ευθύνης στην εγκατάλειψη της Ελλάδας από τους συμμάχους της – απηχώντας εδώ και το κλίμα κατά της «ξενοκρατίας» που άρχιζε να κυριαρχεί στα ύστερα χρόνια της χούντας. Έχοντας διαρκώς κατά νου να μην υποπέσει στο σφάλμα της υποτίμησης του αντιπάλου, το οποίο πολλοί από τους συμπολεμιστές του διέπραξαν, κατανοεί την ανάπτυξη του τουρκικού εθνικισμού και την αντίδρασή του στην εισβολή και κατοχή του εδάφους μιας αυτοκρατορίας από ευρωπαϊκές δυνάμεις, ενώ δεν διστάζει να αναφερθεί στις αναίτιες, συχνά, βιαιότητες των στρατιωτών απέναντι στους ντόπιους, ακόμη και σε τουρκόφωνους χριστιανούς. Παρά την απόσταση του αφηγηματικού χρόνου από τον χρόνο της συγγραφής, η μαρτυρία του φιλόλογου Δ. Κιουσόπουλου αποτελεί πολύτιμη ψηφίδα για τη συγκρότηση μιας από τα κάτω ιστορίας της μικρασιατικής εκστρατείας, που θα αποτυπώνει την εμπειρία των απλών στρατιωτών από το μέτωπο.
Ανδρέας Ασσαέλ, Στα κάτεργα του θανάτου, University Studio Press
Μια άγνωστη, εν πολλοίς, πτυχή της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, αλλά και της εξόντωσης των ελλήνων εβραίων πριν τον ξεριζωμό των κοινοτήτων και τη μεταφορά τους στα στρατόπεδα εξόντωσης, φωτίζει ο ερευνητής Ανδρέας Ασσαέλ μέσα από τις 350 ανέκδοτες φωτογραφίες και την ιστορική ανάλυση που περιλαμβάνεται στον παρόντα τόμο. Πρόκειται για το εργοτάξιο καταναγκαστικής εργασίας που η ναζιστική Οργάνωση Τοντ είχε δημιουργήσει στην Καρυά, χωριό σκαρφαλωμένο στα βουνά πάνω από το Καμένα Βούρλα. Εκεί, εκτός από τους χωρικούς των γύρω οικισμών που ήδη είχαν επιστρατευτεί, την άνοιξη του 1943 οι Γερμανοί μετέφεραν εκατοντάδες Εβραίους άνδρες από τη Θεσσαλονίκη, για να κατασκευάσουν μια σιδηροδρομική γραμμή για τα τρένα της Βέρμαχτ. Κάτω από τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας που επικρατούσαν, δεκάδες πέθαναν από τις κακουχίες ή δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ από επιστάτες και φρουρούς. Όσοι επέζησαν, 1.800 περίπου άτομα, εκτοπίστηκαν τον Αύγουστο του 1943 στο Άουσβιτς, όπου οι περισσότεροι δολοφονήθηκαν. Μόλις 271 κρίθηκαν κατάλληλοι για εργασία, αλλά κανένας τους δεν επέστρεψε ζωντανός… Η ανακάλυψη του αρχείου των φωτογραφιών που περιλαμβάνονται στην έκδοση, πριν από 20 χρόνια, σε κάποιο υπαίθριο παλαιοπωλείο στη Γερμανία, υπήρξε το πρώτο ερέθισμα που οδήγησε τον συγγραφέα στην έρευνα, αρχικά για τον φωτογράφο, τον πολιτικό μηχανικό Χαννς Ρέσλερ, υπεύθυνο για την επίβλεψη των έργων, και στη συνέχεια για το ίδιο το εργοτάξιο, για το οποίο ελάχιστα ήταν μέχρι σήμερα γνωστά, και για την καταναγκαστική εργασία των εβραίων εκεί, η οποία απασχολεί το μεγαλύτερο μέρος της μελέτης, αλλά και ευρύτερα, τις γερμανικές κατασκευές στη Βόρεια Ελλάδα για τις οποίες επιτάχθηκε εργατική δύναμη, είτε εβραίων είτε χριστιανών. Αναμφίβολα, η συμβολή της μελέτης αυτής στον εμπλουτισμό της γνώσης μας για το Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα, αλλά και για πτυχές της γερμανικής κατοχής τις οποίες τώρα αρχίζει και προσεγγίζει η έρευνα, είναι σημαντική. Σημειώνεται, ακόμη, ότι με βάση το αρχείο που απέκτησε ο ερευνητής το Μουσείο Μπενάκη διοργάνωσε την φωτογραφική έκθεση Καρυά 1943: Καταναγκαστική εργασία και Ολοκαύτωμα, η οποία θα παραμείνει ανοιχτή στο κοινό μέχρι τις 16 Φεβρουαρίου 2025.
Δέσποινα Παπαδημητρίου, Το ελληνικό-διεθνές 1947, Εκδόσεις του 21ου
«Εθνικοφροσύνη», «ελεύθερος κόσμος», «σλαβοκομμουνισμός», «ατλαντισμός» «ολοκληρωτισμός»… Έννοιες σημαδεμένες από τον ελληνικό Εμφύλιο και τον διεθνή Ψυχρό Πόλεμο, προσδιόρισαν τον τρόπο που οι κυρίαρχες αστικές δυνάμεις αντιλαμβάνονταν την πολιτική πραγματικότητα και τα διακυβεύματά της, ορίζοντας τον «εχθρό», εξωτερικό και, ιδιαίτερα, εσωτερικό, κατά την τριακονταετία που ακολούθησε το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου, αν όχι και περισσότερο. Αποτελώντας το πρώτο θερμό μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου, ο ελληνικός Εμφύλιος απέκτησε πολύ γρήγορα μια διεθνή διάσταση, εντάσσοντας το τοπικό, το εθνικό, σε μια κλίμακα παγκόσμια. Αντίστοιχα, ο αντιολοκληρωτικός στοχασμός του Ψυχρού Πολέμου συστηματοποιείται, την ίδια εποχή, αποκτώντας διεθνικό χαρακτήρα, ενοποιώντας τα επιμέρους εθνικά μέτωπα μέσα από νοητικές κατηγορίες και αντιληπτικούς τρόπους που αποτέλεσαν –και συνεχίζουν, εν πολλοίς, να αποτελούν– μέρος της δυτικής κουλτούρας. Αυτή τη διαπλοκή εθνικού και παγκόσμιου, με επίκεντρο τη χρονιά που ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος γίνεται, μέσα από τη διακήρυξη του δόγματος Τρούμαν, τμήμα του Ψυχρού Πολέμου, εξετάζει η συγγραφέας στην παρούσα μελέτη, η οποία αποτελεί ένα εξαιρετικό δοκίμιο στο πεδίο της ιστορίας των εννοιών, όπως αυτές διαμορφώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από το δυτικόφιλο αστικό στρατόπεδο της εμφύλιας διαμάχης. Έτσι, αφού εξετάσει τη δημιουργία της κεντροδεξιάς συναίνεσης γύρω από την προτεραιότητα της κομμουνιστικής απειλής και την υιοθέτησης της έκτακτης νομοθεσίας, διερευνά τις ταυτότητες που συγκροτήθηκαν μέσα από τις εμπειρίες της Κατοχής και του Εμφυλίου και τη σύνθεσή τους στην ιδεολογία της εθνικοφροσύνης. Στη συνέχεια, εξετάζει τη διαδικασία συνάρθρωσης του ελληνικού εθνικισμού με τον «ελεύθερο κόσμο» και τη συνακόλουθη διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος. Σε αυτό το πλαίσιο διερευνάται η διαμόρφωση του φιλοατλαντισμού και του ευρωπαϊσμού, ενώ η μελέτη ολοκληρώνεται με τις αποτυπώσεις της ιδεολογίας του αντιολοκληρωτισμού στις έννοιες που εξετάστηκαν, αλλά και με τις αναπαραστάσεις της φιγούρας του «φυγά» από τις «χώρες του Παραπετάσματος» και τη μετατόπιση του διεθνούς ενδιαφέροντος στους πρόσφυγες ως διωκόμενους (και) για πολιτικούς ή ιδεολογικούς λόγους.
Λεωνίδας Ντιλσιζιάν, Αρμένιοι και ελληνικό κράτος στον Ψυχρό Πόλεμο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Σε μία από τις πλέον άγνωστες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, αυτή της παρουσίας των Αρμενίων στην Ελλάδα και της αντιμετώπισής τους από το ελληνικό κράτος κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και του Ψυχρού Πολέμου, αναφέρεται η παρούσα μελέτη, η οποία αποτελεί, παράλληλα, μια πολύτιμη ανασκόπηση των σχέσεων Ελλήνων και Αρμενίων, από τη μαζική άφιξή τους μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι και το 1991, έτος κατά το οποίο η αναγνώριση του ανεξάρτητου αρμενικού κράτους θα σηματοδοτήσει και την εκατάλειψη του ψυχροπολεμικού πλαισίου. Παρά το αφήγημα περί «πατροπαράδοτης» ελληνοαρμενικής φιλίας, η αντιμειονοτική πολιτική του ελληνικού κράτους πήρε, στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, χαρακτηριστικά διωγμού, ακόμα και με την επιστράτευση παρακρατικών οργανώσεων, στο πλαίσιο της «λευκής τρομοκρατίας», με στόχο τους Αρμένιους. Θεωρούμενοι συλλήβδην δωσίλογοι και συνεργάτες των βουλγάρων κατακτητών, αφενός, και ύποπτοι ως «κομμουνιστοσυμμορίτες», αφετέρου, 18.500 Αρμένιοι οδηγήθηκαν σε οριστική έξοδο από τη χώρα και σε «επαναπατρισμό» στη Σοβιετική Αρμενία, στα 1946-1948. Όσοι παρέμειναν, υπέστησαν τις «οχλήσεις» που το ελληνικό κράτος επεφύλασσε στους μειονοτικούς πληθυσμούς: άρνηση αναγνώρισης της νομικής υπόστασης της αρμενικής κοινότητας, απόδοση ιθαγένειας κατά περίπτωση, προσκόμματα στη στέγαση και στην εκπαίδευση κ.λπ. Η κρατική πολιτική αρχίζει να μεταστρέφεται το 1965, στα 50 χρόνια της αρμενικής γενοκτονίας, όταν η αφύπνιση της αρμενικής διασποράς γίνεται αντιληπτή από τις ελληνικές υπηρεσίες ως δυνητικά χρήσιμο εργαλείο στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Η στροφή αυτή θα έχει ως συνέπεια την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, αλλά και την εξομάλυνση των ελληνοαρμενικών σχέσεων μετά το 1974, καθώς η άμεση συσχέτιση του Κυπριακού με το Αρμενικό και η υιοθέτηση των αρμενικών διεκδικήσεων απέναντι στην Τουρκία θα οδηγήσουν την ελληνική πλευρά στην απαλλαγή από αρνητικά στερεότυπα και εχθρικές νοοτροπίες και πρακτικές, και στην εδραίωση της ενσωμάτωσης της αρμενικής κοινότητας στην ελληνική κοινωνία. Η επίσημη αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας και η σύναψη διπλωματικών σχέσεων με το Γερεβάν θα κλείσουν οριστικά το κεφάλαιο του Ψυχρού Πολέμου, μολονότι μια σειρά ζητημάτων, όπως η νομική υπόσταση της κοινότητας, θα παραμείνουν για χρόνια ακόμη σε εκκρεμότητα. Έργο αναφοράς, η ανά χείρας μελέτη καλύπτει ένα σοβαρό βιβλιογραφικό κενό στο πεδίο της ιστορίας των μειονοτήτων στον ελληνικό χώρο, αλλά και της ελληνικής ιστορίας της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου.
Στρατής Μπουρνάζος, Η ιστορία μιας ματαίωσης: Το CCF και ο Πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος στην Ελλάδα, Αντίποδες
Τι ήταν το Congress for Cultural Freedom (1950-1967) και ποια η σχέση του με την Ελλάδα; Πώς συνδέονται η CIA, ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός, προοδευτικοί ευρωπαίοι διανοούμενοι, όπως ο Άρθουρ Καίστλερ, και ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη; Ο ιστορικός Στρατής Μπουρνάζος αφηγείται, με τρόπο σαγηνευτικό, μια ιστορία του Ψυχρού Πολέμου, μια ιστορία με μυστικές υπηρεσίες αλλά χωρίς κατασκόπους… Όπως αποκαλύφθηκε το μακρινό 1967, το CCF, αυτή η συσπείρωση φιλελεύθερων σοσιαλιστών διανοουμένων που κάνει την παρθενική της εμφάνιση στο μοιρασμένο Βερολίνο όταν ξεσπά ο Πόλεμος της Κορέας, το 1950, υποστηριζόταν και χρηματοδοτούνταν από την αμερικάνικη υπηρεσία πληροφοριών. Ο ιστορικός σπεύδει να επισημάνει ότι το CCF δεν ήταν ενεργούμενο της CIA· οι σπουδαίοι διανοούμενοι που στρατεύτηκαν στις τάξεις του δεν ήταν μαριονέτες, αλλά κινητοποιούνταν από γνήσια ανησυχία γι’ αυτό που αντιλαμβάνονταν ως επεκτατισμό του σοβιετικού ολοκληρωτισμού. Σε μια από τις ευφυέστερες επιχειρήσεις της, η CIA όχι απλώς αποδέχτηκε αλλά επιδίωξε την αυτονομία του CCF, ακόμα και την καταγγελία, εκ μέρους του, πτυχών του μακαρθισμού, όπως η εκτέλεση του ζεύγους Ρόζενμπεργκ, ως εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την επιτυχία του, δηλαδή για τη συσπείρωση των διανοουμένων της αντικομμουνιστικής αριστεράς. Η ανά χείρας μελέτη, που έρχεται να προστεθεί στα ευάριθμα αλλά σημαντικά δείγματα μελετών (και) της ελληνικής πτυχής του πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου, επιδιώκει να αναδείξει όχι μονάχα το διεθνές δίκτυο του CCF αλλά και τις προσπάθειες συμμετοχής σε αυτό και προσωπικοτήτων από τον ελληνικό σοσιαλιστικό και προοδευτικό χώρο, με πενιχρά αποτελέσματα, όπως αποδεικνύεται. Ο συγγραφέας, αφού εξετάσει τη συγκυρία μέσα στην οποία γεννιέται το CCF, αναδεικνύει τους βασικούς πρωταγωνιστές της δράσης του, μεταξύ των οποίων και ο έλληνας σοσιαλιστής Μανώλης Κόρακας και το δίκτυο των συνεργατών του. Στη συνέχεια, παρακολουθεί τις επαφές του CCF στην Ελλάδα, όπως με το περιοδικό Νέα Εστία ή τη διαφημιστική εταιρεία Δεσμός, καθώς και το συνέδριο που πραγματοποίησε το 1958 στη Ρόδο, στο πλαίσιο του ανοίγματός του στον Τρίτο Κόσμο. Στρέφοντας τον φακό του στο, μάλλον περιθωριακό, περιοδικό Διεθνής Ζωή, που εκδίδει ο Κόρακας με τη στήριξη του CCF, μας μεταφέρει στον καχεκτικό στην Ελλάδα κόσμο των αντικομμουνιστών σοσιαλιστών, ενώ παράλληλα εξετάζει το περιοδικό Εποχές, που εκδίδει ο Χρήστος Λαμπράκης, σε συνεργασία με το CCF, παρακολουθώντας, μέσα από αυτό, τις διαδρομές των φιλελεύθερων διανοουμένων και τη ρήξη τους με την εθνικοφροσύνη τη δεκαετία του 1960. Αφού αναφερθεί στην αποκάλυψη της σχέσης του CCF και της CIA και τα ζητήματα που ανέκυψαν σχετικά με την ανεξαρτησία των διανοουμένων, ο ερευνητής επιχειρεί να σκιαγραφήσει μια απάντηση στο βασικό του ερώτημα, σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η ελληνική περιπέτεια του CCF υπήρξε άγονη και, εν πολλοίς, άγνωστη μέχρι τις μέρες μας.
Α. Κλάψης, Λ. Κουρκουβέλας, Χ. Χρηστίδης (επιμ.), 1973: Το Κίνημα του Ναυτικού, 50 χρόνια μετά, Ίδρυμα της Βουλής
Η αντιδικτατορική συνωμοσία στους κόλπους του Πολεμικού Ναυτικού, τον Μάιο του 1973, μολονότι έγινε αντιληπτή από το καθεστώς και απέτυχε, είχε ως αποτέλεσμα τη θεαματική ανταρσία του αντιτορπιλικού Βέλος και τη διαφυγή του, μαζί με όλο το πλήρωμα, στην Ιταλία, αφενός, και, αφετέρου, τη σύλληψη και τον βασανισμό δεκάδων αξιωματικών που είχαν μυηθεί στη συνωμοσία. Πενήντα χρόνια μετά, έχει μεταβληθεί σε σύμβολο αντίστασης όχι μόνο για τις δυνάμεις εκείνες που υπερασπίζονταν το αστικό καθεστώς αλλά συνολικά για την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία – γι’ αυτό και δικαιολογημένα η Βουλή αφιερώνει στη μνήμη του Κινήματος τον ανά χείρας τόμο. Μια συλλογή κειμένων που ανοίγει με μια επισκόπηση του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού κατά τη μεταπολεμική εποχή, που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή στους μηχανισμούς του ΝΑΤΟ και, συνεπώς, από τη διεθνοποίησή του (Ζ. Φωτάκης), αλλά και του σώματος των αξιωματικών του κατά την ίδια περίοδο, το οποίο χαρακτηρίζει τόσο η παράδοση όσο και ο επαγγελματισμός (Τ. Σακελλαρόπουλος). Ακόμη, γίνεται εκτενής αναφορά στον αντιδικτατορικό αγώνα την περίοδο πριν από το Κίνημα του Ναυτικού, τόσο στις φοιτητικές κινητοποιήσεις όσο και στη δράση και την καταστολή των παράνομων οργανώσεων (Λ. Καλλιβρετάκης). Στη συνέχεια, ο Λ. Κουρκουβέλας αναφέρεται στον σχεδιασμό και τους στρατηγικούς στόχους του Κινήματος, ενώ ο Μ. Κούμας εξετάζει την εμπλοκή του πολιτικού κόσμου, από τον Ευάγγελο Αβέρωφ ως πολιτικό σύμβουλο του Κινήματος μέχρι τη στάση του βασιλιά και άλλων πολιτικών προσώπων. Το διεθνές πλαίσιο μελετάται από τον Δ. Χουρχούλη, που αναφέρεται στη στάση και τις εκτιμήσεις του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ έναντι του ελληνικού ζητήματος μετά το Κίνημα, από την Έφη Πενταλιού και τον Τζ. Δ. Αθανασίου που εξετάζουν τη στάση της Βρετανίας και της Ιταλίας απέναντι στην ανταρσία του Βέλους και την καταφυγή του στη Ρώμη, ενώ ο Mogens Pelt αναφέρεται στη στάση της Δανίας και των μικρότερων χωρών του NATO. Το πολιτειακό πλαίσιο που είχε δημιουργήσει η δικτατορία και η εξέλιξή του με καταλύτη το Κίνημα του Ναυτικού εξετάζουν οι Σ. Βλαχόπουλος και Χ. Χρηστίδης, ενώ ο Κ. Στράτος μελετά τη μνήμη του Κινήματος μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, αντιμετωπίζοντας τους αξιωματικούς πρωταγωνιστές του ως «φρουρούς της μετάβασης» (1974-175), αλλά και το ίδιο το Κίνημα ως σύμβολο για την προάσπιση του καθεστώτος της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας κατά τη μεταψυχροπολεμική εποχή. Ο τόμος κλείνει με μια αποτίμηση της θέσης του Κινήματος του Ναυτικού στη σύγχρονη ελληνική ιστορία από τους Α. Κλάψη και Ευ. Χατζηβασιλείου.
Σωτήρης Ριζάς, Το χρονικό της κυπριακής τραγωδίας, Ψυχογιός
Το χρονικό των διπλωματικών και πολιτικών εξελίξεων που πυροδότησε το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας για την ανατροπή του προέδρου Μακαρίου στην Κύπρο και είχαν ως αποτέλεσμα την τουρκική εισβολή πέντε ημέρες αργότερα, αλλά και την κατάρρευση της ίδιας της δικτατορίας στην Ελλάδα, έτσι όπως αποτυπώνονται στα αμερικανικά, βρετανικά, αλλά και ελληνικά αρχεία, συνθέτει ο συγγραφέας, ιστορικός και διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, πενήντα χρόνια μετά τα γεγονότα που οδήγησαν στη Μεταπολίτευση. Μη λησμονώντας ότι η πλέον λειτουργική δημοκρατία που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα στη νεότερη ιστορία της θεμελιώθηκε πάνω στο τεμαχισμένο σώμα της Κύπρου, ο ιστορικός εξετάζει τους βασικούς πρωταγωνιστές και τα κίνητρά τους, τους περιορισμούς που αντιμετώπισαν στη δράση τους, αλλά και τις ακούσιες συνέπειες των αποφάσεών τους, που οδήγησαν, σε ό,τι αφορά το στρατιωτικό καθεστώς, στην ενδόρρηξη και, τελικά την κατάρρευσή του. Εξετάζονται επίσης οι κινήσεις των βασικών διεθνών πρωταγωνιστών, της Βρετανίας και των ΗΠΑ, και ο πυρετός διαβουλεύσεων ανάμεσα στον «μάγο» Κίσινγκερ και τον βρετανό ομόλογό του Κάλαχαν, αναδεικνύοντας το μείγμα κυνισμού και ορθολογισμού που χαρακτήριζε τις αποφάσεις τους. Ακόμη, παρουσιάζει τις διαβουλεύσεις στρατιωτικών και πολιτικών που οδήγησαν στην επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά και τα αδιέξοδα που αντιμετώπισε στη συνέχεια, ιδίως σε ό,τι αφορά την άμυνα και την υπεράσπιση της Κύπρου. Με ευσύνοπτο και περιεκτικό τρόπο ο συγγραφέας συνοψίζει τις γνώσεις μας για το θέμα, χωρίς να καταφεύγει σε υποθέσεις για ζητήματα που δεν απαντώνται μέχρι στιγμής από το διαθέσιμο αρχειακό υλικό –όπως το αν, και σε ποιο επίπεδο, δόθηκε «πράσινο φως» στον Ιωαννίδη για το πραξικόπημα ή τι γνώριζαν οι Αμερικανοί κ.τ.ό. Αναδεικνύει, όμως, και κάτι ακόμη: τη μεγάλη έλλειψη προσβάσιμου υλικού από τα ελληνικά και τα τουρκικά αρχεία, χωρίς το οποίο οι σχετικές αφηγήσεις θα παραμένουν πάντα λειψές.
Γκ. Μαγγίνη – Δ. Αρβανιτάκης (επιμ.), Επανάσταση, έθνος-κράτος και αρχαιοελληνικό ιδεώδες, Μουσείο Μπενάκη – Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Προϊόν ομότιτλου επιστημονικού συνεδρίου, με το οποίο ολοκληρώθηκε η μεγάλη επετειακή έκθεση του Μουσείου Μπενάκη 1821: Πριν και μετά, τον Δεκέμβριο του 2021, ο ανά χείρας τόμος αποτελεί μια συλλογική προσπάθεια εμπλουτισμού της επετειακής μνήμης με τον φιλοσοφικό στοχασμό πάνω σε τρεις θεμελιώδεις έννοιες μέσα από τις οποίες νοηματοδοτείται ο Αγώνας, αυτές της επανάστασης, του έθνους-κράτους και του αρχαιοελληνικού ιδεώδους. Μέλη της εγχώριας φιλοσοφικής κοινότητας, με πολύ διαφορετικό ιστορικοφιλοσοφικό ορίζοντα, συναντώνται, μέσα από τα κείμενά τους που περιλαμβάνονται στις σελίδες του τόμου, με ιστορικούς της ευρωπαϊκής και νεοελληνικής ιστορίας και της ιστορίας των ιδεών, επιχειρώντας να εντάξουν τον διανοητικό και ιδεολογικό κόσμο της Ελληνικής Επανάστασης στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο και να ρίξουν φως στο υπόβαθρό της, υπό το πρίσμα της νεωτερικής φιλοσοφίας και της ιστορίας των ιδεών. Στην εισαγωγή της, η καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Γκόλφω Μαγγίνη σημειώνει ότι ο παρών τόμος επιδιώκει να θέσει ερωτήματα, όπως: Τι σημαίνει ο προσδιορισμός της ταυτότητας της Ελληνικής Επανάστασης ως εθνικής; Πώς οφείλει να ιδωθεί η κριτική αναδίπλωση πάνω σε ένα γεγονός όπως η Ελληνική Επανάσταση, στο μέτρο που αυτό συνεχίζει να προσδιορίζει την ατομική και συλλογική αυτοκατανόησή μας; Πώς οι σύγχρονες επεξεργασίες των τριών εννοιών που οργανώνουν τους θεματικούς άξονες του τόμου μπορούν να ρίξουν φως σε νέους τρόπους κριτικής οριοθέτησής μας έναντι των επικρατέστερων θεωρητικών προσεγγίσεων; Επιχειρώντας να απαντήσουν, οι δεκαπέντε συμβολές που συναποτελούν τον τόμο διαρθρώνονται σε τέσσερις ενότητες. Οι δύο πρώτες εστιάζουν στη γένεση του νεοελληνικού έθνους-κράτους, σε συνάφεια, αφενός, με τα πολιτικά ιδεώδη του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και, αφετέρου, με τις νεωτερικές θεωρίες για το έθνος-κράτος. Στη συνέχεια, οι επόμενες αφιερώνονται σε ορισμένες σημαντικές φιλοσοφικές αντιλήψεις περί επανάστασης, στη συσχέτισή τους με την Ελληνική Επανάσταση, καθώς και στη στοχαστική διασύνδεση του αρχαιοελληνικού ιδεώδους με την πραγματικότητα της επαναστατημένης Ελλάδας και το ευρωπαϊκό ρεύμα του Φιλελληνισμού, πάντοτε μέσα από ένα φιλοσοφικό πρίσμα. Ο τόμος ολοκληρώνεται με τη μελέτη του ιστορικού Δημήτρη Αρβανιτάκη, «Διαφωτισμός ή Διαφωτισμοί; Το έθνος ως καταλύτης της ιστορικής μηχανικής», στο οποίο επιχειρεί να προσεγγίσει από μια διαφορετική οπτική το πολλαπλό φαινόμενο του Ελληνικού Διαφωτισμού, σε συνάφεια με τη διαμόρφωση της ιστορικής έννοιας του έθνους στον ευρύτερο ελληνικό χώρο.
Λύντια Τρίχα, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Πατάκης
Αν κάτι μας κατέλιπε η επέτειος των 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης αυτό είναι, αν μη τι άλλο, ένα ανανεωμένο ερευνητικό ενδιαφέρον για την περίοδο, το οποίο οδήγησε σε μια βιβλιογραφική παραγωγή που συνεχίζει ακόμη να αποδίδει καρπούς. Ανάμεσά τους αξίζει να αναφερθούν ιδιαίτερα εκείνοι που αφορούν το δύσκολο είδος της ιστορικής βιογραφίας, για το οποίο δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη παράδοση στην ελληνική ιστοριογραφία. Έτσι, μετά την βιογράφηση του Ιωάννη Καποδίστρια από τον Χρήστο Λούκο (ΜΙΕΤ, 2022), ήρθε η σειρά της Λύντιας Τρίχα να καταπιαστεί με τον βίο και την πολιτεία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Ερευνήτρια που ασχολείται συστηματικά με το απαιτητικό είδος της βιογραφίας, στην οποία οφείλουμε δύο βραβευμένες προσωπογραφικές μελέτες, για τον Χαρίλαο και τον Σπυρίδωνα Τρικούπη (Πόλις, 2016 και 2019, αντίστοιχα), επιχειρεί στο 780 σελίδων παρόν έργο της να εξετάσει τον Μαυροκορδάτο στην πολιτική του αλλά και στην ιδιωτική του ζωή· τις συνταγματικές θεωρίες, τα κυβερνητικά προγράμματα και τις διπλωματικές σχέσεις πλάι στις ενδυματολογικές και τις γαστρονομικές του συνήθειες, τις μουσικές προτιμήσεις και τις ώρες ανάπαυλας του φαναριώτη πρίγκιπα που μετέβαλε τον εαυτό του σε φιλελεύθερο επαναστάτη και πρωθυπουργό του νεοσύστατου βασιλείου. Η συγγραφέας παρακολουθεί τον ήρωά της στη διαδρομή του από την Κωνσταντινούπολη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες κι από εκεί στην Κεντρική Ευρώπη, την Ιταλία και την Ελλάδα. Πιστώνοντάς του τον σχεδιασμό και τη δημιουργία του συνταγματικού κράτους, θεωρεί ότι ήταν ο μόνος που είχε συνολική αντίληψη για το κράτος αυτό, ένα από τα λίγα ονόματα που αναγνωρίζονταν στην Ευρώπη από την αρχή της Επανάστασης, ένας πολιτικός που ο βίος του ορίζεται από τη Γαλλική Επανάσταση και το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου (1791-1865). Η συγγραφέας γνωρίζει ότι ο Μαυροκορδάτος στον καιρό του, αλλά και πολύ μετά από αυτόν, συγκέντρωνε στο πρόσωπό του τη σφοδρή αντιπάθεια των συγχρόνων του, που τον κατηγορούσαν για φιλαρχία και δικτατορικές τάσεις, ενώ τον θεωρούσαν μηχανορράφο και υποχείριο της Αγγλίας, απόλεμο και υπεύθυνο για τους εμφυλίους της Επανάστασης. Εν ολίγοις, έναν «ολέθριον διά την Ελλάδα δαίμονα» – και είναι αλήθεια ότι και στη μνήμη των μεταγενεστέρων καταγράφηκε με αναλόγως σκοτεινά χρώματα, καθώς, στην αντίθεση στρατιωτικών και πολιτικών επικράτησε να θεωρούνται οι πρώτοι αυθεντικά «λαϊκοί» και περισσότερο κοντά στο «αυθεντικό» πνεύμα της Επανάστασης. Για τη βιογράφο, όμως, και οι δύο ήταν απαραίτητοι προκειμένου η Επανάσταση να τελεσφορήσει και να απολήξει στη συγκρότηση ανεξάρτητου κράτους. «Ο Κολοκοτρώνης ήταν η εμβληματική προσωπικότητα μεταξύ των μαχητών και ο Μαυροκορδάτος η εμβληματική προσωπικότητα μεταξύ των πολιτικών», επισημαίνει. Με άλλα λόγια, ο ένας δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον άλλον, όσο κι αν οι σύγχρονες ζητήσεις οδηγούν κάποιους φιλελεύθερους διανοούμενους στην αποκαθήλωση του πρώτου προς όφελος του δεύτερου…
Μηνάς Παπαγεωργίου (επιμ.), Η Εκκλησία μετά την Επανάσταση του 1821, iWrite
Η αρχειακή έρευνα αποτελεί μια μάλλον βραδυφλεγή, ως προς τα αποτελέσματά της, εργασία. Οι εκδόσεις αρχειακών τεκμηρίων σχετικών με την Επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους κάλυψαν μικρό μόνο μέρος της βιβλιογραφικής παραγωγής που πυροδότησε η δισεκατονταετηρίδα. Στον απόηχο, όμως, της επετείου, βλέπουμε να συνεχίζεται η σχετική βιβλιοπαραγωγή, στο πλαίσιο της οποίας κάνουν την εμφάνισή τους και ανέκδοτα, μέχρι σήμερα αρχειακά τεκμήρια, όπως η ανά χείρας έκδοση, η οποία περιλαμβάνει έκθεση «περί της ενεστώσης καταστάσεως της Ελληνικής Εκκλησίας», που συνέταξε επιτροπή που συγκρότησε η βαυαρική Αντιβασιλεία το 1833, δύο μόλις μήνες μετά την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα. Η θέση της Εκκλησίας στο νέο κράτος και, ιδιαίτερα, η σχέση της με το «υπό την Τουρκικήν Αυτοκρατορίαν» Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, υπήρξαν τα βασικά ζητήματα που εξέτασαν οι Σπυρίδων Τρικούπης, Θεόκλητος Φαρμακίδης, Σκαρλάτος Βυζάντιος, Παναγιώτης Νοταράς, Κωνσταντίνος Σχινάς και οι επίσκοποι Ελαίας Παΐσιος και Αρδαμερίου Ιγνάτιος. Στην έκθεση της επταμελούς επιτροπής διεκτραγωδούνται η αμάθεια του κλήρου, η υποτέλεια του Πατριαρχείου στον Σουλτάνο, οι… αγοραπωλησίες των επισκοπικών θέσεων που κατέληγαν σε βαριά φορολόγηση του ποιμνίου με «σαρανταλείτουργα, ψυχομερίδια και διάφορα άλλα ονόματα [που] εχρησίμευον ως πρόφασις αργυρολογίας», αλλά και η δυσανάλογη αριθμητική σχέση ιερέων και μοναχών ως προς τους κατοίκους του ελληνικού βασιλείου. Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, η επιτροπή προτείνει τη διοικητική απόσπαση της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, την επικυριαρχία της βασιλικής εξουσίας («διότι εκρίναμεν πράγμα πάντη ασύμφορον και επικίνδυνον εις την κοινωνίαν […] την ανεξαρτησίαν της Εκκλησίας από της κοσμικής αρχής»), την ανάληψη της μισθοδοσίας των κληρικών από το κράτος και την περικοπή του αριθμού μονών και μοναχών και την εκμετάλλευση της μοναστηριακής περιουσίας. Η έκθεση αυτή χρησιμοποιήθηκε από την Αντιβασιλεία για την επίτευξη της αυτοκεφαλίας (που το Πατριαρχείο αναγνώρισε μόλις το 1850, θεωρώντας έως τότε την ελλαδική Εκκλησία «αιρετική»), αλλά παραμένει μέχρι σήμερα ενδιαφέρουσα και τολμηρή, όπως επισημαίνει στον πρόλογό του ο καθηγητής Αριστείδης Χατζής, τοποθετώντας το κείμενο στα ιστορικά του συμφραζόμενα.
Λεωνίδας Μοίρας, Η Μεγάλη Ιδέα από την πλευρά των Οθωμανών, Τόπος
Πώς αντιλήφθηκαν τον ελληνικό αλυτρωτισμό ο σουλτάνος και η γραφειοκρατική ελίτ της Υψηλής Πύλης, αλλά και ευρύτερα η οθωμανική διανόηση, μετά το τέλος της Επανάστασης και τη δημιουργία του «σπιθαμιαίου Βασιλείου»; Ποιες υπήρξαν οι αντιδράσεις τους σε στρατιωτικό, πολιτικό, ιδεολογικό και διπλωματικό επίπεδο, προκειμένου να αποσοβηθούν κλυδωνισμοί εξαιτίας της «Μεγάλης Ιδέας», οι οποίοι μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη του πολιτικού οικοδομήματος της πολυεθνικής αυτοκρατορίας; Θέτοντας αυτά τα ερωτήματα, ο συγγραφέας, ιστορικός της Οθωμανικής Ιστορίας, επιχειρεί την ανασκευή των παραδοσιακών προσεγγίσεων της ελληνικής και της τουρκικής ιστοριογραφίας και, αποφεύγοντας μια στείρα αφήγηση των διπλωματικών σχέσεων των δύο κρατών (και πολύ περισσότερο τον θρήνο για «τα ιστορικά δικαιώματα της Ελλάδας στον χώρο της καθ’ ημάς Ανατολής»), μέσα από τη «συνομιλία» ελληνικών και οθωμανικών πηγών, μελετά το πώς οι Οθωμανοί αξιολόγησαν την αλυτρωτική ρητορική και πολιτική των Ελλήνων. Η μελέτη εκκινεί στα 1839, έτος το οποίο θεωρείται αφετηρία του Τανζιμάτ, της περιόδου κατά την οποία οι αξιωματούχοι της Πύλης επιχείρησαν τη ριζική αναδιάρθρωση των αυτοκρατορικών δομών, και παρακολουθεί τις οθωμανικές θεωρήσεις και αντιδράσεις στον ελληνικό αλυτρωτισμό έως το 1869, λίγο πριν την αναγνώριση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και τη συνακόλουθη αλλαγή του πεδίου σύγκρουσης των εθνικισμών στον χώρο της Αυτοκρατορίας. Έτσι, αρχικά εξετάζεται η περίοδος 1839-1844, όταν η οθωμανική εξουσία επιχειρούσε να επαναχαράξει τις σχέσεις της με τους μη μουσουλμάνους υπηκόους της. Καταγράφονται οι οθωμανικές θεωρήσεις απέναντι στις πρώιμες απόπειρες του ελληνικού βασιλείου να διευρύνει την εδαφική του επικράτεια εις βάρος της Αυτοκρατορίας, απέναντι σε γεγονότα όπως η αποκάλυψη των επαναστατικών σχεδίων της Φιλορθόδοξης Εταιρείας, η άρνηση της Ελλάδας να επικυρώσει την ελληνοθωμανική Συνθήκη Εμπορίου (1840), οι εξεγέρσεις στην Κρήτη, στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία (1841) και οι συνεχείς παραβιάσεις της ελληνοθωμανικής μεθορίου. Στη συνέχεια, αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο αξιολόγησαν οι Οθωμανοί τις επεκτατικές βλέψεις της Ελλάδας μετά την εμφάνιση του όρου «Μεγάλη Ιδέα» στο πρώτο ελληνικό κοινοβούλιο και την όξυνση στις σχέσεις των δύο κρατών, καθώς και οι οθωμανικές προσλήψεις των ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1848. Ακόμη, εξετάζεται η σοβαρή κρίση στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856), που από τους Έλληνες αξιολογήθηκε ως κατάλληλη ευκαιρία για την ανασύσταση του Βυζαντίου, κάτι που εκφράστηκε έμπρακτα με τα επαναστατικά κινήματα στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία (1854). Τέλος, εξετάζονται οι προσπάθειες των Οθωμανών να ερμηνεύσουν τα αίτια της Κρητικής Επανάστασης (1866-1869) και να αποκαταστήσουν την τάξη στην περιοχή.
Ηρακλής Παναγούλης, Ανεβοκατεβαίνοντας κλίμακες, Εκδόσεις των Συναδέλφων
Προϊόν, αφενός, του εγκλεισμού κατά τη διάρκεια της πανδημίας και, αφετέρου, της ανάγκης το ακαδημαϊκό γράψιμο να διευρυνθεί με περισσότερο προσωπικούς αφηγηματικούς τρόπους, η ανά χείρας μελέτη διατηρεί έναν υβριδικό χαρακτήρα που δικαιολογεί απόλυτα τον τίτλο της. Αντικείμενό της οι κάθε είδους μετακινήσεις, καθώς και η βασική προϋπόθεση της πραγματοποίησής τους, οι δρόμοι, οι οποίοι αποτελούν ταυτόχρονα προϋπόθεση για την πραγματοποίηση συνδέσεων και την ανάπτυξη σχέσεων. Πυρήνας της οι δρόμοι της Πελοποννήσου την περίοδο της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, κατά τον ύστερο 18ο και τον αρχόμενο 19ο αιώνα. Φορείς κάθε είδους μετακίνησης (εμπορευμάτων, στρατευμάτων, εργαζομένων, προσφύγων, ασθενειών κ.ά.), οι δρόμοι τοποθετούνται από τον συγγραφέα στο γεωφυσικό τους ανάγλυφο, εξετάζονται οι κατευθύνσεις τους, οι στενοί είσοδοι, οι γέφυρες, αλλά και όλες οι άλλες υποδομές που προσφέρουν βατότητα και ασφάλεια στον μετακινούμενο: δερβένια, χάνια, ταχυδρομικοί σταθμοί κ.λπ. Στη συνέχεια, ο συγγραφέας τοποθετεί το αντικείμενο της μελέτης του στο πλέγμα σχέσεων μέσα στο οποίο υφίσταται και από το οποίο εξαρτάται: την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις διοικητικές της αρχές, τον τοπικό πληθυσμό, τους οικισμούς του και τις παραγωγικές του δραστηριότητες. Ανταποκρινόμενο σε αυτό το πλέγμα σχέσεων, το οδικό δίκτυο διαμορφώνει τον ίδιο τον χώρο τον οποίο καλείται να ενώσει, δίνοντας διαφορετικές μορφές στην οργάνωση του πελοποννησιακού χώρου. Αλλάζοντας κλίμακα, τόσο χωρική όσο και χρονική, επικεντρώνει το ερευνητικό του βλέμμα στη συνέχεια σε έναν συγκεκριμένο πελοποννησιακό οικισμό, τη γενέθλια Δίρβη, στα όρια των νομών Αχαΐας και Ηλείας. Κινούμενος εδώ μεταξύ γεωγραφίας και εθνογραφίας, ο συγγραφέας εξετάζει τη συγκρότηση του οικισμού μέσα στο χρόνο κάτω από την επίδραση του δρόμου που τον ενώνει με τις γύρω μεγάλες πόλεις, την Πάτρα και τον Πύργο, συνθέτοντας στη συνέχεια ένα εξαιρετικό δοκίμιο αυτο-εθνογραφίας για τον ίδιο και την οικογένειά του και τον τρόπο που η εξέλιξη των μετακινήσεων μετασχημάτισε την οικονομική δραστηριότητα της οικογένειάς του στους τομείς του εμπορίου και της τυροκομίας. Τέλος, στο τρίτο μέρος της μελέτης απομακρύνεται από τη Δίρβη και την Πελοπόννησο, για να περάσει στο μακροεπίπεδο, εκείνο των δικτύων, οδικών, αλλά και ενεργειακών, οικονομικών κ.ά., τόσο σε πανελλήνιο όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώνοντας γεωγραφίες και εξαφανίζοντας «αδύναμα αποτυπώματα».