“Η έμπιστος συκιά” (της Δώρας Μέντη)

0
337
Μία από τις 16 Υδατογραφίες της Κατερίνας Καρούλια που κοσμούν το βιβλίο.

 

της Δώρας Μέντη

Έχει περάσει  ένας χρόνος από την κυκλοφορία του πανέμνοστου αυτού βιβλίου, της τρίγλωσσης συλλεκτικής έκδοσης, που αποτελεί τη δέκατη ποιητική συλλογή του Αντώνη Δ. Σκιαθά. Κι επειδή  άπαξ και κρατήσεις το βιβλίο αυτό στα χέρια σου σε κερδίζει, σε κάνει αμέσως ένοικο πλάι στην πιστή συκιά του, θα ασχοληθώ αποκλειστικά με αυτό και δεν θα ρίξω στα προηγούμενα το βλέμμα μου, στη σαραντάχρονη σχεδόν ποιητική πορεία του δημιουργού του.

Η προσοχή μου αμέσως εστιάζεται στη χλωρίδα και τα νησιά της πατρίδας μας που  μέσα από νοσταλγικές πραγματικές εικόνες φτιάχνουν μία ιδιότυπη κοιτίδα, έναν παραδεισένιο βιότοπο εντός του οποίου κινούνται σχεδόν στο σύνολό τους οι ζωγραφικές μορφές που φιλοτέχνησε η Κατερίνα Καρούλια, αποδίδοντας έξοχα την εμβληματική παιδική ηλικία της ανακάλυψης του κόσμου και της πολυμορφίας της ζωής, μια εδεμική κατάσταση διαρκώς εκτεθειμένη  στα αναπάντητα υπαρξιακά ερωτήματα. Τι ταιριαστά που «ζωγραφίζουν» και οι δύο συντελεστές του βιβλίου τη ζωή με «κιμωλία ποίηση» («Ανάφη»)!, σε μια αγαστή διαδικασία διαμόρφωσης και  ωρίμανσης ιδανικών μορφών και αγαπημένων που αποξηραίνονται αργά μες στους κοιτώνες («Της αγάπης»), μαζί με  τη

λεβάντα, το θυμάρι, τα άγρια άνθη

του φασκόμηλου

απ’ τις ομόκεντρες

αντηλιές μας στη νήσο Σύμη.

Η αποτύπωση του ελληνοκεντρικού θέρους, «πλανόδιον πωλών επί πιστώσει θέρος» («Μονοσύλλαβο ημερολόγιο»), με τον Ηνίοχο να δρασκελά  σπονδύλους αρχαίων ναών («Ιδρωμένες μέρες») συνέχει κατά κύριο λόγο την ανθρωπογεωγραφία των όντων, των ψυχών και των φυτών που αισθηματοποιούνται ολόδροσα μες στα νησιωτικά συμπλέγματα, εκεί όπου «ν’ αγαπηθούμε πέπρωται» («Της αγάπης»). Η αιγαιοπελαγίτικη αύρα του Ελύτη ανεμίζει μεσίστια και τα νησιά ουσιαστικά συναγωνίζονται μέσα από τα χρώματα του ήλιου και της θάλασσας, τα αρώματα των λουλουδιών και των καρπών τους. Από τις αντηλιές της Σύμης και τα απογεύματα της Αστυπάλαιας ως τα ακρωτήρια της Δήλου και τα κύματα μεταξύ Αμοργού και Ανάφης, ο τόπος «αχνίζει θυμάρι» («Ιδρωμένες μέρες») και εκεί μας βρίσκει η θάλασσα («Ανάφη»):

στα λαξεμένα αρμυρίκια ψηλά στα βράχια

να σπάμε τις σκιές των σύννεφων,

με δίκταμο και μέντα.

Περνώντας από τα μυρωμένα τοπία της πατρίδας το βλέμμα εξακτινώνεται και σχηματίζει νοερά μιαν Αιγηίδα, σε μια θραυσματική αναπαράσταση γενέσεως που ορίζεται από τον αρχαίο μύθο και «τους πρόωρους βίους των Αργοναυτών» («Πλανόδιος μουσικός») και απολήγει σε σύγχρονα ιστορικά και κοινωνικά τεκταινόμενα. Από τη μια μεριά η απώλεια της Ιωνίας και το μοιρολόι της Σαπφώς («Το μοιρολόι της Σαπφώς») και από την άλλη ο «δύστροπος μεσαίωνας» που μοιάζει να ξημερώνει στις μέρες μας («Ένοχοι δανεισμοί»). Ο ποιητής, «εκεί στην ωμοπλάτη του Αιγαίου», γίνεται ο διαχρονικός αφηγητής της μυστηριακής αυτής αίσθησης η οποία εμπερικλείει ποικίλες εμπειρίες από τα προσωπικά βιώματα και τις αναμνήσεις τους ως τον «μνησιπήμονα πόνο» της εθνικής και της κοινωνικής μας συνείδησης. Μοιράζεται τον βίο του Ιάσονα, ενός γιατρού από την Τασκένδη σταθερού ένοικου στο λιμανήσιο καφενείο του Αρμένη, ο οποίος στο γύρισμα του αιώνα επιμένει «με το ξύλινο κουτί να παίζει Τσαϊκόφσκυ», προσβλέποντας σε μια αθέατη αγγελοπουλική πατρίδα «σ’ αυτούς που ’χασαν την πατρίδα, / σ’ αυτούς που τη βρήκαν ξένη» («Το καφενείο του Αρμένη», Χαίρε αιώνα, 2002).

Ατομικά, εποπτεύει σε βάθος χρόνου την περιοχή από  τη θέση άλλοτε του πλάνητα («Πλανόδιος μουσικός») και άλλοτε του ριζωμένου σε έναν βράχο, ενός  φαροφύλακα που παρακολουθεί με  αγωνία και καταγράφει τα πάθη («Ο πνιγμένος φαροφύλακας»):

Μικρός την είδε γεμάτη αίματα

να φεύγει από την Σμύρνη,

τώρα τη βρήκε ανοιχτά της Εύβοιας

να καβαλά τα γλαρονήσια,

ν’ ανθίζει από της Σκιάθου τις Κουκουναριές

στο Πήλιο να πνίγει την Βρεφοκρατούσα

στους ύμνους του Θεόφιλου.

Από τη δραστική του παρουσία στις διάφορες φάσεις και τα χρονολογικά επιστρώματα, η αφήγηση συγκρατεί κυρίως τον ερωτικό χαρακτήρα της δημιουργίας μέσα από την πάλη των φυσικών στοιχείων με τα ανθρώπινα φθαρτά δημιουργήματα τα οποία ο ποιητικός λόγος κατεξοχήν μεγαλύνει και δοξάζει («Θνητή προφητεία»):

Την ώρα της ηγεμονίας

                        του ασβέστη

                        η φήμη της ανάστασης

γέννησε ανέπαφα

το φως, το χώμα, το νερό,

τη δόξα.

Μέσα σε αυτό το σύμπαν αναδύεται κυρίαρχη η νησιωτικότητα «της ελιάς, της συκιάς και του κυπαρισιού» βγαλμένη από τον «Ήλιο τον πρώτο» και τα «Ρω του έρωτα» του Ελύτη. Πρόκειται δηλαδή για ένα παράπλευρο ελυτικό σύμπαν που αναδεικνύει έναν φωτεινό παλιό μα ξαναγεννημένο κόσμο, εκεί όπου ηδονικοί νέοι  μυούνται στην αγγειοπλαστική και άλλες τέχνες για την άσκηση του βίου («Το μαύρο περιδέραιο»). Ο κόσμος αυτός υπάρχει γύρω μας, στην πραγματικότητα όμως αποτελεί μια εκδοχή μόνο του   κοσμικού μύθου ο οποίος διέπει τα πάντα, μια θεώρηση που συντίθεται όχι μόνο με αρχαιογνωστική πρώτη ύλη και ελληνοκεντρικά γνωρίσματα αλλά και με τη βιβλική διάσταση ενός «αιμομίχτη» Θεού («Υπέργηροι δαίμονες») με πολλές αναφορές στη βιβλική παράδοση (Μαρία Μαγδαληνή, Κάιν, Άβελ, Αβραάμ, Ηρωδιάδα). Αυτός ο κόσμος, ο μικρός ο μέγας, έχει χαρακτηριστικά ασκητισμού, απέχει συνειδητά από τον σύγχρονο καταναλωτικό βίο και τείνει ενίοτε προς τη μοναχικότητα «στις ερημιές μου της αγάπης» («Πλανόδιος μουσικός»), καθώς το υποκείμενο αποστασιοποιείται από το γίγνεσθαι και συστρέφεται μέσα στο είναι, στη «διπλομοναξιά» της ποίησης («Ανθοφορίες ύπνων»).

Κοινωνικά, το υποκείμενο αναφέρεται σταθερά στο παρόν  και καταγράφει την πορεία του χρόνου και της ιστορίας του πολιτισμού σαν σε κατάστιχο «θνητής προφητείας», το οποίο χρονολογείται από την εποχή του «Πανίσχυρου Προμηθέα» («Θνητή προφητεία») ενώ χαρακτηρίζεται γενικότερα από μια θεολογική αμφισβήτηση, με επίκεντρο την Παλιά που αντικαθίσταται από την «πιο Καινή Διαθήκη». Επιφορτισμένος σταθερά με τον δευτερογενή αυτόν ρόλο, να καταγράφει «ίχνη ανθρώπων» και απόγονος, αν και μακρινός, της «γκαστρωμένης δόξας του Ομήρου» («Θνητή προφητεία») ο αφηγητής μαρτυρά επιλεκτικά τα συμβαίνοντα στη γη, εποπτεύει τη θάλασσα μα ο ουρανός   παραμένει «ξυράφι» για τη θνητή και φορτωμένη με ανομίες ύπαρξη («Ξυράφι ο Ουρανός»). Γι’ αυτό το λόγο η  διακριτική σύνδεση με τη μορφή ενός Ιούδα που βασανίζεται όχι τόσο από μεταφυσικά όσο από σημερινά υπαρξιακά  ερωτήματα αποκαλύπτει βαθύτερες αντιστοιχίες και ανασημασιοδοτεί το λογοτεχνικό πρόσωπο. Από τη μια μεριά εμπλέκεται με την «υπερτιμημένη συνείδηση» του αφηγητή («Ανθοφορίες ύπνων»)  και από την άλλη δεν μπορεί να βρει μια κάποια, υπαγορευμένη ή απονενοημένη, λύση («Ξυράφι ο ουρανός») μέσα στον σύγχρονο καταναλωτικό βίο:

Πόθησα ως τους αγκώνες

                        αυτού του σκοταδιού, ακουμπισμένους στα ερείπια

                        ενός μεγάλου κάστρου της Μάνης να

                        τ’ άστρα της Μονεμβασιάς κρύβουνε

                        στα νεύματα των υπερασπιστών τους

                        πριν στα πηγάδια πέσουν.

 

Διεφθαρμένοι αγροφύλακες και

                        οικοπεδοφάγοι πια μεσίτες

                        κι αυτό το βράδυ έκοβαν

                        τα κλαδιά της συκιάς.

Συνδεδεμένο ή μη με τον Ιούδα, η συκιά είναι το βασικό δέντρο αναφοράς, ο πιο πιστός ένοικος  («Η έμπιστος συκιά») της ποιητικής συλλογής. Δέντρο με τους γλυκούς καρπούς του θέρους, βαθύσκιο ή γυμνό ανά τις εποχές δεσπόζει ανάμεσα στην πυκνή μεσογειακή βλάστηση και την ανθρωπολογική εικόνα των ποιημάτων. Αν και εδώ έχει προηγηθεί η ύστατη ελυτική «Συνταγή για τη συκιά στη Σκύρο ή στη Σίκινο» (Εκ του πλησίον, 1998), η συκιά εδώ γίνεται ένα προσωπικό σημείο: έμπιστος φύλακας  του σπιτιού, στοιχειό του κήπου και των αναμνήσεων, αποθετήριο ψυχών και σωμάτων ενός αέναα επαναλαμβανόμενου κύκλου, μιας πολλά υποσχόμενης παράτασης καλοκαιριού («Η έμπιστος συκιά»):

΄Ετσι τελείωσε κι αυτό το καλοκαίρι

            με κεντημένους απήγανους

            μια Κυριακή απόγευμα

            στην Αστυπαλιά,

 

            σ’ ό,τι λευκό

            στου ήλιου τη λαμαρίνα υπήρχε.

 

            Ανυποψίαστοι εμείς φύγαμε

            αφήσαμε όμως μια συκιά

            τα ξώθυρα να ψαχουλεύει

            ή να σκαρφίζεται το θέρος μαραμένο

 

            για ξεχειμώνιασμα το μάνταλο να ψάχνει.

 

            Την εμπιστευτήκαμε

            ότι δεν θα ξεμπουντουλώσει το σπίτι.

 

            Έτσ’ η συκιά χειμώνες-καλοκαίρια

            ν’ ακούει γκιώνηδες και κλάματα πνιχτά

            βράδια έμεινε

            στη σάλα προς της στέρνας τη μεριά

 

            ο μόνος πιστός ένοικος.

                       

info: Αντώνης Δ. Σκιαθάς, Ο μόνος πιστός ένοικος. Με δεκαέξι υδατογραφίες της Κατερίνας Καρούλια, Εκδόσεις Πικραμένος 2018

Προηγούμενο άρθροΤο Ελ Ντοράντο του Φώτη Θαλασσινού (του Αλέξανδρου Στεργιόπουλου)
Επόμενο άρθροΟ δικός μου Παπαδιαμάντης; (της Πόλυς Χατζημανωλάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ