του Γιάννη Ν.Μπασκόζου
Θεωρείται γνωστό ότι η ταυτότητα καθορίζεται από την ετερότητα, από το πώς εκτιθέμεθα στο βλέμμα του άλλου και πώς τελικά μέσα από τον άλλον δομούμε την δική μας ταυτότητα. Τα τελευταία χρόνια πολλές ελληνίδες συγγραφείς, επιλέγουν ηρωίδες, οι οποίες μέσα από την αφήγηση, κυρίως προσωπικών ιστοριών, προσπαθούν να ανακαλύψουν την δική τους ταυτότητα. Από τα διαβάσματα του καλοκαιριού επιλέγω τρεις τέτοιες περιπτώσεις: την Ειρήνη Σταματοπούλου με το μυθιστόρημά της ¨Ψιλή κυριότητα»(Απόπειρα), την Μαριαλένα Σεμιτεκόλου με τη νουβέλα «Οι Κυριακές το καλοκαίρι»(Ίκαρος) και την Θεοδοσία (Θέδα) Καϊδόγλου με το βιωματικό χρονικό «Κενές καταστάσεις» (Απόπειρα). Τρεις ξεχωριστές περιπτώσεις με πρωταγωνίστριες που αναζητούν ή χάνουν την ταυτότητά τους.
Η Λουίζα, η ηρωίδα της Ειρήνης Σταματοπούλου (Ψιλή Κυριότητα) βρίσκεται με τον σύντροφό της στο εξωτερικό όταν μια άγνωστη γυναίκα, η Όλια, της τηλεφωνεί από το δικό της σπίτι. Η Όλια εγκαθίσταται στο ξένο σπίτι και παίρνει τον ρόλο της Λουίζας. Οι πάντες την αναγνωρίζουν ως Λουίζα ακόμα και τα πρόσωπα του στενού συγγενικού της περιβάλλοντος. Το πρώτο ξάφνιασμα διαδέχεται η οργή, η συγκατάβαση και τέλος η συναίνεση.
Η Όλια καταλήγει να είναι το alter ego της Λουίζας. Μέσα από τη σχέση των δύο γυναικών, που αναπτύσσεται τηλεφωνικά, η Λουίζα βλέπει στην Όλια τον εαυτό της, ζει τη ζωή της μέσα από το βλέμμα ενός «ξένου», που είναι όμως η ίδια. Θυμίζει λίγο τον Ουέκφιλντ, τον ήρωα του Ναθάνιελ Χώθορν, που κάποια μέρα εντελώς ξαφνικά εγκαταλείπει το σπίτι του και νοικιάζει ένα διαμέρισμα σε ένα διπλανό δρόμο από το οποίο μπορούσε να παρατηρεί τη ζωή της οικογένειας του χωρίς ο ίδιος να συμμετέχει για είκοσι συναπτά έτη. Η Λουίζα μέσα από αυτή τη σχέση με την Όλια αναζητά τη δική ταυτότητα, καταλαβαίνει ότι δεν της ανήκει ολοκληρωτικά, ότι η ταυτότητα της διαμορφώνεται από τις ζωές των άλλων και από την επίδραση των άλλων στη δική της ζωή. Η αβεβαιότητα, η αγωνία για το ποιος έχει την κατοχή της ταυτότητας, δηλαδή την πλήρη (και όχι μόνον την ψιλή) κυριότητα, η αμφιβολία για το πρόσωπό που έχουμε απέναντι στους άλλους είναι τα μοτίβα που διαπραγματεύεται η συγγραφέας. Το μυθιστόρημα της δημιουργεί ωραία ατμόσφαιρα παραλόγου, μιας αδιαφανούς ανησυχίας, μια διαπραγμάτευση μεταξύ δυο ανθρώπων που το τέλος της σβήνει σε μια αχλή. Πρόκειται για το τρίτο και πιο ώριμο βιβλίο της συγγραφέως.
Η Μαρίνα, η ηρωίδα της Μαριαλένας Σεμιτεκόλου (Οι Κυριακές το καλοκαίρι) είναι μια γυναίκα μόνη, κάποιας μέσης ηλικίας, που διηγείται την ζωή της μέσα από ένα εικοσιτετράωρο μιας ζεστής Κυριακής του Αυγούστου. Πρωί- μεσημέρι- απόγευμα – βράδυ- Δευτέρα πρωί, αυτά είναι τα κεφάλαια στα οποία δεν υπάρχει δράση παρά μόνον η περιφορά της Μαρίνας από τον καναπέ στην κουζίνα και από εκεί στο μπάνιο ή στο μπαλκόνι. Κάνει μικρές κινήσεις, α- νόητες ή απλώς επιβεβλημένες, έχει ένα σώμα να σα να την βαραίνει, που δεν ξέρει πώς να το τοποθετήσει στον χώρο αλλά κυρίως στο χρόνο. Το κυρίαρχο στοιχείο είναι οι σκέψεις και οι μνήμες της. Όχι νοσταλγικές, ούτε τυραννικές ή με κάποια πρόσκαιρη επίδραση τής στιγμής πάνω της. Τις ανασύρει, τις καταμετρά : έρωτες, φιλίες, παιδική ηλικία, εφηβικά ξεσπάσματα σα να τα βλέπει τον εαυτό της σε ταινία, να καθρεφτίζεται απέναντί της. Η ζωή περνά σαν ντοκιμαντέρ μπροστά της και η Μαρίνα την παρατηρεί σα να βλέπει τη ζωή μιας άλλης.
Η ησυχία της Κυριακής όπου όλοι λείπουν, η απραξία της Μαρίνας, το σουλατσάρισμα δίχως σκοπό υποβάλλουν μια ανησυχητική ηρεμία που κάτω της «κάτι» βράζει. Αυτό το «κάτι» προσπαθεί να φωτίσει λογοτεχνικά η συγγραφέας. Είναι η ζωή της Μαρίνας επιτυχημένη, είχε σωστά χειριστεί τον εραστή της, γιατί αγνοεί τις συμβουλές των φίλων της, γιατί δεν κινείται προς τα έξω; Είναι μια καταθλιπτική γυναίκα που αναζητά μια ταυτότητα χαμένη σε παλιές ενέργειες, σε λάθος εκτιμήσεις; Είναι μια ζωή όπως των άλλων και δεν μπορεί να αλλάξει;
H Μαρίνα διαχειρίζεται την τρέχουσα πραγματικότητα με την αντίληψη του αυτιστικού: έτσι έχουν τα πράγματα και δεν αλλάζουν. Επίσης αποστασιοποιημενα αναγνωρίζει και το παρελθόν της. Ακόμα και όταν οι αναμνήσεις της διαθέτουν μια χαλαρή, χαρούμενη διάθεση, όπως η εξιστόρηση γεγονότων από την παιδική της ηλικία με τα ατελείωτα παιχνίδια στη «σπηλιά» με τα πάμπολλα παιδιά της πληθωρικής γειτόνισσας κυρά Ρήνης, τίποτα δεν αλλάζει στη διάθεσή της. Η Μαρίνα χάνει με το χρόνο την ίδια την ταυτότητά της χωρίς κουράγιο να παλέψει να την ανακτήσει. Σύντομη, συνεκτική αφήγηση με λογοτεχνικές αξιοπρόσεκτες αρετές αν και πρωτοεμφανιζόμενη στα γράμματα.
Η ηρωίδα της Θέδας Καϊδόγλου (Κενές Καταστάσεις) καταγράφει στο ημερολόγιο της μια άλλου είδους αναζήτηση ταυτότητας- της ερωτικής. Η αναζήτηση του ερωτικού συντρόφου είναι αυτή που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητά της και οδηγεί την όποια δράση στο αφήγημα της. Με διακεκομμένες καταγραφές σε ακατάστατες χρονικές στιγμές περιγράφει την εσωτερική αναζήτησή της, γιατί τελικά η αναζήτηση του ποιος είναι ή πρέπει να είναι ο ερωτικός της σύντροφος καταλήγει στο ποια είναι αυτή ή ποια θα μπορούσε να είναι.
Διαθέτοντας έναν ισχυρό ναρκισσισμό η ηρωίδα εμφανίζεται άλλοτε ακλόνητη και σταθερή και άλλοτε ευάλωτη, τρύπια και μερικές φορές ανερμάτιστη. Η ζωή της καταναλίσκεται στο να παρακολουθεί μαθήματα δημιουργικής γραφής μέχρι να τα απορρίψει, εξόδους χωρίς διέξοδο στα μπαράκια της πόλης της, ανωφελείς σχέσεις, γιορτές με λάμψη αλλά χωρίς ουσία, φλέρτ στα όρια, αποτυχημένες παρεμβάσεις αλλαγής της ζωής της που μοιάζει να μη μπορεί να βρει το έρμα της.
Ανάμεσα στα κομμάτια τής ζωής της ξεχωρίζει ένα επεισόδιο – θα μπορούσε να είναι μια ξεχωριστή νουβέλα – όταν η ηρωίδα επισκέπτεται το Άμστερνταμ με τον σταθερό σύντροφό της. Επιδιώκει να μείνει ένα βράδυ μόνη της, περιδιαβαίνει στους περιβόητους δρόμους με τι πόρνες στις βιτρίνες και αποφασίζει να νοικιάσει μια τέτοια βιτρίνα για ένα βράδυ. Θα σταθεί, σε αντίθεση με τις άλλες κοπέλες, ντυμένη καθιστή σε μια καρέκλα κρατώντας ένα βιβλίο στο χέρι. Μόνον ένας άνδρας θα την επισκεφθεί. Εδώ η συγγραφέας επιχειρεί την αντιστροφή του μύθου της «Ωραίας της ημέρας» του Ζοζέφ Κεσέλ. Εκεί η αστή Σεβερίν αναζητούσε από κούραση την ηδονή στον έρωτα πηγαίνοντας να δουλέψει στο πορνείο της μαντάμ Αναϊ, αντίθετα η ηρωίδα της Θ.Κ. αναμετριέται με την ταυτότητά της: μήπως είμαι κάτι άλλο, μια πόρνη, μια χαζή, μια ονειροπαρμένη; Αναζητά κάτι που να την συνεπαίρνει, να την κάνει να νοιώθει ζωντανή. Ζητά να χάσει την ταυτότητά της να οικειοποιηθεί μιαν άλλη, πιθανόν πιο αληθινή όσο ποταπή και αν είναι αυτή. Γιατί ο απέραντος ναρκισσισμός της καταπιέζει κάθε άλλη δημιουργική της δύναμη. Αξιοπρόσεκτο αφήγημα ετεροβαρές στην ανάπτυξή του με κορύφωση την ιστορία στο Άμστερνταμ. Είναι το δεύτερο βιβλίο της συγγραφέως – το πρώτο ήταν από καταγραφές της στα κοινωνικά δίκτυα.
Σε αυτές τις τρεις ιστορίες από νέες λογοτέχνιδες (υπάρχουν πολλές άλλες ακόμα στην πρόσφατη παραγωγή στη χώρα μας) η αφήγηση μέσα από την μυθοπλασία δημιουργεί εικόνες της ετερότητας, όπου οι ηρωίδες αναζητούν το πρόσωπό τους μέσα από το πρόσωπο του άλλου ή χάνουν το πρόσωπό τους μέσα από την απώλεια του άλλου. Θα λέγαμε ότι μετά την λεγόμενη γυναικεία ή την φεμινιστική λογοτεχνία της δεκαετίας του ΄70 (αρκούντως αμφισβητημένη και από τις γυναίκες συγγραφείς) αναδύεται μια προσπάθεια ανίχνευσης της σημερινής γυναικείας ταυτότητας από νέες συγγραφείς. Νομίζω ότι η Αν Ενράιτ μια συγγραφέας που έχει κυρίως γυναίκες πρωταγωνίστριες έχει δίκιο όταν υποστηρίζει ότι «υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν είχαν ειπωθεί από γυναίκες και παράλληλα υπήρχαν ελάχιστα πράγματα που οι άντρες δεν είχαν πει» και η όλη φροντίδα της είναι να απαντήσει στο ερώτημα «πόσο και σε ποιο βαθμό μάς ορίζει η υποκειμενικότητά μας».
info:
Ειρήνης Σταματοπούλου, Ψιλή Κυριότητα, Απόπειρα
Μαριαλένα Σεμιτεκόλου, Οι Κυριακές το καλοκαίρι», Ίκαρος
Θέδα Καϊδόγλου, Κενές καταστάσεις,Απόπειρα