της Ελένης Σβορώνου.
Θωμάς το όνομα, Q.BIT το παρατσούκλι του, αφού θα μπορούσε να είναι ένα κβαντικό μπιτ μεταμφιεσμένο σε άνθρωπο. Έτσι λένε φίλοι και συμμαθητές για εκείνον. Μονίμως κολλημένος σε μια οθόνη, tablet, κινητό, υπολογιστή, και πάντα το τελευταίο μοντέλο, ο Θωμάς ζει με τη μητέρα του, αφού ο πατέρας του βρίσκεται μονίμως σε κάποιο επαγγελματικό ταξίδι. Θολό, επίτηδες, αρχικά το επάγγελμα του πατέρα, ασαφές και το επαγγελματικό παρελθόν της μάνας που τώρα είναι μεταφράστρια. Κάποια ενδιαφέρουσα καριέρα μοιάζει να έχει θυσιάσει η μάνα, για χάρη του παιδιού της. Κάπου, κάπως οι γονείς πήραν αντίθετους δρόμους. Η φιγούρα του έφηβου ήρωα προβάλλει από την αρχή του μυθιστορήματος πολύ μοναχική. Σε φλου φόντο γονείς, συμμαθητές, φίλοι. Η παλιά τριάδα των κολλητών, Θωμάς, Χριστίνα, Μανώλης διαρρηγνύεται. Ο Μανώλης έχει μπλέξει με την «οργάνωση» (αποτυπώνεται χωρίς να κατονομάζεται η Χρυσή Αυγή) και ο Θωμάς με τα εικονικά πολεμικά παιχνίδια και το χακάρισμα υπολογιστών που έχει εξελίξει σε βαθμό να θεωρείται παγκόσμιος κίνδυνος. Η Χριστίνα μόνο προσπαθεί να κρατήσει την επαφή με τον Θωμά. Είναι η μόνη που καταλαβαίνει ότι όταν ο φίλος σου αλλάζει, για να μην τον χάσεις εντελώς, πρέπει να δείξεις ευελιξία. Να είσαι κάπου εκεί κοντά.
Η ιστορία ξεκινά με μια σκηνή που μοιάζει να είναι η κορύφωση της περιπέτειας: τη θεαματική σύλληψη του Θωμά –περιπολικά κι ένα ελικόπτερο έχουν περικυκλώσει το σπίτι του από στεριά και από αέρα. Ο Θωμάς δρα αστραπιαία και ψύχραιμα. Δίνει στη μάνα του το «μωρό», τον σκληρό δίσκο του υπολογιστή του, μαζί με ένα φύλλο οδηγιών πώς θα τον φυγαδεύσει με ασφάλεια στην Χριστίνα. Ο ίδιος βγαίνει να αντιμετωπίσει τους διώκτες του με απόλυτο έλεγχο των κινήσεών του. Σαν ηθοποιός που ετοιμάζεται να βγει να παίξει στη σκηνή. Γιατί είναι ο ίδιος που τους έχει προκαλέσει. Λειτουργεί βάσει σχεδίου. Σκηνοθετεί τη ζωή του ή έτσι νομίζει τουλάχιστο. Δεν φαντάζεται πόσο εκτός ελέγχου θα βγει αυτή η ιστορία.
Ο «κυβερνοράμπο», λοιπόν, ο «μικρός παγκόσμιος κίνδυνος» διώκεται για ηλεκτρονικό έγκλημα. Και το πρώτο πράγμα που κάνει, μόλις τεθεί υπό κράτηση, είναι να στείλει μήνυμα σε έναν σκοτσέζο διευθυντή σχεδιασμού ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Αυτής ακριβώς της εταιρείας που ο Θωμάς έχει χακάρει τόσο ώστε να αισθάνεται ότι την έχει στο χέρι. Ο σκοτσέζος πράγματι έρχεται αμέσως κι ο Θωμάς μπορεί να βάλει μπρος το σχέδιό του. Θέλει να ταξιδέψει στον χρόνο με τη βοήθεια ενός παιχνιδιού, του «Παίζω μόνος μου», που βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο, έμπνευση του σκοτσέζου. Και πιο συγκεκριμένα θέλει να πάει στην Ελλάδα της Κατοχής, στο χωριό Κλωνάρι της Πελοποννήσου. Γιατί η Χριστίνα είχε γράψει, σε σχετική έκθεση που τους έβαλε η φιλόλογος στο σχολείο, για την αντίσταση των παιδιών στην Κατοχή, από εμπειρίες της δικής της οικογένειας. Ο Μανώλης, στην έκθεση, είχε αμφισβητήσει τα εγκλήματα των Γερμανών και ο Θωμάς μακάριζε τα παιδιά-ήρωες της Κατοχής. Σήμερα η αδρεναλίνη ανεβαίνει μόνο στους εικονικούς πολέμους της οθόνης, έγραψε. Θυμωμένη η καθηγήτρια του είπε ότι ελπίζει να καταλάβει τι σημαίνει αληθινός πόλεμος. Ο Θωμάς σήκωσε το γάντι. Έβαλε στοίχημα μαζί της πως θα ζήσει έναν αληθινό πόλεμο.
Κι έτσι ο Θωμάς, χρησιμοποιώντας τη δύναμη και την επιρροή του στον σκοτσέζο, θα μεταφερθεί στο Κλωνάρι της Κατοχής και θα ζήσει «πράγματι» την τραγικότητα του πολέμου. Και θα αλλάξει με τον οδυνηρά ρηξικέλευθο τρόπο που σε αλλάζουν οι δυνατές εμπειρίες της ζωής. Η αντίθεση ανάμεσα στον αποστασιοποιημένο, μπλαζέ ήρωα του πρώτου μέρους του βιβλίου και τον συντετριμμένο αλλά και ερωτευμένο ήρωα του δεύτερου μέρους είναι μεγάλη. Όχι μόνο έχει καταλάβει τι σημαίνει πόλεμος, τι σημαίνει να έχει θυσιαστεί κάποιος για σένα κι εσύ να λυγίζεις κάτω από το βάρος αυτού του φορτίου, όχι μόνο έχει καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα σε έναν εικονικό και έναν πραγματικό νεκρό, αλλά έχει αποκτήσει, σε κβαντικό χρόνο, τόσες εμπειρίες ζωής που η βιολογική του ηλικία δεν αντιστοιχεί πια στην πνευματική και συναισθηματική του ηλικία. Πληγωμένος, πικραμένος, οργισμένος, ερωτευμένος, και κυρίως ώριμος και υπεύθυνος θα επιστρέψει στο σήμερα.
Αλλά τι ήταν αυτό που έζησε τελικά; Ήταν εικονικό ή πραγματικό; Ήταν πιόνι σε ένα πείραμα του σκωτσέζου σχεδιαστή του παιχνιδιού ή μήπως αυτενεργούσε; Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα; Ποια είναι τα όρια της εμπειρίας του ανθρώπου στην εποχή της επαυξημένης πραγματικότητας και της κβαντικής φυσικής;
Ο ώριμος πια Θωμάς, που έχει μισήσει τα ψηφιακά παιχνίδια πολέμου, πηγαίνει στο Κλωνάρι να αναζητήσει τα ίχνη της ιστορίας που έζησε και της Ιστορίας.
Πάρα πολλά τα θέματα που θίγει αυτό το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Ηλιόπουλου που φαίνεται κι ο ίδιος, όπως ο ήρωάς του να δίνει ένα στοίχημα. Το στοίχημα για τη μεγάλη φόρμα αφήγησης, με υψηλές απαιτήσεις στη μορφή και το περιεχόμενο. Το οποίο σίγουρα κερδίζει.
Πολυφωνική και πολυπρόσωπη αφήγηση, εναλλαγή δευτεροπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης, έναρξη ή κλείσιμο κεφαλαίου με απεύθυνση του συγγραφέα προς τον εκάστοτε ήρωα, σύνθεση ιστορικών στοιχείων με μυθοπλασία και κλιμάκωση της πλοκής ώστε να συμμετέχει ο αναγνώστης, μαζί με τον Θωμά, σε ένα ολισθηρό, ανησυχητικό και μετέωρο χρόνο ανάμεσα στο τώρα και το τότε, το αληθινό και το εικονικό, είναι ψηφίδες στο σύνθετο ψηφιδωτό της τεχνικής του.
Απαιτητικής μορφής μυθιστόρημα, λοιπόν, όπου τίποτα δεν είναι τυχαίο. Το ίδιο το όνομα του ήρωα ανακαλεί τον άπιστο Θωμά. Και πράγματι μια πληγή στο σώμα του, από την παραλίγο θανάσιμη περιπέτεια που έζησε στην Κατοχή, θα παίξει τον ρόλο του τεκμήριου. Τεκμήριου όμως γιατί; Αρκεί ένα σημάδι στο σώμα για να αποδείξει το αδιανόητο ταξίδι στον χρόνο; Τραγικός ήρωας ο Θωμάς ανακαλύπτει ότι δεν είναι έρμαιο στο πείραμα του σκοτσέζου σχεδιαστή παιχνιδιών. Ο Θωμάς μόνος του αποφάσιζε, μόνος του κινούσε τον εαυτό του-πιόνι σε αυτό το ταξίδι. Αυτό ακριβώς τον καθιστά «τραγικό» και «ήρωα». Μόνο από τον εαυτό του καλείται να ελευθερωθεί και αυτό το πετυχαίνει μέσα από τη γνώση.
Βασικό θέμα λοιπόν του βιβλίου είναι ο καθοριστικός ρόλος που παίζει η γνώση της Ιστορίας για πορευτεί κανείς με ασφάλεια στη ζωή. Αλλιώς ταξιδεύει δίχως πυξίδα. Η αλήθεια με την μετα-αλήθεια, και η Ιστορία με την ψευδο-ιστορία μπερδεύονται και καταλήγεις ανερμάτιστος, καρικατούρα, τυφλός οπαδός, ανόητος και ίσως τρομακτικός, όπως είχε αρχίσει να γίνεται ο Μανώλης. Οι προκλήσεις που θέτει η επιστήμη και η τεχνολογία, από την άλλη, που καταλύουν τα εμφανή όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το εικονικό, τον εαυτό μας και το avatar του, καθιστούν το ζήτημα της αναζήτησης της αλήθειας πιο σύνθετο. Όσο πιο δαιδαλώδης όμως γίνεται ο λαβύρινθος της μετά-την-αλήθεια, ψηφιακής εποχής εποχής μας, τόσο μεγαλύτερη σημασία αποκτά η γνώση, η έρευνα, το βιβλίο, η Ιστορία. Δεν είναι τυχαίο που ένα από τα σημαντικά πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι ένας παλαιοβιβλιοπώλης .
Συγκινητικό, συναρπαστικό, επίκαιρο και πρωτότυπο, το εφηβικό μυθιστόρημα του Βαγγέλη Ηλιόπουλο κινείται λίγο στο κλίμα των «φάνταζι», των πολυπρόσωπων και πολύτομων μυθιστορημάτων φαντασίας, αλλά είναι τελικά ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με γερές ρίζες στο εδώ και τώρα της σύγχρονης εφηβικής ζωής. Κι αν το μέλλον, όπως λένε, έρχεται από το παρελθόν, ο συγγραφέας προτείνει να χτίσουμε το σπίτι του μέλλοντος σε γερά θεμέλια.
Υποψήφιος φέτος για το βραβείο της IBBY, ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος αποδεικνύεται συνεπής στις αρχές του (σεβασμός στους ηλικιωμένους, στην Ιστορία και τις ιστορίες που έχουν να αφηγηθούν, σεβασμός στη φιλία, στις σχέσεις, στον άνθρωπο τελικά), που διέπουν όλα του τα βιβλία, και συνεπής υπηρέτης της παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας. Δεν επαναπαύεται. Πειραματίζεται με τη φόρμα, απαντά στην πρόκληση της πολυπλοκότητας του κόσμου μας με τις σταθερές αξίες του ανθρωπισμού και δείχνει τον δρόμο. Ακόμη και αν σε κάποια σημεία οι αρχές του παρουσιάζονται πιο φανερά από όσο ίσως θα έπρεπε, χαλάλι του. Γιατί ακόμη και αυτά τα σημεία αποδίδονται με μια αλήθεια. Την αλήθεια που έχει η φωνή αυτού που διδάσκει με αγάπη.
INFO
Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Θωμάς Q.BIT, εκδ. Πατάκη, 2017
Ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος στο μυαλό των περισσοτέρων έχει καταγραφεί ως ο συγγραφέας των μικρών παιδιών. Οι ιστορίες του, εικονογραφημένες, σε σειρές συνήθως, είναι σύντομες και εστιάζουν σε παιδικά ζητήματα ή σε γενικότερα ζητήματα για τα οποία καλο είναι να μαθαίνουν τα παιδιά την ύπσρξή τους. Ο Θωμάς είναι το τέταρτο μυθιστόρημά του και το πιο απαιτητικό και φιλόδοξο! Πρώτα απ’ όλα απευθύνεται στο δύσκολο εφηβικό κοινό, και ως σύνθεση είναι εξαιρετικά ισορροπημένο και ενδιαφέρον. Η κριτική της Ελένης Σβορώνου είναι απολύτως κατατοπιστική. Θα ήθελα ακόμα να προσθέσω το εξής: ο Ηλιόπουλος μπορεί να αργεί να γράψει μυθιστόρημα, αλλά δεν κάθεται στις δάφνες του. Η γραφή του έχει ωριμάσει από πολλές πλευρές! Από την απλή αφήγηση χαριτωμένων παιδικών ιστοριών πέρασε στην απαιτητική συμπύκνωση και την ποιητικότητα των έργων της σειράς Μικρά Βήματα-Μεγάλοι Δρόμοι, με κείμενα που μιλούν σε κάθε ηλικία, και τώρα σε ένα μυθιστόρημα εξαιρετικά πρωτότυπο για τα ελληνικά δεδομένα. Δεν θα σταθώ στο μπρος πίσω στο χρόνο που είναι συνηθισμένος τρόπος γραφής για να εμπλουτίζονται τα μυθιστορήματα, αλλά στο πως δένονται η τεχνολογία και η χρήση της που οδηγούν στις αμφιβολίες που γεννιούνται στους αναγνώστες και στον ήρωα από την εικονική πραγματικότητα στην οποία ζει (;). Όλα τα παραπάνω, δηλαδή ο θεματολογικός πυρήνας του μυθιστορήματος, θεωρούνται από πολλούς ‘μοντέρνα’. Αλλού καταλήγουν κακοχωνεμένο προϊόν μιμητισμού. Στην περίπτωση του Ηλιόπουλου αυτό το μοντέρνο, το νέο, δεν είναι προσχηματικό! Είναι ταυτόχρονα ο καμβάς για τη σύνθεση και τα συστατικά της.