της Σωτηρίας Καλασαρίδου.
Πόσο περιορισμένα και ρευστά είναι τα όρια συνύπαρξης ανάμεσα στην Επιστήμη και την Ηθική; Σε ποιον βαθμό η Επιστήμη είναι δυνατό να αποτελέσει την κεντρομόλο δύναμη ενός ευρύτερου συλλογικού φαντασιακού που είτε μπορεί να απεγκλωβίσει ένα ανεσταλμένο φορτίο ελπίδας αναφορικά με την πορεία και την εξέλιξη της ανθρωπότητας είτε αντίστροφα να εξαλλαγεί σε μια εφιαλτική δυστοπία; Τα παραπάνω ερωτήματα αποτελούν δύο από τους κύριους νευραλγικούς άξονες πραγμάτευσης του θεατρικού έργου του γερμανόφωνου Ελβετού συγγραφέα Φρήντριχ Ντύρρενματτ (Friedrich Dürrenmatt) που τιτλοφορείται Οι Φυσικοί, και το οποίο κυκλοφόρησε το καλοκαίρι (Ιούλιος 2017) από τις εκδόσεις Ροές σε μετάφραση, εισαγωγή και επίμετρο της Μάρθας Κουτσιούμπα – Παιονίδη.
Ας ακολουθήσουμε το νήμα της πλοκής από την αρχή, σκιαγραφώντας ταυτόχρονα και τα σκηνικά του έργου: τρεις φυσικοί, τρόφιμοι ενός πολυτελούς ιδιωτικού ψυχιατρείου, διαπράττουν από ένα έγκλημα ο καθένας «εντός των τειχών» του ιδρύματος σε μια προσπάθεια να κρύψουν την πραγματική τους ταυτότητα. Σημαίνουσα θέση στον θίασο κατέχει και η διευθύντρια του ιδρύματος, η οποία στο τέλος του έργου μας αποκαλύπτει τον πραγματικό της ρόλο που είναι επίσης διαφορετικός από αυτόν που υποδυόταν αρχικά.
Ο Ντύρρενματτ γράφει το έργο του στον απόηχο του Ψυχρού Πολέμου και των ανακαλύψεων που επακολούθησαν αναφορικά με την πυρηνική ενέργεια, ζήτημα που βεβαίως ακόμη και στις μέρες μας κατατρύχει την ανθρωπότητα. Ταυτόχρονα όμως, το έργο του Ντύρρενματτ μοιάζει να είναι σήμερα επίκαιρο σε έναν βαθμό υπερθετικό δεδομένου ότι πολλά από τα επιτεύγματα της Επιστήμης και της τεχνολογίας έχουν στραφεί ενάντια σε κάθε ιδιωτικότητα και έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την κυριαρχία των εμμονών και των πολιτισμικών αταβισμών, των πολιτικών σκοπιμοτήτων και την ιδεολογική εργαλειοποίηση του φόβου. Τα κομβικά στοιχεία που συγκροτούν έναν τέτοιον προβληματισμό συνθέτουν ταυτόχρονα και την εικόνα μιας κουλτούρας στην οποία υπερθεματίζεται η επιστημονικοποίηση του τρόμου, οδηγώντας μοιραία στην καλλιέργεια της μισαλλοδοξίας και στην καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το τραγικό στο κείμενο του Ντύρρενματτ είναι συνυφασμένο με το κωμικό στοιχείο, συνθήκη που επιτείνει στο έπακρο τόσο την τραγικότητα των ηρώων όσο βέβαια και της ίδιας της πλοκής του θεατρικού έργου. Η σκωπτικότητα του ύφους κινείται ανάμεσα στο γκροτέσκο και στην ειρωνική γελοιογραφία, ενώ προς αυτήν την κατεύθυνση, της επίρρωσης δηλαδή της τραγικότητας, κατατείνει και η χρήση από τον συγγραφέα των στοιχείων του «προσωπείου», της κρυμμένης ταυτότητας, και του διπλού εαυτού. Οι τρεις φυσικοί μοιάζουν να είναι δισυπόστατοι σαν τον Δόκτορα Τζέκιλ και τον Μίστερ Χάιντ, στον βαθμό που κανείς εκ των τριών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως θετικός ήρωας ή μόνο ως αντιήρωας αλλά και κανείς τους δεν είναι ουδέτερος παρατηρητής της δράσης που εξελίσσεται σε δύο επίπεδα: επάνω στη σκηνή με τις πράξεις των πρωταγωνιστών και στο παρασκήνιο, πίσω από τις περίκλειστες πόρτες των δωματίων τους, όπου και εξελίσσονται τα σκοτεινά σχέδια του καθενός. Οι πρωταγωνιστές του έργου δηλαδή είναι φορείς μιας ρευστής ταυτότητας και μέσω των εναλλαγών των ρόλων αποκαλύπτονται στην κορύφωση του έργου όλοι με διπλές ταυτότητες, αγγίζοντας τα όρια ενός κατασκοπικού θρίλερ δωματίου με μεγάλες δόσεις χιτσκοκικού σασπένς.
Η ιδεολογία των ιδεών εν προκειμένω στον Ντύρρενματτ συμβαδίζει με την ιδεολογία της μορφής στον βαθμό που οι ανατροπές στην πλοκή και ο χαμαιλεοντισμός της ταυτότητας των πρωταγωνιστών υποστηρίζονται από τους γοργούς διαλόγους και τον ασθματικό ρυθμό ― δεν υπάρχουν δηλαδή μακροσκελείς μονόλογοι παρεκτός σε ελάχιστα σημεία ― προικοδοτώντας το κείμενο με ζωντάνια και κερδίζοντας την προσοχή του θεατή. Πέρα και πάνω από όλα όμως, το κείμενο του Ντύρρενματτ είναι μια ανεξάντλητη πηγή δημιουργίας ερωτημάτων, μια μήτρα παραγωγής προβληματισμών αναφορικά με την έννοια της συλλογικής ευθύνης και της αναγωγής του μερικού στο σύνολο σε ό,τι αφορά τη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη βελτιστοποίηση της ανθρώπινης ζωής. Μολονότι όμως ο συγγραφέας στηλιτεύει την αλόγιστη χρήση της Επιστήμης, εντούτοις ούτε «κλαίει πάνω από το χυμένο γάλα» για τη ματαίωση των προσδοκιών ούτε και εμφορείται από οπτισμό για τη βέλτιστη Ηθική πολλών επιστημόνων. Γι’ αυτόν τον λόγο επιλέγει να δώσει στο έργο του ένα τέλος χωρίς έτοιμες απαντήσεις αλλά γεμάτο από ζητούμενα, επιλέγει ένα τέλος ανοιχτό που μελλοντικά θα μπορεί να γραφτεί, εάν όλοι το θελήσουμε, διαφορετικά.
info: Φρήντριχ Ντύρρενματτ, Οι Φυσικοί, μετάφραση, εισαγωγή και επίμετρο :Μάρθα Κουτσιούμπα – Παιονίδη, Ροές