Της Έλενας Χουζούρη.
Τα εντοίχια ψηφιδωτά είναι η πιο λαμπρή και εντυπωσιακή μορφή τέχνης της παλαιοχριστιανικής και βυζαντινής εποχής. Μιας εποχής, εν πολλοίς, παρεξηγημένης και ταυτισμένης για μεγάλο διάστημα με τον σκοταδισμό, τη στασιμότητα και τη θεοκρατία, που ευτυχώς από το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα και μετά, άρχισε να προσελκύει το ενδιαφέρον μιας νεώτερης γενιάς ιστορικών βυζαντινολόγων των οποίων οι έρευνες αποκαλύπτουν μια πολύ διαφορετική εικόνα της βυζαντινής μεσαιωνικής εποχής. Σ αυτό το πλαίσιο πιστεύω ότι μπορεί να ενταχθεί και το εξαιρετικά υψηλής ποιότητας βιβλίο «Βυζαντινά ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης -4ος-14ος αιώνας» [εκδ. Καπόν], το οποίο αποτελεί μια μοναδική περιήγηση στην παλαιοχριστιανική και βυζαντινή Θεσσαλονίκη μέσα από μια σειρά εντυπωσιακών εικόνων και εξαιρετικού ενδιαφέροντος κειμένων διαπρεπών Ελλήνων βυζαντινολόγων. Η περιήγηση αυτή αναδεικνύει επίσης μια μακρά περίοδο κατά την οποία η Θεσσαλονίκη υπήρξε σημαντικότατο πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο, τόσο των ύστερων ρωμαικών χρόνων όσο και των βυζαντινών που ακολούθησαν, χωρίς καμία διακοπή . Έξη είναι τα μνημεία των οποίων τα εντοίχια ψηφιδωτά παρουσιάζονται στο θαυμάσιο αυτό βιβλίο: H Ροτόντα, ο Άγιος Δημήτριος, η Αγία Σοφία, η Αχειροποίητος, η Μονή Λατόμου [‘Οσιος Δαβίδ], και οι Άγιοι Απόστολοι. Κάθε ένα από τα μνημεία αυτά αποτελεί πολιτιστικό και ιστορικό συμφραζόμενο της εποχής στην οποία ανήκει. Η, από την ύστερη ελληνορωμαική- παλαιοχριστιανική αρχαιότητα προερχόμενη, Ροτόντα, έως τους, πρώιμα, αναγεννησιακούς Αγίους Αποστόλους της παλαιολόγειας περιόδου. Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο διαπρεπής βυζαντινολόγος και εκ των συγγραφέων του βιβλίου, Χαράλαμπος Μπακιρτζής στον πρόλογο του: «Στα μνημεία της Θεσσαλονίκης αντιπροσωπεύονται όλες οι περίοδοι της βυζαντινής τέχνης. Τα εντοίχια μάλιστα ψηφιδωτά της είναι αριστουργήματα ανυπολόγιστης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας».
Πρώιμες και αποσπασματικές μορφές της τέχνης του, αρχικά, βοτσαλωτού ψηφιδωτού στα δάπεδα εμφανίζονται από την μυκηναική ακόμη εποχή αλλά με ολοκληρωμένη μορφή τα συναντούμε στα τέλη του 5ου με αρχές του 4ου αιώνα, στις ελληνικές πόλεις της Κορίνθου, των Μεγάρων, της Ολύνθου, της Σικιώνας και άλλων, όπως μας πληροφορεί η Γιώτα Ασημακοπούλου-Ατζακά [«Ψηφιδωτά δάπεδα» UNIVERSITY STUDIO PRESS]. Η τέχνη του βοτσαλωτού ψηφιδωτού στα δάπεδα φτάνει στην ακμή της στα τέλη του 4ου αιώνα π.χ επί Μακεδόνων, στην οποία πρέπει να ανήκει και το πρόσφατα ανακαλυφθέν εντυπωσιακό ψηφιδωτό στην Αμφίπολη. Από τα μέσα του 3ου αιώνα π.χ και καθ’ όλη την ελληνιστική περίοδο περνούμε στην αναβαθμισμένη τεχνική της κομμένης ψηφίδας με υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας έργα. Λίγο αργότερα, οι Ρωμαίοι, βασιζόμενοι στην ελληνιστική παράδοση ,ανέπτυξαν με τη σειρά τους την τέχνη των εντοίχιων ψηφιδωτών με επίσης σπουδαία έργα. Κατά την πρώιμη χριστιανική περίοδο, αυτήν που αποκαλείται παλαιοχριστιανική, και εστιάζεται από τα τέλη του 4ου μ.χ έως και τον 6ο α αιώνα μ.χ, οι ελληνορωμαικές επιδράσεις στα εντοίχια ψηφιδωτά είναι σαφείς. Οι εικόνες των ψηφιδωτών της Ροτόντας που φιλοξενούνται στο βιβλίο για τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης-–μια από αυτές κοσμεί και το εξώφυλλό του- δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας. Το νεανικό πρόσωπο του Χριστού με τα μεγάλα στρογγυλά μάτια και τα πυκνά σγουρά μαλλιά παραπέμπουν στον Απόλλωνα, ο γενειοφόρος Χριστός μοιάζει με τον Δία η τον Ασκληπιό. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η βυζαντινολόγος Χρυσάνθη Μαυροπούλου Τσιούμη στην Εισαγωγή «Το πιο αινιγματικό από τα σωζόμενα έργα, το τεράστιο ψηφιδωτό στο θόλο της Ροτόντας αποτελεί πετυχημένη σύνδεση ελληνορωμαικής τέχνης μάλλον με εθνικό θέμα που μετασχηματίστηκε σε χριστιανικό.». Οι πρόσφατες άλλωστε επιστημονικές απόψεις θέλουν την εικονογράφηση της Ροτόντας να έγινε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και να συνδυάζει την ελληνορωμαική παράδοση με την χριστιανική πνευματικότητα. Παλαιοχριστιανικής εποχής είναι και τα εντυπωσιακά ψηφιδωτά της Μονής Λατόμου, ένα μικρό εκκλησάκι με μεγάλη όμως ιστορία μέσα στο χρόνο που βρίσκεται χωμένο σε κάποιο από τα ανηφορικά δρομάκια της Άνω Πόλης και που είναι γνωστό –λανθασμένα όμως σύμφωνα με τους βυζαντινολόγους- ως Όσιος Δαβίδ. Η Χρυσάνθη Τσιούμη χαρακτηρίζει εξπρεσιονιστική την τέχνη των ψηφιδωτών εκείνης της εποχής με επιδίωξη εσωτερικότητας αφενός και διατήρησης της κλασικής ελληνικής παράδοσης αφετέρου.
Υψηλής πάντως καλλιτεχνικής αξίας εντοίχια ψηφιδωτά των τριών πρώτων χριστιανικών αιώνων σώζονται στη Ρώμη, στη Θεσσαλονίκη και στη Ραβένα. Η τεχνοτροπία εκείνης της περιόδου θα φτάσει στο αποκορύφωμά της τον 6ομ.χ αιώνα-τον θεωρούμενο ως χρυσό της βυζαντινής τέχνης- και συμπίπτει με την εποχή του Ιουστινιανού και της μέγιστης ακμής της Αγίας Ανατολικής Ρωμαικής Αυτοκρατορίας, γνωστής πλέον ως Βυζαντινής. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα η Θεσσαλονίκη θα έχει, μετά την Κωνσταντινούπολη, σημαντικότατο ρόλο στα οικονομικά, διοικητικά και καλλιτεχνικά πράγματα παρά το γεγονός ότι εκκλησιαστικά και έως το 732 μ.χ θα τελεί υπό την παπική εξουσία της Ρώμης και όχι του Πατριαρχείου της βυζαντινής πρωτεύουσας. Από τα μέσα όμως του 7ου αιώνα και μετά η τεχνοτροπία αλλάζει εγκαταλείποντας τις κλασικές ελληνορωμαικές επιδράσεις για να ακολουθήσει μια πιο υπερβατική, πνευματική τάση που συνάδει με μια πιο κλειστή ανάγνωση της χριστιανικής ορθόδοξης παράδοσης. Έτσι οι μορφές στα εντοίχια ψηφιδωτά εκείνης της περιόδου εμφανίζονται αυστηρές , ασκητικές, επίπεδες, συμμετρικές, λιτές. Στην περίοδο της εικονομαχίας [726-843], κατά τη διάρκεια της οποίας έγιναν δυστυχώς μεγάλες καταστροφές έργων και η βυζαντινή εικονογράφηση παρέμεινε στάσιμη, ανήκουν τα διακοσμητικά εντοίχια ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας με επίκεντρο τον σταυρό. Μετά το τέλος της εικονομαχίας και την επικράτηση της λεγόμενης Μακεδονικής Δυναστείας –εποχή που αποκαλείται ως Μακεδονική Αναγέννηση- παρατηρείται μια έντονη στροφή στη μελέτη των αρχαίων ελληνικών κειμένων και γενικότερα στον εκ νέου κλασικισμό στις τέχνες. Η στροφή αυτή είναι έκδηλη στα, μετά την εικονομαχία, εντοίχια ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας. Γενικότερα κατά την περίοδο αυτή έχουμε μια πλήρη άνθηση τεχνών και γραμμάτων στην βυζαντινή επικράτεια , η οποία βαίνει πέραν των βυζαντινών συνόρων και επιδρά αποφασιστικά στους γειτονικούς σλαβικούς λαούς. Μετά την λεγόμενη Κομνήνεια Αναγέννηση, κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, όπου έχουμε, εκτός των άλλων τεχνών, μια εξαιρετική άνθηση της λόγιας και δημώδους βυζαντινής γραμματείας, περνάμε στην τελευταία και ακόμα πιο ενδιαφέρουσα φάση της Παλαιολόγειας Αναγέννησης, τον 14ο αιώνα, μιας εποχής που εμφορείται από τον πρώιμο αέρα του αναγεννησιακού ουμανισμού, της ανταλλαγής των ιδεών, και της γόνιμης συνομιλίας με τη Δύση. Την εποχή εκείνη η τέχνη των εντοίχιων ψηφιδωτών στη Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη άνθηση αφήνοντας στους μεταγενέστερους σπουδαία έργα. «Αριστουργηματικά» χαρακτηρίζει η Χρυσάνθη Μαυροπούλου Τσιούμη τα εντοίχια ψηφιδωτά της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων στα οποία είναι φανερές και στους μη ειδικούς οι έντονες αναγεννησιακές τάσεις, προδρομικές της Αναγέννησης της Δύσης καθώς και ο προσωπικός χαρακτήρας του ανώνυμου καλλιτέχνη. Διότι, δυστυχώς , οι σπουδαίοι αυτοί καλλιτέχνες των εντοίχιων ψηφιδωτών αλλά και των βοτσαλωτών στα δάπεδα δεν μας άφησαν την υπογραφή τους.
Ωστόσο παρά τα ανυπολόγιστης καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας εντοίχια ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης και το έντονο διεθνές ενδιαφέρον το οποίο συνεχώς αυξάνεται, από την επίσημη Πολιτεία δεν έχουν τύχει ανάλογης προσοχής, όπως επισημαίνει ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής. Σε πρόσφατο μάλιστα Συνέδριο στο Λονδίνο τα εντοίχια ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης θεωρήθηκαν ανώτερα καλλιτεχνικά από εκείνα της Ραβένας που γενικώς κρατούν τα πρωτεία σ αυτή τη μορφή τέχνης. Ωστόσο έως να διασωθούν και να συντηρηθούν χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες από τότε που η Θεσσαλονίκη πέρασε και πάλι στους Έλληνες. Διαπρεπείς βυζαντινολόγοι όπως ο Ανδρέας Ξυγγόπουλος κατά τον μεσοπόλεμο, που αποκάλυψε και συντήρησε τα ψηφιδωτά της Μονής Λατόμου, ο Στυλιανός Πελεκανίδης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που συστηματοποίησε περισσότερο τις εργασίες, δούλεψαν κάτω από μεγάλες δυσκολίες. Τελικά εκείνος που διέσωσε τα ψηφιδωτά ήταν …ο σεισμός του 1978 όταν, εκ των πραγμάτων, η Πολιτεία αναγκάστηκε να στηρίξει οικονομικά και θεσμικά το συστηματικό πρόγραμμα διάσωσης και συντήρησης των ψηφιδωτών, των τοιχογραφιών και γενικότερα των βυζαντινών μνημείων της πόλης που είχαν πληγεί από τον σεισμό. Συγκροτήθηκε τότε μια διεπιστημονική ομάδα υπό τον Ομότιμο Καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας Στυλιανό Πελεκανίδη και την Έφορο Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαίδου η οποία συστηματοποίησε το έργο διάσωσης και συντήρησης των ψηφιδωτών. Με την ίδια αφοσίωση και επιστημονικότητα εργάστηκαν ως Έφοροι Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ανά περιόδους από το 1976 και εντεύθεν, ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής, και η Χρυσάνθη Μαυροπούλου-Τσιούμη, που μαζί με την αείμνηστη Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαίδου είναι και οι συγγραφείς των κειμένων για τα εντοίχια ψηφιδωτά που κοσμούν τη Ροτόντα, τον Άγιο Δημήτριο, την Αχειροποίητο, την Αγία Σοφία, τη Μονή Λατόμου [Όσιος Δαβίδ] και τους Αγίους Αποστόλους.
Μια ιδιαίτερη μνεία όμως θεωρώ ότι πρέπει να γίνει στη Ραχήλ και τον Μωυσή Καπόν των οποίων η αγάπη και ο θαυμασμός για τον μαγικό κόσμο των εντοίχιων βυζαντινών ψηφιδωτών της Θεσσαλονίκης και γενικότερα για τον βυζαντινό κόσμο τους οδήγησαν στην ευγενική περιπέτεια της έκδοσής αυτού του βιβλίου. Και την χαρακτηρίζω «περιπέτεια» γιατί τόλμησαν σε εξαιρετικά δυσοίωνους καιρούς να προχωρήσουν σε μια έκδοση υψηλότατης αισθητικής από κάθε άποψη- μόνον το θαυμασμό μπορεί να προκαλέσει η απόδοση των χρωματισμών και των πάσης φύσεως λεπτομερειών των εικόνων των ψηφιδωτών- και να συμβάλουν έτσι στην αποκάλυψη μιας σπάνιας πλευράς του βυζαντινού πολιτισμού και της Θεσσαλονίκης ειδικότερα. Αναμφισβήτητα το βιβλίο αυτό έρχεται να καλύψει ένα κενό στη μελέτη της βυζαντινής περιόδου της Θεσσαλονίκης όχι μόνον από την πλευρά των ιστορικών και των βυζαντινολόγων αλλά και του ευρύτερου κοινού, ελληνικού και ξένου. Αρκεί να σκεφτούμε πως είναι το πρώτο σχετικό βιβλίο που γράφεται από Έλληνες βυζαντινολόγους και κυκλοφορεί από Έλληνες εκδότες μετά το 1918, έτος κυκλοφορίας της γαλλικής έκδοσης “Les monuments Cretiens de Saloinique” των Diehl, Le Tourneau, και Saladin. Κατά την άποψή μου μάλιστα το βιβλίο αυτό αποτελεί έναν από τους καλύτερους και πιο αξιόπιστους πρεσβευτές της πολιτισμικής Ιστορίας της Θεσσαλονίκης και ως τέτοιο θα πρέπει να αγκαλιαστεί και έμπρακτα από τον Δήμο της πόλης.
INFO: ΨΗΦΙΔΩΤΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 4ος-14ος αιώνας
των Ευτυχίας Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Χρυσάνθης Μαυροπούλου-Τσιούμη και Χαράλαμπου Μπακιρτζή (Eκδόσεις Καπόν)