Οδύσσεια και τζαζ παραλλαγές

0
328

Του Σάκη Παπαδημητρίου. 

                    Η Οδύσσεια και το πρόσωπο του Οδυσσέα έχουν γίνει παγκόσμια σύμβολα τα οποία εξακολουθούν να λειτουργούν με άπειρους τρόπους. Εδώ επιλέγονται τέσσερα άλμπουμ της περιόδου 1969-2012, από τα πολύ περισσότερα που έχουν κυκλοφορήσει. Ας τα πάρουμε με χρονολογική σειρά.

 

B000296HA6.02.LZZZZZZZNeil Ardley/ Ian Carr/ Don Rendell: Greek Variations

& other Aegian exercises, Universal 9866899, 2004

 

                    Επανέκδοση ενός σπάνιου δίσκου του 1970 που έχει σχέση με την Ελλάδα, με τη δημοτική μουσική και την αρχαία μυθολογία. «Ελληνικές παραλλαγές και άλλες αιγαιοπελαγίτικες ασκήσεις». Και μουσικός και ποιητικός ο τίτλος, ο γενικός τίτλος ο οποίος καλύπτει τα τρία ευδιάκριτα μέρη που ηχογραφήθηκαν το 1969 στο Λονδίνο. Ο Νeil Ardley συνέθεσε τις «Ελληνικές παραλλαγές» για ορχήστρα και σολίστ. Ο τρομπετίστας Ian Carr έγραψε τρία κομμάτια με ένα κουϊντέτο που αποτελεί την αφετηρία του πασίγνωστου Nucleus. Τέλος, ο σαξοφωνίστας Don Rendell, άλλα τέσσερα θέματα με κουαρτέτο καθαρόαιμης τζαζ.

Οι παραλλαγές του Νeil Ardley, ο οποίος πέθανε το 2004 σε ηλικία 66 ετών, βασίζονται στο σήμα της ελληνικής κρατικής ραδιοφωνίας, το δημώδες «Τσομπανάκος ήμουνάαα προβατάκια φύλαγααα». Αυτήν τη μελωδία άκουγε μέρα νύχτα, όπου κι αν ταξίδευε ο συνθέτης την περίοδο που βρισκόταν στην χώρα μας ως τουρίστας. Άλλωστε στη δεκαετία του ’60 δεν υπήρχαν άλλοι ραδιοσταθμοί στην κλίμακα των συχνοτήτων. Για μας βέβαια το σήμα της ΕΡΤ, ενορχηστρωμένο με κλασικές τεχνικές και τζαζ χρωματισμούς, ακούγεται στην αρχή κάπως γελοίο και ελαφρώς έως αρκετά κακόγουστο. Σύντομα όμως έρχονται τα σόλο από την τρομπέτα, το σοπράνο σαξόφωνο, το φλάουτο, τα κρουστά και οι εναλλαγές των ρυθμών και τότε ξεχνούμε τα κοπάδια και τους βοσκούς.

Τελικά οι ενορχηστρώσεις δεν είναι ευκαταφρόνητες. Άλλωστε στην ορχήστρα συμμετέχει η βρετανική σκηνή της εποχής. Πολλά ονόματα μουσικών οι οποίοι έγιναν ιδιαίτερα γνωστοί στη δεκαετία του ’70 και οι οποίοι εκφράζουν το υψηλό επίπεδο και τη δυναμική της βρετανικής τζαζ και του νέου τότε ύφους, του τζαζ-ροκ. Ο συνθέτης Νeil Ardley διευθύνει το σύνολο, ο Ian Carr τρομπέτα και φλούγκελχορν, ο Don Rendell, η Barbara Thomson και ο K. Jenkins σαξόφωνα και φλάουτα, ο Mike Gibbs τρομπόνι, ο Jack Bruce μπάσο, ο John Marshall ντραμς, μερικοί ακόμη μουσικοί και κουϊντέτο εγχόρδων. Οι κριτικοί έγραψαν ότι πρόκειται για μία «εξαιρετική modal τζαζ με κριτήρια είτε ευρωπαϊκά είτε αμερικανικά»και ότι ο συνθέτης αξιοποίησε τα ελληνικά μελωδικά θέματα και τους τρόπους δημιουργώντας ένα ευρύ αρμονικό τοπίο επιτρέποντας στους σολίστ να προσθέσουν εντάσεις και επιχρωματισμούς. Οι παραλλαγές πατούν οπωσδήποτε στην προϊστορία της ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής επεξεργασίας του φολκλόρ και της θεματικής ανάπτυξης από τους μεγάλους συνθέτες. Τα έξι μέρη αναφέρονται σε ισάριθμα τοπωνύμια τα οποία σημαίνουν προφανώς κάτι στον  Νeil Ardley αλλά όχι απαραιτήτως στους ακροατές – Σαντορίνη, Ομόνοια, Δελφοί, Κέρκυρα, Μετέωρα, Κρήτη.

Στη δεύτερη πλευρά του δίσκου, όπως λέγαμε παλαιότερα, ή σήμερα στην περίπτωση του CD, στα επόμενα κομμάτια, ακούμε το κουϊντέτο του  Ian Carr. Διαβάζουμε τι γράφει ο τρομπετίστας. «Σε κάποια περίοδο της ζωής μου πέρασα μερικούς μήνες σε ένα σκάφος στη Μεσόγειο και το Wine Dark Lullaby είναι εμπνευσμένο από την αίσθηση του σκάφους και της θάλασσας μέσα στη νύχτα… Αυτό που είχε κολλήσει στο μυαλό μου ήταν η περίφημη ρομαντική ομορφιά της Μεσογείου, η τρομακτική της δύναμη και η αίσθηση της ιστορίας που την διαπερνά. Σε ένα λιμάνι, π.χ., κατά τη διάρκεια της προσωπικής μου οδύσσειας, συνάντησα έναν Ιταλό ναυτικό ο οποίος είχε περάσει πέντε μήνες στη θάλασσα ακολουθώντας όσο το δυνατόν πιο πιστά τα ταξίδια του Οδυσσέα μετά τον Τρωικό πόλεμο. Ο μύθος του Ορφέα είναι μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες ιστορίες όλων των εποχών η οποία με κυνηγάει από τότε που τον πρωτοάκουσα. Το Persephone’s Jive είναι ένα είδος ζωηρού ελληνικού χορού. Έχει δύο ρυθμούς: ένα βασικό 4/4 και ένα δευτερεύοντα 8/8. Για μένα εκφράζει την φλογερή ελευθερία του ελληνικού πνεύματος και την ιδέα ότι το σώμα και ο νους είναι το ίδιο σπουδαία. Ο χορός αποτελεί την τέλεια έκφραση αυτής της αλήθειας γιατί η φαντασία εκφράζεται με αυτοσχεδιαζόμενες κινήσεις του σώματος».

Το κουϊντέτο του Ian Carr είναι σχεδόν αυτούσιο το Nucleus που ηχογράφησε το πρώτο του άλμπουμ Elastic Rock αρχές του 1970. Η κατεύθυνση αυτή περιγράφεται από τον  Ian Carr στο βιβλίο του Music Outside (1973).

Oι «Αιγαιοπελαγίτικες ασκήσεις» τελειώνουν με μια τετραμερή σουίτα του σαξοφωνίστα Don Rendell η οποία αναφέρεται στις περιπέτειες του Οδυσσέα. Το ύφος του βρετανικού κουαρτέτου χαρακτηρίζεται mainstream με κάποιους μοντερνισμούς. Σαφής η προτίμησή του στο τενόρο σαξόφωνο του Lester Young και στο ‘’ανατολίτικο’’ σοπράνο του John Coltrane.

 

loveEugenio Colombo: Tales of Love and Death,

Leo Records LR 302, 2000

 

        Κουαρτέτο σύγχρονης τζαζ και τρεις τραγουδίστριες της όπερας. Eugenio Colombo άλτο και σοπράνο σαξόφωνο, φλάουτο και μπάσο φλάουτο, Bruno Tommaso κοντραμπάσο, Gianni Lenoci πιάνο, Ettore Fioravanti ντραμς, Micaela Carosi μέτζο σοπράνο, Masha Carrera σοπράνο leggero, Elisabetta Scatarzi σοπράνο.

Ο δίσκος αρχίζει με τον Gianni Lenoci να αξιοποιεί το εσωτερικό του πιάνου με αρπισμούς, κρουστές χορδές και λεπτούς χρωματισμούς και αμέσως μετά μπαίνει το πρώτο θέμα του Eugenio Colombo αλλά και οι πρώτοι αυτοσχεδιασμοί. Τα πρώτα τέσσερα μέρη έχουν τον τίτλο Τόξον. Στο φυλλάδιο καταγράφεται το απόσπασμα από την Οδύσσεια που αναφέρεται στις ικανότητες του πολυμήχανου Οδυσσέα, ότι δηλαδή τεντώνει το τόξο, το οποίο τραγουδά σαν αηδόνι καθώς αγγίζει την χορδή, σαν να παίζει λύρα. Φυσικά ο Eugenio Colombo δεν έχει ως στόχο του να κάνει αναπαραγωγή κάποιας μορφής αρχαιοελληνικής μουσικής. Ακούμε σύγχρονη μουσική, αλλά αυτό δεν σημαίνει ήχους χωρίς παρελθόν. Ίσα ίσα που είναι φανερή η μεσογειακή διάσταση, η οποία μάλιστα απλώνεται προς βορράν και προς νότον. Ενσωματώνει την ευρωπαϊκή κλασική ιστορία και αγγίζει την Αφρική «με τον τρόπο του Charles Mingus ή του Ronald Kirk», γράφει ο Francesco Martinelli. Επικρατεί η ιταλική μελωδία με το ύφος μια σύγχρονης φωνητικής, αφρικανική πολυρυθμία, παρτιτούρες θεμάτων και ελεύθερα μέρη για αυτοσχεδιασμούς.

Εκτός από τα τέσσερα μέρη με άξονα την Οδύσσεια στον δίσκο περιλαμβάνονται δέκα μέρη με άξονα την Ιουδήθ της Παλαιάς Διαθήκης στην λατινική έκδοση. Η συμμετοχή των τριών σοπράνο αποτελεί την μεγαλύτερη πρωτοτυπία του έργου. Οι κυρίες δεν ξεχνούν την προϊστορία τους στην όπερα και την κλασική μουσική αλλά, από την άλλη πλευρά, πρέπει να τα βγάλουν πέρα στα

σημεία των φωνητικών αυτοσχεδιασμών την ώρα που το κουαρτέτο δημιουργεί μια ρευστή ατμόσφαιρα με κινητικότητα και αλλαγές ρυθμών και χρωματισμών.

Η ηχογράφηση του αξιόλογου αυτού έργου έγινε στη Ρώμη τον Μάϊο του 1999 και επιβεβαιώνει την πολυμορφία της ευρωπαϊκής τζαζ και ιδίως την ανοδική πορεία της ιταλικής σκηνής η οποία σήμερα διεκδικεί μία από τις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη.

 

lostonthewayLouis Sclavis: Lost on the way, ECM 2098,

2009

 

        Ένα τρίτο άλμπουμ, συνδέεται κι αυτό με τα ταξίδια και τις περιπέτειες του Οδυσσέα. Κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2009 με τον χαρακτηριστικό τίτλο Lost on the Way. Και πάλι μια ευρωπαϊκή έκδοση, με τον Γάλλο Louis Sclavis. Οι τίτλοι των συνθέσεων υπαινίσσονται το δρομολόγιο του Οδυσσέα: Η Σκύλλα και η Χάρυβδη, το πρώτο νησί, χαμένοι στο δρόμο, ο λήθαργος των Σειρήνων, η ώρα των ονείρων, οι δισταγμοί του Κύκλωπα, το τελευταίο νησί, ο θόρυβος της ύφανσης, η απουσία.

Ο συνθέτης μας λέει ότι θέλησε να ταξιδέψει στο άγνωστο, παραπαίοντας από τη  Σκύλλα στη Χάρυβδη, θέλησε να δαμάσει τους ανέμους και τους χείμαρρους της επιστροφής, να επικαλεστεί μια ιστορία, αλλά ουσιαστικά είναι ένα ταξίδι «On the Road», όπως καθιερώθηκε από το βιβλίο του Jack Kerouac. Στο κουϊντέτο συμμετέχουν οι εξής: Louis Sclavis κλαρινέτα και σοπράνο σαξόφωνο, Matthieu Metzger σοπράνο και άλτο σαξόφωνο, Maxime Delpierre κιθάρα, Οlivier Lété μπάσο, Francois Melville ντραμς. Ο Jeff Dayton-Johnson γράφοντας για το CD αναφέρεται στον Eric Dolphy και τον Miles Davis. Παραθέτει μάλιστα μια άστοχη φράση του τρομπετίστα, ότι ο Eric Dolphy παίζει «σαν να του πατάει κάποιος τα πόδια» και δυστυχώς η παρατήρησή του δημοσιεύτηκε λίγο μετά τον πρόωρο θάνατο του σαξοφωνίστα το 1964. Και συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι ο  Louis Sclavis γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα σε δύο τόσο σπουδαίους μουσικούς. Πράγματι στο CD Lost on the Way θα συναντήσουμε τα πρόσωπα και των δύο: το παίξιμο, τις οξύτητες, το απρόβλεπτο του Eric Dolphy και την ατμόσφαιρα που απέπνεαν τα σχήματα του Miles Davis της δεκαετίας του ’70. Στο πρώτο συνεισφέρουν οι δύο μουσικοί των πολλών κλαρινέτων και σαξοφώνων και στο δεύτερο ιδίως το μπάσο, η κιθάρα και τα ντραμς. Φυσικά αυτό δεν συμβαίνει σε όλα τα κομμάτια, σε όλα τα μέρη του ταξιδιού γιατί οι συνθετικές και οργανωτικές ιδέες του Louis Sclavis και οι κάπως αφηρημένες φράσεις του δημιουργούν σίγουρα το προσωπικό του στίγμα. Παραμένει εσαεί το ερώτημα ή το πρόβλημα: πώς ταυτίζονται ή πώς συνδέονται οι τίτλοι με την ίδια τη μουσική.

 

ulussesS.L. Mangia/A. La Volpe/S. Ladisa/A. Urso: Ulysses,

Leo Records LR 627, 2012

 

        Στα CD Ulysses ακούμε άλλη μία διαδρομή με περιπέτειες και στάσεις. Το ταξίδι του Οδυσσέα αποτελεί leitmotif ενός άλμπουμ. Αφορά τον κάθε μουσικό χωριστά καθώς και την προσπάθεια να ακολουθήσουν ομαδικά ένα δρόμο που ίσως τους οδηγήσει κάπου. Η ουτοπία είναι και εδώ παρούσα.

Από τα 13 κομμάτια, τα τέσσερα είναι αυτοσχεδιαστικά και τα υπόλοιπα εννέα είναι αφιερωμένα σε προσωπικότητες: Leonardo da Vinci, Einstein, Martin Luther King, Fyodor Dostoyevsky, J.L.Borges, Demetrio Stratos κ.α. Γίνεται και χρήση κειμένων, π.χ. στο Stratosfonie, για τον Demetrio Stratos, οι στίχοι είναι του John Cage, στο κομμάτι για τον Borges οι στίχοι είναι του ίδιου όπως και στο κομμάτι για τον da Vinci. Συμμετέχουν ιταλοί μουσικοί: Stefano Luigi Mangia φωνή, άλτο σαξόφωνο, Stefania Ladisa βιολί, Adolfo La Volpe, κιθάρες, ηλεκτρονικά, Angelo Urso κοντραμπάσο.

Η μουσική παρουσιάζει ενδιαφέρον, ανεξάρτητα από το με ποιόν σχετίζεται κάθε κομμάτι. Υπάρχουν στιγμές με κρατημένους ήχους οι οποίοι δημιουργούν μια απόκοσμη ατμόσφαιρα και άλλες στιγμές με απλά ριφ των μπλουζ. Περνούν όμως και κάποια σκληρά μέρη όπου μπερδεύονται τα πράγματα και οι αυτοσχεδιασμοί δεν βρίσκουν την καλύτερη λύση. Ίσως είναι κι αυτό μια μορφή περιπέτειας. Άλλωστε καταλαβαίνουμε ως ακροατές ότι στο άλμπουμ συνυπάρχουν γραμμένα θέματα και ελεύθεροι αυτοσχεδιασμοί – κάτι απολύτως κανονικό στη σύγχρονη μουσική εδώ και πολλές δεκαετίες. Στο σύνολο, είναι φανερό ότι προσφέρονται πολλές ιδέες και μάλιστα αρκετά πρωτότυπες. Επίσης ότι οι τέσσερις μουσικοί λειτουργούν διαισθητικά, οι ήχοι τους κυκλοφορούν ελεύθερα και ταυτοχρόνως με πολλή προσοχή όταν συγχωνεύονται με των υπόλοιπων.

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ σφίγγα της ποίησης
Επόμενο άρθροΤα λαμπρά ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ