Σοφία Αυγερινού: Η μνήμη είναι το θεμέλιο της ταυτότητας (συνέντευξη στον Θανάση Μήνα)

0
326

 

Ο Θανάσης Μήνας μιλάει με την Σοφία Αυγερινού για το αφήγημά της με τίτλο Άγνωστες λέξεις (Εκδόσεις Πόλις, 2025).

Η αφηγήτρια στις Άγνωστες λέξεις της Σοφία Αυγερινού είναι  μια νεαρή κοπέλα με γνώσεις νοσηλευτικής, η οποία αναλαμβάνει τη φροντίδα του ξαδέλφου της, που βρίσκεται στα πρόθυρα ψυχολογικής κατάρρευσης. Οι γονείς του τον αντιμετωπίζουν περισσότερο ως «παράφρονα», θεωρούν ότι η απομόνωση και ο εγκλεισμός είναι η ενδεδειγμένη λύση. Ο ασθενής αντιλαμβάνεται και επικοινωνεί με το περιβάλλον σημειώνοντας ανύπαρκτες λέξεις σε χαρτάκια, τα οποία διασπείρονται στους χώρους της οικίας. Είναι τα προσωπικά του σημάδια αναγνώρισης, αυτά που ίσως του θυμίζουν αμυδρά έστω ποιος είναι, τα στοιχεία που συνθέτουν τα θραύσμα της ταυτότητάς του, την οποία προσπαθεί υποσυνείδητα να ανασυγκροτήσει.

 

Λέει η αφηγήτρια σε κάποιο σημείο του βιβλίου:

«Ο νους είναι, θεωρητικά μιλώντας, το μόνο πράγμα επάνω μας που βελτιώνεται με το πέρασμα του χρόνου, κι όμως, βελτιώνεται μόνο και μόνο για να βιώσει πιο ολοκληρωτικά και με μεγαλύτερη επίγνωση την παρακμή των άλλων, του σώματος που συρρικνώνεται και ασθενεί, της φωνής που σπάει και βαραίνει, του δέρματος που κηλιδώνεται, των μαλλιών που ασπρίζουν, των αισθημάτων που βαθαίνουν και χώνονται όλο και πιο μέσα, φτάνοντας τελικά μέχρι τα κόκκαλα, όπου μένουν με τη μορφή ρευματισμών έως τον θάνατό μας. Ο παιδικός εαυτός, ο νεανικός εαυτός, όλοι οι εαυτοί βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα στο γερασμένο σώμα, με μοναδική διέξοδο τα μάτια που αστράφτουν φιμωμένα μέσα στη φυλακή τους. Κι έτσι ο νους απομένει μόνος, ηγεμόνας σ’ ένα ρημαγμένο παλάτι, καλεί τους θαλαμηπόλους και κανείς δεν εμφανίζεται, εκτός ίσως από έναν ξεχασμένο γελωτοποιό, που πλησιάζει παίζοντας το ντέφι του, με μάτια κουρασμένα από την αϋπνία. Καμιά φορά είμαι ο ηγεμόνας, άλλοτε ο γελωτοποιός, κάποτε το παλάτι».

Η Σοφία Αυγερινού γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975. Είναι μεταφράστρια και διδάκτωρ Γερμανικής Φιλολογίας, ενώ έχει σπουδάσει επίσης Νομικά και Φιλοσοφία του Δικαίου. Έχει δημοσιεύσει τρία μυθιστορήματα: Τρεις κόρες (Νεφέλη 2017), Ο άλλος Λάζαρος (Νεφέλη 2014) και Το χρονικό μιας Διαβολούπολης (Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2003). Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Χέρμαν Μπροχ (Οι υπνοβάτες, Έρμα 2022, Τα μάγια, Έρμα 2024), Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (Σημειώσεις από το υπόγειο, Έρμα 2023), Γιεβγκένι Ζαμιάτιν (Εμείς, Έρμα 2022), Ε.Τ.Α. Χόφμαν (Τα ελιξίρια του διαβόλου, Μάγμα 2021), Κλάους Μαν (Μεφίστο, Έρμα 2019) και Αλέξανδρο Δουμά (Ο κόμης του Μόντε-Χρίστο, Εστία 2018).

Να δούμε καταρχάς την μέχρι τώρα συγγραφική σας πορεία. Πότε ξεκινήσατε να γράφετε τις πρώτες σας ιστορίες; Πού έγιναν οι πρώτες σας δημοσιεύσεις;

Ξεκίνησα να γράφω στα δεκαπέντε. Ποιήματα, φυσικά, και κάποιες ιστορίες, επηρεασμένη από το ύφος, όχι όμως και τα θέματα, της γενιάς του τριάντα, την οποία διάβαζα τότε μανιωδώς. Έπειτα, τον επόμενο χρόνο, διαβάζοντας την Ιστορία δύο πόλεων και την Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης των Μαρκώφ και Σομπούλ, έγραψα – τι άλλο; – ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Έτσι, μέχρι τα είκοσι, γέμισα τρία-τέσσερα τετράδια. Μέχρι που διάβασα το βιβλίο του αείμνηστου Παπαγιώργη για τον Ντοστογιέφσκι. Εκεί ο συγγραφέας μιλούσε, μεταξύ πολλών άλλων, για τη Μόσχα, στην οποία είχε μεγαλώσει ο Ρώσος κλασικός, και για την, «αμφιβόλων ηθών» για τους Μοσχοβίτες, γερμανική συνοικία της πόλης, το Κουκούι, όπου διέμεναν οι αλλόθρησκοι ξένοι και όπου είχε γεννηθεί το 1799 ο Πούσκιν. Σχηματίστηκε μες στο μυαλό μου η ιστορία μιας περιοδεύουσας κομπανίας καλλιτεχνών που καταφθάνει σε μια καλοβαλμένη και αξιοπρεπή πολίχνη, προκαλώντας το χάος. Έτσι γεννήθηκε το πρώτο μυθιστόρημα που δημοσίευσα, Το χρονικό μιας Διαβολούπολης (Εστία 2003). Κατόπιν, από το 2007 ως το 2013, ασχολήθηκα με την ιστορία του φτωχού Λάζαρου, σε μια Αθήνα της κρίσης στο εγγύς μέλλον (Ο άλλος Λάζαρος, Νεφέλη 2014). Πολύ πιο γρήγορα γράφτηκαν οι Τρεις κόρες (Νεφέλη 2017), ένα μυθιστόρημα για την ξενιτιά και τον νόστο. Τα τελευταία δέκα χρόνια πειραματίζομαι με τη μικρή φόρμα. Από αυτές τις δοκιμές προέκυψαν οι Άγνωστες λέξεις.

Θυμάστε τι σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; Κάποιοι συγκεκριμένοι συγγραφείς, συγκεκριμένα βιβλία ή κάτι άλλο;

Είμαι αναγνώστρια από τη στιγμή που έμαθα να διαβάζω. Επόμενο είναι οι τόσες εντυπώσεις και ιδέες, φτάνοντας στην εφηβεία, να συνδυαστούν με την έκρηξη των συναισθημάτων που βιώνουμε σ’ εκείνη την ηλικία, και να οδηγήσουν στη συγγραφή. Ίσως πάλι να ήταν απλώς και μόνο η αγάπη των παραμυθιών: Σε μια από τις πρώτες μου σχολικές εκθέσεις, στην Α΄ Δημοτικού, είχα σημειώσει πως «μου αρέσει να διαβάζω και να γράφω βιβλία».

Ας περάσουμε στις Άγνωστες λέξεις. Τι σας έδωσε το έναυσμα για τη συγγραφή αυτού του αφηγήματος;

Δούλευα, όπως είπα, μια συλλογή διηγημάτων. Επειδή όμως έχουν γραφτεί σε διάστημα πολλών ετών, είναι ανομοιογενείς ως προς το ύφος, αν και όλες χτίζονται γύρω από την έννοια της μητέρας. Η πιο πρόσφατη εικόνα που εμφανίστηκε στον νου μου ήταν αυτή με τα κίτρινα χαρτάκια στο ψυγείο, η απεγνωσμένη αναζήτηση για μια λέξη που έχει ξεχαστεί. Από την εικόνα αυτή, που προφανώς αντανακλά υποσυνείδητες δικές μου αναζητήσεις για τη φύση και το νόημα των λέξεων, γεννήθηκαν οι Άγνωστες λέξεις, οι οποίες γρήγορα έδειξαν ότι μπορούσαν να επεκταθούν στο μέγεθος μιας νουβέλας.

Η αφηγήτρια του βιβλίου προσπαθεί να βοηθήσει τον ξάδελφό της που βρίσκεται στα όρια της ψυχικής κατάρρευσης. Ο τελευταίος αναζητά καταφύγιο στην εναγώνια αναζήτηση λέξεων, τις οποίες καρφιτσώνει, ανορθόγραφες, σε χαρτάκια. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι παλεύει με τη μνήμη του και αναζητά καθημερινά νόημα στα θραύσματα των αναμνήσεών του;

Πράγματι, η αρχική ιδέα είχε πολύ να κάνει με την έννοια της μνήμης, η λέξη ήταν λησμονημένη. Στην πορεία, όμως της συγγραφής, ένιωσα ότι η λέξη απλώς έπρεπε να εφευρεθεί, γιατί οι υπάρχουσες λέξεις δεν επαρκούσαν για να δώσουν τη λύση που αναζητούσε ο εξάδελφος της αφηγήτριας.

Ο ασθενής ζει απομονωμένος και παραμελημένος, με ευθύνη τον γονιών του, που τον θεωρούν «τρελό». Ή άνοια και οι περισσότερες ψυχικές ασθένειες μπορούν σε μεγάλο βαθμό να εκληφθούν ως μια παρενέργεια της κοινωνικής απομόνωσης, έτσι δεν είναι; Κάνατε έρευνα πάνω στο θέμα;

Έτυχε και από νεαρή ηλικία ήρθα πολλές φορές αντιμέτωπη με το φάσμα της ψυχικής νόσου σε κοντινούς μου ανθρώπους. Υπάρχουν, λοιπόν, πράγματα που τα βίωσα εμμέσως, από αυτή την ασφαλή απόσταση. Είναι μια αμφίδρομη σχέση ή, μάλλον, ένας φαύλος κύκλος η απομόνωση και η ασθένεια, γιατί η μία φέρνει την άλλη και δεν ξέρεις πού ξεκινάει όλο αυτό. Είναι τρομερό, αλλά ακόμη και η απομόνωση, αν θεωρήσουμε ότι αποτελεί μία από τις αιτίες της νόσου, όχι φυσικά τη μοναδική ή πρωταρχική, ανάγεται σε μεγάλο βαθμό στην ανατροφή μας, σε συνθήκες που μας επηρέασαν σε καθοριστικό βαθμό, σε μια ηλικία που ούτε καν θυμόμαστε. Βιολογικοί παράγοντες είναι επίσης καθοριστικοί, αλλά είναι μεγάλο το βάρος που πέφτει στους ώμους των γονέων. Ό,τι κι αν κάνει ένας γονιός, θα κατηγορηθεί από το παιδί του κάποια στιγμή, όμως σίγουρα υπάρχουν μικρά και μεγάλα λάθη. Τα συναισθηματικά κενά που δημιουργεί η ελλιπής στοργή και επικοινωνία μάς συντροφεύουν, δυστυχώς, εφ’ όρου ζωής.

Νομίζω ότι το βιβλίο θέτει ορισμένα πολύ βασικά ερωτήματα αναφορικά με τη σχέση μνήμης και ταυτότητας. Αν δεν έχεις μνήμη, ποια είναι τότε άραγε η ταυτότητά σου; Ποιος είσαι για τους Άλλους και ποιος καταλήγεις να είσαι για εσένα τον ίδιο; Αυτά ήταν τα θέματα που θέλατε να αναδείξετε;

Το βιβλίο νομίζω πως «παίζει» πολύ με τη σύνδεση μνήμης, γλώσσας και ταυτότητας. Οι δύο βασικοί ήρωες, η αφηγήτρια και ο εξάδελφος, έχουν ήδη κερδίσει μια θέση στον κόσμο, όμως η θέση αυτή δεν τους «χωρά», αποδεικνύεται πολύ στενή και λίγη για τις προσδοκίες τους. Η μνήμη, πιστεύω κι εγώ, είναι το θεμέλιο της ταυτότητας, γιατί αλλιώς τίποτε δεν θα συνέδεε τις διάφορες περιόδους της ζωής μας με την τωρινή μας υπόσταση. Μόνο μέσω της μνήμης συγκρατούμε ή μάλλον δημιουργούμε την έννοια του εαυτού, ώστε να διατηρήσουμε αυτό που θεωρούμε «θέση στον κόσμο» και «αυτοεκτίμηση». Εκεί υπεισέρχεται η γλώσσα που δίνει όνομα στις μνήμες, καμιά φορά τις πλάθει εξ ολοκλήρου, επιτρέποντάς μας να τις ταξινομήσουμε ως κομμάτια ενός συνεκτικού όλου. Όμως σ’ όλο αυτό παίζει μεγάλο ρόλο ο χρόνος. Ούτως ή άλλως, η μνήμη και ο χρόνος είναι αλληλένδετα. Και γι’ αυτό μέσα στο βιβλίο θεματοποιείται επίσης η επίδρασή του χρόνου επάνω μας, η φευγαλέα φύση του, που μόνο εκ των υστέρων γίνεται αντιληπτή, η σχέση εαυτού, μνήμης και γλώσσας όπως προκύπτει μέσα από την ίδια την πράξη της αφήγησης. Δεν μπορούμε, άλλωστε, να ξέρουμε, αν η αφηγήτρια είναι αξιόπιστη. Πολλές φορές καταλαβαίνουμε γι’ αυτήν πράγματα πέρα από ή και ενάντια σε όσα ομολογεί η ίδια, ακριβώς γιατί η μνήμη μάς παίζει παιχνίδια απαραίτητα για την υπόστασή μας.

Πιστεύετε ότι είναι σημαντική η επαναπαράσταση των ασθενών στα ΜΜΕ, στην τέχνη, γενικότερα στη δημόσια σφαίρα, έτσι ώστε κάθε ενδογενής βλάβη, σωματική ή ψυχοσυναισθηματική, κάθε νόσος ή διαφορετικότητα να μην οδηγεί στον στιγματισμό και στον κοινωνικό αποκλεισμό τους;

Νομίζω πως αυτό είναι ένα σταθερό ζητούμενο στην τέχνη και τη λογοτεχνία. Δεν αποτελεί απλώς μέλημα μιας σύγχρονης, «πεφωτισμένης» εποχής, που ευνοεί τη συμπερίληψη και την αποδοχή του διαφορετικού. Αν διαβάσουμε προσεκτικά την παγκόσμια λογοτεχνία, από τον Φιλοκτήτη και τον Αίαντα μέχρι τη Θεία κωμωδία, από τη ρομαντική «επανεξέταση» του θέματος της ψυχικής νόσου έως την απεικόνιση της Κατερίνα Ιβάνοβνα στο Έγκλημα και τιμωρία, ή τη Μεταμόρφωση, θα δούμε ότι το αίτημα για μια διαφορετική θεώρηση της ασθένειας είναι διαχρονικό. Ακριβώς επειδή η τέχνη αποτελεί το προνομιακό πεδίο της απόκλισης. Είναι όμως δύσκολο αυτό το αίτημα να ικανοποιηθεί στην πράξη, πολιτικά και κοινωνικά, επειδή χρειαζόμαστε όλοι «επανεκπαίδευση» στην αποδοχή, αλλά κυρίως χρειαζόμαστε πολιτικές που έμπρακτα αποδεικνύουν μέριμνα για την ισότητα όλων. Όταν η πόλη μας, εν μέρει με ευθύνη των δήμων και εν μέρει με ευθύνη όλων μας, δεν είναι ακόμη προσβάσιμη για έναν άνθρωπο με κινητικά προβλήματα, όταν ακόμη σε κάποια μέρη ένα παιδί με αυτισμό δεν λαμβάνει την αγωγή που του είναι απαραίτητη, επειδή θα στιγματιστεί, όταν κουνάμε το κεφάλι με λύπηση, αντί να συναισθανόμαστε τη δύναμη ενός ανθρώπου με ιδιαίτερες δυσκολίες, έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε.

«Ο νους είναι, θεωρητικά μιλώντας, το μόνο πράγμα επάνω μας που βελτιώνεται με το πέρασμα του χρόνου, κι όμως, βελτιώνεται μόνο και μόνο για να βιώσει πιο ολοκληρωτικά και με μεγαλύτερη επίγνωση την παρακμή των άλλων…» Θεωρείτε ότι η ανθρώπινη τραγωδία συνίσταται ακριβώς στην επίγνωση της αναπόφευκτης σωματικής φθοράς και του θανάτου;

Θα σας πω το εξής: Από τη βρεφική κιόλας ηλικία, τα παιδιά έρχονται μια μέρα και σου λένε με τρόμο και παράπονο: «Μαμά, δεν θέλω να πεθάνεις». Ειλικρινά δεν ξέρω πώς ακριβώς αντιλαμβάνονται ότι δεν είμαστε αιώνιοι, όπως νιώθουμε, αλλά φθαρτοί. Το γεγονός όμως ότι ο νους μας έχει τόση φαντασία, ώστε να προσπαθεί να διανοηθεί το αδιανόητο, την μελλοντική ανυπαρξία, ότι το σώμα μας βιώνει τη φθορά με αυτή την επίγνωση, ότι τελούμε υπό αίρεση, είναι αφενός μια τραγωδία, όπως το λέτε, αφετέρου είναι αυτό που δίνει στους ανθρώπους το έναυσμα να αγαπήσουν βαθύτερα, να ζήσουν εντονότερα, να δημιουργήσουν. Δεν ξέρω τι θα ήμασταν χωρίς αυτή τη συνείδηση. Ίσως απλώς πιο ευτυχείς.

Σε ό,τι αφορά το ύφος της γραφής, ο λόγος σας είναι μακροπερίοδος και συνειρμικός, η λεγόμενη συνειδησιακή ροή. Προτιμάτε γενικά αυτό το ύφος της γραφής ή θεωρήσατε ότι ταιριάζει περισσότερο με τη θεματολογία, με δεδομένο ότι έπρεπε να αποτυπώσετε σκέψεις και αναμνήσεις λίγο-πολύ θραυσματικές.

Από βιβλίο σε βιβλίο η γραφή εξελίσσεται, κυρίως όμως, θα έλεγα, το κάθε θέμα επιλέγει το ύφος του. Η εναγώνια αναζήτηση που περιγράφεται στις Άγνωστες λέξεις δεν νομίζω πως μπορούσε να εκφραστεί με διαφορετικό τρόπο. Δεν είναι θεωρητικό ζήτημα, για τους ήρωες είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Γενικά πιστεύω πολύ στην ενότητα μορφής και περιεχομένου. Δυσκολεύομαι να φανταστώ ένα βιβλίο με ύφος διαφορετικό από αυτό στο οποίο έχει γραφτεί. Μπορεί να μη μου αρέσει, αλλά ίσως αυτό σημαίνει ότι το θέμα δεν αναπτύχθηκε μ’ έναν τρόπο που θα φαινόταν εύλογος σ’ εμένα. Αυτό διαχωρίζει, άλλωστε, τη λογοτεχνία από την αντικειμενική, κατά το δυνατόν, απόδοση γεγονότων ή από τον δοκιμιακό λόγο, μολονότι και σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούν να υπάρχουν διαβαθμίσεις στο ύφος και προσωπικά στιλ. Θα έλεγα ότι, στα λοιπά κειμενικά είδη, όσο πιο σαφής είναι η σκέψη, όσο πιο σωστή η έρευνα, τόσο πιο καλό θα είναι το κείμενο. Στη λογοτεχνία, η ενάργεια και η συνοχή της εσωτερικής δυναμικής των εικόνων και των ίδιων των λέξεων καθορίζει το στιλ.

Αναφορικά με το παραπάνω, εκτός από συγγραφέας είστε και ακαταπόνητη μεταφράστρια και ένας μείζων συγγραφέας με τον οποίον έχετε ασχοληθεί συστηματικά είναι ο μοντερνιστής Χέρμαν Μπροχ (Οι Υπνοβάτες, Τα μάγια). Το μεταφραστικό σας έργο, ειδικά η δουλειά σας στον Μπροχ, επηρεάζει το ύφος της γραφής σας; Διαβάζοντας το βιβλίο σας, μου ήρθε στη μνήμη ειδικά ένα εδάφιο από Τα μάγια του Μπροχ: «Το προνόμιο του ανθρώπου είναι η αναζήτηση για την έσχατη καταβύθιση του Εγώ και η αγάπη γι’ αυτόν σημαίνει “να αναλαμβάνεις το βάρος του πεπρωμένου” […] να αποδέχεσαι τον κρύφιο χαρακτήρα ενός άγνωστου παρελθόντος και ενός μέλλοντος που έχει βουλιάξει στη λήθη…»

Το εδάφιο που αναφέρετε ίσως, πράγματι, αντικατοπτρίζει το κλίμα του βιβλίου μου. Αναμφίβολα τα κείμενα που μεταφράζω μου προξενούν βαθύτατες εντυπώσεις. Ωστόσο, ειδικά ο Μπροχ είναι τόσο ιδιαίτερος συγγραφέας, ώστε, μολονότι νιώθεις την επιρροή που μπορεί να ασκήσει σε επίπεδο ιδεών (έχει μια ανθρωπιά ο Μπροχ, αλλά δουλεύει πολύ και με τις αφηρημένες ιδέες, παλεύοντας διαρκώς να φτάσει στα όρια του νοητού κόσμου), δεν γίνεται να τον μιμηθείς, όπως δεν μπορείς να μιμηθείς τον Κάφκα ή τον Τζόις χωρίς απλώς να τους αντιγράψεις.

Γράφετε ή μεταφράζετε κάτι άλλο αυτό τον καιρό;

Σύντομα πρόκειται να κυκλοφορήσουν η Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό του Ναμπόκοφ, μεταφρασμένη από τα ρωσικά, από τις εκδόσεις Μάγμα, το δεύτερο και τελευταίο μυθιστόρημα της Αν Μπροντέ, Η ένοικος του Γουάιλντφελ Χολ, από τις εκδόσεις Loggia και το μυθιστόρημα Υπερίων του Φρίντριχ Χαίλντερλιν από τις εκδόσεις Περισπωμένη, μαζί με τα προσχέδιά του, που μεταφράζονται για πρώτη φορά. Όσο για τα δικά μου γραψίματα, έχω κάποιες ιδέες, αλλά είναι νωρίς ακόμη.

 

Σοφία Αυγερινού, Άγνωστες λέξεις, Εκδόσεις Πόλις, 2025

Προηγούμενο άρθροΠαγκόσμια ημέρα ποίησης όπως πάντα στον Ιανό (σήμερα, 21/3/18.00-22.30)
Επόμενο άρθροΓιάννης Κιουρτσάκης, Το πρόσωπο και το έργο (3.4.25, Μέγαρο Μουσικής)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ