(επιλογή: Γ.Ν.Μπασκόζος)
Ήταν επιτυχημένη η τελετή των Βραβείων του Αναγνώστη – αναγνωρίστηκε από όλους. Αυτό που μένει είναι τα βιβλία- ήδη πολλοί μου είπαν ότι τρέχουν να τα αγοράσουν. Μένει και ένας προβληματισμός. Παραθέτω σκόρπια πράγματα , ότι πήρε το μάτι μου.
“Οι εποχές αλλάζουν, αλλά τα βραβεία του λογοτεχνικού περιοδικού Aναγνώστης, που συνεχίζουν την παράδοση των βραβείων του Διαβάζω, παραμένουν μια γιορτή για το βιβλίο και τους συγγραφείς, τους εκδότες και τους άλλους επαγγελματίες του χώρου. Η χθεσινή βραδιά στο Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς δεν είχε, ενδεχομένως, το γκλαμ άλλων ετών (που κι αυτό χρειάζεται, η ανάδειξη δηλαδή του βιβλίου και της ανάγνωσης σε κάτι σέξι). Είχε την ατμόσφαιρα και το κλίμα που διατύπωσε ως ευχή ο Κυριάκος Συλφιτζόγλου, κλείνοντας τις ευχαριστίες του — το γράφω όπως το θυμάμαι: η γλώσσα να είναι το όχημά μας, αλλά πατώντας γερά στη γη”. (Ελένη Κεχαγιόγλου στο dim/art blog)
“Στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη απονεμήθηκαν χθες βράδυ τα λογοτεχνικά βραβεία του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης».«Ο “Αναγνώστης” αρχίζει να ενηλικιώνεται. Ακολουθώντας την παράδοση παλαιότερων περιοδικών για το βιβλίο είναι ένας από τους πολιτιστικούς πόλους συσπείρωσης αυτών που διαβάζουν, γράφουν, εκδίδουν βιβλία» σημείωσε, μιλώντας εκ μέρους της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού, η κριτικός λογοτεχνίας Μαρίζα Ντεκάστρο.«Μέσα σε μια εποχή που πολλά δεδομένα κατεδαφίζονται, διαπιστώνεται το παρήγορο και θετικό στοιχείο της αλλαγής του εκδοτικού τοπίου με νέους εκδότες και νέους ανεξάρτητους βιβλιοπώλες, οι οποίοι στηρίζουν γενιές νέων δημιουργών που τολμούν και ρισκάρουν θεματικά, μορφολογικά, αισθητικά», πρόσθεσε”. (εφημερίδα Συντακτών)
“[ χωρίς να έχω διαβάσει ούτε καν τα μισά από τα φετινά υποψήφια βιβλία για τα “Βραβεία του Αναγνώστη”, νιώθω, δηλαδή απλώς διαισθάνομαι (άρα μπορεί και να σφάλλω), ότι η πλουραλιστική, νεανικότερη (όμως καλών ηλικιακών ισορροπιών) πνοή των υποψηφιοτήτων υπήρξε πιο ενδιαφέρουσα από την -είμαι σίγουρος άξια και υπεράξια- ομάδα των βραβευμένων και των βραβεύσεων. Η εμφατική επισήμανση της λογοτεχνικής πολυπλοκότητας του σημερινού τοπίου, το ευνοϊκότατο νεύμα προς τον υβριδισμό, τον μεικτό τροπισμό, τον εφευρετικό πειραματισμό και τις νέες (κατασταλαγμένες ωστόσο) φόρμες υπερνίκησε στις υποψηφιότητες. Τα ίδια τα βραβεία, πάντως, μοιάζουν να αναγνωρίζουν με έμφαση εν τέλει την στιβαρότητα της φόρμας, την αρρενωπότητα (ευρεία τη εννοία), και τη σταθερότητα σε ό,τι καλό ήδη γνωρίζουμε και κατέχουμε. Οι Μαγκλίνης, Κατσουλάρης, θαυμάσιοι. Οι Περούλης, Συφιλτζόγλου, ίσως και θαυμασιότεροι. Συγχαρητήρια σε όλους. Η απόφαση να δοθεί βραβείο ποίησης σε έναν τόσο νέο ποιητή, άξια επαίνου. Το βιβλίο του -το οποίο εκτιμώ και για το οποίο έχω ήδη προετοιμαστεί να γράψω- είναι υψηλού επιπέδου, αλλά μπορεί όχι και το καλύτερό του. Λίγα από αυτά έχουν σημασία. Η προσωπική σούμα μου είναι απλώς μία προσωπική σούμα. (Όσο για τη μη συμπερίληψη πέρσι του “μ_otherpoem” μου ούτε καν στα 10 υποψήφια της όχι και τόσο μικρής βραχείας λίστας ομολογώ ότι μάλλον με θορύβησε τότε για λίγο, ώσπου ανακάλυψα ότι από τη λίστα εκείνη έλειπε -ας πούμε- και το βιβλίο του Γιάννη Στίγκα “Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο”. Τότε σκέφτηκα: δεν έχει σημασία. Οι υποψηφιότητες και τα βραβεία είναι καλά όταν έρχονται, αλλά όχι, δεν είναι διόλου κακά όταν δεν έρχονται. Να χαίρεσαι με τις υποψηφιότητες των φίλων -και δηλαδή: των ανθρώπων που βαθιά εκτιμάς (φέτος ειδικά χάρηκα για πολλές)-, και καμιά φορά να επισημαίνεις παραλείψεις που εντοπίζεις. Κυρίως: να εκφράζεις τις ενστάσεις σου, γιατί οι ισορροπίες που θα ήθελες να κρατήσεις είναι πολύ πολύ λιγότερες από την ανάγκη σου να είσαι ειλικρινής, ναι, με όλους τους συναδέλφους σου. Εκτός εάν εκείνοι δεν έχουν καμία συναδελφική διάθεση και αλληλεγγύη. Κάπως έτσι, και, ναι, απλούστατα) ] ” (Βασίλης Αμανατίδης, ποιητής)
“Στα βραβεία, κάποιοι βραβεύονται και κάποιοι όχι. Οι λόγοι που βραβεύονται (ή δε βραβεύονται) είναι πολλοί. Αυτός που δε βραβεύεται συνήθως λέει: «Τα βραβεία είναι πουλημένα». Αν όμως μια άλλη χρονιά βραβευτεί, χαίρεται. Είναι λογικές αντιδράσεις, και η μεν και η δε. Θα μπορούσε βέβαια να μη χαρεί ακόμα κι αν βραβευτεί, θυμούμενος ότι κάποιες άλλες χρονιές αποκάλεσε το βραβείο «πουλημένο», άρα δεν υπάρχει λόγος ουδείς να χαίρεται τώρα που το πήρε, αν θέλει να ’ναι ειλικρινής απέναντι στον εαυτό του. Όμως, πόσο υπεράνθρωπη προσπάθεια απαιτείται από τη μεριά του, για να μη χαρεί – κοντολογίς, για να τιμωρήσει τον εαυτό του, ώστε έτσι να είναι ειλικρινής απέναντι στον εαυτό του. Και κείνος ωστόσο που πήρε το βραβείο και δικαίως χαίρεται, μήπως θα ’πρεπε να σταθεί μία στιγμή και να αναλογιστεί ότι θα μπορούσε και να μην το έχει πάρει, γιατί εντέλει οι λόγοι που δίνεται ή δε δίνεται ένα βραβείο είναι τόσοι, όσοι είναι αυτοί που το δίνουν και, μαζί, αυτοί που ’ναι υποψήφιοι για να το πάρουν; Ας χαιρόμαστε λοιπόν όταν παίρνουμε ένα βραβείο, γιατί ’ναι ανθρώπινο, αλλά ας είναι πάντοτε η χαρά μας cum grano salis, και ας μη λυπόμαστε άμα δεν το παίρνουμε, γιατί οι λόγοι που δίνεται είναι πολλοί, αλλά το βραβείο, αλίμονο, είναι πάντοτε μόνον ένα”.(Μιχάλης Μακρόπουλος- συγγραφέας, μεταφραστής)
“Τα βραβεία του Αναγνώστη απονεμήθηκαν χτες σε μια πολύ όμορφη βραδιά! Συγχαρητήρια σε όλους τους βραβευθέντες- και να διαβάσουμε όσα δεν διαβάσαμε.
Και δύο σημεία από τα σχόλια των Κριτικών Επιτροπών, όπως τα σταχυολόγησε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην ομιλία του:
Ποια ήταν όμως τα βασικά χαρακτηριστικά των βιβλίων που κρίθηκαν;«Αν υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ των μυθιστορημάτων τα οποία έφτασαν φέτος στην τελική λίστα, αυτό είναι οι πολλαπλές διαφορές τους: η πολυτυπία και η πολυμορφία τους, οι αποκλίνουσες θεματικές και οι πολύ διαφορετικοί εντέλει κόσμοι, τους οποίους εκπροσωπεί το καθένα» παρατηρεί στο σκεπτικό της για τα βραβεία η Κριτική Επιτροπή(..)
(…)Καυστικές οι παρατηρήσεις της Κριτικής Επιτροπής για τα βραβεία της παιδικής λογοτεχνίας (Αγγελική Αθανασοπούλου, Τζίνα Καλογήρου, Βασίλης Παπαθεοδώρου, Ελένη Σβορώνου, Δημήτρης Χαλκιόπουλος): «Στις περισσότερες περιπτώσεις έλειψαν οι εκπλήξεις, ο δημιουργικός πειραματισμός, η διαφοροποιημένη προσέγγιση του θέματος. Στη φετινή παραγωγή εδραιώνεται μία τάση ομοιομορφίας και τυποποίησης, η οποία είχε παρατηρηθεί και κατά τα προηγούμενα χρόνια. Το μεγαλύτερο μέρος των βιβλίων ήταν βιβλία παρόμοια, τόσο θεματολογικά όσο και υφολογικά. Επιπλέον, η προσπάθεια να εξυπηρετήσουν εκπαιδευτικούς σκοπούς, παρά να οδηγήσουν στην αναγνωστική απόλαυση, συνέτεινε σε μια στροφή προς το διδακτισμό».