του Νίκου Α. Μάντη (*)
Ένα δημοφιλές απόσταγμα λαϊκής σοφίας λέει ότι οι ζωές των ανθρώπων χωρίζονται σε τρία κύρια είδη, ή μάλλον πλευρές: στην δημόσια πλευρά, στην ιδιωτική και τέλος στη μυστική, εκείνη που τη γνωρίζουμε μονάχα εμείς, κοιτώντας τον εαυτό μας στον καθρέφτη. Είναι αυτή, η τρίτη πλευρά μας, η μυστική, που αποτελεί το επίκεντρο της ποιητικής του Ανδρέα Μήτσου, τουλάχιστον όπως εγώ την έχω εισπράξει μέσα στα χρόνια. Η ένταση στο σώμα και στο πνεύμα των ανθρώπων, όταν η μυστική τους ζωή, η μυστική τους ύπαρξη σχεδόν, που τρέφουν αλλά και τρέφεται από αυτούς στις πιο σκληρές ώρες της μέρας, απειλεί να βγει στο φως, είναι που δημιουργεί και εκκολάπτει τα ψυχαναλυτικά παραμύθια του Μήτσου, ο οποίος, λειτουργώντας ως ένας σχεδόν μεφιστοφιλικός εργαστηριακός επιστήμονας, τα παρακολουθεί, τα εκτρέφει και τα εξαπολύει στον κόσμο, σαν άλλους αφηγηματικούς ιούς, επικίνδυνους αλλά και ιδιαίτερα γοητευτικούς.
Στις τέσσερις δεκαετίες που ο Ανδρέας Μήτσου πεζογραφεί, θεωρώ ότι κινείται στους εξής βασικούς θεματικούς άξονες: στην διαβρωτική φύση της μυστικής ζωής των ανθρώπων, στα ζωτικά ψεύδη που μας κινούν και που συχνά καταλήγουν να παίρνουν την θέση της όποιας αλήθειας, καθώς ολόκληροι βίοι δείχνουν να χτίζονται πάνω σε αυτά, στην παντοδύναμη λίμπιντο και στις εντάσεις που δημιουργεί όταν έρχεται σε αντίθεση με την κατεστημένη τάξη των προσωπικών, οικογενειακών και κοινωνικών διευθετήσεων, και τέλος, και ίσως σημαντικότερο όλων, στο πώς όλα τούτα αλέθονται και διαπλέκονται με τους αρμούς της αφήγησης, τόσο με την έννοια της προσωπικής μνήμης, ενίοτε εξόχως ολισθηρής και παραπλανητικής, όσο και με την έννοια της καθαυτό ένταξης του βιώματος στο χώρο της τέχνης και της πεζογραφικής του επεξεργασίας, που κάποτε αποδεικνύεται η πλέον διάτρητη, η πιο επισφαλής διαδικασία όλων. Η παρούσα συλλογή διηγημάτων λειτουργεί και ως συμπύκνωση αλλά και ανακεφαλαίωση όλων των παραπάνω στοιχείων.
Ο «Καουμπόης του Αλίμου» είναι μια συλλογή που ξανακοιτάζει με έναν τρόπο, παρόμοιο με το προηγούμενο έργο του Μήτσου, το πολυσέλιδο μυθιστόρημα με τον ενδεικτικό τίτλο «Η Παγίδα», το ίδιο το έργο του συγγραφέα. (Σε εκείνο ωστόσο το βιβλίο ο Μήτσου κινούνταν στο όριο της μεταμυθοπλασίας, ή μάλλον της αυτομυθοπλασίας, έχοντας ως επίκεντρο τον εαυτό του και τον τρόπο που οι ήρωες των βιβλίων του αλληλεπιδρούν με τον απτό κόσμο της υποτιθέμενης πραγματικής ζωής.) Στον «Καουμπόη», ο Μήτσου δείχνει να επιστρέφει στην καθαρή μυθοπλαστική δημιουργία. Εδώ λοιπόν επανεξετάζει, όχι μονάχα την ατέρμονη ποικιλία των ανθρώπινων μυστικών και τη διαβρωτική τους δύναμη, αλλά επίσης και κατά κύριο λόγο τους ήρωες της εργογραφίας του, τους χαρακτήρες που κατοικούν στα παλαιότερα βιβλία του, ως αυτόνομα πρόσωπα, διερωτώμενος τι θα συνέβαινε αν ένα μέρος ή το όλον των γεγονότων της επινοημένης ζωής τους είχε υπάρξει διαφορετικά, ή, με άλλα λόγια, αν και ο ίδιος είχε υπάρξει ένας άλλος – ένας άλλος αφηγητής, πεζογράφος, ένας άλλος Ανδρέας Μήτσου, τρόπον τινά. Και ταυτόχρονα, διερωτώμενος πάνω στην ίδια την ουσία της δημιουργίας του, αυτό το αφηγηματικό «προζύμι» από το οποίο παράγεται η πεζογραφική τροφή, όπως χαρακτηριστικά το περιγράφει στο ακόλουθο απόσπασμα:
«…Γιατί μια φράση, ένα ερώτημα, μια ασήμαντη ίσως λεπτομέρεια, μπορεί να είναι ο πυρήνας της κάθε ιστόρησης, η μαγιά της. Σ’ αυτό το ερώτημα πρέπει να απαντήσεις. Φουσκώνει από μόνο του, καθώς εσύ αναζητάς την απάντηση, ‘‘γίνεται’’, το μυθιστόρημα, όπως ακριβώς το ψωμί από το προζύμι. Όμως συχνά στεγνώνει η ιστορία και σου απομένει η ψίχα. Η μία φράση της, το ίδιο ερώτημα. Αναπάντητο ακόμα, και πιο απαιτητικό.
»Και επειδή λίγοι καταλαβαίνουν σήμερα από μαγιά και ψίχα και από ψωμί ίσως, καλύτερα να πω πως προσομοιάζει με τη λειτουργία του ακορντεόν το κάθε μυθιστόρημα, κι ο συγγραφέας, όμοιος με τη φυσούνα αυτού του μουσικού οργάνου –το χώρο αποθήκευσης του αέρα- εισπνέει το άρωμά της κατά το άνοιγμα της ιστορίας του και το εκπνέει με το κλείσιμό της. Ξεκινά το μυθιστόρημα μ’ έναν μικρούλη ήχο, μια νότα, που απλώνεται ύστερα απαλά, που μεγαλώνει, που αποκτά απρόβλεπτη έκταση. Όμως πάλι μαζεύεται, και ό,τι ακούγεται πια, είναι ο ίδιος, ανεπαίσθητος πρώτος ήχος του.
»Ένα αχνό βογκητό, ένα παράπονο, ένας αναστεναγμός.
»Αυτόν πασχίζουμε να αιχμαλωτίσουμε, να εξηγήσουμε».
Ετούτο το «προζύμι του μυθιστορήματος» που αναφέρει εν είδει χρησμού και ερμηνευτικού κλειδιού για το βιβλίο του ο Μήτσου, αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την πρώτη ύλη της συλλογής. Ο κεντρικός πυρήνας πάνω στον οποίο είχαν βασιστεί τα μείζονα έργα του, από τα «Ανίσχυρα Ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου» μέχρι τον «Αγαπημένο των Μελισσών», τον «Κίτρινο Στρατιώτη», έως και τα πιο πρόσφατα «Αλεξάνδρα» και «Γκαλίνα», συναντάται εκ νέου εδώ, με τις ιστορίες να στέκουν άνετα, συνοπτικά ξανακοιταγμένες, καθόλου στριμωγμένες ή ασφυκτιούσες, όπως ενδεχομένως θα περίμενε κανείς, μεταγγισμένες επιτυχώς στην μικρή φόρμα. Ο συγγραφέας επιδιώκει μια επαναπροσέγγιση, την αλλαγή αφηγητή, οπτικής γωνίας, ακόμα και πλοκής και κατάληξης, με έναν τρόπο που στην ουσία απελευθερώνει την εξιστόρηση απ’ τα βαρίδια της οριστικής έκβασης, καθιστώντας το αφηγηματικό περιβάλλον ακόμα πιο ρευστό, περισσότερο φευγαλέο και απροσδιόριστο, οδηγώντας τους ήδη γνώστες των μυθιστορημάτων να αναρωτηθούν πάνω στην αρχική πρόσληψη των έργων, αλλά και όσους εισέρχονται αθώοι στις ιστορίες, να προβληματιστούν εξίσου για το κατά πόσον τα πρόσωπα αυτά θα μπορούσαν να υποστηρίξουν πιο εκτεταμένους πεζογραφικούς κόσμους.
Ταυτόχρονα, εναλλακτικές εκβάσεις που είχαν αποσιωπηθεί, προοικονομηθεί ή απλά και μόνον υπαινικτικά σκιαγραφηθεί στις μυθιστορηματικές εκδοχές, εδώ δείχνουν να παίρνουν το πάνω χέρι, και έτσι αλλού το δραματικό φινάλε αποφεύγεται, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η κατάληξη παραμένει αόριστη και εκκρεμής. Πέραν αυτών, ωστόσο, ο συγγραφέας οδηγείται και σε αμιγώς καινούργια μονοπάτια, που βέβαια περιστρέφονται γύρω από τις μόνιμες σταθερές του: το παλαιό απωθημένο που καταλήγει σε αιματηρό ξέσπασμα, στο «Λεμόνι», η έννοια του σωσία, η οποία διατρέχει όλο του έργο του Μήτσου, επανεμφανιζόμενη εδώ, στο «Δισθανή» και στην «Ατελέσφορη Εμμονή», η διαπλοκή της εντοπιότητας με το προσωπικό τραύμα που οδηγεί στον υπαρξιακό εκτροχιασμό, στο «Ξάγναντο», την «Ξηρασία» και τη «Δίστομη Σπάθα». Στον «Καουμπόη του Αλίμου», που δίνει και τον τίτλο της συλλογής, μια συλλογική νεύρωση, πιθανότατα εδραζόμενη στη δυστοπική συνθήκη της πρόσφατης πανδημίας, ευθύνεται για την ζωόμορφη παραίσθηση του κεντρικού ήρωα, η οποία αναπόφευκτα μπορεί να εκληφθεί και ως σχόλιο για τον εξανδραποδισμό μιας ολόκληρης κοινωνίας, στα δίσεκτα χρόνια στα οποία βαδίζουμε.
Ωστόσο, πέρα από όλα αυτά, τα οποία αντιμετωπίζουν το βιβλίο με κάπως περιγραφικούς όρους, για μένα εκείνο που υπερισχύει, είναι η επανερχόμενη αίσθηση που αποκομίζω από τα έργα του Μήτσου και που τον κατατάσσει αυτόχρημα στους σημαντικούς συγγραφείς – αφού μόνο οι σημαντικοί συγγραφείς μπορούν να μεταδίδουν, μέσω του προσωπικού ύφους και της ιδιαίτερης θεματολογίας τους, ένα ενιαίο, αναγνωρίσιμο κλίμα στους αναγνώστες. Στην περίπτωση του Ανδρέα Μήτσου, για μένα η ατμόσφαιρα που αναδίδει η γραφή του, είναι εκείνη μιας ορισμένης «υπαρξιακής υγρασίας», μιας παραλυτικής κουφόβρασης, επηρεασμένης ίσως από τη βαλτώδη ακαρνανική γη της γενέτειράς του (από την οποία έχω και εγώ εμπειρίες και εικόνες). Στις ιστορίες και τα βιβλία του, ασχέτως αν λαμβάνουν χώρα σε αστικό ή αγροτικό περιβάλλον, οι ήρωες μοιάζουν να περιφέρονται, όχι σε στέρεο έδαφος, αλλά σε βάλτο, σε ένα διαρκώς μετατοπιζόμενο υπαρξιακό και συναισθηματικό υπόστρωμα, που υπομονεύει συστηματικά το ρεαλισμό αλλά και την ίδια την πνευματική τους ισορροπία, αναγκάζοντας, τόσο εκείνους, όσο και εμάς, να αναρωτιόμαστε αναπόφευκτα για το τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, ποιος είναι ο αφηγητής και ποιος ο αφηγούμενος, ποιος ο καθρεφτιζόμενος και ποιο το αντικαθρέφτισμά του, και πότε όλο το εξιστορούμενο σκηνικό θα βουλιάξει αύτανδρο σε ένα ρηχό, κολλώδες γούπατο γενικής αποσάθρωσης.
Αυτή η ύπουλα δροσερή αλλά και ενίοτε γλοιώδης και ασφυκτική ακινησία, σπαρμένη με νούφαρα ψυχικών ιριδισμών των παγιδευμένων εντός της ηρώων, αποτελεί την πρώτη ύλη για το λεπτολογημένο υφαντό της γραφής του Μήτσου, που χρόνια τώρα λάμνει με επιδεξιότητα στα βαλτοτόπια μιας εσώτερης δυσθυμίας – μιας δυσθυμίας διάχυτης στον σύγχρονο κόσμο, τόσο οικείας αλλά και τόσο δύσκολης να την παραδεχθούμε όπως είναι. Οι παραισθήσεις, οι αναλαμπές μιας καταστροφικής, συχνά γεροντικής λίμπιντο, η μανιακή αναρώτηση για τις χαμένες ευκαιρίες του διανυσμένου βίου και οι επίμονες, σαρκοβόρες εμμονές των ανθρώπων που περιγράφει ο Μήτσου, συνηθέστατα ως ένας «αθώος του αίματος», παρεμπίπτων δάσκαλος ή και τυχαίος ωτακουστής σε καφενεία και παγκάκια, σε σκονισμένα ξέφωτα συνοικιών και ακινητοποιημένων στο χρόνο επαρχιακών κωμοπόλεων, είναι ο βιότοπος όπου ενδημούν και τρέφονται τα βακτήρια μιας κλινικά σκιαγραφημένης ανθρώπινης παρακμής. Μέσα σε τούτο λοιπόν το απατηλά εύκρατο και τόσο επικίνδυνο βαλτοτόπι, εγκαταβιούν και οι ήρωες του ανά χείρας έργου, του «Καουμπόη του Αλίμου».
Προσωπικά απόλαυσα και αυτό το τελευταίο πόνημα του Ανδρέα Μήτσου, και ελπίζω να παραμείνει ακατάβλητος και δημιουργικός, γιατί η λογοτεχνική πηγή που έχει ανακαλύψει εδώ και χρόνια, διαθέτει μεγάλα αποθέματα παραγωγής νοήματος και πρωτότυπου έργου. Το μόνο λοιπόν που μπορώ να του ευχηθώ είναι καλή δύναμη, για να συνεχίσει να μας προσφέρει τις πάντα ελκυστικές εκβλαστήσεις της πολύπτυχης φαντασίας του.
(*) Το κείμενο εκφωνήθηκε στο πλαίσιο παρουσίασης του βιβλίου,
Στον Ιανό, στις 20 Ιουνίου 2023.
Ανδρέας Μήτσου, Ο Καουμπόης του Αλίμου, Καστανιώτης
Δεν μπόρεσα να απολαύσω το κείμενό σας στην παρουσίαση του βιβλίου, αλλά διαβάζοντάς το εδώ μου έκανε ειλικρινά εντύπωση η διεισδυτικότητα των παρατηρήσεών σας και το πόσο καλά έχετε συλλάβει την ουσία των κειμένων του Μήτσου. Δώσατε μορφή σε συναισθήματα και σκέψεις που η ανάγνωσή τους κατά καιρούς μου διήγειρε.