του Στέφανου Δημητρίου
I
Ο αναγεννησιακός ανθρωπισμός, ως επίγονος του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και των κλασικών γραμμάτων, ανέδειξε την «πολιτεία των γραμμάτων» (respublica literarum) ως την κατεξοχήν συνθήκη για τη σύσταση και την ανάδειξη της ανθρωπιστικής παιδείας, στην οποία ριζώνει και ο Διαφωτιστικός και ο δημοκρατικός ανθρωπισμός. Εξέχων, διαπρεπής πολίτης της pespublica literarum ήταν και παραμένει ο Τζωρτζ Στάινερ. Σε μια ομιλία του, το 2024 (που κυκλοφορεί και στα καθ’ ημάς στο: Η ιδέα της Ευρώπης, μτφ. Θάνος Σαμαρτζής, Δώμα, 2021), προσπάθησε να δείξει σε τι συνίσταται η ιδέα της Ευρώπης. Υπάρχει, βεβαίως, ένα σχεδόν αυτονόητο ερώτημα: γιατί, δηλαδή, η Ευρώπη εκτός από τη θέση της στον χάρτη, συνοργάνωση εθνικών κρατών, κοινό νόμισμα, και όργανα διοίκησης, είναι και ιδέα; Ο Στάινερ δεν έχει άλλον τρόπο από το να δείξει το πώς εκφράζεται η Ευρώπη ως ιδέα μέσα από τις εκδηλώσεις αυτής της ιδέας στη ζωή. Και στοχεύει στην κατεξοχήν εκδήλωση της ζωής, την καθημερινή ζωή. Ξεκινά, λοιπόν, ο Στάινερ από τον κατεξοχήν τόπο της συνάντησης και συνομιλίας των ανθρώπων, τα καφενεία. Εκεί οι άνθρωποι διαβάζουν μονάχοι την εφημερίδα τους ή ένα βιβλίο, συνομιλούν – ή και τσακώνονται – για το πρωτάθλημα, τις εκλογές ή κάποιον που μένει απέναντι: «Το καφενείο είναι τόπος για κρυφές συναντήσεις και για συνωμοσίες, για διανοητικές συζητήσεις και για κουτσομπολιό, για τον flaneur (σ.τ.μ. Ο άνθρωπος άνθρωπος που πλανιέται μόνος μέσα στην πόλη) και για τον ποιητή ή τον μεταφυσικό με το σημειωματάρι του. Είναι ανοιχτό σε όλους, αλλά την ίδια στιγμή είναι μια λέσχη, μια μασονία, που προσφέρει πολιτιστική-λογοτεχνική αναγνώριση και προγραμματική παρουσία. Ένα φλιτζάνι καφέ, ένα ποτήρι κρασί, ένα τσάι με ρούμι σού εξασφαλίζουν έναν χώρο για να δουλέψεις, να ονειρευτείς, να παίξεις σκάκι ή απλά να περάσεις τη μέρα σου κάπου ζεστά. Είναι λέσχη του πνεύματος και ταχυδρομείο του άστεγου. Στο Μιλάν του Σταντάλ, στη Βενετία του Καζανόβα, στο Παρίσι του Μπωντλαίρ, τα καφενεία φιλοξενούσαν την πολιτική αντιπολίτευση, τον παράνομο φιλελευθερισμό» (σς. 24-25). Η ιδέα της Ευρώπης, την οποία θέλει να αναδείξει ο Στάινερ, δεν απορρέει από προσωποληπτική θεώρηση ή ιδεολογική προκατασκευή. Ο Στάινερ μάλλον προϋποθέτει κάτι άλλο. Η ιδέα του για την Ευρώπη προϋποθέτει την ευρωπαϊκή λογιοσύνη, δηλαδή την Αναγέννηση, καθώς και την ακμή του 16ου και 17ου αιώνα, όπως βεβαίως και τον Διαφωτισμό. Δεν είναι όμως μόνον ο ελληνορωμαϊκός κόσμος (παρόλο που ο Στάινερ, στο κείμενό του, δεν κάνει την παραμικρή αναφορά στη Ρώμη), ο Πετράρχης, ο Ρακίνας και οπωσδήποτε ο Σαίξπηρ.
Η Ευρώπη, όμως, για τον Στάινερ, είναι και τόπος. Και μάλιστα τόπος που «ανέκαθεν περπατιόταν ∙ και εξακολουθεί να περπατιέται» (σ.26). Οι περιηγητές και οι απλοί πεζοπόροι, αλλά και ο Ρουσσώ, ο Καντ, ο Κίρκεγκωρ, όπως και ο Σαρλ Πεγκύ, μετέχουν αυτού του γεγονότος. Για τον Στάινερ, «το γεγονός αυτό εγκαθιδρύει μια κορυφαίας σημασίας σχέση ανάμεσα στην ευρωπαϊκή ανθρωπότητα και στο τοπίο της. Μεταφορικά, αλλά και υλικά, το τοπίο αυτό έχει σφυρηλατηθεί από χέρια και από πόδια» (σ.27). Η Ευρώπη, για τον Στάινερ, η ίδια η κουλτούρα της, απότοκη της ευρωπαϊκής λογιοσύνης, την οποία μας κληροδότησε ο υστερολατινόφωνος κόσμος, φέρει αποτυπώματα, με υλική ενάργεια, «από χέρια και πόδια». Σε αυτήν την περιήγηση, αντικρίζει κανείς τα οδωνύμια των πόλεων, με αναφορές σε πρόσωπα, που όλο και κάτι, απλό ή και σπουδαίο, κατέλιπαν σε αυτήν την παράδοση. Και αυτή η παράδοση οδηγεί στο ερώτημα που αφορά το τι σημαίνει το να είναι κανείς Ευρωπαίος. Το ερώτημα, όμως, τι σημαίνει να είναι κάποιος Ευρωπαίος απαιτεί σύνθετη απάντηση, την οποία ο Στάινερ διατυπώνει ως εξής: «Το να είσαι Ευρωπαίος σημαίνει να προσπαθείς να συμφιλιώσεις από ηθική, διανοητική και υπαρξιακή σκοπιά τα αντίπαλα ιδανικά, αξιώσεις και πράξεις της πόλης του Σωκράτη και της πόλης του Ησαϊα» (σ. 36). Ο Στάινερ αναφέρεται στη «διττή κληρονομιά της Αθήνας και της Ιερουσαλήμ». Νομίζω ότι ο Στάινερ συνδέει την κλασική κληρονομιά της Αθήνας με τη χριστιανική παράδοση και για έναν ακόμη λόγο: Ο συνταγματικός πολιτισμός, ως μείζον επίτευγμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, άρα και της ιδέας της Ευρώπης, συνδέεται με τον «θύραθεν ανθρωπισμό» του Στάινερ, διότι αυτός, όπως δείχνει η ίδια η έννοια της αξίας του ανθρώπου, που συνιστά, άλλωστε, και συνταγματική αρχή, κατάγεται και από τον χριστιανισμό, ο οποίος είχε καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση του συνταγματικού πολιτισμού. Άλλωστε, και η ίδια η έννοια της κυριαρχίας, χωρίς την οποία δεν συγκροτείται το συνταγματικό φαινόμενο, συνδέεται με τον χριστιανισμό. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός εμφορείται από μία αντίστοιχη ιδέα ανθρωπισμού, η οποία είναι ακατανόητη χωρίς τη συμβολή του χριστιανισμού, λογιζομένου ως θρησκείας, σε συνάφεια προς τον λόγο. Αλλά, για τον Στάινερ, αυτός ο πολιτισμός συνέχεται από «μια εσχατολογική αυτοσυνείδηση, η οποία ενδεχομένως αποτελεί μοναδικό γνώρισμα του ευρωπαϊκού πνεύματος»(σ.42). Αυτή η αυτεπίγνωση τον καθιστά μοναδικό ως προς το ότι γνωρίζει ότι μπορεί να τελειώσει. Είναι πολιτισμός ο οποίος, όταν δεν υπνοβατεί (έχει υπάρξει και το Άουσβιτς και η αποικιοκρατία και οι πολύμορφες, άδικες διακρίσεις), ακροβατεί στην κόψη των ορίων του αυτογνωστικού ερωτήματος. Και τότε είναι ο πολιτισμός της κριτικής αυτοσυνειδησίας και του πλουραλισμού. Ο Στάινερ, λοιπόν, έδωσε πέντε απαντήσεις στο ερώτημα «τι είναι η Ευρώπη;». Μας είπε ότι, πρώτον, είναι τα καφενεία της. Δεύτερον, ότι είναι τόπος που περπατιέται από περιηγητές, αλλά και απλούς περιπατητές. Τρίτον, είναι τα οδωνύμια των πόλεων. Τέταρτον, είναι η ιστορία της Αθήνας και της Ιερουσαλήμ, δηλαδή η ιστορία δύο αντίθετων πόλων, την αντίθεση των οποίων ο ίδιος επιθυμεί να διαμεσολαβήσει, ώστε να την άρει, με σκοπό να επιτευχθεί ανάλογη σύνθεση. Άλλωστε δεν υπάρχει συμφιλίωση, χωρίς τέτοια σύνθεση. Αυτή η σύνθεση οδηγεί, στην πέμπτη απάντηση στο ερώτημα, δηλαδή στην εσχατολογική αυτοσυνείδηση των ορίων. Αυτά τα όρια, όμως, για τον Στάινερ, συνδέονται και με την επίγνωση μια αφετηρίας. Ο Στάινερ, αφού έχει μιλήσει για την οικουμενικότητα της μουσικής και τα μαθηματικά, ως επίτευγμα αυτού του πολιτισμού (έχοντας αναγνωρίσει και τη συμβολή της Ινδίας), θα κάνει πάλι μία σύνθεση: «Τα μαθηματικά κατοικούν στη μουσική, υπάρχει μια μαγεία τόσο στη ρυθμολογία όσο και στην αξιωματική διαδοχή της μεγάλης φιλοσοφίας. Όπως διαισθάνθηκαν ορισμένοι μυστικοί και λογικοί, π.χ. ο Λάιμπνιτς, όταν ο Θεός μιλά στον εαυτό του τραγουδάει άλγεβρα» (σ.38). Επανερχόμαστε, λοιπόν, στο ζήτημα των ορίων και την εσχατολογική αυτοσυνειδησία του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αυτή η αυτοσυνειδησία σημαίνει διαρκή υποβολή του ερωτήματος το οποίο αφορά και την αφετηρία και τον προορισμό. Δηλαδή, το από πού μας έρχεται αυτός ο πολιτισμός και προς τα πού κατευθύνεται. Ως προς το πρώτο, ο Στάινερ δίνει δύο απαντήσεις. Η πρώτη έχει ως εξής: «Ο Πλάτωνας απαγόρευε την είσοδο στην Ακαδημία του σ’ όποιον δεν ήξερε γεωμετρία. Ο ίδιος όμως κατηύθυνε τον δυτικό νου προς οικουμενικά ερωτήματα αναφορικά με το νόημα, την ηθική, τον νόμο και την πολιτική. Σύμφωνα με την περίφημη διατύπωση του Άλφερν Νορθ Ουάιτχεντ, ολόκληρη η δυτική φιλοσοφία είναι μια υποσημείωση στον Πλάτωνα ─ και, θα μπορούσε κανείς να προσθέσει, στον Αριστοτέλη και τον Πλωτίνο, στον Παρμενίδη και τον Ηράκλειτο. Το σωκρατικό ιδανικό του εξετασμένου βίου, η πλατωνική αναζήτηση υπερβατικών βεβαιοτήτων, οι αριστοτελικές έρευνες πάνω στις προβληματικές σχέσεις μεταξύ λόγου και κόσμου, καθόρισαν το δρόμο που αργότερα ακολούθησαν ο Ακυινάτης και ο Ντεκάρτ, ο Καντ και ο Χάιντεγκερ. Έτσι, οι τρεις αυτές κορυφαίες δραστηριότητες του ανθρώπινου νου ─ η μουσική, τα μαθηματικά, η μεταφυσική ─, οι οποίες συγχρόνως καθορίζουν μια ορισμένη ευαισθησία, επιβεβαιώνουν τη δήλωση του Σέλλεϋ πως ‘είμαστε όλοι Έλληνες’» (σ.39). Όντως ο Πλάτων κατηύθυνε τον δυτικό νου νου προς τα «οικουμενικά ερωτήματα αναφορικά με το νόημα, την ηθική, τον νόμο και την πολιτική», δηλαδή τα ερωτήματα, χωρίς τα οποία η κριτική αυτονομία θα ήταν ασύλληπτη δυνατότητα, δεν θα ήταν κάν αίτημα. Και αυτό επειδή είναι κυριολεκτικά οριακά ερωτήματα, δηλαδή, χωρίς αυτά, δεν μπορούμε να αναζητήσουμε, να διατυπώσουμε και να ελέγξουμε ορισμούς, άρα και συναφή προβλήματα. Και, χωρίς αυτήν τη δυνατότητα, πιστεύω ότι απλώς θα ήμασταν μακαρίως καθεύδοντες μέσα στην καθησυχαστική – και καταθλιπτική – βεβαιότητα των ποικίλων δογματισμών. Πιο συγκεκριμένα, όμως, σε ό, τι αφορά την παρατήρηση του Στάινερ για αυτήν την κατεύθυνση που έδωσε ο Πλάτων στη δυτική σκέψη, αυτό οφείλεται στο ότι η φιλοσοφία του Πλάτωνα είναι ένα ανοιχτό έργο. Είναι μια ανοιχτή φιλοσοφία – παρά το κοινώς νομιζόμενο – διότι δεν υπάρχει, στο έργο του Πλάτωνα, φιλοσοφικό σύστημα. Δεν υπάρχει πλατωνικό σύστημα. Αυτό είναι εμφανές και στη μορφή και στο περιεχόμενο των πλατωνικών κειμένων. Και αυτό δεν είναι κάτι που απλώς προέκυψε. Είναι θεμελιώδης επιλογή του ίδιου του Πλάτωνα. Γι’ αυτό και το πλατωνικό έργο, η πλατωνική φιλοσοφία, είναι ένα εργαστήριο μεθοδολογικής, αντιδογματικής σκέψης. Ιδίως ο «Πολιτικός» του Πλάτωνα το δείχνει αυτό. Γι’ αυτό και θα πει ο Στάινερ ότι «Η κορυφαίας σημασία δραστηριότητα του θαυμασμού, του θαυμάζειν, και της θεωρητικής-λογικής ανάπτυξης είναι πλατωνική και αριστοτελική στον πυρήνα της» (σ. 46).
Η δεύτερη απάντηση αφορά μια άλλη παράδοση: «Πάντως, δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να προσθέσουμε ότι το πεπρωμένο της Ευρώπης πηγάζει εξίσου από την κληρονομιά της Ιερουσαλήμ. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένας ζωτικός κόμβος στο υφάδι της δυτικής ύπαρξης, της συνείδησης και της αυτοσυνείδησης των Δυτικών (και επομένως, των Αμερικανών) ανδρών και γυναικών που να μην έχει επηρεαστεί από την εβραϊκή κληρονομιά. Αυτό ισχύει εξίσου για τον θετικιστή και τον θεϊστή, για τον αγνωστικιστή και τον πιστό. Η μονοθεϊστική πρόκληση, ο ορισμός της ανθρωπιάς μας ως ενός διαλόγου υπερβατικό στοιχείο, η έννοια ενός υπέρτατου Βιβλίου, η ιδέα ενός νόμου εξεδιάλυτα συνυφασμένου με ηθικές επιταγές, η ίδια η αντίληψή μας για την ιστορία ως τελεολογικό χρόνο, έχουν την καταγωγή τους στην αινιγματική μοναδικότητα και διασπορά του Ισραήλ. Είναι κοινοτοπία να μνημονεύει κανείς τον Μαρξ, τον Φρόυντ και τον Αϊνστάιν (θα πρόσθετα και τον Προυστ) ως τους γεννήτορες της νεωτερικότητας, ως τους δημιουργούς της τωρινής μας κατάστασης. Αλλά πίσω από το κλισέ κρύβεται μια ασύλληπτη περίπλοκη πραγματικότητα: αυτή του κοσμικού ιουδαϊσμού και η μετάφραση εννοιών βαθύτατα ιουδαϊκών σε κοσμικούς όρους και αξίες. Η δίψα του Μαρξ για κοινωνική δικαιοσύνη και ο μεσσιανικός ιστορικισμός του είναι σε άμεση συμφωνία με τα αντίστοιχα φαινόμενα στον Αμώς ή στον Ιερεμία. Η παράξενη υπόθεση του Φρόυντ περί ενός πρωταρχικού εγκλήματος – του φόνου του πατέρα – αποτυπώνει παραστατικά το σενάριο της πτώσης του Αδάμ» (σς. 40-41). Θα μπορούσαμε εδώ να υποβάλουμε την ακόλουθη ένσταση υπό μορφήν ερωτήματος: είναι ο χριστιανισμός, ο όντως καταγόμενος από τον ιουδαϊσμό, μία υποπερίπτωση, ή, έστω, μία εκδοχή, του ιουδαϊσμού; Ο χριστιανισμός ακολούθησε πορεία πολύ διαφορετική από την αρχική του προέλευση, από την ιουδαϊκή αφετηρία του. Ο ίδιος ο Στάινερ, άλλωστε, παραδέχεται ότι «Οι σχέσεις δεν είναι ποτέ εύκολες. Η παύλεια επινόηση του χριστιανισμού είναι διαποτισμένη από την ένταση ανάμεσα στον Εβραίο και τον Έλληνα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας αντιλαμβάνονται με αγωνία τον διττό μαγνητισμό της παγανιστικής Αθήνας και της εβραϊκής Ιερουσαλήμ. Πώς μπορεί η αλήθεια του Ιησού να δεξιωθεί την αναπαλλοτρίωτη κληρονομιά της κλασικής Ελλάδας;» (σ. 41). Ο Στάινερ φαίνεται να πιστεύει ότι είναι δυνατόν εναρμονιστεί αυτή τη αντίθεση. Αναγνωρίζει στην ίδια τη σύσταση του δυτικού πολιτισμού στοιχεία αυτής της εναρμόνισης. Για παράδειγμα, το συνταγματικό, δημοκρατικό κράτος είναι ουσιωδέστατο γνώρισμα και επίτευγμα αυτού του πολιτισμού. Οι κύριες έννοιες αυτής της κρατικής οργάνωσης, οι οποίες συνέχουν την σύσταση της συνταγματικής τάξης, αλλά και του ίδιου του Συντάγματος, ως κειμένου, το οποίο τελεί υπό καθεστώς διαρκούς ερμηνείας, εφόσον είναι ο ανώτατος καταστατικός νόμος της εύνομης πολιτείας, έχουν και θεολογικά, χριστιανικά στοιχεία; Το ίδιο το φαινόμενο του συνταγματισμού σχετίζεται με την πολύ περιεκτική έννοια της «πολιτικής θεολογίας», η οποία αποδίδεται μεν, σε μεγάλο βαθμό, στον Καρλ Σμιττ, αλλά και τον υπερβαίνει, διότι ως έννοια προϋπήρξε της θεωρίας του για το κράτος και την πολιτική; Θα ήταν δυνατό να συσχετίσουμε τη Βίβλο με το Σύνταγμα ως μία «Βίβλο» της αυθεντίας που διέπει την κρατική κυριαρχία; Προσωπικώς, δεν είμαι σε θέση να χειριστώ με επάρκεια τις όποιες (που σίγουρα θα είναι πολλές) δυνατές απαντήσεις. Πιστεύω, όμως, ότι η προβληματική του Στάινερ επιτρέπει την υποβολή και την εξέταση τέτοιων ερωτημάτων, τα οποία κινδυνεύουν ανάμεσα στους πόλους της Αθήνας και της Ιερουσαλήμ. Η σύνθεση, την οποία σκέπτεται και αποπειράται ο Στάινερ, κάνει πιο ήπια αυτή τη σημασιολογική διακινδύνευση.
II
Και αφού μιλάμε για διακινδύνευση, ας προσέξουμε ποια επισημαίνει ο Στάινερ. Ποια διακινδύνευση εγκαθιστά κάτι από το παρελθόν της Ευρώπης στο ρευστό παρόν της, ώστε αυτό να καθίσταται ακόμη πιο αβέβαιο και αγχωτικό το μέλλον της; Είναι η διακινδύνευση ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη: «Η Ευρώπη ξεχνά τον εαυτό της, όταν ξεχνά ότι γεννήθηκε από την ιδέα του λόγου και από το πνεύμα της φιλοσοφίας» (σ.47). Για τον Στάινερ, η διατήρηση της συλλογικής, ιστορικής μνήμης είναι στοιχείο ζωοοποιό για την εξέλιξη της Ευρώπης, για τον αξιακό αναπροσανατολισμό της. Γι’ αυτό, άλλωστε, τόνισε εμφατικώς ότι «Οι επιγραφές που είναι ανηρτημένες πάνω σε τόσα και τόσα ευρωπαϊκά κτήρια δεν μιλούν μόνο για καλλιτεχνικά, λογοτεχνικά, φιλοσοφικά ή πολιτικά επιτεύγματα. Υπενθυμίζουν και αιώνες σφαγών και οδύνης, μίσους και ανθρωποθυσίας» (σ.33). Είναι η αντινομία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όταν δηλαδή αυτός διαψεύδεται από την ανατροπή του αξιακού του συστήματος. Αλλά αυτός ο πολιτισμός μας έδωσε και τη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη», χωρίς το αξιακό και ηθικοπολιτικό περιεχόμενο της οποίας δεν έχουμε κριτήρια, για να προχωρήσουμε στην ηθική αποδοκιμασία κάθε είδους απανθρωπίας. Για τον Στάινερ, αυτό είναι και ζήτημα ανθρωπιστικής παιδείας. Για να δείξει την έλλειψή της από τη σημερινή Ευρώπη, θα αναφερθεί στον Μαξ Βέμπερ: «Στο Μόναχο, τον απελπισμένο χειμώνα του 1918-19, ο Μαξ Βέμπερ έδωσε τη διάλεξή του για τη μάθηση και την επιστήμη (Wissenschaft) ως κάλεσμα και επάγγελμα. Μολονότι η καταγραφή της είναι προβληματική, η διάλεξη κατέστη κλασική. Η Ευρώπη κείτεται σε ερειπιώδη κατάσταση. Ο πολιτισμός της, η διανοητική πρωτοκαθεδρία της, της οποίας η γερμανική ανώτατη εκπαίδευση έχει αποτελέσει τον εμβληματικό εγγυητή, αποδείχτηκε ανήμπορη μπροστά στην πολιτική τρέλα. Πώς μπορεί να αποκαταστήσει κανείς το κύρος, την ακεραιότητα του καλέσματος και επαγγέλματος του λογίου, του στοχαστή και του δασκάλου; Προφητικά, ο Βέμπερ διέβλεψε τον εξαμερικανισμό της ευρωπαϊκή πνευματικής ζωής, την αναγωγή της σε μια διαχειριστική γραφειοκρατία. Πώς μπορεί η διδασκαλία να επανενωθεί με την επιστημονική έρευνα και τη λογιοσύνη, με την πρώτης γραμμής θεωρητική αναζήτηση; Ο φρικώδης όρος ‘πολιτική ορθότητα’ δεν είχε ακόμη επινοηθεί. Αλλά ο Βέμπερ είδε και διατύπωσε το ουσιώδες: ‘ Η δημοκρατία πρέπει να ασκείται εκεί που της προσήκει. Η επιστημονική εκπαίδευση , ωστόσο, (…) συνεπάγεται την ύπαρξη ορισμένου τύπου διανοητικής αριστοκρατίας’» (σ.44-45). Δεν υπάρχει ευρωπαϊκή αυτοσυνειδησία χωρίς την παράδοση της λογιοσύνης, χωρίς το έδαφος που καλλιέργησαν και τους δρόμους που άνοιξαν οι Έλληνες τραγικοί, ο Σαίξπηρ που τους πλησίασε, ο Μονταίνιος, ο Ρουσσώ, ο Καντ. Αυτοί μάς έμαθαν την αξία και τον τρόπο του sapere aude. Γιατί αυτό είναι κάτι που διδάσκεται και καθίσταται πρακτική γνώση. Δεν μπορούμε να είμαστε σωστοί δημοκρατικοί πολίτες, χωρίς να είμαστε και – όσο γίνεται – παθιασμένοι αναγνώστες. Το να γνωρίζουμε πώς να είμαστε καλοί αναγνώστες δεν είναι και αυτό «άχρηστη γνώση»; Η γνώση των παραπάνω συνιστά μια «διανοητική αριστοκρατία» επιτεύξιμη από όλους. Φαίνεται αντιφατικό, αλλά δεν είναι. Δεν είναι, στον βαθμό που η «πολιτεία των γραμμάτων» θα συνδέεται με τη θεσμική οργάνωση της δημοκρατικής πολιτείας, μέσα από τη συνάρθρωση ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών με συλλογικές υποχρεώσεις και δεσμεύσεις έναντι των άλλων, υπό το πνεύμα της δημόσιας αρετής. Γι’ αυτό έχουν δίκιο και ο Βέμπερ και ο Στάινερ που εμπνεύστηκε από αυτόν, στο παραπάνω απόσπασμα. Δεν θα επιτύχουμε τον αναγκαίο σεβασμό στη διαφορά και την ετερότητα, εάν δεν επαναξιολογήσουμε τη σπουδαιότητα του να έχουμε κοινούς τόπους. Και ο κατεξοχήν κοινός μας τόπος είναι η ανθρωπιστική παιδεία και η συνείδηση της ιστορικότητας, άρα το να μην προβάλλουμε το παρόν μας στο παρελθόν, επιδιώκοντας την απολυταρχική επιβολή του πρώτου στο δεύτερο. Το παρελθόν το μαθαίνουμε και προσπαθούμε να το καταλάβουμε∙ δεν το ακυρώνουμε.
Ο Στάινερ θα αναζητήσει τη λύση του ευρωπαϊκού αδιεξόδου στην ενοποίηση της Ευρώπης, αλλά και την ισότιμη συνύπαρξη όλων των ιδιαίτερων γνωρισμάτων των χωρών και των λαών της: γλωσσικών, πολιτισμικών, ακόμη και διατροφικών. Οι ευρωπαϊκές γλώσσες είναι, για τον Στάινερ, η ίδια η Ευρώπη, επειδή «κάθε γλώσσα εμπεριέχει, αρθρώνει και μεταδίδει όχι μόνο το μοναδικό φορτίο της ζώσας μνήμης, αλλά την εξελισσόμενη ενέργεια των μελλοντικών της χρόνων, μια δυνητικότητα του αύριο. Ο θάνατος μιας γλώσσας είναι ένα κακό ανεπανόρθωτο, που συρρικνώνει τις δυνατότητες του ανθρώπου» (σ.50). Αλλά αυτή η ισότιμη συνύπαρξη όλων των διαφορετικών γνωρισμάτων και ταυτοτήτων δεν θα πρέπει να αμφισβητεί την κοινή ταυτότητα του πολιτισμού που μας έμαθε την αξία της ισότιμης αναγνώρισης όλων των διαφορών. Αυτή η κοινή ταυτότητα, για τον Στάινερ, επιτρέπει μια πράξη ενιαίας οργάνωσης και συνύπαρξης. Πρόκειται για το ιδεώδες και την προοπτική μιας ενιαίας Ευρώπης, μιας προοπτικής που όλο και πιο πολύ θολώνει και ξεμακραίνει σήμερα. Ίσως για αυτόν ακριβώς τον λόγο έχει νόημα να προσέξουμε τον Στάινερ: «Αυτό το ιδανικό της ενοποίησης δεν σηκώνει αμφισβήτηση. Εμπνέει σημαντικά στοιχεία της ευρωπαϊκής σκέψης και πολιτικής δράσης από τον καιρό του Καρλομάγνου» (σ.49). Όπως, όμως, βλέπουμε, σήμερα, δυστυχώς – και απειλητικώς – σηκώνει και με το παραπάνω. Αλλά για τον ίδιο λόγο η ενοποίηση είναι και επιτακτικότερα αναγκαία. Και είναι αναγκαία, διότι οι Ευρωπαίοι πολίτες σήμερα βλέπουν ότι η ανοικτή, πλουραλιστική κοινωνία μοιάζει με φαντασιοκόπημα. Στη θέση της, υπάρχουν ανασφαλείς, ανθρωποβόρες κοινωνίες, με βαθειές ανισότητες και διάχυτο ανορθολογισμό. Η νοηματική και αξιακή ασυναρτησία έχει καταστεί δεσπόζουσα, καθεστωτική δύναμη. Οι πρόσφατες ευρωεκλογές μετετράπησαν σε πανήγυρι της κενής μεγαληγορίας. Είναι το κενό που χωρίζει τους πολίτες της Ευρώπης από το πολιτικό προσωπικό, το οποίο εμμανώς εξακολουθεί να χαλκεύει το μέγα τίποτε. Αυτό το τίποτε αναδεικνύεται από την ηθική απονομιμοποίηση της πολιτικής, η οποία κατατρύχεται από βαθειά κρίση αξιοπιστίας. Αυτή η αναξιοπιστία ξεβάφει επάνω στο κύρος και την περιωπή των δημοκρατικών, πολιτικών θεσμών. Η εν λόγω απονομιμοποίηση, από κοινού με τις άγριες ανισότητες, που δεν είναι μόνο οικονομικές, αλλά και κοινωνικές, με πολιτισμική διάσταση, ιδίως σε ό, τι αφορά το πώς νιώθουν πολλά κοινωνικά στρώματα τη απαξίωσή τους τις λεγόμενες «ελίτ» των διανοουμένων της «χρήσιμης γνώσης», μαζί με την κρίση που επιφέρει η ματαίωση της πολυπολιτισμικότητας, σε σχέση με την αυξανόμενη μετανάστευση, επιδεινώνει το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών. Η ευρωπαϊκή Αριστερά, μετεωριζόμενη ανάμεσα στην αοριστολογία των υψηλοφρόνων διακηρύξεων και την απαξίωση της χθαμαλής καθημερινότητας, αδυνατεί να εκφράσει το αίσθημα της κοινωνικής αδικίας. Χωρίς, όμως, να μπορείς να εκφράσεις την απογοήτευση από την κοινωνική αδικία, πώς θα σε πάρουν στα σοβαρά, όταν υπόσχεσαι κοινωνική δικαιοσύνη; Μπορούν όλα αυτά να επανεξεταστούν; Ίσως, ναι υπό το φως μιας ιδέας της Ευρώπης. Γι’ αυτό είναι σημαντικό το δοκίμιο του Τζωρτζ Στάινερ, με την εξαιρετική του μετάφραση στην ελληνική έκδοση. Είναι σημαντικό, επειδή η ιδέα της Ευρώπης, για να είναι μεστή από νόημα, άρα για να ξανοίγεται στην προοπτική μιας ζωής με νόημα, προϋποθέτει, εντός του ευρωπαϊκού πολιτισμού, της λογιοσύνης του και της αυτοσυνειδησίας του, τη σύμφυση της ατομικής ελευθερίας και της ολοκλήρωσης της προσωπικότητας με τη συλλογική θέληση, σε μία κοινή προοπτική για τις κοινωνίες και τους ανθρώπους. Η ιδέα της Ευρώπης του Στάινερ είναι στην αντίπερα όχθη από το να ενδιαφέρεται κανείς μόνο για τον εαυτό του. Η ευρωπαϊκή ταυτότητα πρέπει να είναι ευρύχωρη και χωράει πολλούς. Είναι μια ιδέα οδηγητική για το πώς να σκεφτούμε την εναρμονισμένη συνύπαρξη μαζί τους σε ένα κοινό πεπρωμένο, εντός του οποίου η ανθρωπότητα θα έχει μέλλον και νόημα. Ένα νόημα που θα υπερβαίνει τη φτώχεια της αυτοβεβαίωσης.
Το δοκίμιο του Στάινερ είναι μια άσκηση στην πειθαρχημένη ελευθερία της κριτικής σκέψης. Θα άξιζε πραγματικά να διαβαστεί μαζί με το πολύτιμο έργο του Στήβεν Γκρήνμπλατ, Παρέγκλισις. Ο Λουκρήτιος και οι απαρχές της νεωτερικότητας (ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2017). Και τα δύο μάς μαθαίνουν την αξία της κοινής έγνοιας για το μέλλον της ανθρωπότητας, την αξία του κοινού βηματισμού, που συντονίζεται με τον ρυθμό της ισότιμης συνύπαρξης όλων, σε έναν πολιτισμό του μέτρου και του δικαίου. Να και η οφειλή στην ελληνορωμαϊκή παράδοση. Όμως, όλα τα επιμέρους μπορούν να συνυπάρξουν μόνο εντός ενός όλου. Και αυτό το όλον ίσως να είναι μια τέτοια ιδέα της Ευρώπης. Είναι μια ιδέα ριζωμένη στον κοινό τόπο της ανθρωπιστικής παιδείας, στον τόπο της ιστορικής μας αυτεπίγνωσης.
(*) Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Τζώρτζ Στάινερ, Η ιδέα της Ευρώπης, μτφ. Θάνος Σαμαρτζής, Δώμα, 2021