της Ειρήνης Σταματοπούλου
Κοινοί είναι λίγο ως πολύ οι βασικοί μυθοπλαστικοί άξονες που διατρέχουν δύο μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Ίκαρος, γραμμένα από νέους δημιουργούς, το ένα από τον Μεξικανό Vicente Alfonso και το δεύτερο από την ήδη αγαπητή από το αναγνωστικό κοινό εξαιτίας του πρώτου βιβλίου της (Έθιμα ταφής), νοτιο-Αυστραλέζα Hanna Kent.
Από τη μία, δύο αδέλφια. Δίδυμα. Ο Ρώμος και ο Ρωμύλος. Ανάμεσά τους, ένα παράξενο κορίτσι. Ένας ψυχαναλυτής ως βασικός αφηγητής, και μια ολόκληρη τοπική κοινωνία βυθισμένη στις προλήψεις, τις παγανιστικές δοξασίες και την άγνοια. Λαϊκά πανηγύρια, πόρνες, απατεώνες, μάγοι, παπατζήδες, θρησκευτικές λιτανείες, τελετουργίες με νέους μασκαρεμένους σε Βάκχους. Ένα πτώμα και ένα άδειο μνήμα, χωρίς κουφάρι ή φέρετρο, μια παλιά ελαιογραφία του Μαρτυρίου του Αγίου Λαυρεντίου ή το αντίγραφό της, διάχυτες αμφιβολίες για την πραγματική ιστορική ύπαρξη ακόμη και του ίδιου του μαρτυρίου, ένας μοιραίος καβγάς σε ένα καφενείο την ξέφρενη νύχτα ενός μεγάλου ποδοσφαιρικού αγώνα, μια αστυνομική έρευνα, σε ένα παζλ που επιχειρεί να ανασυνθέσει τη διαδρομή των νημάτων του χρόνου. «Πώς κατασκευάζονται οι αναμνήσεις;» διαβάζουμε στην αρχή του βιβλίου του Μεξικανού συγγραφέα. «Μεταβάλλονται, συμφιλιώνονται, ωριμάζουν με το χρόνο; Ή ξεθωριάζουν αργά όπως οι εφημερίδες στον ήλιο; Ίσως, κάποιες φορές, τα γεγονότα να κατακάθονται στη μνήμη σαν τα λασπόνερα, που στην αρχή μάς εμποδίζουν να δούμε αυτό που διαισθανόμαστε κοντινό. Όπως και να έχει, η ανασύσταση ενός αποσπάσματος μνήμης με χρήση διαφόρων πηγών είναι σαν να ξυρίζεσαι μπροστά σε σπασμένο καθρέφτη: οι εκδοχές αντιφάσκουν σε κάποιες λεπτομέρειες και συμπίπτουν σε άλλες». Μέσα από την παράθεση των καταγραφών ψυχοθεραπευτικών συνεδριών, επιστολών και άλλων, από έναν αφηγητή που δεν παραλείπει να επισημάνει πως το ψυχαναλυτικό ντιβάνι είναι σαν ένα σύγχρονο εξομολογητήριο, ο Alfonso δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα ενός σύμπαντος παραδομένου σε ενός είδους μυστική συνομωσία των επίγειων.
Και ενώ εκεί η ανασύσταση των χρονικών και μνημικών σπαραγμάτων αρθρώνεται μέσα από μια δαιδαλώδη αφηγηματική δομή που θυμίζει θρίλερ μυστηρίου, στο μυθιστόρημα της Hanna Kent, η σύγκρουση της θρησκευτικής πίστης, με κάθε ειδωλολατρικό αιρετισμό και αποκρυφισμό, έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τον ορθολογισμό των κοινωνιο-ρυθμιστικών πεποιθήσεων του δυτικού πολιτισμού, κατασκευάζοντας προς το τέλος έναν παράλογο πολωτικό κόσμο.
Νεράιδες, ξωτικά, ξόρκια, μαγικά φίλτρα, θαυματουργά βότανα, τελετουργίες εξορκισμού, οι «Καλοί» ως πνεύματα θειότητας προικισμένα με δαιμονικές δυνάμεις. Η σκληρή μοίρα μιας οικογένειας, οι «όρκοι σιωπής» ενός ολόκληρου πλέγματος ανθρώπων συνδεδεμένων με πλήθος συγγενικών ή άλλων κρυφών ή φανερών σχέσεων, και μια περιθωριακή, δαιμονοποιημένη από πολλούς, αγιοποιημένη από άλλους, ηλικιωμένη γυναίκα: η μοιρολογίστρα, η μαμή, η μοιράρισσα, η γιάτρισσα, η μάγισσα· που ανήκει στους ανθρώπους «που έχουν γεννηθεί έξω από τα πράγματα, που το δέρμα τους είναι πιο λεπτό, τα μάτια τους βλέπουν ό,τι οι άλλοι σπάνια προσέχουν – οι καρδιές τους καταπίνουν περισσότερο αίμα από τις συνηθισμένες καρδιές, και το ποτάμι γι’ αυτούς κυλάει αλλιώς τα νερά του». Αυτά αποτελούν τα βασικά συστατικά του σκηνικού που στήνει η Kent πίσω από μια θλιβερή ιστορία, αφηγημένη με ύφος που αποπειράται να δώσει ειρμό και ρεαλισμό στο παράλογο, σε ένα κείμενο διάχυτο από κομμάτια περιγραφικού λυρισμού και μυθοπλαστικής ακρίβειας, όπως και δάνεια από τη γοτθική λογοτεχνική παράδοση.
Η Νόρα, μετά τον θάνατο της κόρης και του συζύγου της, βρίσκεται μόνη, επιφορτισμένη με τη φροντίδα του άρρωστου εγγονού της, εν μέσω σκοτεινών συμπτώσεων, ατυχημάτων, μυστήριων κακοτυχιών και σκοτεινών διαδόσεων. Μέχρι που θα προστρέξει για βοήθεια στην περιπλανώμενη Νανς, προκειμένου να θεραπεύσει το νεραϊδοπαρμένο αγόρι, το «τελώνιο», και να επαναφέρει στη θέση του τον απαγμένο από τους Καλούς αληθινό και υγιή εγγονό της.
Στη βάση των μυθολογικών και παραμυθιακών παραδόσεων της πατρίδας του καθενός, όσο και με τη βοήθεια ερευνών γύρω από τη ζωή των λαϊκών στρωμάτων της Ιρλανδίας για την μεν Hanna Kent (όπου και εξελίσσεται η πλοκή του βιβλίου της), και των ψυχαναλυτικών συνιστωσών της ιδιοσυγκρασιακής διαμόρφωσης της περίπτωσης των διδύμων, για τον Vicente Alfonso, οι δύο συγγραφείς κατασκευάζουν ένα μυθοπλαστικό σύμπαν χρωματισμένο από τις αποχρώσεις ενός μεσαιωνικού τύπου σκοταδισμού, προκειμένου να αναδείξουν όλα τα παράδοξα της ανθρώπινης πίστης, ενοχής και μεταφυσικής προσδοκίας, πάνω στον κύριο άξονα της πρότασης πως ο άνθρωπος είναι διατεθειμένος να πιστέψει οτιδήποτε προκειμένου να μην πιστέψει την αλήθεια, όσο και στην υπόθεση πως στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασής μας με τον κόσμο, έχουμε όλοι έμφυτη την τάση να επινοούμε τους ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουμε.
Ή, όπως το θέτει ο κεντρικός αφηγητής του Alfonso σχετικά με τους διδύμους, προτιθέμενος να αντιστρέψει αυτή την παραποιητική διαδικασία: «Αίφνης, γινόταν φανερό ότι εκείνη τη στιγμή οι Αγιάλα δεν είχαν υπάρξει για μένα παρά ως διάγνωση, ένας φάκελος απολιθωμένος στη μνήμη μου. Για να αφηγηθώ τις ζωές τους έπρεπε να βυθιστώ στον κόσμο τους, να κατανοήσω τις εμμονές τους, τους φόβους τους, τον αγώνα του καθενός να ορίσει τη δική του ταυτότητα».
Ή η Hanna Kent, παραδομένη στην ψευδαισθητική λύτρωση της επινόησης τού πραγματικού, παραθέτοντας τον Γ. Μπ. Γεϊτς στην αρχή του βιβλίου της: «Κι αν όλα έχουν γίνει, αν όλα έχουν ειπωθεί, πώς να ’μαστε, πώς μπορούμε να ’μαστε σίγουροι ότι ο δικός μας παραλογισμός δεν είναι καλύτερος από την αλήθεια του άλλου; Αφού είναι δικός μας και τον έχουμε θρέψει με τη ζεστασιά της καρδιάς και της ψυχής μας».
info:για τα μυθιστορήματα του Vicente Alfonso «Τα λείψανα του Αγίου Λαυρεντίου», μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, και της Hanna Kent «Οι καλοί», μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Ίκαρος