συνέντευξη στον Γιάννη Ν.Μπασκόζο
Ο μουσικοκριτικός Γιώργος Μονεμβασίτης έγραψε και κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ιανός ένα σημαντικό βιβλίο για τον Μίκη Θεοδωράκη, το οποίο όμως δεν αφορά μόνο τον έλληνα συνθέτη αλλά μια μεγάλη εποχή, κυρίως τον προηγούμενου αιώνα. Το βιβλίο με τίτλο “Μίκης Θεοδωράκης, Χρονολόγιο” είναι μια καταγραφή γεγονότων που με τον ένα ή άλλον τρόπο σχετίζονται με τον Μίκη Θεοδωράκη αλλά τελικά και με όλους μας. Το χρονολόγιο παρακολουθεί κάθε ημέρα του ημερολογιακού έτους σημειώνοντας ότι αξιόλογο μουσικό έχει καταγραφεί για εκείνη την ημέρα και που εμμέσως ή αμέσως σχετίζεται γενικότερα με τη δημιουργία.
Ο Γιώργος Μονεμβασίτης ήταν πάντα ένας μουσικός cross over, έχει υπηρετήσει την κλασική μουσική, την έντεχνη,τη λαική, την ποπ, την έθνικ, και αυτό του δίνει ένα τεράστιο εύρος γνώσεων. Επιπλέον εδώ κια χρόνια καταγράφει τα μουσικά γεγονότα για τον ετήσιο απολογιστικό τόμο Επίλογος, διαθέτοντας πλήρη αρχεία. Το Χρονολόγιο του Μίκη Θεοδωράκη μου δίνει την ευκαιρία να κάνουμε μια εφόλης της ύλης συζήτηση.
Κύριε Μονεμβασίτη γνωρίζω ότι είστε συλλέκτης χρονολογιών, πώς οδηγηθήκατε να φτιάξετε ένα χρονολόγιο που δεν ανήκει μόνο στον Μίκη αλλά σε μια ολόκληρη εποχή;
Οδηγήθηκα, αρχικά, από την ανάγκη να γιορτάσω τις επετείους των φίλων και των «φίλων» μου, μαζί τους και «μαζί» τους – ή μήπως δεν είναι «φίλοι» μου ο Μπαχ, ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν, ο Σούμπερτ, αλλά και ο Γιουπάνκι, ο Σήγκερ, ο Μπρασένς, ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης …; Και ο Μίκης Θεοδωράκης; Μα αυτός δεν είναι μόνον μια ολόκληρη εποχή· αν το καλοσκεφτούμε είναι ολόκληρη η Ελλάδα των τελευταίων 100 χρόνων. Υπήρξε, μην το λησμονούμε Μουσικός, Πολιτικός και Στοχαστής συνάμα.
Πιστεύετε ότι η κάθε εποχή επηρεάζει τον καλλιτέχνη; Δηλαδή αν ο Μίκης είχε γεννηθεί το ΄60 ή το 74 θα είχε μια άλλη πορεία;
Προφανώς ο κάθε καλλιτέχνης επηρεάζεται από την εποχή και τις συνθήκες τις οποίες βιώνει. Ο Μίκης Θεοδωράκης, όπως άλλωστε και ο Μάνος Χατζιδάκις – ήταν απολύτως συνομήλικοι – έζησαν έναν παγκόσμιο πόλεμο, μια κατοχή της χώρας τους, έναν εμφύλιο, αλλά και την ανθοφορία του ρεμπέτικου, καθώς και μία ανεπανάληπτη δεκαετία· αυτή του 1960-70 που χαρακτηρίστηκε από δημιουργικό οργασμό. Όχι μόνο στον τόπο μας αλλά και σε όλη την οικουμένη. Όλα αυτά τα μοναδικά που έζησαν αφενός διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα τους, αφετέρου πυροδότησαν τη δημιουργική φαντασία τους.
Ποια εποχή του Μίκη είναι η πιο σημαντική για το έργο του;
Όσον αφορά την απήχηση που είχε η προσφορά του πιο σημαντική περίοδο πρέπει να θεωρούμε την εικοσαετία 1960-1980. Τότε που ανθοφόρησε μέσα του το λαϊκό τραγούδι. Τότε που αποκατέστησε την επικοινωνία του με το λαό, επιτακτική ανάγκη για αυτόν εκπορευόμενη από την ιδεολογία του. Ήταν μία εικοσαετία κατά την οποία λειτούργησε ως τραγουδοποιός. Πριν από το 1960 και μετά το 1980 λειτούργησε κυρίως ως μουσουργός.
Πώς αξιολογείτε το συμφωνικό έργο του Μίκη σε σχέση με τα λαϊκά έντεχνα τραγούδια του;
Ο Μίκης Θεοδωράκης υπηρέτησε με αξιοσύνη και τη λόγια μουσική, με κορυφώματα της δημιουργίας του, σε αυτόν τον τομέα, τα συμφωνικά του έργα και τις όπερές του. Όμως καθώς ήταν πληθωρικός και χειμαρρώδης, σε όλες τις εκφράσεις της ζωής του, συχνά σε αυτά τα συνθέματά του, κυρίως στην περίοδο μετά το 1980, αδυνατούσε να υποτάξει τη δημιουργικότητά του στην οικονομία του χρόνου. Έτσι αυτοί οι οποίοι δεν είναι εξοικειωμένοι με τη λόγια, την κλασική μουσική, τα βρίσκουν κουραστικά· σίγουρα θα μπορούσαν να είναι κατά τι συντομότερα. Δεν συμβαίνει βεβαίως κάτι τέτοιο με τα τραγούδια του μια και αυτά εξ ορισμού δεσμεύονται από καθορισμένες χρονικές προδιαγραφές. Επομένως μια συγκριτική αξιολόγηση είναι μάλλον παρακινδυνευμένη αν όχι ανέφικτη. Εκείνο το οποίοι πρέπει ωστόσο να επισημανθεί είναι η ζηλευτή μουσική παιδεία του. Κατείχε σε βάθος και σε πλάτος την τέχνη της μουσικής.
Είχατε γνωρίσει και είχατε σχέση με τον Μίκη Θεοδωράκη. Τι θυμάστε περισσότερο από την προσωπικότητά του;
Την εργατικότητά του. Στην περίπτωσή του έχουμε πλήρη εφαρμογή της θυμοσοφικής φράσης «Τα αγαθά κόποις κτώνται». Ήταν εμμονικά εργασιομανής. Δεν άφηνε στιγμή ανεκμετάλλευτη. Σχετικά, αξίζει νομίζω να αναφερθεί τούτο: δεν υπήρχαν αργίες για αυτόν· ανιχνεύονται έτσι ημερομηνίες της Πρωτοχρονιάς, των Φώτων, της Πρωτομαγιάς, του Δεκαπενταύγουστου, των Χριστουγέννων, αλλά και της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου τόσο σε παρτιτούρες του, όσο και σε γραφόμενά του· όχι συχνά βεβαίως, αλλά όχι και σπάνια. Αν δεν είχε άλλη υποχρέωση, εργαζόταν και την ημέρα των γενεθλίων του! Εργαζόταν ακόμα και όταν ταξίδευε· σε αεροπλάνα, σε τρένα, σε λεωφορεία έγραφε πάντα και παντού. Έγραφε άλλοτε λέξεις, άλλοτε νότες. Αναρωτιέμαι συχνά, και θα αναρωτιέμαι εσαεί, αν έχει γράψει περισσότερους μουσικούς φθόγγους ή περισσότερες λέξεις. Και δεν αναφέρομαι βεβαίως αποκλειστικά στα δημοσιευμένα κείμενά του, που και αυτά από μόνα τους προκαλούν ανείπωτο θαυμασμό· και η ποσότητα, αλλά και η ποιότητά τους.
Με τον Μίκη συμφωνούσατε μουσικά; Και σε ποια θέματα;
Η μεγάλη μας διαφωνία αφορούσε τον μέγιστο μουσουργό· για τον Μίκη Θεοδωράκη ήταν ο Μπετόβεν, για μένα είναι ο Σούμπερτ!!! Η αλήθεια είναι ότι ο Μπετόβεν με τον εκρηκτικό του χαρακτήρα και το επικό στοιχείο που συναντάται συχνά στα έργα του, του ταίριαζε περισσότερο. Συμφωνούσαμε πάντως, γιατί για αυτό με ρωτάτε, σε πολλά. Πρωτίστως στο θέμα της μουσικής πολυσυλλεκτικότητας. Ακούγαμε και οι δύο τα πάντα και ξεχωρίζαμε αυτά που μας συγκινούσαν· που ήταν προφανώς συχνά διαφορετικά για τον καθένα μας – περί ορέξεως … Χαιρόταν, όπως μου έλεγε, τις μουσικές συζητήσεις μας γιατί μπορούσε να συζητά μαζί μου ταυτοχρόνως και για το πιο σοβαρό και σύνθετο έργο του και για το πιο λαϊκό τραγούδι του. Αξίζει να αναφερθεί το ακόλουθο σχετικό περιστατικό. Ένα βράδυ μου είχε ζητήσει να του αναφέρω αγαπημένους μου μουσικούς, πέραν αυτών που υπηρέτησαν ή υπηρετούν τη λεγόμενη κλασική μουσική. Του είχα αναφέρει κάποιους που γνώριζε, όπως τον Ζωρζ Μπρασένς, τον Πητ Σήγκερ και τον Ζακ Μπρελ και κάποιους που δεν γνώριζε, για τους οποίους μου ζήτησε περισσότερα στοιχεία, όπως τον Αταχουάλπα Γιουπάνκι, τον Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ και την Γκρέις Σλικ! Κορύφωμα της συζήτησής μας αυτής αποτέλεσε η δήλωσή μου – που βρήκα το θάρρος να την εκστομίσω; – «Και, ξέρετε, μερικές φορές μου αρέσει ο Μάνος Χατζιδάκις περισσότερο από τον Μίκη Θεοδωράκη!». Με κοίταξε για λίγο συνοφρυωμένος και μετά μου είπε με στόμφο και ένα γλυκό χαμόγελο: «Και μένα!». Είχε δηλώσει άλλωστε δημοσίως, όπως ανακάλυψα αργότερα, ότι «Τον ζηλεύω (τον Χατζιδάκι δηλαδή) γιατί έχει γράψει καλύτερη μουσική από μένα…».
Στο στερέωμα της ελληνικής μουσικής από τον Καλομοίρη έως τον Σαββόπουλο που τοποθετείτε τον Μίκη;
Η προσφορά των δύο που μνημονεύετε είναι αισθητικά και λειτουργικά ανόμοια· οπότε δεν μπορούμε να χαράξουμε μια γραμμή ανάμεσα στον ένα και στον άλλο· ο Καλομοίρης υπήρξε αμιγώς λόγιος συνθέτης, ενώ ο Σαββόπουλος είναι αμιγώς τραγουδοποιός. Ο Μίκης Θεοδωράκης συνέθεσε μουσική και τραγούδια που σε δημιουργικό αλλά και επιδραστικό επίπεδο υπερέχει, κατά την άποψή μου, και των δύο.
Ξέρω ότι εκτός από την κλασική μουσική αγαπάτε τη ροκ, τη folk, την πειραγμένη μουσική. Είναι για σας όλα τα είδη το ίδιο αγαπητά;
Κατά κάποιο τρόπο νομίζω ότι έχω ήδη απαντήσει στην ερώτηση. Αγαπώ και ακούω κάθε είδος μουσικής· και ξεχωρίζω από κάθε είδος αυτά που μου προκαλούν ιδιαίτερη συγκίνηση. Αυτά που διεγείρουν την ψυχή μάλλον, παρά το σώμα. Ποικίλουν πάντως τα ποσοστά που ξεχωρίζω από τα διάφορα και διαφορετικά είδη μουσικής έκφρασης. Θεωρώ, ωστόσο, ότι τα σημαντικότερα είδη της μουσικής είναι η παραδοσιακή και η κλασική· αυτά είναι τα πιο γερά θεμέλια του οικοδομήματος της μουσικής, σε αυτά στηρίζονται όλες οι κατοπινές εκφράσεις. Αντλώ την ίδια απόλαυση ακούγοντας τις ερμηνείες της Σωτηρίας Μπέλλου και τις ερμηνείες της Μαρίας Κάλλας και δεν νοιώθω καθόλου διχασμένος, που έλεγε και ο θυμόσοφος και αντισυμβατικός Γιάννης Τσαρούχης.
Έχετε εργαστεί ως κριτικός σε διάφορα έντυπα από το Ποπ και Ροκ έως την Ελευθεροτυπία. Γράφατε και για λαϊκά και για κλασικά μουσικά έργα. Πώς σας υποδέχτηκε το κοινό;
Ήταν ασφαλώς διαφορετικοί οι αναγνώστες των κειμένων που έγραφα στα διαφορετικά έντυπα· θέλω να πιστεύω ότι υπηρέτησα το λειτούργημα της μουσικής κριτικής σωστά και τίμια. Ο Μίκης Θεοδωράκης μου είχε πει σε μια από τις πρώτες συναντήσεις μας τα εξής: «Διαβάζω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις κριτικές σας. Εκείνο που μου αρέσει, είναι ο σύγχρονος τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζετε τα θέματα και η έλλειψη παρωπιδισμού που έχετε. Είσαστε πολύ ενημερωμένος, είσαστε όμως και πολύ αυστηρός!» «Έτσι δεν πρέπει;» ήταν η άμεση αντίδρασή μου· και αυτός συμφώνησε. Ίσως ενδιαφέρει τον αναγνώστη το ακόλουθο περιστατικό. Το 1984 μου πρότεινε ο Δημήτρης Γκιώνης, αρχισυντάκτης τότε του πολιτιστικού της Ελευθεροτυπίας, να αναλάβω τη θέση του εντεταλμένου κριτικού της εφημερίδας. Πριν εγκαινιάσω τη συνεργασία μου με την εφημερίδα είχα την απαραίτητη συνάντηση γνωριμίας με τον τότε διευθυντή της Σεραφείμ Φυντανίδη. Τον ενημέρωσα ότι πρόθεσή μου ήταν να λειτουργήσω αντισυμβατικά προς τα μέχρι τότε παραδοσιακά πρότυπα της κριτικής και να γράφω κριτικές για οτιδήποτε θεωρούσα σημαντικό και όχι μόνον για αυτό που ονομάζεται «κλασική» μουσική (συναυλίες, ρεσιτάλ, παραστάσεις όπερας κ.ο.κ.)· όπως δηλαδή συνηθιζόταν τότε αλλά και μετέπειτα, ακόμη και μέχρι τις μέρες μας στις εφημερίδες. Τολμηρή ήταν η πρόθεση/πρότασή μου, μια και διαδεχόμουν στην Ελευθεροτυπία τον σπουδαίο Διονύση Γιατρά (07.7.1908-02.8.2000), ο οποίος έγραφε κριτικές σε αυτήν από τη χρονιά της έκδοσής της το 1975! Ο Φυντανίδης, αντισυμβατικός και με σύγχρονες αντιλήψεις και αυτός, ενθουσιάστηκε με την ιδέα μου. Εφάρμοσα τις προθέσεις μου από την πρώτη στιγμή της συνεργασίας μας, η οποία διάρκεσε μέχρι το καλοκαίρι του 1996. Ανάμεσα στις κριτικές που έγραψα για συναυλίες συμφωνικής μουσικής, ρεσιτάλ κ.ο.κ. θυμάμαι ότι έγραψα κριτική για συναυλία της Αγγελικής Ιωαννάτου στη Ρωμαϊκή Αγορά, του κιθαριστή φλαμένκο Χοσέ Αντόνιο Ροδρίγκεθ στον Παρνασσό, της Φινλανδής τραγουδίστριας Άρια Σαϊγιονμάα στον Λυκαβηττό, της Λένας Πλάτωνος στο Πάρκο Ελευθερίας… Πιστεύω ότι η σύγκρουσή μου αυτή με την παράδοση, εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους αναγνώστες της Ελευθεροτυπίας. Για τους προεκτεθέντες λόγους πάντως, οι τότε συνάδελφοί που έγραφαν σε εφημερίδες ο Χαραλαμπίδης, ο Ανωγειανάκης, ο Λεωτσάκος, η Δράκου, η Πιπεράκη κ.α. μου έκαναν παρατηρήσεις, όταν συναντιώμαστε: «Δεν είναι σωστό …»· με χαρακτήριζαν μάλιστα ροκά κριτικό! Στις αρχές, ωστόσο, της δεκαετίας 1990-2000 με κάλεσαν, ενώ συνήθως οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να υποβάλλουν αίτηση και να γίνει αυτή δεκτή, με κάλεσαν λοιπόν και με έκαναν απευθείας τακτικό μέλος της ιστορικής, αλλά απαξιωμένης τα τελευταία χρόνια, Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών.
Είχατε μια αξιοπρόσεκτη καριέρα στο ραδιόφωνο. Πώς βλέπετε το μέσο σήμερα;
Υπηρέτησα το μέσο από το 1983 πριν δηλαδή καταλυθεί το κρατικό μονοπώλιο στο ραδιόφωνο. Η ημερομηνία σταθμός ήταν, θυμίζω, η 31η Μαΐου 1987· άρχισε τότε να εκπέμπει ο δημοτικός ραδιοφωνικός σταθμός της Αθήνας Αθήνα 9.84· για να ακριβολογούμε λίγες μέρες πριν είχε αρχίσει να εκπέμπει το Κανάλι Ένα 9.04 δημοτικός σταθμός του Πειραιά. Από το 1983 έως και το 2000 σχεδίαζα και παρουσίαζα εκπομπές από το Γ’ Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Εκπομπές μου μεταδόθηκαν και από μη κρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς (Αθήνα 9,84 1988-89, FLASH 9,61, 1989-90). Από το 2000 και μετά διάγω μία επιλεγμένη και παρατεταμένη περίοδο … ραδιανάπαυσης (και … λογοπλάστης, έ;). Είχα προτάσεις, ενδιαφέρουσες μάλιστα, να επανέλθω, δεν ενέδωσα όμως, μολονότι το ραδιόφωνο αποτελεί μεγάλο έρωτα για μένα. Η εξάρτηση από συμφέροντα, η παρακμή και η ευκολία, είναι οι βασικές αιτίες που έχουν ελαττώσει, για μένα τουλάχιστον, τη γοητεία του ραδιοφώνου· κάποτε κάναμε εκπομπές χειροποίητες, σήμερα… Υπάρχουν οπωσδήποτε και σήμερα καλά ραδιοακροάματα· αποτελούν, όμως, αυτά τις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα! Με τα επιτεύγματα, από αρκετά πλέον χρόνια, της τεχνολογίας (διαδίκτυο και τα παρεμφερή), η δυνατότητα επιλογής σταθμού και προγραμμάτων είναι υπερεθνική, δεν έχει όρια. Επιλέγω και ακούω, φερ’ ειπείν, το Γ’ Πρόγραμμα του BBC με την ίδια ευκολία που επιλέγω το Γ’ Πρόγραμμα της ΕΡΤ, που στιγμές-στιγμές μοιάζει με κακέκτυπό του. Με ένα έξυπνο κινητό – smartphone, δηλαδή (να μη λησμονούμε και τα … νεοελληνικά μας) – κι ένα φορητό ασύρματο ηχείο ή ασύρματα/ενσύρματα ακουστικά μπορεί να ακούσει κανείς οποτεδήποτε και οπουδήποτε κάθε ραδιοφωνικό σταθμό της οικουμένης.
Γιατί δεν ευδοκιμεί σήμερα η μουσικοκριτική;
Γιατί η εύκολη και ανεύθυνη επικοινωνία μέσω των επιτευγμάτων της τεχνολογίας (διαδίκτυο συν πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης) παρέχει, κακώς βεβαίως, στον καθένα το δικαίωμα να αυτοκυρηχθεί κριτικός μουσικής, αλλά και κριτικός λογοτεχνίας, θεάτρου, κινηματογράφου κ.ο.κ. Οι «κριτικοί του διαδικτύου» αποτελούν μια μάστιγα η οποία απαξιώνει πλήρως ένα πάλαι ποτέ λειτούργημα. Εκτός αυτού η επέλαση, τον τελευταίο καιρό, της Τεχνητής Νοημοσύνης οδηγεί τις σχετικές λειτουργίες σε αφανισμό. Από καιρό έχω επισημάνει αυτούς τους κινδύνους τονίζοντας μάλιστα ότι το διαδίκτυο αποτελεί ταυτοχρόνως μία ευλογία και έναν εφιάλτη. Δεν εξοστρακίζω βεβαίως την τεχνολογία· τουναντίον πιστεύω τις δυνατότητές της και τις αξιοποιώ επ’ αγαθώ σε μεγάλο βαθμό από πολλά μάλιστα χρόνια. Αρνούμαι και απορρίπτω την κακή, αλόγιστη και ανήθικη χρήση της τεχνολογίας.
Ένας μουσικοκριτικός (σε οποιαδήποτε είδος μουσικής) τι εφόδια πρέπει να έχει; π.χ. πρέπει να ξέρει να διαβάζει νότες; Ή τι άλλο;
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι και η κριτική είναι ένα χάρισμα. Για να αξιοποιηθεί απαιτούνται γνώσεις και μνήμη· για την κριτική μουσικής χρειάζεται επιπροσθέτως η ικανότητα να ακούει κανείς σωστά, χωρίς προκαταλήψεις και παρωπιδισμούς. Επίσης, χωρίς να είναι απολύτως απαραίτητο, η ικανότητα ανάγνωσης ενός μουσικού κειμένου, μιας παρτιτούρας δηλαδή, βοηθά τον μουσικοκριτικό να προσεγγίσει καλύτερα ένα μουσικό έργο· ας μη λησμονούμε ότι η γνώση είναι παντού και πάντα δύναμη. Προσοχή όμως· η απόλυτη προσήλωση σε ακαδημαϊκούς κανόνες δημιουργεί συχνά αποστειρωμένες κριτικές απόψεις. Επιπλέον για να θεωρηθεί μια κριτική σοβαρή πρέπει να χαρακτηρίζεται από σεβασμό στη γλώσσα και από αντικειμενικότητα, νηφαλιότητα, ήθος και παρρησία. Θα είναι τέλος ωφέλιμη αν θα βοηθήσει τους κρινόμενους να βελτιωθούν.
Έχει η μουσική ρόλο στη σημερινή κοινωνική/πολιτική πραγματικότητα;
Η κάθε τέχνη είναι συνδεδεμένη με την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής της. Αποτελεί μια εικόνα της εκφρασμένη με ήχους, με λέξεις, με χρώματα ανάλογα με τη μορφή της τέχνης. Η μουσική, ως πιο άμεση, μπορεί εύκολα να γίνει έμβλημα αγώνα· ακόμα και η καθαρή μουσική χωρίς λόγια. Σπανιότερα βεβαίως μπορεί να συμβεί αυτό, μια και ο λόγος ισχυροποιεί τα μηνύματα. Πολλά τα παραδείγματα στα οποία μπορεί κανείς να προσφύγει. Από την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν με τον Ύμνο της Χαράς και την όπερα Ναμπούκο του Βέρντι με το περίφημο χορωδιακό Va, pensiero, έως το Καλημέρα ήλιε του Μάνου Λοΐζου και τα εμποτισμένα με αγωνιστικό πνεύμα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Τούτες τις μέρες έχω μετρήσει περισσότερα από 15 τραγούδια εμπνευσμένα από την τραγωδία των Τεμπών και σε αυτήν αφιερωμένα.
Τι σας λείπει από τις προηγούμενες δεκαετίες;
Μου λείπουν οι μεγάλοι της ποίησης, της μουσικής, του κινηματογράφου, των τεχνών γενικότερα που έφυγαν οριστικά. Το «ουδείς αναντικατάστατος» δυστυχώς δεν ισχύει. Αναρωτιέμαι συχνά τι θα έλεγε σήμερα ο Χατζιδάκις φερ’ ειπείν, για τα συνεχή ραπίσματα που δεχόμαστε από τις πολλαπλές μορφές του τέρατος που λέγεται βία! Σκέφτομαι και νοσταλγώ το χθες, όταν δεν υπήρχε τόση υστεροβουλία, τόση επιπολαιότητα, τόσος ωχαδερφισμός, τόση βιασύνη, τόση αβεβαιότητα, τόση παραφροσύνη. Όταν υπήρχε περισσότερη και αμεσότερη επικοινωνία, περισσότερη ανθρωπιά, περισσότερη ευαισθησία. Θυμίζω ότι είμαι σε ηλικία που επιβεβαιώνει ότι έχω βιώσει υπέροχα χρόνια αθωότητας.
Τι σας κεντρίζει το ενδιαφέρον σήμερα;
Η ασταμάτητη και δυστυχώς συχνά ανεξέλεγκτη εξέλιξη της τεχνολογίας και της επιστήμης· τι βλέπουν τα μάτια μας και τι ακούν τα αυτιά μας! Με τρομάζει όμως το τίμημα του χρόνου· λιγοστεύει ολοένα και περισσότερο. Πως πέρασαν οι ώρες, πως πέρασαν οι μήνες, πως περνούν τα χρόνια. Ως αντιστάθμισμα αναζητώ τον χαμένο χρόνο, αναζητώ το καλό και το ωραίο, την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Προσπαθώ να μη χάνομαι, να μην παρασύρομαι στα δυστοπικά και εφιαλτικά τοπία και μηνύματα της εποχής· ανατρέχω συχνά προς τούτο στον Μικρό πρίγκιπα και στον Γλάρο Ιωνάθαν.