Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου μιλά στον Θανάση Μήνα για τις άγραφες ιστορίες του Τσίρκα.
Αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στη Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών, ο Γιάννης Παπαθεοδώρου (*) είναι ένας από τους πιο συστηματικούς μελετητές του έργου του Στρατή Τσίρκα. Στη δεκαετία του ’90, εξάλλου, εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή για τις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Στον παρόντα τόμο, που κυκλοφορεί από την Άγρα, συγκεντρώνονται τρεις μελέτες του για την εμβληματική Τριλογία.
Συζητάμε λοιπόν με τον Γιάννη Παπαθεοδώρου για τις «άγραφες ιστορίες» στις Ακυβέρνητες Πολιτείες, για τον μοντερνισμό του Τσίρκα, για την κριτική πρόσληψη της Τριλογίας, για την αμετάκλητη επιλογή του να υπερβεί τις νόρμες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, του δογματισμού και της κομματικής ορθοδοξίας, για τη στράτευσή του στην Αριστερά, για τη σχέση της αφήγησης με την ιστορία και τη μνήμη, για την κριτική του Τσίρκα στην αποικιοκρατία, για την Πορεία στην Έρημο τον Μάρτη του 1943 και για το Κίνημα του Απρίλη του 1944.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου αφορά στον τρόπο με τον οποίο ο Τσίρκας σκιαγραφεί την ελληνική παροικία της Αιγύπτου. Ο Παπαθεοδώρου αναλύει διεξοδικά την οπτική του Τσίρκα, ο οποίος στην Τριλογία αποδομεί το στερεότυπο της παροικίας ως συμπαγούς, ενιαίας και αδιαίρετης συλλογικής οντότητας που αποτελείτο στην πλειοψηφία της από μεγιστάνες ή γενικά εύπορους, αστούς εμπόρους (κυρίως βάμβακος). Η ταξική διαστρωμάτωση των Αιγυπτιωτών ήταν πολυσύνθετη, όπως εξάλλου και οι σχέσεις παροικιακής ηγεσίας (EKA) και αιγυπτιώτικης Αριστεράς. Οι γονείς του Τσίρκα, εξάλλου, ήταν απόγονοι οικονομικών μεταναστών. Ο πατέρας του Κωστής Χατζηανδρέας καταγόταν από την Ίμβρο και η μητέρα του Περσεφόνη Σταμαράκη από τη Χίο. Ο παππούς του Τσίρκα από την πλευρά της μητέρας του, εγκατέλειψε τη Χίο ύστερα από τος καταστροφικούς σεισμούς του 1881 και εγκαταστάθηκε αρχικά στην Ιερουσαλήμ και κατόπιν στο Κάιρο.
Στην εξαιρετική μελέτη του με τον τίτλο Ακυβέρνητη παροικία (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016), που εξετάζει την ιστορίας της παροικίας μεταξύ του 1937 (χρονιά που καταργήθηκαν οι λεγόμενες διομολογήσεις, δηλ. τα νομικά και φορολογικά προνόμια που απολάμβανε) έως την έξοδο του 1962, ο ιστορικός Άγγελος Νταλαχάνης σημειώνει:
«Τα όριά της (παροικίας) δεν ήταν αυστηρά καθορισμένα, αλλά πορώδη, ρευστά και μεταβαλλόμενα. Άτομα κάθε κοινωνικής τάξης, από μεγιστάνες έως άποροι, αποτέλεσαν μέλη της παροικίας, η οποία προσομοιάζει, ως προς την κοινωνική διαστρωμάτωση, με τις κοινότητες των Εβραίων, των Αρμενίων, των Σύρων και των Ιταλών οι οποίοι έζησαν τα ίδια χρόνια στην Αίγυπτο […] Η παροικία βρέθηκε ακυβέρνητη στις συναρθρώσεις διαφορετικών κόσμων που συνδιαμόρφωσαν την ιδιαιτερότητά της. Από τη μια, έχουμε τη διασπορά, που προϋποθέτει μετανάστευση από κοινό εθνικό κέντρο, την Ελλάδα, όπως συνέβη με πολλούς Αιγιπτιώτες. Από την άλλη, έχουμε την ευρύτερη έννοια της ομογένειας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τη διασπορά, αλλά και εθνικές μειονότητες, μέλη της οποίας ή πρόγονοί τους δεν έζησαν ποτέ στην Ελλάδα, αλλά μετανάστευσαν στην Αίγυπτο από τη Μικρά Ασία ή άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου εντοπίζει αυτή την αντιαποικιακή οπτική στο έργο του Τσίρκα:
«Έτσι, από τον Νουρεντίν Μπόμπα έως τις Ακυβέρνητες Πολιτείες, από την κρίση του Σουέζ (1956), δηλαδή, έως τη “δεύτερη επανάσταση” και την οριστική εδραίωση του νασσερικού καθεστώτος,ο Στρατής Τσίρκας επιχειρεί να διαφοροποιηθεί από το έως τότε αφήγημα του ελληνικού παροικιακού αστισμού, που είχε συγκροτηθεί από τις αρχές του αιώνα έως τη δεκαετία του ’30, παράλληλα με το αφήγημα των υπόλοιπων δυτικών παροικιών».
Ο ίδιος ο Τσίρκας, σε συνέντευξή του στη γαλλική επιθεώρηση Λογοτεχνική δεκαπενθήμερη, η οποία αναδημοσιεύθηκε το 1972 στην Ακρόπολη, έχει πει:
«Γνώριζα αρκετά καλά την Παλαιστίνη και όταν πήγα εκεί βρήκα συγγενείς και γνωστούς της μητέρας μου, η οποία είχε γεννηθεί στη Γιάφα. Στη Γιάφα, όπου είχε περάσει τα νεανικά της χρόνια, η μητέρα μου είχε γνωριστεί με Άραβες χριστιανούς. Στη μητέρα μου και σ’ αυτές τις σχέσεις της χρωστώ ότι δεν τρέφω καμιά φυλετική προκατάληψη, ενώ, αντίθετα, τα μέλη της ελληνικής παροικίας στην Αίγυπτο, όπως και οι περισσότεροι Ευρωπαίοι, δεν αναγνώριζαν καν την ύπαρξη των Αράβων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, στην Ιερουσαλήμ και στην Αίγυπτο, είχα δημιουργήσει στενές φιλικές σχέσεις με τους Άραβες και, άλλωστε, υπάρχει στο έργο μου μια φιλοαιγυπτιακή στάση».
Η συνέντευξη
ΘΜ. -Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο του βιβλίου. Προέρχεται από μια κριτική του Μανόλη Αναγνωστάκη για το έργο του Στρατή Τσίρκα. Ποιες είναι αυτές οι Άγραφες Ιστορίες;
ΓΠ. -Ναι έτσι είναι. Την ιδέα για τον τίτλο του βιβλίου μού την έδωσε μια παρατήρηση του Μαν. Αναγνωστάκη για την Αριάγνη του Τσίρκα. Στην κριτική του, ο Αναγνωστάκης έγραφε πως τα βιβλία του Τσίρκα προϋποθέτουν «μια ιστορία άγραφη ακόμη, πολύ λίγο γνωστή στους μεταγενέστερους, μια υπό εκκρεμότητα, θα ’λεγε κανείς, ιστορία». Αν σκεφτούμε τα θεματικά πεδία της τριλογίας (η προσφυγιά του πολέμου, το κίνημα του Απρίλη του ’44, η αποικιοκρατία), καταλαβαίνουμε πως ο Αναγνωστάκης «διάβασε» σωστά τη δύσκολη ισορροπία του Τσίρκα ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ιστορία. Έπιασα, λοιπόν, ξανά αυτό το νήμα γιατί μού φάνηκε πολύ ενδιαφέρον το ερώτημα : Πώς μπορεί να γράψει κανείς για μια άγραφη ακόμη ιστορία ; Τι σημαίνει για τον ίδιο τον συγγραφέα και για τους αναγνώστες/τις αναγνώστριές του ; Σε κάθε περίπτωση, η ιδέα του Αναγνωστάκη – που δεν ήταν πάντα γενναιόδωρος στις κριτικές του για τον Τσίρκα- με έκανε να δω την τριλογία και την πρόσληψή της ως ένα «πρόβλημα» και όχι ως ένα ακόμη «κλασικό» βιβλίο του λογοτεχνικού κανόνα.
ΘΜ. -Γράφεις ότι η Τριλογία αποτέλεσε τομή για τις ζωές των αναγνωστών, για τον τρόπο που διαμόρφωσαν τη σχέση τους με την πολιτική και τη λογοτεχνία, ακόμα και για την «αισθηματική αγωγή τους». Αυτό σίγουρα ισχύει για προηγούμενες δεκαετίες. Πιστεύεις ότι έχει τον ίδιο ή παρόμοιο αντίκτυπο σε κάποιον που προσεγγίζει σήμερα το έργο;
ΓΠ. -Έχω διδάξει την τριλογία στο Πανεπιστήμιο. Προφανώς η σημερινή ανάγνωσή της από τα νέα παιδιά δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο που τη διάβασε η γενιά του ’60 και η γενιά της Μεταπολίτευσης. Αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα ένα εμπόδιο. Ο Τσίρκας δίνει πολλά «κλειδιά» στους αναγνώστες και στις αναγνώστριες για να μπουν στο δικό του μυθοπλαστικό σύμπαν με τις δικές τους ευαισθησίες. Το πρόβλημα, δυστυχώς, είναι πως οι νεότερες γενιές δυσκολεύονται να «χάσουν χρόνο» με την ανάγνωση μεγάλων κειμένων και σύνθετων βιβλίων. Το πρόβλημα, επομένως, δεν είναι ειδικά ο Τσίρκας αλλά το αν μπορούμε να βρούμε τρόπους να ξανακάνουμε την ανάγνωση της λογοτεχνίας οργανικό τμήμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
ΘΜ. -Στην εποχή τους, οι Ακυβέρνητες Πολιτείες προκάλεσαν αντιδράσεις που συχνά υπερέβαιναν τα όρια της λογοτεχνικής κριτικής. Θα ήθελες να μας μιλήσεις για τις αντιπαραθέσεις/συγκρούσεις που προκάλεσαν στο εσωτερικό της Αριστεράς;
ΓΠ. – Η υποδοχή της τριλογίας είναι μια τομή μέσα στην ιστορία της μεταπολεμικής λογοτεχνικής κριτικής αλλά είναι μια τομή και μέσα στην ιστορία της μεταπολεμικής Αριστεράς, ακριβώς επειδή το μυθιστόρημα συνδέθηκε με την «από-σταλινοποίηση», την κριτική στο δογματισμό, την αναζήτηση νέων σχέσεων ανάμεσα στην κομματική καθοδήγηση και τη «στρατευμένη» διανόηση, την αμφισβήτηση του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Στο βιβλίο μου περιγράφω πώς η αφηγηματική και πολιτική τόλμη του Τσίρκα, είχε το δικό της ξεχωριστό κόστος : τη διαγραφή του από το κόμμα (οργάνωση του ΚΚΕ στην Αίγυπτο), την εφαρμογή μιας «προληπτικής λογοκρισίας» μετά τη Λέσχη, τον στιγματισμό των απόψεων του για το κίνημα της Μέσης Ανατολής, το «μπλοκάρισμα» του ίδιου του συγγραφέα. Από την άλλη μεριά, και στην περίπτωση του Τσίρκα, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, βλέπουμε πως οι δυνάμεις της «ανανέωσης», έτσι όπως εκφράζονται κυρίως στην Επιθεώρηση Τέχνης, δίνουν μια μάχη, την οποία κερδίζουν. Μέσα από το πρόσχημα της λογοτεχνικής κριτικής, διαμορφώνονται οι όροι της υπέρβασης της προηγούμενης κομματικής «νομιμότητας». Τα λαμπρά κείμενα της Φούλας Χατζιδάκη, του Δημήτρη Ραυτόπουλου και άλλων δείχνουν πως, με αφορμή τις Ακυβέρνητες Πολιτείες, διεξάγεται μία από τις πιο σημαντικές συζητήσεις για την ιδεολογική ταυτότητα της μεταπολεμικής Αριστεράς. Από τη μια μεριά βλέπουμε πώς βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα σε μια μικρή κλειστή κομματική κοινότητα της υπερορίας και στη ζωντανή κίνηση των ιδεών στην Αθήνα. Από την άλλη μεριά, βλέπουμε πώς το κλίμα της δεκαετίας του ’60 και οι νέες συγκυρίες ακύρωναν τους παλαιότερους ιδεολογικούς καταναγκασμούς. Όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ο Τσίρκας, ο βαρύς «φάκελος» που τον συνόδευε από την Αίγυπτο, δεν έπαιζε πια κανένα ρόλο για την κομματική ένταξή του. Ήταν πια ο καιρός της ΕΔΑ και των Λαμπράκηδων, ήταν ο καιρός του «ανένδοτου» και της Ένωσης Κέντρου, ήταν ο καιρός που είχαν «λιώσει οι πάγοι». Δεν είναι τυχαίο, βέβαια, πως, στην εποχή της διάσπασης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος (1968), ο Τσίρκας εντάχθηκε αταλάντευτα και ενεργά στο ΚΚΕ εσωτερικού.
ΘΜ. – Ο Τσίρκας βρίσκεται ίσως ήδη από το 1958 στο στόχαστρο των δογματικών, όταν δηλαδή ασχολήθηκε με τον «παρακμία» Καβάφη στην εξαιρετική μελέτη του Ο Καβάφης και η εποχή του. Αντίστοιχα, στη Λέσχη τον χτυπάνε επειδή χρησιμοποίησε πολλές σκηνές σεξ. Μπορούμε να αναζητήσουμε συσχετισμούς ανάμεσα στα δύο έργα; Εννοώ, και πάλι, ο Τσίρκας συνειδητά αμφισβητεί τον συντηρητισμό της κομματικής ορθοδοξίας, η οποία παντού βλέπει σημάδια «ηθικής παρακμής»;
ΓΠ. – Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η τριλογία «βγαίνει» μέσα από τη μελέτη του Τσίρκα για τον Καβάφη. Νομίζω πως ο Τσίρκας με αυτό το βιβλίο κατακτά την έννοια της μεγάλης αφηγηματικής σύνθεσης, που του επιτρέπει, μετά, να δοκιμάσει τη γραφή του μυθιστορήματος. Το θέμα της ηδονής και της σεξουαλικότητας, ωστόσο, ο Τσίρκας το αντλεί και από συγγραφείς που είχαν ήδη «επισκεφτεί» λογοτεχνικά την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή : Φλωμπέρ, Φόρστερ, Ντάρελ. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι από τον Καβάφη κερδίζει κυρίως την «αίσθηση της ιστορίας». Για αυτό, άλλωστε, αγωνίζεται να τον βγάλει από το «ερωτικό γκέτο», στο οποίο τον είχε κλείσει η προηγούμενη καβαφική κριτική. Στο επόμενο βιβλίο μου, προσπαθώ να εξετάσω τους λόγους για τους οποίους τόσο ο Σεφέρης όσο και ο Τσίρκας επέμειναν ιδιαίτερα στην ιστορική αίσθηση του Καβάφη · μια αίσθηση που συνήθως αποδιδόταν, έως τότε, σχεδόν αποκλειστικά στη σεξουαλικότητα του Αλεξανδρινού.
ΘΜ.-Τι κόστος είχε η αρνητική κριτική για τον ίδιο τον συγγραφέα, κυρίως σε ψυχολογικό επίπεδο, αλλά και στη δουλειά του ως συγγραφέα, πέρα δηλαδή από τη διαγραφή του από το ΚΚ των Αιγυπτιωτών;
ΓΠ.-Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε το βαθμό της εσωτερίκευσης όλων αυτών των διαδικασιών και των προβλημάτων στις συνειδήσεις εκείνων των ανθρώπων. Εννοώ, δηλαδή, πως η ιδιότητα του «στρατευμένου» διανοούμενου προϋποθέτει, πάνω από όλα, την αποδοχή ενός συνολικού πολιτικού σχεδίου, στο οποίο συχνά εκχωρούνται ατομικές ελευθερίες στο όνομα της «πανανθρώπινης λευτεριάς». Όταν κλονίζονται αυτές οι βεβαιότητες, δημιουργούνται και εσωτερικές αμφιβολίες. Από εκεί πηγάζουν και οι μεγάλες διακυμάνσεις του συγγραφέα. Ο Τσίρκας αρνείται να αποκηρύξει τη Λέσχη αλλά, ταυτόχρονα, πιστεύει πως θα δικαιωθεί στα μάτια των συντρόφων του με τη Νυχτερίδα. Φτιάχνει ένα ήρωα σαν τον Μάνο Σιμωνίδη που παντού νιώθει «περαστικός και ξένος» ενώ διαρκώς αποζητά την «ανθρωπίλα» του κόσμου γύρω του. Πιστεύει πως η εποχή επιβάλλει τα δικά της «αγωνιστικά καθήκοντα» στο λογοτέχνη και ταυτόχρονα «σκηνοθετεί» εικόνες υψηλού αφηγηματικού λυρισμού. Θα πρέπει πάντα να έχουμε στο νου μας, πως η σχεδόν βασανιστική αποδέσμευση των διανοουμένων από ένα ορισμένο είδος στράτευσης, δεν ήταν μια εύκολη και αυτονόητη διαδικασία. Ο ίδιος ο Τσίρκας αναφέρει πως μετά το τέλος της τριλογίας δεν μπόρεσε εύκολα να ξαναγράψει το επόμενο μυθιστόρημα, που ήταν η Χαμένη Άνοιξη. Ωστόσο, η ψυχολογία δεν είναι πάντα το πιο χρήσιμο εργαλείο για να προσεγγίσουμε τα ζητήματα της ιστορίας. Ας μείνουμε σε αυτή την ευθύβολη επισήμανση του Φίλιππου Ηλιού για τους πρωταγωνιστές της «ανανεωτικής» κουλτούρας, σε εκείνη την εποχή : «Εκείνο που θέλησαν να αλλάξουν και σε μεγάλο βαθμό μπόρεσαν να το επιτύχουν, ήταν οι όροι της σχέσης του κομμουνιστή διανοούμενου με το κόμμα του, η απεξάρτηση της καλλιτεχνικής και πολιτισμικής λειτουργίας από προκαθορισμένα, δύσκαμπτα ιδεολογικά πρότυπα και προδιαγραφές». Προφανώς, αυτό το στοίχημα είχε κόστος.
ΘΜ. – Η Λέσχη πιθανότατα είναι τεχνικά/λογοτεχνικά το κατεξοχήν μοντερνιστικό βιβλίο της Τριλογίας. Θεωρείς ίσως ότι ο Τσίρκας επηρεάστηκε από της αρνητικές κριτικές και γι’ αυτό εισήγαγε περισσότερους «θετικούς ήρωες» στην Αριάγνη;
ΓΠ. – Στη συνθετική εργασία του για την τριλογία, ο φίλος Μίλτος Πεχλιβάνος έχει δείξει το συστηματικό διάλογο του Τσίρκα με τους κριτικούς του, όσο η τριλογία είναι ένα έργο «εν προόδω». Γνωρίζουμε, επομένως, πως, μετά τη Λέσχη, ο Τσίρκας εξελίσσει το συγγραφικό σχέδιο του, συνυπολογίζοντας τις αντιδράσεις ή και τα όρια ενός ειδικού αναγνωστικού κοινού : τους συντρόφους. Ωστόσο, δεν συμφωνώ με την άποψη ότι ο Τσίρκας εξάντλησε τις μοντερνιστικές τεχνικές του στη Λέσχη. Σκέψου, για παράδειγμα, ότι στη Νυχτερίδα, που καταγράφει σχεδόν με τη μορφή ρεπορτάζ τον Απρίλη του ’44, ταυτόχρονα ανοίγει τον «παραπόταμο της μνήμης» για να γνωρίσουμε τη ζωή του Αιγυπτιώτη ελληνισμού, κατά τον 19ο αιώνα. Για να το πω συνθηματικά και συνοπτικά : ο Τσίρκας είναι ο πιο ολοκληρωμένος μοντερνιστής συγγραφέας της γενιάς του. Και αυτό φαίνεται σε όλη την τριλογία.
ΘΜ. – Μιλώντας για το ζήτημα της ιστορίας, πώς επιτυγχάνεται η σύζευξη ιστορίας και λογοτεχνίας στο έργο του Τσίρκα; Θα ήθελα να το δούμε και αναφορικά με το εδάφιο του Ένγκελς που περιλαμβάνεται στη Νυχτερίδα;
ΓΠ. – Πράγματι, στην προμετωπίδα της Νυχτερίδας, ο Τσίρκας παραθέτει το απόσπασμα από το γνωστό γράμμα του Φρήντριχ Ένγκελς στον Γιόζεφ Μπλοχ και σχολιάζει την ειρωνική διάσταση της ιστορίας. Η ιστορία είναι μια ασύνειδη διεργασία πολλών ατομικών βουλήσεων, που ωστόσο ποτέ δεν συγκλίνουν σε ένα ενιαίο σχέδιο. Γι’ αυτό, άλλωστε, και «ό,τι προκύπτει είναι κάτι που δεν το θέλησε κανείς». Όπως στον Καβάφη έτσι και στον Τσίρκα, η Ιστορία αντιμετωπίζεται μέσα από μια ειρωνική προοπτική, στην οποία κυριαρχεί η αδυναμία των ανθρώπων να σχεδιάσουν και να ελέγξουν το παρόν και το μέλλον. Ας θυμηθούμε ότι δίπλα στην προμετωπίδα του Ένγκελς, ο Τσίρκας παραθέτει το στίχο του Σεφέρη : «”Στα σκοτεινά πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε”. Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά». Προφανώς και σε αυτό το σημείο, βαραίνει ιδιαίτερα η εμπειρία του κινήματος του Απρίλη του ’44. Αλλά βαραίνει και κάτι άλλο. Παρ’ όλο που έχουν διαφορετική αφετηρία, ο μαρξιστικός ανθρωπισμός του Τσίρκα και ο «ελιοτικός» ανθρωπισμός εκκινούν από την επίγνωση ότι οι άνθρωποι συνθλίβονται κατά την προσπάθειά τους να αλλάξουν την ιστορία. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, όμως, δένονται με δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ τους · ιδίως σε καιρό πολέμου.
ΘΜ. – Ο Τσίρκας έχει δηλώσει ότι σκοπός τους (ή ένας από τους σκοπούς του) ήταν η εκ των υστέρων δικαίωση του κινήματος του Μάρτη του ’43 και του Απρίλη του ’44- που αμφότερα στόχευαν στον εκδημοκρατισμό του ελληνικού στρατεύματος. Την εποχή που γράφεται η Τριλογία αποτελούν ακόμα «ανεξερεύνητα» θέματα στην ιστοριογραφία. Κατά πόσο, έστω εκών άκων, ο λογοτέχνης Τσίρκας αναλαμβάνει χρέη ιστορικού;
ΓΜ.– Ο ίδιος ο Τσίρκας σε μια επιστολή του προς τη Φούλα Χατζιδάκη αναφέρει πως, για το κίνημα του Απρίλη του ΄44, πρέπει να κάνει «τη δουλειά του ιστορικού που δε βρέθηκε». Πράγματι, το εξηγητικό σχήμα που έχει ο Τσίρκας στο μυαλό του είναι πως το κίνημα του Απρίλη ήταν ένα κίνημα με στόχο την εθνική ενότητα · ένα κίνημα που καταδικάστηκε από όλες τις πλευρές. Σήμερα, διαθέτουμε πολλά στοιχεία και τεκμήρια, που μάς επιτρέπουν να συλλάβουμε τη σύνθετη πραγματικότητα, τις συγκρούσεις και τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό του στρατού στη Μέση Ανατολή. Προσοχή, όμως. Ο Τσίρκας δεν θέλει να δικαιώσει τον Απρίλη του ΄44, με την έννοια της πολιτικής αποτελεσματικότητας αλλά με την έννοια της απωθημένης και αποσιωπημένης μνήμης. Στα Ημερολόγια της τριλογίας, διηγείται πως συλλαμβάνει την τελική σκηνή της αφήγησης στα Κάστρα της Θεσσαλονίκης. Διηγείται μάλιστα ότι ο Αλέξανδρος Αργυρίου ήταν εκείνος που, με κοφτό τόνο, θυμήθηκε τον στίχο του Σεφέρη («ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας»), δίνοντας αφορμή στον Τσίρκα να συλλάβει αυτό το ιδιότυπο μνημόσυνο.
ΘΜ. – Θα ήθελες να μας μιλήσεις για τη στάση του Τσίρκα απέναντι στον οριενταλισμό και την αποικιοκρατία; Το έργο του μπορεί να εξεταστεί και υπό το πρίσμα της μετααποικιακής θεωρίας;
ΓΜ.-Στο βιβλίο ασχολούμαι συστηματικά με την κριτική του Τσίρκα στα οριενταλιστικά στερεότυπα αλλά και στην αποικιοκρατία. Ένας σταθερός θεματικός άξονας που συνδέει την προ – μυθιστορηματική παραγωγή του Στρατή Τσίρκα (ποιήματα και διηγήματα) με την τριλογία είναι η ανάδειξη της αποικιακής δομής και της πολιτικής καταπίεσης των κοινωνιών της Μέσης Ανατολής και ιδιαίτερα της Αιγύπτου. Μέσα από αυτό το πρίσμα, άλλωστε, βλέπει ο Τσίρκας την καταστολή του κινήματος του Απρίλη του ΄44 από τους Άγγλους. Αργότερα, μετά την επικράτηση του Νάσερ και την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ, ο Τσίρκας θεωρεί πως μόνο η συμμαχία των λαϊκών και εργατικών στρωμάτων (Ελλήνων και Αιγύπτιων) θα μπορούσε να δώσει μια λύση συνύπαρξης και αλληλεγγύης, χωρίς την «εκκένωση» και την «έξοδο» του αιγυπτιώτη ελληνισμού. Όπως γνωρίζουμε, τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Και δεν ήταν ποτέ έτσι. Χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της μετα-αποικιακής θεωρίας, προσπαθώ να δω τη σημασία που έπαιξε στη γραφή και στη σκέψη του Τσίκα το γεγονός ότι έζησε σε ένα αποικιακό περιβάλλον. Αν διαβάσουμε μάλιστα την τριλογία μέσα από το πρίσμα που προτείνει ο Edward Said για τις «αλληλεπικαλυπτόμενες επικράτειες» και τις «αλληλένδετες ιστορίες» της αποικιοκρατίας, μπορούμε να συλλάβουμε τη θέση του Τσίρκα μέσα στην αντίστοιχη ευρωπαϊκή «αντιστασιακή λογοτεχνία» της απο-αποικιοποίησης.
ΘΜ. – Θα ήθελα να δούμε τον Τσίρκα ως «εξόριστο» δημιουργό, με την έννοια που δίνουν στη λέξη διανοητές όπως ο Edward Said ή ο Enzo Traverso.
ΓΠ.- H εξορία, υποστηρίζει ο ‘Εντουαρντ Σαΐντ (Edward Said), είναι η κατάσταση που χαρακτηρίζει τον διανοούμενο ως μια μορφή, η οποία απέχει από τις ανέσεις της προνομιακής θέσης, της εξουσίας και της αίσθησης ότι βρίσκεται «στο σπίτι» του. Με άλλα λόγια, η εξορία, κυριολεκτική και μεταφορική, συμβάλλει στο να αποκτήσει ένας συγγραφέας μια «διπλή προοπτική» για τη θεώρηση των ανθρώπινων προβλημάτων. Συμπληρώνοντας αυτή την οπτική, ο Έντζο Τραβέρσο (Enzo Traverso) υποστηρίζει πως η μετανάστευση, η διασπορά και η εξορία άφησαν βαθιά ίχνη πάνω στη διανόηση αλλά και στην πνευματική παραγωγή του 20ού αιώνα. Οι ιστορικοί της λογοτεχνίας δεν θα μπορούσαν σήμερα να αγνοήσουν τη συνεισφορά των εξόριστων διανοουμένων, ιδίως μέσα στη συνθήκη της προσφυγικής εμπειρίας και των πολιτικών διωγμών, που σφράγισαν την ιστορία του 20ού αιώνα. Με άξονα αυτές τις προσεγγίσεις, σκέφτηκα πως ο Τσίρκας, πρόσφυγας ο ίδιος μέσα στην προσφυγιά του πολέμου, συγγραφέας με διπλή ταυτότητα (Έλληνας αιγυπτιώτης), στρατευμένος αριστερός και διωγμένος από το κόμμα του, ριζωμένος στην Αίγυπτο και απόβλητος από αυτή, είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα «εκπατρισμένου» συγγραφέα, που γράφει ένα κοσμοπολίτικο μυθιστόρημα για τις ακυβέρνητες πολιτείες του καιρού του. Από αυτή την άποψη, όλη η τριλογία έχει ως μόνιμο προσανατολισμό τη συνάντηση με τον Άλλο.
ΘΜ. – Με το έργο του Τσίρκα έχουν ασχοληθεί εκτεταμένα σπουδαίοι επιστήμονες και διανοούμενοι. Έχουμε τις κριτικές και τις μελέτες του του Δημήτρη Ραφτόπουλου, του Λάμπη Ράππα, του Πάνου Μουλλά, της Χρύσας Προκοπάκη, το βιβλίο του Μίλτου Πεχλιβάνου, τα δικά σου άρθρα και το βιβλίο σου. Πιστεύεις ότι υπάρχουν περαιτερω πτυχές του έργου που δεν έχουν μελετηθεί ακόμα όσο θα έπρεπε;
ΓΜ.- Πιστεύω ότι το έργο του Τσίρκα απέκτησε μια κοινότητα με κοινούς κώδικες, με αίσθημα ευθύνης και με πνεύμα ανοιχτού διαλόγου. Το αρχείο του και η βιβλιοθήκη του αποτέλεσε πάντα το σταθερό σημείο των ερευνών μας. Δεν έχουμε τελειώσει, όμως, με τον Τσίρκα. Θα φέρω μερικά παραδείγματα. Η Χρύσα Προκοπάκη, στην οποία είναι αφιερωμένο το βιβλίο μου, με ειδοποίησε πρόσφατα πως σε ένα παλιό καρνέ του Τσίρκα, χρονολογημένο το 1953, υπάρχει ήδη η αναφορά στο Ανθρωπάκι και στις ίντριγκές του. Φαίνεται, λοιπόν, πως ο χαρακτηρισμός του συγκεκριμένου συντρόφου που οδήγησε στην επινόηση του λογοτεχνικού ήρωα, έχει σχηματιστεί στο μυαλό του Τσίρκα, πριν το κοσμοϊστορικό έτος 1956. Ο επόμενος ερευνητής ή η ερευνήτρια έχει πλέον ένα αρχειακό ίχνος για να ξεκινήσει το ερώτημά του με νέα αφετηρία. Τι να συνέβαινε, άραγε, στο εσωτερικό της οργάνωσης εκείνη την περίοδο, που έκανε τον Τσίρκα να σημειώνει στο καρνέ (20/4/1953) : «Το ανθρωπάκι. Η εξοργιστική συζήτηση. Θα γράψω γράμμα».
Αυτός είναι ο κόσμος της γενναιόδωρης και συνεχούς ανταλλαγής «δελτίων» μεταξύ μας. Χρωστάμε στην παλαιότερη γενιά αυτή την πολύτιμη κληροδοσία. Δεν είναι όμως μόνο αυτός ο δρόμος της έρευνας. Μένει ακόμη να μελετηθεί σε βάθος ο Τσίρκας της Μεταπολίτευσης. Συνήθως αναφέρουμε τη Χαμένη Άνοιξη και θεωρούμε πως αυτή ήταν η μόνη παρουσία του Τσίρκα στην περίοδο αυτή. Με τον Μίλτο Πεχλιβάνο σχεδιάζουμε μια έκδοση τεκμηρίων, που θα αποκαταστήσει τη συνολική φυσιογνωμία του Τσίρκα, με επίκεντρο τις δημόσιες παρεμβάσεις του στα χρόνια εκείνα. Τέλος, από νεότερους ερευνητές περιμένουμε να ξετυλιχτεί το νήμα, σε μεγαλύτερο βάθος. Με την ολοκλήρωση των νέων διατριβών, για παράδειγμα, θα έχουμε ευκρινέστερη εικόνα για την παρουσία των «σιωπηρών ιθαγενών» στο έργο του Τσίρκα. Λείπει επίσης μια μελέτη για τον «δημοσιογράφο» Τσίρκα, κατά την περίοδο που δούλευε στον Ταχυδρόμο. Και, βέβαια, παραμένει ως εκκρεμότητα η μετάφραση των βασικών μελετών του για τον Καβάφη, που θα έδινε άλλη ώθηση στις διεθνοποιημένες πλέον καβαφικές σπουδές. Με άλλα λόγια, οι λογαριασμοί μας με τον Τσίρκα μάλλον δεν θα κλείσουν ποτέ.
(*) Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών. Έχει επίσης διδάξει Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.