της Έφης Κατσουρού
«Τι να ‘ναι / Ποίημα / Φαντάζομαι δεν θα βαρύνουν / Τρεις ακόμα λέξεις: / Ρυθμικά / Σκεπτόμενο / Αίσθημα.», γράφει ο Αντώνης Φωστιέρης ομολογώντας την δική του ποιητική αλήθεια. Και με τη διεισδυτική κριτική ματιά του ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, στη σειρά των εκδόσεων Γκοβόστη για τους ποιητές της Γενιάς του ’70, αρθρώνει μία μελέτη για την ποίηση του Φωστιέρη θεμελιωμένη πάνω σε αυτές τις τρεις λέξεις που μοιάζει να αποτελούν τον αισθητικό ωροδείκτη του ποιητή από την πρώτη νεότητα έως και την ωριμότητά του. Υποτασσόμενος στο πνεύμα του ποιητικού υλικού που μελετά ο Χατζηβασιλείου προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει την δομή του στίχου του Φωστιέρη, ενώ ταυτόχρονα προβληματίζει και προβληματίζεται πάνω στην ίδια την φύση του ποιητικού συμβάντος αναζητώντας τις συνέργειες που μπορούν να αποκαλυφθούν, και τον βαθμό στον οποίο αυτές μπορούν να λειτουργήσουν, με τον χώρο της φιλοσοφίας. Με άλλα λόγια, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του κειμένου του, που φέρει τον τίτλο «Αντώνης Φωστιέρης: ο χρόνος της θνητότητας», νοιώθω ότι κρατώ στα χέρια μου μία κριτική μελέτη υψηλού επιπέδου που καταφέρνει να λειτουργεί σε δύο επίπεδα: αφενός ερευνά και αναδεικνύει την ουσία της ποίησης του Φωστιέρη και αφετέρου δράττεται των ποιημάτων του, τα διαβάζει ως ιδανικά δοκίμια πάνω στα οποία μελετά τους μυστικούς διαύλους που συνδέουν την ποιητική τέχνη με τον φιλοσοφικό στοχασμό.
Στην εισαγωγική παράγραφο του βιβλίου, δόκιμα ο Χατζηβασιλείου επιλέγει να τοποθετήσει τον ποιητή μέσα στον ποιητικό χωροχρόνο, μη θεωρώντας ότι ο αναγνώστης διαθέτει τις προαπαιτούμενες γνώσεις για την παρακολούθηση της συλλογιστικής του, φροντίζει να ορίσει ο ίδιος το πλαίσιο της μελέτης, σκιαγραφώντας το πορτραίτο της ποιητικής Γενιάς του ’70 και αναγνωρίζοντας την δεσπόζουσα θέση της ποίησης του Φωστιέρη μέσα σε αυτό. «Ο Αντώνης Φωστιέρης κάνει την πρώτη ποιητική του εμφάνιση το 1971, δίνοντας ευθύς εξαρχής το στίγμα μίας από τις πλέον εσωστρεφείς φωνές της γενιάς του -γεγονός το οποίο του επιτρέπει να παραμείνει, επίσης από την πρώτη στιγμή, μακριά από οιοδήποτε κλίμα κοινωνικοπολιτικής αμφισβήτησης. […] διεκδικεί στο ακέραιο την πάλη με την εσωτερικότητα και τη φιλοσοφική ενατένιση.», σημειώνει, για να αναρωτηθεί στη συνέχεια: «μπορούμε άραγε να μιλήσουμε και για φιλοσοφική ποίηση;». Το ερώτημα αυτό θα τον απασχολήσει σε όλο το εύρος της μελέτης του, όχι όμως στο βαθμό του αν μπορεί να υφίσταται ποιητικός λόγος που να θεμελιώνεται σε φιλοσοφικές έννοιες αλλά επιδιώκοντας να αποδείξει, μέσα από τη βαθιά ψυχοσωματική και γλωσσική εμπειρία που προσφέρει η ποίηση του Φωστιέρη, ότι ο κινούμενος στα όρια του φιλοσοφικού στοχασμού ποιητικός λόγος, οφείλει να ισορροπεί κάθε στιγμή ιδανικά ανάμεσα στο αίσθημα και το νου απαλείφοντας το βάρος του εννοιολογικού πλαισίου και εξυψώνοντας το κάλλος μέσω του ποιητικώς οράν.
Βαδίζοντας ευθύγραμμα και ακολουθώντας την πορεία του ποιητή από το πρώτο μέχρι το, πιο πρόσφατα εκδοθέν, βιβλίο του, κωδικοποιεί την γραφή του τόσο εννοιολογικά όσο και μορφολογικά, βοηθώντας τον αμύητο αναγνώστη να εισέλθει με μεγαλύτερη ευκολία στον στίχο του και τον ερευνητή να αποκωδικοποιήσει την εξελικτική πορεία μέσα από την προσωπική οπτική του ίδιου του συγγραφέα και την ταυτόχρονη καταβύθιση στην κριτική που συνοδεύει τις εκδοθείσες συλλογές του. Κάθε παρατήρηση και κάθε συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο συγγραφέας είναι άρτια τεκμηριωμένο και συνεπικουρούμενο από ένα πλούσιο κατάλογο παραπομπών, ιδιαίτερα χρήσιμο για τον αναγνώστη που αναζητά να εμβαθύνει περισσότερο στο έργο του ποιητή. Όπως επισημαίνει ο Χατζηβασιλείου: «ο Φωστιέρης δουλεύει στην ποίηση του κατά τεκμήριον με δύσκολα εργαλεία: συμβολικές εικόνες (συχνά αντλημένες απευθείας από το χώρο της φιλοσοφίας) ή περίπλοκα (κάποτε έως και σκοτεινά) συντακτικά σχήματα, που απαιτούν αμείωτη προσοχή από την πλευρά του αναγνώστη.», γεγονός που καθιστά το βιβλίο αυτό ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο για την χάραξη της εισόδου στον χώρο του.
Μία από τις έννοιες που εμφανίζεται ξανά και ξανά και λειτουργεί ως κεντρομόλος δύναμη της ποιητικής του Φωστιέρη είναι ο χρόνος. Ο συγγραφέας επιμένει ιδιαίτερα στον τρόπο που η αφηρημένη και πολύσημη έννοια του χρόνου εισέρχεται και σφυρηλατεί τον στίχο του ποιητή. Στις πρώτες συλλογές παρατηρεί ότι η γονιμοποίηση του χρόνου συντελείται μόνο εν μέσω του κενού και της απουσίας, και προχωρώντας προς την ωριμότητα της γραφής του σημειώνει χαρακτηριστικά «ο χρόνος αποκαλύπτεται ως μία συμπαγής και παντελώς περίκλειστη αρχή: χωρίς ιστορική καταγωγή και δίχως εξωτερικές λαβές». Η λειτουργικότητα της παραμέτρου του χρόνου μέσα στην πορεία της γραφής του Φωστιέρη αναβαθμίζει την δημιουργική αοριστία του στοχασμού σε βαθιά εσωτερική αναζήτηση, σε οντολογικό διάλογο με τον διαρκώς εξερευνούμενο εαυτό και την έννοια της θνητότητας. Το κενό υπάρχει ως ιδανικός χώρος έδρασης της αγωνίας, μη μετρίσιμος και μη ανιχνεύσιμος αφού ολοκληρωτικά του έχουν αφαιρεθεί ο όγκος και οι διαστάσεις. Ως αντίποδας στην αχαρτογράφητη αυτή γεωμετρία του κενού προβάλει η γλώσσα, η οποία στην ποίηση του Φωστιέρη, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Χατζηβασιλείου, καταλαμβάνει το ρόλο του «γενικού ρυθμιστή: ελέγχει τα αισθήματα, μοιράζει τους ρόλους, κατανέμει τις αρμοδιότητες προκειμένου να χτίσει πέτρα-πέτρα την οικοδομή της, προκειμένου να οργανώσει την ίδια την ποίηση ως γλωσσική νόρμα και τάξη.». Με άλλα λόγια το αχανές τοπίο που προεικονίζει η στοχαστική ενατένιση, οργανώνεται και μορφοποιείται μέσα από την αυστηρή υποταγή κάθε στοχασμού και κάθε αισθήματος στο σκληρό υλικό της γλώσσας.
Η συσπειρωτική αυτή δύναμη του γλωσσικού φαινομένου αποκτά μία διαρκώς αυξανόμενη ένταση καθώς όπως παρατηρεί, ο Χατζηβασιλείου, την πορεία του ποιητή προς την ωριμότητα ακολουθεί μία μεγέθυνση της προσωπικής συμμετοχής του στα στιχουργικά τεκταινόμενα γεγονός που συνεπάγεται και τη μεγέθυνση και την απολύτως καθοριστική συμμετοχή της γλώσσας στο τελικό ποιητικό προϊόν. Πίσω από κάθε στίχο του μπορεί κανείς να αφουγκραστεί την άτρωτη σιωπή της γλώσσας, μία σιωπή παλλόμενη και λυτρωτική που πλάθεται με λέξεις και στέκει ακέραιη, έτοιμη να εγκολπώσει κάθε ανέκφραστη, τρωτή σιωπή του αισθήματος.
Το κείμενο του Χατζηβασιλείου ακολουθείται από μία πλήρη και άρτια οργανωμένη ανθολογία ποιημάτων που εισάγει τον αναγνώστη στον ποιητικό κόσμο του Φωστιέρη προσφέροντας προς κατοίκηση τον χώρο εκείνο που πρότινος ο συγγραφέας του «αφηγήθηκε», μία συνέντευξη του ποιητή στον Χρήστο Κωνσταντόπουλο και μία συνομιλία με τον ίδιο τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, όπου μέσα από τα δικά του λόγια, μέσα από τις απαντήσεις του ο ποιητής με τη σειρά του αφηγείται την διαδρομή του προς την ποίηση και την διαδρομή του μέσα στην ποίηση καθώς στοχάζεται και αναστοχάζεται πάνω σε θέματα που αφορούν στην ποιητική εργασία, αλλά πέρα και πάνω από όλα, στην ποιητική πρόσληψη του εσωτερικού και του εξωτερικού ερεθίσματος. «Η ποίηση είναι ένας τέτοιος στεντόρειος ψίθυρος», επισημαίνει στον Χρήστο Κωνσταντόπουλο και επαναλαμβάνει στον Βαγγέλη Χτζηβασιλείου «η ποίηση δεν είναι στην πραγματικότητα μία τέχνη του λόγου, αλλά μία ιδιότυπη τέχνη της σιωπής.», για να καταλήξει αφοπλιστικά και θέτοντας κάθε έναν από εμάς προ των ευθυνών του, «Ποίηση δεν είναι το γραπτό αποτύπωμα της έμπνευση, είναι η έμπνευση αυτή καθαυτή, ο σπινθήρας της έντασης και της συγκίνησης που μπορεί να ξεπηδήσει ανά πάσα στιγμή από κάθε τί, πέρα από λέξεις κι από στίχους, αρκεί να είσαι πρόθυμος και προετοιμασμένος να τον διακρίνεις.», αρκεί να είσαι πρόθυμος μέσα σε αυτόν τον πολύβουο κόσμο μία στιγμή να σιωπήσεις, έρχομαι να προσθέσω, κλείνοντας το βιβλίο και αφήνοντας μία παύση και ένα κενό να διαχειριστούν τον χρόνο και τον χώρο γύρω και μέσα μου.
(*) η Έφη Κατσουρού είναι ποιήτρια
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Αντώνης Φωστιέρης, Εκδόσεις Γκοβόστη, 2020