Σ.Κ., ΠΕΝΤΑΠΟΛΙΤΗΣ
«Κάντε με δέσποτα λοιπόν, αφού επιμένετε
Να ξέρετε όμως πως σας βάζω όρους:
Δεν παρατάω ούτε γυναίκα, ούτε τα τρία μου παιδιά
Ούτ΄ απαρνιέμαι τη φιλοσοφία
Και πάντα τη φαλάκρα μου θα εγκωμιάζω».
Παλιές πουτάνες οι άλλοι, συμφωνήσανε
Πολύ τους εξυπηρετούσε αυτός σε τέτοια θέση
Κι ενώ αυτός προχώραγε, αμφίθυμος,
Εκείνοι βάλαν το θεό τους και του πήρε τα παιδιά.
Αυτός πέθανε νέος, σκασμένος, άκληρος
Και ξέροντας ότι τον είχαν χρησιμοποιήσει.
Στους διαδόχους του απόμειναν φαλάκρες σκέτες–
Ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, κι ούτε βεβαίως φιλοσοφία.
Σ.Κ.: Συνέσιος Κυρηναίος (370 – 413; μ. Χ.), συγγραφέας και του «Φαλάκρας εγκώμιον», μεταιχμακός μεταξύ παγανισμού και χριστιανισμού,
****
ΟΔΟΣ ΞΟΥΘΟΥ
Βάζει τα πιο παλιά, τα πιο φθαρμένα του τα ρούχα
(Και πάλι βέβαια ξεχωρίζουνε, πανάκριβα)
Παίρνει το τρένο, κατεβαίνει Ομόνοια.
Ψάχνει Λυκούργου, ψάχνει Κοτοπούλη (πρώην Ίωνος), Αθηνάς
Ψάχνει Μενάνδρου, Σατωβριάνδου και Σωκράτους.
Κάποτε πετυχαίνει τη Μαρκέλλα την πρεζού:
Δεν είναι πλήρως τελειωμένη, κάπως ακόμα περπατάει.
Καθώς κινούνται στον (άγνωστό σας εντελώς) Τέταρτο Κόσμο
Αφήνουν πίσω τους πουτάνες, αφρικάνικα εντευκτήρια και σύριγγες,
Πρώην λουτρά, πρώην φαρμακαποθήκες (σκέτες ταμπέλες πια)
Τα μαγαζιά με πιεσόμετρα και ορθοπεδικά, τους γαμηστρώνες
Τα πακιστάνικα μανάβικα, τηλεφωνάδικα και ψιλικά
Φυσογνωμίες σκαμμένες, αργόσχολους, ομονοιακούς,
(Κι εσχάτως πρόσφυγες επίσης, με τη σέσουλα-
Τους επιζήσαντες του Αιγαίου και των φραχτών).
Κι εκεί, στο πιο στενό ομονοιακό δρομάκι
Στην παραβιασμένη είσοδο του πρώην ξενοδοχείου,
Ο δόκτορας τής σκάει πέντε ευρώ, «Πάρ΄ τα Μαρκέλλα»
(Στάνταρ, πριν και μετά την κρίση- πάντα χαρτονόμισμα)
Αυτή πέφτει στα γόνατα, ο δόκτορας τη χύνει
Κι ύστερα τη φωτογραφίζει με το κινητό
Χυμένη μούρη, μάτια, στόμα, μάγουλα.
Μέχρι το άλλο χαρτονόμισμα, την άλλη πρέζα,
Το νέο ξεχαρμάνιασμα της άλλης τής βδομάδας.
*****
ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Δ.Μ.
Στο Βασίλη Βασιλικό
Μου ΄ρθαν στο νου, την ώρα που ΄τρεχα,
Ο Βαλτινός, ο Κούρτοβικ, ο Δήμου κι ο Βασιλικός
Τους γνώρισα, τους είδα από κοντά-
Ο πρώτος μου ΄μαθε το ύφος το γυμνό
Ο δεύτερος τη σημασία του καινούργιου
Ο τρίτος τον καημό της δρώσας απομόνωσης
Ο τέταρτος δαιμονική τη μίξη των ειδών
Κι όλοι μαζί: «Γράφω θα πει δεν τα μασάω».
Στίχο το στίχο μού ΄ρχονταν και το ποίημα
Το «΄γραφα» στο κεφάλι αλά Μενίδης καθώς έτρεχα
Ξημέρωμα, με πεύκα και πουλιά, στίβος της Γκράβας
Στο εξωτερικό κουλουάρ των 300 μέτρων.
Μενίδης (Διονύσης): ποιητής (1956 – 2014), γκαρδιακός φίλος