Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Στα χρόνια της κρίσης οι λογοτεχνικές μεταφράσεις άντεξαν. Κι όλα δείχνουν πως θα αντέξουν κι άλλο, αν και θα πρέπει, όπως κι αν εξελιχθούν τα πράγματα, να πορευτούν υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Μπορεί η παραγωγή του βιβλίου να έχει μειωθεί εμφανώς (το μεγαλύτερο πλήγμα μοιάζει να έχουν δεχθεί το δοκίμιο και το ξένο μυθιστόρημα), μπορεί και οι αναγνώστες να τείνουν να αναπτύξουν μιαν απροθυμία για την ξένη λογοτεχνία, προτιμώντας στη θέση της τις οικονομικές και τις ιστορικές μελέτες (αυτό, πάντως, είναι κάτι που δεν πρόκειται να το μάθουμε αν δεν υπάρξουν, ή μάλλον αν δεν ξαναϋπάρξουν, οι έρευνες της εκδοτικής αγοράς), μπορεί επίσης να είμαστε στον αστερισμό μιας γενικότερης (υλικής και ψυχολογικής) αποθάρρυνσης, αλλά οι λογοτεχνικές μεταφράσεις δεν έχουν πάψει να αγωνίζονται με όλες τους τις δυνάμεις, και να δίνουν ακούραστα το παρών.
Σίγουρα οι μεταφραστές μεταφράζουν στις ημέρες μας λιγότερο και υπό μεγαλύτερη οικονομική πίεση. Σίγουρα οι ελάχιστες αμοιβές που παίρνουν (απείρως πιο ελάχιστες από εκείνες που έπαιρναν προ κρίσεως) δεν αποτελούν κίνητρο, ούτε εγγύηση, για την επιμελή εργασία τους. Και σίγουρα η επιμελής εργασία πολλών συνεχίζει να μη διακρίνεται και να μην τιμάται – κάτι φτωχότερο και θλιβερότερο: να μην αναγνωρίζεται. Πολλώ δε μάλλον που η κριτική της μετάφρασης λάμπει δια της απουσίας της, όπως έλαμπε και την εποχή πριν από την κρίση, όπως έλαμπε και σε όλες τις εποχές, με μοναδική εξαίρεση την πρώιμη δεκαετία του 1980 και το ολιγόμηνης κυκλοφορίας Πρίσμα του Δημήτρη Χατζή.
Παρόλα αυτά, οι λογοτεχνικές μεταφράσεις άντεξαν και εξακολουθούν να μας φέρνουν σε επαφή με μεγάλους συγγραφείς του παγκόσμιου στερεώματος (κλασικούς, νεώτερους και σύγχρονους), να βγάζουν από την ελληνική αφάνεια κείμενα καθιερωμένα εδώ και δεκαετίες στον τόπο τους ή και διεθνώς, αλλά και να μας αποκαλύπτουν καινούργια λογοτεχνικά ρεύματα, που μεταμορφώνουν ανεπαισθήτως (ενδεχομένως όχι μόνο ανεπαισθήτως) τον κόσμο τριγύρω μας.
Μίλησα πρόσφατα, για τις ανάγκες μιας δημοσιογραφικής έρευνας, με τρεις διακεκριμένους μεταφραστές: τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τη Μαρία Παπαδήμα και την αιώνια φίλη μου Κατερίνα Σχινά (με την οποία, παρεμπιπτόντως, θα μοιραστούμε την καινούργια στήλη του Αναγνώστη η οποία ξεκινάει με το σημερινό σημείωμα). Κοινή διαπίστωση και των τριών: ναι, ο μεταφραστής δεν αμείβεται ούτε σε συμβολικό επίπεδο, ναι η κρίση χειροτέρεψε τη χρηματική του πενία, ναι, δεν παρέχεται κανένα κριτήριο για να διαχωρίσουμε την κακή από την καλή μετάφραση, αλλά το μεταφραστικό τοπίο έχει αλλάξει δια παντός στις ημέρες μας. Οι μεταφραστές είναι εξοπλισμένοι με ειδικές σπουδές και υψηλή κατάρτιση, παράγουν μεταφράσεις που συνιστούν αντηχείο και ισοδύναμο του πρωτότυπου κειμένου και έχουν πλήρη συνείδηση των μεταφρασεολογικών προβλημάτων (ας μην ξεχνάμε την καθιέρωση της μεταφρασεολογίας ως γνωστικού αντικειμένου στα πανεπιστήμια). Αρκούν αυτά; Ασφαλώς και όχι. Το είπαμε: χρειαζόμαστε εκδότες με επίγνωση του πολιτισμικού κεφαλαίου που αντιπροσωπεύουν οι μεταφράσεις, χρειαζόμαστε περιοδικά με μεταφραστική κριτική, χρειαζόμαστε μιαν αναγνωστική κοινότητα ικανή να χειροκροτήσει το επάγγελμα του μεταφραστή. Αλλά, και αυτό ακριβώς είναι που θέλω να πω, τη συγκρότηση, την επάρκεια και την εγκυρότητα του επαγγελματία μεταφραστή δεν μπορεί πλέον κανείς να μας τις στερήσει.