της Δήμητρας Διδαγγέλου (*)
Ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι που όταν τους ρωτήσεις ποιο ήταν το πρώτο τους λογοτεχνικό ανάγνωσμα δεν θα ανατρέξουν στην παιδική ηλικία. Ιδιαίτερα δε, για ένα άτομο βιβλιόφιλο, είναι δύσκολο να μην ανακαλέσει με νοσταλγία στιγμές της παιδικής ηλικίας, αργίες, διακοπές, καλοκαίρια αγκαλιά μ’ ένα βιβλίο.
Αυτή ακριβώς τη σύνδεση της παιδικής ηλικίας με την ανάγνωση αναδεικνύει μέσα από δύο κείμενά του ο Μαρσέλ Προυστ στο βιβλίο Ημέρες Ανάγνωσης. Τα δοκίμια αυτά, αν και δεν είναι τόσο εκτεταμένα όσο τα μυθιστορηματικά του έργα, προσφέρουν μια ενδιαφέρουσα ανάλυση για τη φύση της ανάγνωσης και το πώς αυτή επηρεάζει τον εσωτερικό κόσμο, ιδίως σε σχέση με τα διαμορφωτικά χρόνια της παιδικής ηλικίας.
Η ψυχολογική λειτουργία της ανάγνωσης
Μια από τις πιο σημαντικές ψυχολογικές λειτουργίες της ανάγνωσης είναι ότι διεγείρει τη φαντασία. Όταν διαβάζουμε, δεν λαμβάνουμε απλώς πληροφορίες˙ κατασκευάζουμε ενεργά κόσμους, χαρακτήρες και αφηγήσεις στο μυαλό μας. Αυτή η φανταστική εμπλοκή μάς επιτρέπει να εξερευνήσουμε διαφορετικές δυνατότητες, να πειραματιστούμε με νέες ταυτότητες και να προβληματιστούμε σχετικά με τις επιθυμίες και τους φόβους μας. Μέσω της ανάγνωσης, μπορούμε να προβάρουμε σενάρια, να διερευνήσουμε σύνθετα συναισθήματα και να αντιμετωπίσουμε υπαρξιακά ερωτήματα σε ένα ασφαλές και ελεγχόμενο περιβάλλον.
Η ανάγνωση ως μέσο ενδοσκόπησης μπορεί να λειτουργήσει καταπραϋντικά. Μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου αποτυπώνονται τα συναισθήματα των ηρώων και των ηρωίδων, ο αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί, να αναγνωρίσει πτυχές του εαυτού και της ζωής του, να βρει έναν έμμεσο τρόπο έκφρασης και εν τέλει να νιώσει την παρηγοριά που νιώθει κάποιος όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι μόνος.
Τα βιβλία μπορούν να μας βγάλουν από την υπαρξιακή απομόνωση και τη μοναξιά. Κάποιες φορές γίνονται συνοδοιπόροι, άλλες συγκάτοικοι ή και συνομιλητές, δίνοντας την αίσθηση όχι απλά της ύπαρξης, αλλά της συνύπαρξης. Μπορούν να προσφέρουν μια διαφορετική οπτική γωνία, να μεταδώσουν σοφία, να αυξήσουν την ενσυναίσθηση και τη διορατικότητα.
Για τον Προυστ η λειτουργία της ανάγνωσης αποτελεί μια ενδοσκοπική πράξη. Δεν είναι απλώς μια παθητική κατανάλωση λέξεων σε μια σελίδα, αλλά μια δυναμική ψυχολογική διαδικασία που περιλαμβάνει την αλληλεπίδραση του νου με το κείμενο. Αυτή η διαδικασία επιτρέπει στους αναγνώστες να εμβαθύνουν στις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις προοπτικές των άλλων, δημιουργώντας έναν χώρο όπου μπορούν να βιώσουν τη ζωή πέρα από την άμεση πραγματικότητά τους.
Ο Προυστ βλέπει την ανάγνωση ως έναν τρόπο διαφυγής από τους περιορισμούς του χρόνου και του χώρου, παρέχοντας πρόσβαση σε εμπειρίες και ιδέες που διαφορετικά είναι απρόσιτες.
Μέσα στα κείμενά του τονίζει ότι η ανάγνωση μας επιτρέπει να εκφράζουμε και να επεξεργαζόμαστε σύνθετα συναισθήματα, ιδίως εκείνα που έχουν τις ρίζες τους στην παιδική ηλικία, καθιστώντας τα βιβλία ισχυρά εργαλεία για ψυχική ανακούφιση.
Οι απόψεις του Προυστ αναδεικνύουν τις θεραπευτικές δυνατότητες της λογοτεχνίας, και αποτελούν προάγγελο της βιβλιοθεραπείας – ψυχοθεραπευτικής πρακτικής η οποία αναπτύχθηκε μετέπειτα.
Η θεραπευτική λειτουργία της ανάγνωσης είναι ιδιαίτερα σημαντική αν αναλογιστούμε τη σύνδεσή της με την παιδική ηλικία, μια περίοδο έντονης συναισθηματικής ανάπτυξης και ευαλωτότητας.
«Δεν υπάρχουν ίσως ημέρες της παιδικής μας ηλικίας που να τις ζήσαμε τόσο απόλυτα, όσο εκείνες που πιστέψαμε ότι τις αφήσαμε να φύγουν χωρίς να τις ζήσουμε, εκείνες που τις περάσαμε με ένα βιβλίο αγαπημένο.»
Μαρσέλ Προυστ
Ανάγνωση και παιδική ηλικία: Επιστροφή στην αθωότητα
Τα βιβλία που διαβάζουμε, ιδίως κατά τη διάρκεια των παιδικών μας χρόνων, αφήνουν ένα μόνιμο αποτύπωμα στο μυαλό μας, διαμορφώνοντας τον εσωτερικό κόσμο και παρέχοντάς μας μια δια βίου πηγή παρηγοριάς και σοφίας.
Για τον Προυστ, η σύνδεση μεταξύ της ανάγνωσης και της παιδικής ηλικίας είναι θεμελιώδης. Στα δοκίμιά του προβληματίζεται για το πώς τα βιβλία που συναντάμε κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων μας αφήνουν ανεξίτηλο σημάδι στον ψυχισμό.
Η παιδική ανάγνωση χαρακτηρίζεται συχνά από μια αίσθηση θαυμασμού και ανακάλυψης, καθώς τα παιδιά προσεγγίζουν τα βιβλία με μια φρέσκια και ανεπηρέαστη περιέργεια. Αυτή είναι μια περίοδος της ζωής κατά την οποία ο εγκέφαλος είναι εύπλαστος και οι εμπειρίες που αποκομίζουμε μπορούν να διαμορφώσουν τις αξίες, τις πεποιθήσεις και την ταυτότητά μας.
Το παιδικό διάβασμα γίνεται αποθήκη αναμνήσεων και συναισθημάτων. Τα βιβλία που διαβάζουμε ως παιδιά συχνά συνδέονται με συγκεκριμένες στιγμές της ζωής, καθιστώντας τα δοχεία του παρελθόντος μας. Στην ενήλικη ζωή, η επιστροφή σε αυτά τα κείμενα μπορεί να προκαλέσει ισχυρά συναισθήματα νοσταλγίας και να μας μεταφέρει πίσω σε μια εποχή αθωότητας. Αυτή η σύνδεση με το παιδικό διάβασμα δεν είναι μόνο συναισθηματική: εξυπηρετεί μια ψυχολογική λειτουργία βοηθώντας μας να επανασυνδεθούμε με τον νεότερο εαυτό μας και τα αφιλτράριστα συναισθήματα που βιώσαμε εκείνη την εποχή.
Η ανάγνωση στην παιδική ηλικία καλλιεργεί μια βαθιά και διαρκή αγάπη για τη λογοτεχνία. Οι ιστορίες που συναντάμε στα νεανικά μας χρόνια συχνά πυροδοτούν ένα πάθος για το διάβασμα που παραμένει ζωντανό στην ενήλικη ζωή. Αυτή η πρώιμη έκθεση στα βιβλία καλλιεργεί μια δια βίου συνήθεια αναζήτησης της γνώσης, της παρηγοριάς και της ψυχαγωγίας μέσω της λογοτεχνίας. Με αυτή την έννοια, το παιδικό διάβασμα γίνεται το θεμέλιο για μια πλούσια εσωτερική ζωή, όπου τα βιβλία συνεχίζουν να παίζουν ζωτικό ρόλο στην ψυχολογική ευημερία.
Σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα πιο γρήγορος και κατακερματισμένος, οι ιδέες του Προυστ για τη σταθερή αξία της ανάγνωσης είναι πιο επίκαιρες από ποτέ. Τα δοκίμιά του μάς υπενθυμίζουν ότι τα βιβλία δεν είναι απλώς αντικείμενα προς κατανάλωση, αλλά πύλες για βαθύτερη κατανόηση, εσωτερική και εξωτερική σύνδεση. Είτε επανερχόμαστε στις αγαπημένες ιστορίες των παιδικών μας χρόνων είτε ανακαλύπτουμε νέα λογοτεχνικά τοπία, η ανάγνωση παραμένει ζωτικό μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας, προσφέροντάς μας παρηγοριά, ανάταση και μια αίσθηση συνέχειας σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς.
(*) Η Δήμητρα Διδαγγέλου είναι Ψυχολόγος, MSc. Ψυχολογία & Μ.Μ.Ε