Ο άνισος αγώνας με το παρελθόν (γράφει η Άννα Λυδάκη)

0
248
Spread the love

γράφει η Άννα Λυδάκη

Ένα παρελθόν που επιμένει και κατατρώει τη ζωή των ανθρώπων, κρυμμένα τραύματα της ψυχής και σιωπές «εύγλωττες» που «φωνάζουν» μέσα από υπόγειες, σκοτεινές διαδρομές είναι ο πυρήνας του συναρπαστικού βιβλίου του Ηλία Μπιστολά Χώμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί.

«Το πεπρωμένο δεν είναι έλξη, αλλά ώση, βρίσκεται από πίσω μας, στο παρελθόν μας, και μας σπρώχνει με δύναμη μπροστά… Ποτέ δεν παραγκωνίζεται το παρελθόν. Η νύχτα που ο πατέρας μας σκότωσε τον Αχιλλέα μας κυνηγά ακόμα, άλλους συνειδητά, άλλους ασυνείδητα» γράφει ο Μπιστολάς.

Όλα συνέβησαν πριν από είκοσι χρόνια. Μπρούμυτα στο πάτωμα στο υπόγειο του σπιτιού τους ο Αχιλλέας. Το αίμα του απλωνόταν σιγά-σιγά στο έδαφος και δίπλα ο πατέρας με σκυμμένο κεφάλι και τις παλάμες γεμάτες αίματα… Κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί έκανε το φονικό, γιατί ο πατέρας έγινε ο «άνθρωπος που δεν είχε κανένα δικαίωμα στη μνήμη τους…»

Διαβάζοντας το βιβλίο έχει κανείς την αίσθηση ότι το κακό «κληρονομείται»,  ότι είναι αληθής η λαϊκή ρήση «άτυχη μάνα, άτυχα παιδιά». Μια ρήση που φαίνεται και στον μύθο των Γιορούμπα, τον οποίο αναφέρει ο συγγραφέας: Υπάρχουν ορισμένα κακοποιά πνεύματα, τα οποία στοιχειώνουν μια συγκεκριμένη οικογένεια και γεννιούνται ξανά και ξανά μέσα σε αυτή, συνήθως από την ίδια μητέρα, μόνο και μόνο για να πεθάνουν νέα, ύστερα από σύντομη ασθένεια άλλοτε ως πέντε ημερών μωρά, άλλοτε ως έφηβοι, προκαλώντας έναν ατέρμονο κύκλο πόνου.

Στο βιβλίο του Μπιστολά μια τέτοια, στοιχειωμένη οικογένεια προσπαθεί να απωθήσει το τραύμα πιστεύοντας ότι έτσι θα το επουλώσει. Εις μάτην. Τα ίχνη του ξαφνικού χτυπήματος που αφήνει άφωνο τον άνθρωπο χωρίς να μπορεί να αντιδράσει υπάρχει πάντα κάτω από την επιφάνεια, σαν την πληγή που νομίζει κανείς πως έχει επουλωθεί αλλά στο παραμικρό άγγιγμα πονάει. Η φράση «περασμένα – ξεχασμένα» είναι ένας λόγος παρηγορητικός, χωρίς αντίκρισμα στην πραγματικότητα‧ περασμένα μεν και σιωπηλά, αλλά πάντα ζωντανά μέσα μας. Ο ανθρώπινος χρόνος δεν ακολουθεί τον ημερολογιακό‧ παρελθόν, παρόν και μέλλον συνυπάρχουν και  χαράσσουν τον βίο και την πολιτεία μας, όπως συμβαίνει στους ήρωες του Μπιστολά.

Η μητέρα, μετά το φονικό, είχε αποκτήσει ένα τικ και τίναζε απότομα το κεφάλι, στρέφοντάς το πάνω από τον ώμο της σαν να προσπαθούσε να δει ποιος την παρακολουθεί. Κατάλοιπο, ίσως, από τους παλιούς φόβους που προκαλούσε ο αυταρχικός πατέρας. Τώρα, από την πρώτη στιγμή παροτρύνει τα παιδιά της: «Ας τον ξεχάσουμε για πάντα». «Διαβάζει» τα μελλούμενα στη σπάλα του αρνιού και ζητά από τον Πέτρο να βάφει ξανά και ξανά τους τοίχους του υπογείου. Συχνά πυκνά παύει να μιλά, βυθισμένη σε εικόνες που μόνο εκείνη βλέπει και αλλοτινά γεγονότα που μόνο εκείνη έζησε.

Ο Πέτρος τρέχει σε αγώνες ταχύτητας -από ποιο αδιέξοδο νομίζει ότι θα ξεφύγει;- Και συμπαρασύρει στον χαμό τον Στέφανο, τον αγαπημένο της δίδυμης αδελφής του, της Αγγελικής. Μια εκκρεμότητα δημιουργείται ανάμεσά τους που ποτέ δεν αντιμετωπίζεται με λέξεις αλλά στέκεται πάντα ως «εκκωφαντική» σιωπή. Δίδυμα αδέλφια «όμοια σαν δυο αστραπές στην άκρη της νύχτας, αλλά δεν μοιάζουν σ’ αυτά που ριζώνουν στα βάθη τους».

Ο Πέτρος κρατάει μέσα του πράγματα σκοτεινά που τον σχίζουν σαν λεπίδες. «Πες μου, έχεις σκεφτεί ποτέ κάτι καλό για μένα; Με βλέπεις σε όνειρα που δεν είναι εφιάλτες;» ρωτάει την αδελφή του. Εφιάλτες μέχρι το τέλος και, όταν εκείνος τολμά να μιλήσει, έρχεται αδυσώπητη η πραγματικότητα για να προκαλέσει τον όλεθρο.

Στην Αγγελική άφησε η μητέρα το σπίτι στο Κιάτο, αλλά εκείνη φεύγει. Φεύγει για να βρει τον «Καθρέφτη στον οποίο βλέπει ο Θεός το πρόσωπό του», για την «Πύλη της Κόλασης», στην έρημο Καρακούμ, με μοναδική παρέα έναν Αλέξανδρο που αναζητά μια γυναίκα  «σε κάθε παγωμένη ερημιά, σε κάθε υγρή ζούγκλα, κι ας ξέρει πως αυτό δεν πρέπει και δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ». Εκεί τις νύχτες, όταν έρχεται η επισκέπτριά της, η αλεπού, και «κάτω από έναν ουρανό γυμνό από αστέρια και με τη ροδοκόκκινη άχνα του κρατήρα να την τυλίγει, ένιωθε μόνη και ξεχνούσε μέχρι και το σχήμα των ανθρώπων». Η Αγγελική ψυχανεμίζεται τη βαριά «κληρονομιά» του κακού και αρνείται τη μητρότητα.

Η Δήμητρα, η μεγαλύτερη αδελφή των διδύμων, μελετά τα άστρα με το φορητό της τηλεσκόπιο και παρατηρεί τον Κρόνο στον φακό της, μικρό όσο μια χάντρα, «κάτι που είναι τόσο μεγάλο στις φυσικές του διαστάσεις  φαίνεται τόσο μικρό στα μάτια μας…» Η Δήμητρα προσπαθεί να είναι ψύχραιμη: «Δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν, μπορούμε μόνο να το ξεπεράσουμε». Κανείς δεν την πιστεύει αλλά κανείς δεν διαφωνεί. Όλοι ξέρουν το μάταιο της προσπάθειας.

Ο Σάββας, ο σύζυγός της Δήμητρας, μελετά τις μυστικές ζωές των δέντρων, τη ζωή του κόσμου κάτω από τα πόδια μας, τις ψευδοτσούγκες που συνομιλούν μεταξύ τους όπως οι άνθρωποι, που αλληλοβοηθούνται, που δίνουν τροφή στις άλλες και προειδοποιούν για τους κινδύνους… Τα δάκρυά τους τρέφουν τα δάση σ’ αυτό το «αιώνιο, αθάνατο και ασύνειδο βασίλειο…»

Ο Μάρκος ο γιος της Δήμητρας και του Σάββα βασανίζεται παίζοντας διπλούς ρόλους τόσο στο θέατρο όσο και στη ζωή, ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, μέσα σε εφιάλτες ανείπωτους. Αναζητά παρελθοντικές αλήθειες και κρύβει αγγίγματα που γίνονται μοιραία. Ένοχος, όπως και όλοι μας «είμαστε ένοχοι για κάτι…» δεν διστάζει να παραδεχτεί ο Μπιστολάς.

Ο Άρης, ο μεγαλύτερος αδελφός, σε μια οικειοθελή εξορία, χάνεται σε μακρινά λιμάνια, σε νύχτες ασιατικές με μυρωδιές μπαχαρικών, στο λιμάνι της Σαχαλίνης που γλιστράει σαν να πατάς σε βούτυρο από το λίπος της αλιευμένης φάλαινας… «Γυρίζει τη Γη για χρόνια, αλλά τίποτα δεν γυρνούσε μέσα του… Η μοναξιά των πάντα ξένων». Και, όταν εν τέλει επαναπατρίζεται,  η μορφή του έχει αλλάξει, σημαδεμένη από εμπειρίες στους ξένους τόπους και από το οικείο κακό για το οποίο, ως «εγγυητής της σιωπής», δεν μίλησε ποτέ σε κανένα. Τώρα αφηγείται στον Άρη τι είδε στο υπόγειο τότε που έγινε το φονικό και τους ρόλους, τις πράξεις και τις ευθύνες που αναλογούσαν στο καθένα από τα πρόσωπα του δράματος.

Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, που παραπαίουν σ’ ένα στρόβιλο παλεύοντας σ’ έναν άνισο αγώνα με το παρελθόν, στο βιβλίο του Μπιστολά παρεμβάλλονται κι άλλα πρόσωπα και καταστάσεις. Ο συγγραφέας μιλά για τα παιδιά των προσφύγων στη Νέα Μάκρη που οι νύχτες τους τώρα είναι ήρεμες αλλά φέρουν μέσα τους για πάντα λίγο από τον φόβο που ένιωθαν οι πατεράδες τους όταν έφτασαν σε αυτόν τον τόπο.

Πρόσωπα, ζώα, πράγματα και φύση που οι ζωές τους συνδέθηκαν για λίγο ή πολύ με τους ήρωες του μυθιστορήματος παρουσιάζονται, όπως η Στέλλα και η Εύα, ο Θωμάς, ο Λουκάς, μια Χάνα από το Μόναχο που φεύγει γιατί έχει ακόμη δέκα ζούγκλες να εξερευνήσει, η φωτογραφία μιας άγνωστης γυναίκας… ο Παύλος που είχε προειδοποιήσει πως η Μόκα, η σκυλίτσα, είναι ανίδεη στο έλεος των αγριογούρουνων και τώρα ο Αχάμπ, ο σκύλος, τα κυνηγά όπως εκείνος ο άλλος Αχάμπ κυνηγούσε τη λευκή φάλαινα…

Ιστορίες και παραμύθια, πλαισιώνουν το δράμα: Ο Ελιούντ αφήνει στον δρόμο του ματωμένα χνάρια, καθώς πρέπει να διασχίσει τρεις χιλιάδες ερήμους και τρεις χιλιάδες βουνά για να σώσει την άρρωστη γυναίκα του. Ιστορίες για νεράιδες που κλέβουν τις καρδιές των ανδρών, αρπάζουν ανθρώπους και τους κάνουν σκιές του Κάτω Κόσμου… Περιγράφονται εφιάλτες που βασανίζουν, χείμαρροι που πέφτουν με δύναμη και ραγίζουν τζάμια, χειρονομίες της φωτιάς, μια φύση που με άδολη εχθρότητα καταστρέφει ανθρώπους, ζώα και φυτά.

Όλα, ανθρώπινα και μη ανθρώπινα, σμίγουν στο εξαιρετικό αυτό μυθιστόρημα του Ηλία Μπιστολά, ο οποίος μπαίνει βαθιά στην ψυχή των ηρώων του και, μιλώντας για εκείνους, φθάνει στον κοινό ανθρώπινο πυρήνα συναρπάζοντας τον αναγνώστη με την υπέροχη γραφή του.

 

Ηλίας Μπιστολάς, Χώμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα, Τόπος,  Αθήνα 2022.

Προηγούμενο άρθροΟι μυθικές ηρωίδες Μαρί, Ιρέν και Εβ Κιουρί (συζητούν Μαρία Τοπάλη- Νίκη Κωνσταντίνου- Σγουρού)
Επόμενο άρθροΗ μελαγχολία της παλινόρθωσης (και της γήρανσης) [γράφει ο Θανάσης Μήνας]

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ